Η ειλικρίνεια και η ευαισθησία του Βίνσεντ Βαν Γκογκ δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τη συντηρητική οικογένειά του.
Αγαπούσε με πάθος και αδυνατούσε να ακολουθήσει τις τυπικότητες και τους «καθωσπρεπισμούς» της κοινωνίας.
Όσο ζούσε ήταν ένας ασήμαντος ζωγράφος και αυτοκτόνησε απογοητευμένος, σε ηλικία 37 ετών.
Γεννήθηκε στην Ολλανδία στις 30 Μαρτίου του 1853 και ήταν ο μεγαλύτερος από τα οκτώ αδέλφια του.Η υπηρέτρια της οικογένειας τον περιέγραψε ως «ένα περίεργο, απόμακρο παιδί που έμοιαζε πιο πολύ με γέρο άντρα».
Ήταν σαν ξένος μέσα στην οικογένειά του, παραμελημένος από τους γονείς και τα αδέρφια του.
Ο μοναδικός άνθρωπος που κατάφερε να συνδεθεί ψυχολογικά ήταν ο αδερφός του, Θίο, στον οποίο βασίστηκε οικονομικά όλη του τη ζωή.
Σε ηλικία 16 ετών βρήκε δουλειά ως έμπορος τέχνης, αλλά η καριέρα του ως πωλητής ήταν πολύ σύντομη.
Η ειλικρίνειά του δεν του επέτρεπε να πει ανακρίβειες ή ψέματα για να κάνει μια πώληση και συνήθως κατέληγε να δίνει την αφιλτράριστη άποψή του για το έργο.
Έγραψε στην αδερφή του, Γουιλελμίνα: «Οι γκαλερί είναι υποχείρια όσων έχουν τα χρήματα. Μόλις το ένα δέκατο όλων των αγοραπωλησιών έχουν σχέση με την πραγματική τέχνη».
Έγινε κήρυκας σε ένα χωριό ανθρακωρύχων στο Βέλγιο, όπου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας.
Ήταν τέτοια η συμπόνοια του για τους φτωχούς ανθρακωρύχους, που τους έδινε τα ρούχα και τα τρόφιμα τα οποία του έστελνε η οικογένεια του.
Οι κακουχίες των χωρικών του φαίνονταν άδικες. Τότε αρχίζει να ζωγραφίζει πίνακες με κοινωνικό περιεχόμενο και σταδιακά η πίστη του στο Θεό εξασθένησε.
Για ακόμα μία φορά, ο Βαν Γκογκ εγκατέλειψε μία δουλειά που δεν ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία του και επέστρεψε στους γονείς του, με το ηθικό πεσμένο.
Ο παράνομος έρωτας
Την ίδια περίοδο, οι γονείς του φιλοξενούσαν την πρώτη ξαδέρφη του Κι Βος, που δεν είχε γνωρίσει ξανά ο Βαν Γκογκ.
Ο ζωγράφος την ερωτεύτηκε και με τη συνηθισμένη ειλικρίνειά του, της εξέφρασε τα συναισθήματά του.
Η κοπέλα όχι μόνο δεν τα ανταπέδωσε, αλλά συγκλονίστηκε από την ανηθικότητα του ξαδέρφου της, που τόλμησε να έχει ερωτικά συναισθήματα για μία τόσο κοντινή συγγενή του.
Παρά την απόρριψη της Βος, ο Βαν Γκογκ δεν το έβαλε κάτω και την επισκέφτηκε πολλές φορές στο σπίτι της.
Ο πατέρας της έλεγε πάντα ότι η Βος έλειπε απ’ το σπίτι, αλλά ο Βαν Γκογκ ήταν πεπεισμένος ότι του έλεγε ψέματα.
Γι’ αυτό μία μέρα έσπρωξε δυνατά την πόρτα και μπήκε στο σπίτι.
Όσο κι αν τον απειλούσαν, αρνούνταν να φύγει.
Μες στην απελπισία του, ο Βαν Γκογκ έβαλε το χέρι του πάνω από ένα αναμμένο κερί και ζήτησε να μιλήσει στην Βος για όσο άντεχε τον πόνο.
Ο πατέρας της Βος απλώς έσβησε το κερί.
Η δραματική χειρονομία του ζωγράφου δεν ωφέλησε πουθενά.
Η αγαπημένη του Κι Βος δεν έγινε ποτέ δική του. Όταν έμαθε και ο πατέρας του για τον αδιανόητο έρωτα, τον έδιωξε απ’ το σπίτι.
Ο Βαν Γκογκ δεν πτοήθηκε.
Η επόμενη αγαπημένη του ήταν μία πάμφτωχη πόρνη, η Σιέν, που είχε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Ο Βαν Γκογκ τη φιλοξενούσε σπίτι του και τη συντηρούσε με τα ελάχιστα χρήματα που του έδινε ο αδερφός του, Θίο.
Η κατατρεγμένη Σιέν, όπως και οι φτωχοί ανθρακωρύχοι, συγκίνησε τον Βαν Γκογκ που δημιούργησε ένα πίνακα προς τιμήν της, με τίτλο «Λύπη».
