Αποκαλυπτική είναι η μαρτυρία ακολούθου εν αποστρατεία, ο οποίος υπηρέτησε στην Αλβανία και, όπως καταθέτει, επί μακρόν ασχολήθηκε με το ζήτημα των άταφων νεκρών του μετώπου του 1940, καταγράφοντας μαρτυρίες επιζώντων, αλλά και κατοίκων των περιοχών όπου γράφτηκε το Έπος.
«Όταν τα σύνορα με την Αλβανία άνοιξαν, αρχίσαμε τις έρευνες στα πεδία των μαχών. Ψάχναμε τη γη με τα χέρια. Βρίσκαμε λιωμένα άρβυλα, κουμπιά από χλαίνες, ξιφολόγχες, κράνη, υδροδοχεία, οστά...» δήλωσε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Άγνωστοι στρατιώτες»
Για τους χώρους ταφής υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία. Από τη μελέτη των διασωθέντων αρχείων, αλλά και προσωπικές μαρτυρίες, όπως αναφέρει, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ταφή των νεκρών, γινόταν είτε σε πρόχειρα στρατιωτικά νεκροταφεία, είτε στο σημείο όπου έπεσαν μαχόμενοι, ακόμη και σε ομαδικούς τάφους. Σε πολλές περιπτώσεις οι νεκροί φαντάροι έμπαιναν σε ξύλινα κιβώτια πυρομαχικών και στα σημεία ταφής τοποθετούνταν, ένας ξύλινος σταυρός.
Δυστυχώς όμως, η ταφή όλων των νεκρών δεν ήταν πάντοτε εφικτή, γιατί πολλοί σε ορισμένες επιχειρήσεις εγκαταλείφθηκαν, σκεπάστηκαν από τα χιόνια και έμειναν άταφοι, ή θάφτηκαν μεμονωμένα από τους συντρόφους τους. Αρκετοί διαμελίστηκαν και έγιναν βορρά σε άγρια ζώα.
Επίσης, λόγω της σκληρότητας του αγώνα, ορισμένοι τραυματίες δεν κατέστη δυνατόν να περισυλλεγούν, εγκαταλείφθηκαν στα πεδία των μαχών και αφού σκεπάστηκαν από παχύ στρώμα χιονιού, πέθαναν με φρικτό τρόπο και έμειναν άταφοι. Άλλοι καταπλακώθηκαν από πέτρες και χώματα λόγω των βομβαρδισμών πυροβολικού και αεροπορίας, κάποιοι διαμελίστηκαν και ουδέποτε βρέθηκαν ή αναγνωρίστηκαν.
Τα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού
Τα Αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού αναφέρουν, πως από την έναρξη του πολέμου και μέχρι τις 28 Απριλίου 1941 οι απώλειες -φονευθέντες και εξαφανισθέντες- στο Αλβανικό μέτωπο, έφτασαν τους 13.936 Αξιωματικούς και οπλίτες. Από το σύνολο των νεκρών στις επιχειρήσεις εναντίον των Ιταλών, οι 7.796, έμειναν στην Αλβανία, θαμμένοι ή άταφοι, ενώ 5.960, ετάφησαν σε νεκροταφεία εντός του Ελληνικού εδάφους.
Από τη μελέτη των αρχείων, όπως επισημαίνει ο εν αποστρατεία ακόλουθος σε συνδυασμό με τη διασταύρωση πληροφοριών, προφορικών και καταγεγραμμένων σε προσωπικά ημερολόγια πολεμιστών, προέκυψαν συγκεκριμένα στοιχεία, ότι είχαν οργανωθεί στρατιωτικά νεκροταφεία στις περιοχές, Ντραγκότι, Δέλβινο, Βόδινο, Χειμάρα, Ερσέκα, Ντεβόλ, Βουλιαράτες, Πόγραδετς, Πρεμετή, Κλεισούρα, Κορυτσά, Μπογάζι, Ροντόνι, Μοράβα, Κυπαρό, Πλατυβούνι, Γκόλικο, Τρεμπεσίνα, Πούντα Νόρνε, Σκουτάρα και άλλες περιοχές.
Οι άταφοι νεκροί της 3η περιόδου του Πολέμου
Η ελληνική αντεπίθεση εντός του αλβανικού εδάφους, λόγω της μορφολογίας του και του βαρύτατου χειμώνα, εξελίσσεται αργά, με σημαντικές απώλειες εκατέρωθεν. Στις 22 Δεκεμβρίου απελευθερώνεται η Χειμάρα, στις 10 Ιανουαρίου η Κλεισούρα. Λόγω, όμως, των πολύ δυσμενών καιρικών συνθηκών ο αγώνας μετατρέπεται σε αγώνα χαρακωμάτων με περιορισμένες τοπικές επιθέσεις και αντεπιθέσεις.
