του Στράτου Τσαγκαρή
Ημνησικακία ως σύμπτωμα της κοινωνικής ζωής είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία. Προκύπτει από ποικίλους παράγοντες της, αλλά σε κάθε περίπτωση δηλώνεται και εκδηλώνεται εξαιτίας και εντός της κοινωνικής ζωής. Ο μνησίκακος άνθρωπος, είτε τον θεωρήσουμε με τη νιτσεϊκή εκδοχή του (βλ. Nietzsche, “Η Γενεαλογία της Ηθικής”,1887), σύμφωνα με την οποία η μνησικακία περιγράφεται και ερμηνεύεται ως συναίσθημα των αδύναμων, είτε με τη μη νιτσεϊκή εκδοχή του (βλ. Max Scheler, «Ο Μνησίκακος άνθρωπος”, 1913) σύμφωνα με την οποία η μνησικακία περιγράφεται ως “συναισθηματική εναντιότητα” σε άνισες και άδικες καταστάσεις, προσδιορίζεται και διαμορφώνεται από την συνύπαρξή του και σε άμεση και έμμεση σχέση με τα άλλα μέλη του κοινωνικού συνόλου, μέσα στο οποίο είναι ενταγμένος, και από την άποψη αυτή τα χαρακτηριστικά του καθορίζονται από αυτή την συνύπαρξη δεσμευτικά και αναπότρεπτα.
Μνησικακία λοιπόν, σημαίνει : α) την εμπειρία και τον μηρυκασμό ορισμένης θυμικής αντίδρασης, που στρέφεται εναντίον κάποιου. Αυτές επιτρέπουν στο συναίσθημα αυτό να εισχωρήσει βαθιά και σταδιακά στην καρδιά του προσώπου, παρότι εγκαταλείπει το πεδίο της έκφρασης και της εκδήλωσης. Είναι μία αναζωογόνηση της συγκίνησης, ένα ανά- συναίσθημα (re-sentiment), και β) ένα στοιχείο άρνησης και εχθροπάθειας. Η γερμανική λέξη που θα ταίριαζε καλύτερα θα ήταν η λέξη “Groll” (=δυσαρέσκεια). “Είναι μία εκτράχυνση που αποθηκεύεται, ανεξάρτητη από τη δραστηριότητα του εγώ, που γεννά λίγο-λίγο έναν μακροχρόνιο μηρυκασμό μίσους ή δυσμένειας, χωρίς να καθορίζει την εχθρότητα της, η οποία όμως κυοφορεί άπειρες εχθρικές προθέσεις”[1]
1.Μαξ Σέλερ, Ο Μνησίκακος Άνθρωπος, Μετάφραση : Κωστή Παπαγιώργη, Εκδόσεις Ίνδικτος, 2002
Βασικός παράγοντας γέννησης της μνησικακίας αποτελεί διαχρονικά και διακοινωνικά η κοινωνική ανισότητα. Όπου παρατηρείται η κατ’ επίφαση παραχώρηση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, είτε στο πλαίσιο του δικαιώματος να καρπωθούν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μερίδιο του φυσικού ή του πνευματικού πλούτου, ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο μερίδιο πολιτισμικού κεφαλαίου, είτε στο πλαίσιο του δικαιώματος να ασκήσουν μια οποιαδήποτε πολιτική, διοικητική, κοινωνική εξουσία, εκεί παρατηρείται μια αντινομία ως προς τη δυνατότητα της ουσιαστικής και ισότιμης απόλαυσης των αγαθών.
Η εκάστοτε εξουσία, σε όποιο επίπεδο πολιτικό ή κοινωνικό και αν ασκείται, επιδιώκει με κάθε τρόπο να διατηρήσει και να αυξήσει την ισχύ και τη δύναμή της. Όταν η ισχύς και το δικαίωμα της διατήρησης ή της αύξησής της ισχύος της αμφισβητείται ή τίθεται υπό αίρεση, η εξουσία αντιδρά συνήθως με δύο τρόπους : είτε εντείνει την προσπάθεια διατήρησής της με κάθε μέσο που έχει διαθέσιμο, προσφεύγοντας ακόμη και στη βία και την καταστολή, όπως συμβαίνει συνήθως σε απολυταρχικά, ολιγαρχικά ή μοναρχικά καθεστώτα, είτε παραχωρεί ένα μέρος της εξουσίας της στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, με σκοπό να αμβλύνει τις αντιδράσεις εναντίον της, όπως συμβαίνει συνήθως στα δημοκρατικά καθεστώτα. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, η μνησικακία προκύπτει από την απόσταση που υπάρχει ή δημιουργείται ανάμεσα στην πραγματική και την κατ’ επίφαση ή έστω περιορισμένη συμμετοχή των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων στην άσκηση της εξουσίας και στη νομή του πλούτου, υλικού και πνευματικού.
