Με τον τίτλο Βατραχομυομαχία είναι γνωστό κυρίως ένα μικρό εύθυμο έπος που σώθηκε ως τις μέρες μας από την αρχαία Ελλάδα. Είναι επίσης γνωστό και ως Βατραχομαχία, ή και ως Μυομαχία. Αποτελεί παρωδία της Ιλιάδας του Ομήρου. Σε 303 στίχους αφηγείται ένα λυσσαλέο πόλεμο μεταξύ των βατράχων ενός έλους και των γύρω ποντικών.
Περίληψη του έργου
Μετά από ένα σύντομο προοίμιο (στ. 1-8), με το οποίο ο ποιητής επικαλείται τη βοήθεια των Mουσών για την περιγραφή της Βατραχομυομαχίας, μας δίνει την αφορμή και την εξέλιξη του φανταστικού αυτού «πολέμου».
Ένα ποντίκι, ο Ψιχάρπαγας, πηγαίνει σε μια λίμνη να πιει νερό. Εκεί συναντά το βασιλιά των βατράχων Φυσίγναθο, που τον ανεβάζει στη ράχη του, για να τον φιλοξενήσει στο αρχοντικό του· καθώς ταξιδεύουν μέσα στη λίμνη, εμφανίζεται μια νεροφίδα· τρομάζουν κι οι δυο· ο βάτραχος βουτά μέσα στη λίμνη και γλιτώνει από τον κίνδυνο, ο ποντικός, ανίδεος στο κολύμπι πνίγεται.
Ένας ποντικός (ο Λειχοπίνακας), αυτόπτης μάρτυρας, μεταφέρει στους ποντικούς το γεγονός. Οι ποντικοί εξοπλίζονται και στέλνουν κήρυκα, τον γιο του Τυρογλύφου του τρανόκαρδου, τον Εμβασίχυτρο, για να κηρύξει τον πόλεμο στους βατράχους. Ο Φυσίγναθος αρνείται την κατηγορία της ενοχής του και εξοπλίζει τους βατράχους για πόλεμο (στ. 99-167)
Ο Δίας ενόψει των «πολεμικών προετοιμασιών», συγκαλεί συμβούλιο των θεών, όπου αποφασίζεται η ουδετερότητά τους στον επικείμενο πόλεμο (στ. 168- 198).
Ακολουθεί η βατραχομυομαχία με νεκρούς και από τις δύο πλευρές και με υπερτέρηση τελικά των ποντικών (στ. (στ. 199-269)).
Τότε γίνεται δεύτερο συμβούλιο των θεών (στ. 270-293), στο οποίο η Ήρα υποδεικνύει στο Δία να κάνει την επέμβασή του για τον τερματισμό του «πολέμου». Το αστροπελέκι (κεραυνός) του Δία δεν είναι πάντως αποτελεσματικός.
Τελικά ο Δίας εξαπολύει καβούρια εναντίον των ποντικών και αυτά αναγκάζουν τους ποντικούς να σταματήσουν αυτή τη μονοήμερη «μάχη» (στ. 294-303).
Υπόθεση
Σύμφωνα με μία πηγή, η υπόθεση βασίζεται σε ένα μύθο του Αισώπου: Κάποιος ποντικός, που τον είχε καλέσει ένας βάτραχος να παίξουν στη λίμνη, πνίγηκε. Αυτό αποτελεί την αφορμή για να κηρύξουν οι ποντικοί τον πόλεμο στους βατράχους. Οι θεοί στην αρχή είναι ουδέτεροι, ύστερα όμως επεμβαίνουν για να σώσουν τους βατράχους. Οι νικητές ποντικοί δεν υποχωρούν, ούτε και όταν τους απειλεί ο κεραυνός του Δία. Μόνο όταν μπαίνει στη μάχη στρατός από καβούρια τρέπονται σε φυγή.
Η εποχή της συγγραφής του ποιήματος δεν έχει καθορισθεί με κάποια βεβαιότητα, πιθανολογείται όμως ότι γράφτηκε είτε την εποχή των Περσικών Πολέμων, είτε κατά την Ελληνιστική εποχή επειδή φαίνεται να έχει επιδράσεις από τον Καλλίμαχο. Η πρώτη εκδοχή στηρίζεται μόνο στη μαρτυρία της «Σούδας» και του Πλουτάρχου, που ισχυρίζονται πως συγγραφέας του είναι ο Πίγρης από την Αλικαρνασσό.
Ο ποιητής της «Βατραχομυομαχίας» μιμείται σε όλα τον Όμηρο για να τον παρωδήσει: μιμείται το ύφος του, τις διηγήσεις του, τους ήρωές του. Το έπος ήταν δημοφιλές και στην αρχαιότητα, και στο Βυζάντιο, και στην Αναγέννηση.
