Από τον Σεπτέμβρη του 1937, που, εντεκάχρονος, μπήκα στο εξατάξιο Γυμνάσιο της Μεσσήνης –Νησί τη λέγαμε και την λέμε εμείς την Μεσσήνη– μέχρι τις 28 Οκτωβρίου 1940, το τελετουργικό ήτανε κάθε πρωί το ίδιο. Οχτώ η ώρα, στοιχημένοι κατά τάξεις, μπρος από το κτίριο του Γυμνασίου, μπροστά μας οι καθηγητές σε παράταξη και ο Γυμνασιάρχης να καλεί έναν μαθητή της ΣΤ΄ να πει την προσευχή. Ψέλναμε μετά τον Εθνικό Ύμνο, τα δύο πρώτα τετράστιχα μόνο, και μπαίναμε στις τάξεις μας. Πειθαρχούσαμε σε μια επανάληψη, σε μια ρουτίνα, ελάχιστα συμμετείχαμε στο τελετουργικά, πληκτικά επαναλαμβανόμενο για τρία χρόνια.
Εκείνο το πρωινό, παραταχτήκαμε όπως πάντα, μπρος από το Γυμνάσιο. Πρωί-πρωί οι εφημεριδοπώλες της μικρής μας πόλης έτρεχαν στις πλατείες και στις γειτονιές, με μια στοίβα εφημερίδες παραμάσκαλα και διαλαλούσαν, λες και επρόκειτο για εξαιρετικό εμπόρευμα: «Έκτακτο παράρτημα! Ο πόλεμος εκηρύχθη! Εφημερίδεεες! Έκτακτο παράρτημα!».
Οι καθηγητές, σκυθρωποί κι αμίλητοι. Εμείς, αμήχανοι κι ανίκανοι να εκτιμήσουμε τι σήμαινε η κραυγή «Ο πόλεμος εκηρύχθη!». Ήτανε ένα κρύο πρωινό και στην ατμόσφαιρα και προπαντός στις καρδιές. Το τελετουργικό επαναλήφθηκε σαν ξόδι σε κηδεία.
Μπήκαμε στις αίθουσες για μάθημα. Το μάθημα δεν ξεκίνησε. Σε λίγο πέρασε ο κλητήρας και είπε: «Να βγούνε οι μαθητές στο προαύλιο, κατά τάξεις στη γραμμή, θα τους μιλήσει ο κύριος Γυμνασιάρχης».
«Το Υπουργείο διέταξε να διακοπούν τα μαθήματα σ’ όλη την Ελλάδα. Πηγαίνετε να πάρετε τα πράγματά σας και να πάτε στα σπίτια σας και στα χωριά σας», είπε εκείνος.
Αμίλητοι μπήκαμε και βγήκαμε από τις τάξεις μας και ξεκινήσαμε για τα χωριά μας. Αισθανθήκαμε ένα απόλυτο κενό. Περπατάγαμε μηχανικά. Μόλις είχαμε κλείσει την παιδική ηλικία και ένας φόβος εγκαταστάθηκε μέσα μας ότι δεν θα ζήσουμε εφηβεία, θα περάσουμε κατευθείαν στην ώριμη ανδρική ηλικία, αντικαθιστώντας τους άνδρες που φεύγανε για το μέτωπο. Τα διατάγματα της επιστράτευσης τηλεγραφήθηκαν σ’ όλη την επικράτεια και οι ηλικίες των εφέδρων που εκαλούντο επήγαιναν με κάθε μέσο στους στρατώνες.
Οι γυναίκες κλαίγανε. Μανάδες, αδερφάδες, σύζυγοι, απαρηγόρητες. Οι άνδρες τραγουδάγανε. Λες και πηγαίνανε σε πανηγύρι. Από τις σπάνιες στιγμές του ελληνικού λαού. Το 1821 και το 1940, ο λαός υψώθηκε σε ιστορικό μέγεθος αιώνων, στρατευμένος εθελοντικά σε μια ιδέα πλατιά όσο ο κόσμος και αιώνια, στην ιδέα της Ελευθερίας.
Η ιδέα της Πατρίδας, η ιδέα της Ελευθερίας τον γέμισε οργή για το άδικο της απρόκλητης επίθεσης, τον όπλισε με πείσμα για αγώνα μέχρι τέλους. Και βγήκε νικητής. Και το 1821 και στον πόλεμο του 1940 και στη συνέχειά του κατά την Κατοχή ώς το 1944.
Τέσσερα χρόνια, από τον Οκτώβρη του 1940 ως τον Οκτώβρη του 1944 έδινε με πείσμα και αυταπάρνηση καθημερινές μάχες και νίκησε σ’ όλες. Και τους επιτιθέμενους και τους κατακτητές.
Γύρισα στο χωριό μου. Σαράντα σπίτια, διακόσιες ψυχές. Τσοπάνηδες και γεωργοί οι χωριάτες. Ψυχοκόρες και ψυχογιοί τα παιδιά που περισσεύανε και δεν μπορούσαν οι γονείς να τα θρέψουν. Ο Κώστας του Πανάγου ήτανε χωροφύλακας στην Καλαμάτα. Εκείνες τις μέρες περάσανε χαμηλά στον ουρανό του χωριού ιταλικά βομβαρδιστικά.
Βγήκε η Πανάγαινα στη σκάλα, μόλις άκουσε τον θόρυβο, ρώτησε τον παπά, που πέρναγε να πάει για τον όρθρο στην εκκλησιά: «Τι είναι και πού πάνε, δέσποτα, αυτά;». «Πάνε να βομβαρδίσουνε την Καλαμάτα», της είπε ο παπάς.
«Παναγιά μου Παρθένα! Πάει το παιδί μου! Πάει ο Κώστας μου», και έπεσε ξερή στα σκαλοπάτια. Ανακοπή καρδιάς. Το πρώτο θύμα του πολέμου στο χωριό μου. Ίσως και όλης της Ελλάδας.
Παναγιώτης Σκούφης