Στις σύγχρονες κοινωνίες για παράδειγμα, όπου το δημοκρατικό πολίτευμα έχει επικρατήσει ως ο καλύτερος δυνατός τρόπος διακυβέρνησης, κάνει την εμφάνισή του ο λαϊκισμός[1], η κατ’ επίφαση δηλαδή λαϊκότητα, που εκδηλώνεται με τη δήθεν λαϊκή συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων και στον καθορισμό από κοινού με τους φορείς της εξουσίας του εν δυνάμει μέλλοντος της κοινωνίας. Σε ένα ευρύτατο φάσμα εκδηλώσεων της κοινωνικής ζωής ο λαός, η λαϊκή μάζα, φαίνεται πως δήθεν παρεμβαίνει στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων, ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τον ύπουλο πατερναλισμό των φορέων της εξουσίας. Οι πατερναλιστές εμφανίζονται ως προστάτες των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του λαού, στην ουσία όμως αποβλέπουν στον έμμεσο, αλλά απόλυτο έλεγχο των διεκδικήσεών του. Οι αποφάσεις του περιορίζονται στην επιλογή των εκπροσώπων του στο κοινοβούλιο ή στις δημοτικές αρχές και οι όποιες παρεμβάσεις του στο εξής είναι χωρίς αντίκρυσμα και χωρίς αποτέλεσμα, αφού οι φορείς της εξουσίας ακολουθούν τις περισσότερες φορές εκ δια μέτρου αντίθετες ή έστω παρεκκλίνουσες από τις λαϊκές επιταγές πορείες.
Με ανάλογο τρόπο παρατηρείται η ψευδεπίγραφη συμμετοχή του λαού σε μια πληθώρα κοινωνικών και πολιτιστικών φαινομένων και η επιφανειακή διαμόρφωση των παραμέτρων που καθορίζουν την πορεία μιας κοινωνίας και της κουλτούρας μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Ο λαός φαίνεται να παρεμβαίνει στη διαμόρφωση της πολιτικής ζωής, των εκπαιδευτικών κατευθύνσεων και μεταρρυθμίσεων, των καλλιτεχνικών τάσεων, στην επιλογή των τηλεοπτικών προγραμμάτων, φαίνεται να επηρεάζει τις αθλητικές επιδόσεις ατόμων ή ομάδων, να επιλέγει ελεύθερα τον τρόπο διασκέδασης και διάθεσης του ελεύθερου χρόνου κ.ά. Με άλλα λόγια, ο λαός φαίνεται να καθορίζει την ιστορική πορεία της κοινωνίας του, αλλά στην πραγματικότητα υποτάσσεται στις διαθέσεις των πατερναλιστών του, που εξυπηρετούν τα δικά τους οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα.
Η μνησικακία, όπως αυτή περιγράφηκε από τον Nietzsche και τον Scheler, πηγάζει ακριβώς από αυτή την αντίφαση που προκύπτει λόγω του λαϊκισμού, ο οποίος εμφανίζεται ως σύμπτωμα των σύγχρονων δημοκρατικών κοινωνιών. Με την πάροδο του χρόνου το αίσθημα της αδυναμίας να παρέμβει στα κοινά προβλήματα ή στη λήψη αποφάσεων, μετατρέπεται σε μνησικακία. Το μνησίκακο υποκείμενο υποκινούμενο από ένα ‘“τυραννικό Υπερ-εγώ”[2], παρουσιάζεται διαθέσιμο να υποβιβάσει όλες εκείνες τις αξίες τις οποίες θεωρεί ότι δεν είναι ικανό να πραγματοποιήσει, ενταγμένο σε μια λογική απόλυτου συνταιριάσματος με αυτή του μύθου “της αλεπούς και των άγουρων σταφυλιών”. Κατά τη διενέργεια μιας επιτυχημένης προσπάθειας μεταφοράς από το ατομικό στο κοινωνικό επίπεδο καταδεικνύεται ότι η μνησικακία εμφανίζεται σε όλους τους κοινωνικούς χώρους, φυλετικές, ταξικές, κομματικές, επαγγελματικές, εθνικές σχέσεις κ.λπ. καθώς, σε περίπτωση ανάληψης της εξουσίας από ομάδες που επικαλούνται τη γενική ισότητα, αναπαράγεται η ανισότητα με συγκαλυμμένο τρόπο.