Η περιγραφή του «οδοιπορικού» δίνεται με συνδυασμό ρεαλιστικών και κωμικών στοιχείων, το απροσδόκητο περιστατικό (στ. 82-98) που τερματίζει τη ζωή του Ψιχάρπαγα δίνεται με περιγραφική δεινότητα στο πλαίσιο της γνωστής ρήσης «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» και η περιγραφή της Βατραχομυομαχίας (στ. 199-269) ξεκινά με τελετουργικό τρόπο, όπου το κωμικό και το σοβαρό στοιχείο συνείρονται: τα κουνούπια σαλπίζουν το εμβατήριο του πολέμου και ο Δίας δίνει το έναυσμα της μάχης με τη βροντή του.
Αναφωνήσεις ενός μελλοθάνατου
Ο ποντικός, μόλις τόν άφησε ο βάτραχος έπεσε ανάσκελα
μέσα στο νερό,
Έσφιγγε τα χέρια του και καθώς ήταν να χαθεί, έβγαζε
δυνατές φωνές.
Πολλές φορές βούλιαζε μέσα στο νερό, πολλές φορές πάλι
κλωτσούσε.
κι ανέβαινε επάνω· όμως ήταν αδύνατο να γλιτώσει απ΄ το
θάνατο.
Οι τρίχες του, καθώς βρέχονταν, έκαναν το σώμα του βαρύτερο.
Καθώς πια ήταν να χαθεί, φωνάζοντας τέτοια λόγια είπε:
«Δε θα ξεφύγεις, Φυσίγναθε, που με δολερό τρόπο έκανες αυτά,
να πετάξεις από το σώμα σου, σαν από βράχο, ένα ναυαγισμένο.
Πανάθλιε στη στεριά δε θα ήσουν διόλου καλύτερός μου
στην πυγμαχία, στην πάλη, στο τρέξιμο· αλλά με ξεγέλασες
και μ΄ έριξες στο νερό. Έχει ο θεός έκδικο όμμα και το τιμωρεί.
Θα πάρει εκδίκηση ο στρατός των ποντικών, δεν θα γλιτώσεις.
Έτσι μίλησε κι άφησε την πνοή του μέσα στα νερά· τo είδε
όμως ο Λειχοπίνακας, καθώς καθόταν στη δροσερή όχθη·
έβγαλε μια στριγγιά φωνή (εξολόλυξε), έτρεξε και το μήνυσε
στους ποντικούς».
Ο λόγος του Τρωξάρτη
Μόλις αυτοί έμαθαν το κακό, φοβερή οργή όλους τους έπιασε. Τότε πρόσταξαν τους κράχτες τους αμέσως με τα χαράματα να καλέσουν σε συνέλευση στο παλάτι του Τρωξάρτη, πατέρα του δύστυχου Ψιχάρπαγα, που μέσα στη λίμνη ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, ένα νεκρό κουφάρι, και δεν ήταν ο δύστυχος καν πια κοντά στις όχθες, αλλά μεσοπέλαγα αρμένιζε στα νερά. Μόλις ήρθαν βιαστικά με τα ξημερώματα, σηκώθηκε πρώτος ο Τωξάρτης, οργισμένος για το παιδί του, κι αυτά τα λόγια είπε:
«Φίλοι μου, αν και μόνο εγώ απ΄ όλους τους ποντικούς έχω πάθει πολλά κακά, αλήθεια αυτό είναι κακή για όλους μας δοκιμασία. Είμαι τώρα αξιολύπητος, καθώς έχω χάσει τρία παιδιά μου. Το πρώτο μου παιδί τ΄άρπαξε και το σκότωσε μια γάτα πολυμίσητη τραβώντας το και βγάζοντάς το έξω απ΄τη φωλιά του. Το δεύτερο πάλι άνθρωποι σκληρόκαρδοι το έσυραν στο θάνατο με τα καινούργια τεχνάσματά τους επινοώντας ξύλινο μηχάνημα, που το λεν παγίδα και είναι των ποντικών η καταστροφή. Το τρίτο, που μου ήταν αγαπητό, όπως και στη σεβαστή μάνα του, αυτό το έπνιξε ο Φυσίγναθος παρασέρνοντάς το στης λίμνης το βυθό. Όμως ελάτε να εξοπλιστούμε και ας τρέξουμε μ΄ ορμή εναντίον τους στολίζοντας τα σώματά μας με τα πολυπλούμιστα όπλα μας».
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.