Συγκρούσεις στην οικογένεια: Να τις προσπεράσω ή όχι; Πως μπορώ να τις χειριστώ αποτελεσματικά, ενισχύοντας το σεβασμό και την κατανόηση μέσα στην οικογένεια;
Καθένας από εμάς μια μοναδική προσωπικότητα, πράγμα που συνεπάγεται διαφορετικές ανάγκες, επιθυμίες και πεποιθήσεις. Υπάρχουν όμως στιγμές που οι προσωπικοί μας στόχοι, οι αξίες μας και τα θέλω μας δε συγκλίνουν με εκείνα των άλλων και τότε μπορεί να πυροδοτηθεί μια… σύγκρουση.
Οι συγκρούσεις αποτελούν ως εκ τούτου αναπόσπαστο κομμάτι των διαπροσωπικών σχέσεων, δεδομένου ότι κανείς δεν είναι ίδιος με τον άλλον. Επομένως είτε οι διαφωνίες αυτές εντοπίζονται ανάμεσα σε ένα ζευγάρι, είτε ανάμεσα σε γονείς -παιδιά θα ήταν γόνιμο να αντιμετωπίζονται σαν ένα αναμενόμενο γεγονός, συχνά αναπόφευκτο, αλλά και διαχειρίσιμο και όχι σαν κάτι που πρέπει αποσιωπηθεί.
Πολλοί γονείς δείχνουν να αποφεύγουν την όποια σύγκρουση ή/και να τη φοβούνται με αποτέλεσμα να προσπαθούν να την κλείσουν σε κάποιο ντουλαπάκι του ασυνείδητου. Πράγματι μια σύγκρουση θα μπορούσε να οδηγήσει δυνητικά σε αποδυνάμωση των οικογενειακών δεσμών, αποσταθεροποιώντας σε κάποιο βαθμό το σύστημα της οικογένειας – οι πιθανότητες ωστόσο για κάτι τέτοιο αυξάνονται όσο οι διαφωνίες (ή οι μικροκαβγάδες) εκλαμβάνονται ως ένα καταστροφικό συμβάν- θα μπορούσε όμως να είναι και η αφορμή για την ενίσχυση αυτών.
Όλοι οι γονείς έρχονται σε αντιπαράθεση με τα παιδιά τους ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Οι συγκρούσεις αυτές εντείνονται συνήθως κατά την εφηβική ηλικία. Η εφηβεία είναι μια αναπτυξιακή περίοδος, η οποία χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια των παιδιών να διαμορφώσουν τη δική τους ταυτότητα, να αυτονομηθούν, δίνοντας παράλληλα όλο τους το βάρος στην απόσπαση της αποδοχής των συνομηλίκων τους και όχι στη γνώμη των γονιών τους.
Έτσι η σύγκρουση μπορεί να είναι προϊόν του υπερβολικού ενδιαφέροντος των γονιών και της τάσης τους να θέλουν να θέλουν να αποσοβήσουν κάθε πιθανό κίνδυνο. Αυτή τους όμως η έντονη επιθυμία για προστασία πολλές φορές δε συμβαδίζει με την ανάγκη των εφήβων να εγκαταλείψουν το πέπλο προστασίας των γονιών τους και τους περιοριστικούς, κατά τη γνώμη τους, κανόνες.
Συχνή επίσης αιτία διαφωνίας είναι η απόσταση ανάμεσα στις προσδοκίες των γονιώνγια τα παιδιά τους και οι επιθυμίες των δεύτερων. Η διάσταση ανάμεσα στα «πρέπει» των μεγάλων και τα «θέλω» των παιδιών προκαλεί τις αντιδράσεις και των δύο πλευρών, καθώς κάποιες φορές η κατανόηση μιας άλλης οπτικής και εν γένει η αποδοχή της είναι μια δύσκολη αποστολή για κάθε άτομο.
Η ρήξη ανάμεσα σε μια οικογένεια είναι κάποιες φορές σχεδόν βέβαιη, όταν οι γονείς θέτουν όρια και κανόνες στα παιδιά. Η ύπαρξη των ορίων βοηθάει το παιδί να δομήσει την προσωπικότητα, ενώ παράλληλα νιώθει ασφάλεια και μαθαίνει όχι μόνο να οριοθετεί τη συμπεριφορά του, αλλά και να είναι ένα υπεύθυνο και αυτόνομο άτομο. Πρόκειται επομένως για μια αναγκαία διαδικασία, η οποία όμως μπορεί να θεωρηθεί ο λόγος κάποιων εντάσεων, ειδικά σε περιπτώσεις όπου ο γονιός γίνεται υπερβολικά αυστηρός, ή ενδίδει στην πίεση των παιδιών.