Το κομμένο αυτί
Σε ηλικία 27 ετών παρακολούθησε μαθήματα τα οποία σύντομα έληξαν αφού ή τσακώνονταν με τους καθηγητές ή τον απέβαλλαν.
Το 1888, ο Βαν Γκογκ μετακόμισε στην πόλη Αρλ της Νότιας Γαλλίας και αφιερώθηκε στη ζωγραφική.
Συγκατοικούσε με έναν άλλο ζωγράφο, τον Πολ Γκογκέν, με τον οποίο ο Βαν Γκογκ ανέπτυξε πολύ στενή φιλία.
Οι δύο άντρες περνούσαν κάθε μέρα μαζί και η περίοδος ήταν μία από τις ευτυχέστερες της ζωής του Βαν Γκογκ.
Όμως ο Γκογκέν δεν συμμεριζόταν τη χαρά του φίλου του.
Το Δεκέμβριο του 1888 αποφάσισε να μετακομίσει, γιατί δεν άντεχε άλλο τις παραξενιές του.
Στις 23 Δεκεμβρίου, ανακοίνωσε την απόφασή του στον Βαν Γκογκ και έφυγε απ’ το σπίτι για τη βραδινή του βόλτα.
Ο Βαν Γκογκ τον ακολούθησε μες στο σκοτάδι, κουβαλώντας ένα ξυράφι.
Ο Γκογκέν τον είδε, αλλά δεν αντέδρασε και ο Βαν Γκογκ επέστρεψε στο σπίτι.
Ο Βαν Γκογκ ήταν μόνος στο σπίτι γιατί ο Γκογκέν αποφάσισε να περάσει τη νύχτα σε ξενοδοχείο, μέχρι να ηρεμήσει ο φίλος του.
Όμως όσο περνούσαν οι ώρες, η οργή του ζωγράφου φούντωνε.
Ξαφνικά άρπαξε το ξυράφι και έκοψε ένα κομμάτι απ’ το αριστερό του αυτί.
Το τύλιξε με μία πετσέτα, πήγε στον τοπικό οίκο ανοχής και το δώρισε στην αγαπημένη του πόρνη.
Την επόμενη μέρα, ο Γκογκέν γύρισε στο σπίτι και βρήκε τον Βαν Γκογκ ξαπλωμένο στο κρεβάτι, μες στα αίματα.
Κάλεσε την αστυνομία, η οποία εξακρίβωσε ότι ο Βαν Γκογκ ήταν ζωντανός.
Ο Γκογκέν μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε, πριν προλάβει να ξυπνήσει ο τραυματίας.
Ο Βαν Γκογκ μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και αφού ανάρρωσε, κλείστηκε σε ψυχιατρικό άσυλο με τη θέλησή του.
Βρισκόταν σε έξαρση και έφτασε σε σημείο να ζωγραφίζει ένα πίνακα κάθε μέρα.
Βγήκε μετά από δύο χρόνια, χωρίς να καταφέρει να αποκτήσει την ψυχολογική ισορροπία που ζητούσε.
Ο Ολλανδός ζωγράφος μετά από συμπτώματα έντονης κατάθλιψης, αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα, στις 29 Ιουλίου 1890.Στις αρχές Ιουλίου του 1890, έστειλε γράμμα στον αδερφό του: «Νιώθω… αποτυχημένος. Αυτό είναι όλο. Νιώθω ότι αυτό είναι το πεπρωμένο μου και το αποδέχομαι. Δεν θα αλλάξει ποτέ».
Στις 27 του μήνα, ο Βαν Γκογκ αυτοπυροβολήθηκε, αλλά δεν πέθανε ακαριαία.
Περπάτησε μέχρι το σπίτι του, όπου τον περιποιήθηκαν δύο γιατροί, οι οποίοι δεν κατάφεραν να του προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια. Ο Βαν Γκογκ αργοπέθαινε, όμως πρόλαβε να έρθει να τον δει ο αδερφός του, Θιο, που ήταν βαριά άρρωστος με πνευμονία.
Άφησε την τελευταία του πνοή στης 29 Ιουλίου του 1890 και έξι μήνες μετά πέθανε και ο αδερφός του, ο οποίος ήταν πια ένας καταξιωμένος έμπορος τέχνης
Τα τελευταία λόγια που είπε στον αδερφό του ήταν: «Η θλίψη θα κρατήσει για πάντα».
Είναι μία από τις περιπτώσεις καλλιτεχνών που αναγνωρίστηκαν μετά το θάνατό τους. Το 1901 έγινε έκθεση στο Παρίσι και μέχρι το 1915 τα έργα του ήταν περιζήτητα. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στην ιστορία της τέχνης.
Τα τοπία που ζωγράφισε με την ιδιαίτερη τεχνική και τα ζωντανά χρώματα είναι σημείο αναφοράς.
Συνολικά ζωγράφισε πάνω από 800 πίνακες,που η σημερινή τους αξία είναι μυθική. Όσο ζούσε όμως, πούλησε μόλις ένα πίνακα!
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.