Άξεστος, αγροίκος, χωριάτης: αυτές είναι οι σημασίες της μειωτικής, καταφανώς, λέξης “μπουρτζόβλαχος”. Όμως, από πού προκύπτει; Λοιπόν, εδώ έχουμε διάφορες προσεγγίσεις. Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνιής Γλώσσας, η λέξη, της οποίας η πρώτη σημασία είναι “τσομπάνος”, παράγεται από το Βλάχος και το “μπούρτζο”, από το “μπούρτζι” που σημαίνει “πύργος, οχυρό”, προερχόμενο από το αραβικό burg - (στα λατινικά ο πύργος είναι burgus). Συνεπώς μιλάμε για τον βλάχο του πύργου, των ορεινών περιοχών, που αποτελούσαν προπύργια.
Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, το “μπούρτζο” ανάγεται στο σλαβικό «prige», που σημαίνει βρόμικος, ή στο ρουμάνικο «baciu», που είναι η στάνη. Το βικιλεξικό ετυμολογεί το “μπούρτζο” από την ομόηχη σλαβική λέξη που σημαίνει ύψωμα, οπότε ο μπουρτζόβλαχος είναι ο νομάδας κτηνοτρόφος που ζει σε πρόχειρα καταλύματα στο βουνό, εν αντιθέσει με τον τσομπάνη που ζει μόνιμα σε χωριό, και έχει σπίτι, ο οποίος ονομάζεται Κουτσόβλαχος, από το σλάβικο «Κούτσα» που σημαίνει σπίτι.
Πάντως, η πιο ποιητική ετυμολογία της λέξης είναι βέβαια αυτή του Θάνου Βελούδιου, μιας απίστευτης προσωπικότητας, πρωτοπόρου της αεροπορίας, συγγραφέα, ηθοποιού και λαογράφου. Λοιπόν, ο Βελούδιος είχε πει πως ο μπουρτζόβλαχος είναι ο “μπουρζουά βλάχος”, αυτός που είναι μεν ντόπιος, αλλά αληθωρίζει προς τας Ευρώπας, σιχαίνεται ό,τι εγχώριο, λατρεύει άκριτα ό,τι ξένο, και μεγαλοπιάνεται ως πολιτισμένος Γάλλος, αν και βλάχος, δηλαδή άξεστος ορεσίβιος...
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.