Γενικά κάθε σχέση που διακρίνεται από ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς έρχεται αντιμέτωπη με συγκρούσεις, δεδομένου ότι η παρουσία των «σημαντικών άλλων», δίνει την ευκαιρία στα άτομα (είτε είναι οι γονείς, είτε τα παιδιά) να εκτονώσουν το συναίσθημά τους. Υπάρχουν λοιπόν στιγμές που τα παιδιά ή/και οι γονείς ξεσπούν, δεν είναι προσεκτικοί, είναι ανήσυχοι, η αντίδρασή τους δεν είναι ανάλογη της δράσης που προηγήθηκε κοκ.
Το σημαντικό δεν είναι παρ’ όλα αυτά να εντοπιστούν οι συχνότερες αιτίες των ενδοοικογενειακών καβγάδων ∙ ακόμη και κάτι πολύ ασήμαντο μπορεί να επιφέρει άλλωστε ένταση, αλλά η δημιουργία ενός οικογενειακού περιβάλλοντος που ενθαρρύνει τον αυθορμητισμό και την ανοιχτή επικοινωνία γονέων – παιδιών, ούτως ώστε ο όποιος κλυδωνισμός να ξεπερνιέται ουσιαστικά.
Οι οικογενειακές συγκρούσεις δεν είναι κάποιο πεδίο μάχης με έναν νικητή και έναν ηττημένο, αλλά μια ευκαιρία να αφουγκραστείτε τις ανάγκες της οικογένειας, να συζητήσετε και να έλθετε πιο κοντά ο ένας στον άλλο.
Κάθε φορά λοιπόν που είσαστε έτοιμοι να επιλύσετε κάποια σύγκρουση, προσπαθήστε να έχετε στο μυαλό σας τα παρακάτω βήματα:
- Νιώθω
Πριν ξεκινήσετε τη συζήτησή σας με το παιδί θα βοηθούσε να έχετε αρχικά εντοπίσει το δικό σας συναίσθημα (π.χ. θυμός, λύπη, αγανάκτηση) και να απαντήσετε σε ερωτήματα όπως : «Γιατί νιώθω έτσι;» , «Πώς το εξέφρασα;» , «Πόσο συχνά αντιδράω κατά τρόπο ανάλογα σε παρόμοια περίπτωση;». Μέσα από αυτήν τη διαδικασία θα νιώσετε πιο άνετα με το συναίσθημά σας και θα μπορείτε να εστιάσετε τόσο στη δική σας συναισθηματική εμπειρία, όσο και του παιδιού σας. Βάλτε σε τάξη λοιπόν τα συναισθήματά σας, τιμήστε τα και βρείτε χρόνο να ηρεμήσετε τον εαυτό σας.
- Ακούω
Κάντε εσείς την αρχή, αναγνωρίζοντας τη σύγκρουση. Δώστε χρόνο και χώρο στο παιδί να σας να εκφράσει αυτό που νιώθει, να σας μιλήσει, να σας δώσει τη δική του οπτική. Η λέξη κλειδί για μια ομαλή επικοινωνία είναι «ενεργητική ακρόαση». Ακούστε το παιδί σας με όλες σας τις αισθήσεις, μην προσπαθήσετε να κρίνετε όσα ακούτε ή να υπερασπιστείτε τον εαυτό σας. Αντίθετα, παρατηρήστε τη στάση του σώματός του, τις εκφράσεις του προσώπου του και δείξτε του ότι αξιολογείτε ως πραγματικά σπουδαία τη γνώμη του για αυτό που συνέβη. Κατά αυτό τον τρόπο θα μπορέσει και εκείνο να ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά του, να μάθει να μην κρύβει, αλλά και μην υποτιμάει όσα νιώθει.
- Εξηγώ – Προτείνω
Προσδιορίστε με σαφήνεια και ακρίβεια τη σύγκρουση. Μιλήστε του για το τι είδατε εσείς να συμβαίνει και για το τι ακούσατε μέσα από όσα σας είπε και εξηγήστε του τι ήταν αυτό που σας εκνεύρισε/θύμωσε/στεναχώρησε και τι θα περιμένετε από εκείνο να κάνει την επόμενη φορά, με τόνο σταθερό, αλλά όχι άκαμπτο.
Εκτός αυτού, δώστε χρόνο σε εσάς και στο παιδί, προκειμένου να βρείτε εναλλακτικές λύσεις και στη συνέχεια συζητήστε για το ποιες είναι εφικτές και αποτελεσματικές, παίρνοντας μια απόφαση από κοινού. Τέλος, μπορείτε να κλείσετε το διάλογό σας, αποσαφηνίζοντας τα αποτελέσματα που θα έχει η εφαρμογή ή μη της απόφασής σας.
Κλείνοντας, μην ξεχνάτε ότι η σύγκρουση δεν είναι συνώνυμο της απόστασης και ότι εσείς και το παιδί σας είσαστε μια ομάδα!