Γράφει ο Αποστόλης Ζυμβραγάκης, φιλόλογος - ειδικός παιδαγωγός.
Ένα από τα κριτήρια που διακρίνουν σε κατηγορίες την ακουστική ανεπάρκεια είναι ο χρόνος που παρουσιάζεται. Έτσι, η ακουστική ανεπάρκεια διαχωρίζεται στην συγγενή, όταν αυτή υπήρχε κατά τη γέννηση ή συνέβη λίγο μετά την γέννηση του ατόμου, και στην επίκτητη, όταν η ανεπάρκεια συνέβη αργότερα στη ζωή του ατόμου.
Με τον όρο προγλωσσική κώφωση αναφερόμαστε στην συγγενή ακουστική ανεπάρκεια, ενώ με τον όρο μεταγλωσσική κώφωση αναφερόμαστε στην επίκτητη ακουστική ανεπάρκεια. Αυτές οι δύο κατηγορίες ακουστικής ανεπάρκειας διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Η βασική τους διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η προγλωσσική κώφωση σημειώθηκε πριν την ανάπτυξη των γλωσσικών δεξιοτήτων του ατόμου, ενώ η μεταγλωσσική κώφωση σημειώθηκε μετά την ανάπτυξη των οικείων δεξιοτήτων. Αυτή η σημαντική διαφοροποίηση επιτάσσει και διαφορετική παρέμβαση εκ μέρους του ειδικού παιδαγωγού (Στασινός, 2016).
Πιο συγκεκριμένα, ένα παιδί με προγλωσσική κώφωση αντιμετωπίζει μεγαλύτερες δυσκολίες στην απόκτηση γλωσσικών δεξιοτήτων, αφού δεν τις ανέπτυξε ποτέ. Έτσι, στόχος του παρεμβατικού προγράμματος του ειδικού παιδαγωγού είναι να διαμορφώσει εξαρχής γλωσσικές και επικοινωνιακές δεξιότητες. Αντίθετα, ένα παιδί με μεταγλωσσική κώφωση έχει αναπτύξει γλωσσικές δεξιότητες. Γι’ αυτό, έχει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με το παιδί με προγλωσσική κώφωση, αφού ήδη κατέχει τις απαραίτητες γλωσσικές δομές, πάνω στις οποίες θα παρέμβει ο ειδικός παιδαγωγός. Ο στόχος της παρέμβασης είναι να διατηρήσει αυτές τις γλωσσικές και επικοινωνιακές δεξιότητες. Ωστόσο, ένα μειονέκτημα σε σχέση με το παιδί με προγλωσσική κώφωση είναι το γεγονός ότι μπορεί η μετέπειτα εμφάνιση της ακουστικής ανεπάρκειας να διαταράξει τη ψυχολογία του παιδιού με μεταγλωσσική κώφωση σε τέτοιον βαθμό, ώστε να αναπτύξει ένα έντονο αίσθημα ματαίωσης και να αρνείται την παρέμβαση.
Αξίζει επίσης να τονιστεί πως τόσο τα παιδιά με προγλωσσική κώφωση όσο και τα παιδιά με μεταγλωσσική κώφωση βιώνουν δυσκολίες σε κοινωνικό επίπεδο, με απόρροια την κοινωνική τους περιθωριοποίηση. Είναι, επομένως, εύλογο πως ο ειδικός παιδαγωγός, πέρα από το πρόγραμμα παρέμβασης για την ακουστική ανεπάρκεια, πρέπει να εφαρμόσει και τις κατάλληλες τεχνικές, ώστε να εντάξει τα παιδιά αυτά στο κοινωνικό σύνολο.
Καταληκτικά, γίνεται αντιληπτό πως κύριο ζητούμενο του ειδικού παιδαγωγού είναι η ανάπτυξη των επικοινωνιακών δεξιοτήτων των εμπλεκόμενων παιδιών με την εφαρμογή κατάλληλων εκπαιδευτικών προγραμμάτων και με την χρήση αποτελεσματικών τεχνικών. Κατά την προσωπική μου άποψη, όταν τα παιδιά με προγλωσσική ή μεταγλωσσική κώφωση ενταχθούν σ’ ένα συμπεριληπτικό σχολείο και αναπτύξουν φιλικές κοινωνικές συνδιαλλαγές με συνομήλικους συμμαθητές τους με τυπική ανάπτυξη, έχουν τη δυνατότητα να κοινωνικοποιηθούν ομαλά. Ταυτόχρονα, με την παρέμβαση του ειδικού παιδαγωγού και τις ενδεδειγμένες τεχνικές, μπορούν να αναπτύξουν τις απαραίτητες γλωσσικές δεξιότητες για την περαιτέρω ενίσχυση αυτής της ομαλής κοινωνικοποίησης.
Βιβλιογραφία
Στασινός, Δ.Π. (2016). Η Ειδική Εκπαίδευση 2020plus. Για μια Συμπεριληπτική ή Ολική Εκπαίδευση στο Νέο-ψηφιακό Σχολείο με Ψηφιακούς Πρωταθλητές. (Αναθεωρημένη έκδοση). Αθήνα: Παπαζήση.
Περισσότερα θέματα ειδικής αγωγής εδώ.