Η συνεχής κακοκαιρία, οι σφοδρές χιονοπτώσεις και η αδυναμία των μεταφορών λόγω των μεγάλων απωλειών σε ζώα, αύξησε υπέρμετρα τα κρούσματα παγοπληξίας και κρυοπαγημάτων. Ο αριθμός των Ελλήνων νεκρών, κυρίως εξαιτίας των κρυοπαγημάτων και δευτερευόντως των επιχειρήσεων, ανέρχεται στους 7.796 αξιωματικούς και οπλίτες.
Αρκετοί νεκροί καλύφθηκαν από τα χιόνια εκεί που φονεύθηκαν και μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις μαζί με Ιταλούς νεκρούς και παρέμειναν άταφοι, για να αποκαλυφθούν μετά από 60 και πλέον ημέρες, όταν τα χιόνια άρχισαν να λειώνουν.
Από την 9η Μαρτίου και για μία εβδομάδα, ο ηρωισμός των ελληνικών δυνάμεων στο αιματοβαμμένο ύψωμα 731, που αντιστέκονται στις αλλεπάλληλες επιθέσεις των Ιταλών, σφραγίζει την αποτυχία της εαρινής αντεπίθεσης.
Έως και τις 28 Απριλίου, οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε περίπου 4.038 νεκρούς αξιωματικούς και οπλίτες. Πολλοί νεκροί κατά τη σύμπτυξη των δυνάμεων εγκαταλείφθηκαν, ενώ κάποιοι άλλοι ενταφιάστηκαν πρόχειρα από τους συμπολεμιστές τους.
«Τόποι τιμής» στο Μέτωπο
Στόχο ζωής, αποτελεί για τον ιστορικό -ερευνητή Αγαθοκλή Παναγούλια, η ταυτοποίηση και η ταφή σε στρατιωτικά νεκροταφεία των Ελλήνων πεσόντων του Αλβανικού μετώπου. Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ φέτος θα συνοδεύσει στο στρατιωτικό νεκροταφείο στο Βουλιαράτι, τους συγγενείς δύο παλικαριών καθώς ολοκληρώθηκε η διαδικασία της ταυτοποίησης. Ο ιστορικός για περισσότερο από 15 χρόνια διεξάγει μια προσωπική έρευνα στα πεδία των μαχών και στα ελληνικά μειονοτικά χωριά, προκειμένου να συλλέξει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία με την ελπίδα, «πως το εθνικό χρέος να ταφούν οι νεκροί θα εκπληρωθεί».
«Οι περισσότεροι έχουν ταφεί κοντά στον τόπο τιμής ή κοντά στα στρατιωτικά ιατρεία και νοσοκομεία όπου ξεψυχούσαν» αναφέρει με συγκίνηση ο κ. Παναγούλιας και παραθέτει στοιχεία της επώδυνης και επίπονης αναζήτησης του.
«Από μαρτυρίες ηλικιωμένων που έχω καταγράψει, στην περιοχή της Κλεισούρας, στην κοιλάδα ήταν θαμμένοι Έλληνες και Ιταλοί χωριστά. Από την μια μεριά οι Έλληνες και από το άλλο οι Ιταλοί. Πρέπει να σημειωθεί ότι εκεί, έγιναν οι σφοδρότερες μάχες και οι περισσότερες απώλειες και από τα δύο μέρη. Στη θέση Σαϊμόλα ,του χωριού Ντραγκότι στα στενά Κλεισούρας, σε χωράφια είναι θαμμένοι 420 ή κατ' άλλους υπολογισμούς 720 πεσόντες. Μάλιστα οι Αλβανοί χωρικοί σέβονται τον χώρο, δεν τον καλλιεργούν και τον αποκαλούν «άκαρπη γη». Κάτω από το γήπεδο στην πόλη της Πρεμετής βρίσκονται τα οστά εκατοντάδων πεσόντων, το ίδιο και κάτω από της εγκαταστάσεις των λεωφορείων της Κορυτσάς», λέει ο κ. Παναγούλιας.
Και προσθέτει: «Οι Ιταλοί την πενταετία 1960-1965, μάζεψαν τους νεκρούς τους και τους δικούς μας, της περιοχής της Κλεισούρας και τους άφησαν στον παραπάνω χώρο. Λέγεται, ότι κατά την εκταφή βρέθηκαν δυο στρατιώτες, ένας Έλληνας και ένας Ιταλός, αλληλοκαρφωμένοι με τις ξιφολόγχες και τότε γράφτηκε και ένα ποίημα με τίτλο, «Εχθροί στον πόλεμο, φίλοι στο θάνατο»».