Σε ατομικό επίπεδο, αλλά πάντα στο πλαίσιο σύγκρισης και ανταγωνισμού με τα υπόλοιπα μέλη του κοινωνικού συνόλου, ο μνησίκακος άνθρωπος εκδηλώνεται με μια σειρά συμπεριφορών, η οποία ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής ή γενικότερης ανθρωπιστικής κρίσης κορυφώνεται και μπορεί να αποκτήσει δραματικές ή και ακραίες διαστάσεις. Συγκεκριμένα, όπου παρατηρείται οικονομική ύφεση ή χρηματοοικονομική κρίση, με συνέπειες αρνητικές στο εισόδημα και στις οικονομικές δυνατότητες κυρίως των φτωχών ή εργατικών κοινωνικών στρωμάτων, οι οποίες οδηγούν σε γενικότερη πτώση του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, η μνησικακία αναζωπυρώνεται και η φιλέκδικη ροπή εντείνεται. Ο “άλλος”, ενώ απολαμβάνει τα ίδια πολιτικά δικαιώματα της ισότητας και της ισοπολιτείας, στα μάτια του μνησίκακου ανθρώπου αποκτά διαστάσεις τρομακτικής ηθικής διάστασης, αφού εμφανίζεται ως προνομιούχος, εφόσον μπορεί να διατηρεί το βιοτικό του επίπεδο ή τουλάχιστον να μην είναι εμφανής η πτώση του.
Η μεταλλαγή των αξιών αποκτά διαστάσεις ζωτικής σημασίας για τον μνησίκακο άνθρωπο, ο οποίος θέτει τον εαυτό του σε μια αδιάκοπη σύγκριση με τον γείτονα, τον συνάδελφο στο χώρο εργασίας, τον συγγενή, τον φίλο, θεωρώντας ότι η δική του ζωή, η προσωπική του πρόσβαση στα αγαθά, υλικά και πνευματικά, της καταναλωτικής κοινωνίας περιορίζεται ή καταστρατηγείται. Ο μηρυκασμός της αδικίας, η οποία πηγάζει από τις κοινωνικές δομές, την οικονομική διαπλοκή με την πολιτική εξουσία και την κληρονομημένη ευμάρεια, μετατρέπει σταδιακά και υπομονετικά το σύγχρονο άνθρωπο σε μνησίκακο και φιλέκδικο. Ο άνεργος ή ο απολυμένος βλέπει σε όποιον εργάζεται τον αντικατοπτρισμό της αδικίας του. Ο ανήμπορος να ακολουθήσει τα πρότυπα της καταναλωτικής κουλτούρας, που απαιτεί κατανάλωση υλικών αγαθών, διακοπές από την εργασία σε τακτά διαστήματα, “δραστηριότητες”, ψυχαγωγία, διασκέδαση, εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου, εύρεση εργασίας αποδοτικής, τόσο σε οικονομικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο κοινωνικής προβολής και κύρους, μετατρέπεται σταδιακά σε μνησίκακο και φιλέκδικο[3]. Ο ντόπιος κάτοικος μιας περιοχής βλέπει στον πρόσφυγα και στον μετανάστη το αρπαχτικό θηρίο που έρχεται να τον κατασπαράξει. Ο εργαζόμενος βλέπει τον συνάδελφό του ή αυτόν που εργάζεται σε άλλο τομέα ως ανταγωνιστή. Ο ιδιωτικός υπάλληλος συγκρίνει τον κόπο και τις απολαβές του με τον κόπο και τις απολαβές του δημοσίου υπαλλήλου και ο δημόσιος υπάλληλος ενός υπουργείου με τις απολαβές και τα προνόμια του υπαλλήλου του άλλου υπουργείου. Η μια επαγγελματική τάξη προσπαθεί να επιβληθεί στην άλλη με όποιο τρόπο και μέσο μπορεί. Ο γονέας συγκρίνει τα υλικά αγαθά τα πνευματικά εφόδια που προσφέρει στο παιδί του με τα υλικά αγαθά και τα πνευματικά εφόδια που προσφέρει ο διπλανός του, ο γείτονας, ο συγγενής ή φίλος του, στο δικό του παιδί και τα βρίσκει πάντα ελλιπέστερα ποσοτικά ή υποδεέστερα ποιοτικά. Η σύγκριση του βιοτικού επιπέδου και του τρόπου ζωής, οι καταναλωτικές δυνατότητες, η απόκτηση ικανοποιητικού εισοδήματος, η εύρεση ή διατήρηση της εργασίας που οφείλει να αποφέρει όσο το δυνατόν υψηλότερα εισοδήματα και κοινωνικό κύρος, οι σπουδές πανεπιστημιακού επιπέδου και η συνεχής προσπάθεια απόκτησης τίτλων σπουδών, είναι μερικά μόνο παραδείγματα φθόνου και ανταγωνισμού ως πηγών της μνησικακίας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.
Ο εικοστός αιώνας έζησε τη θηριωδία του Ναζισμού ως το πιο ακραίο και ζοφερό φαινόμενο έμπρακτης έκφρασης της μνησικακίας. Κυρίως έζησε τα φρικτά αποτελέσματα που μπορεί να έχει το ξέσπασμα της μνησικακίας, όταν φωλιάζει στον ανθρώπινο ψυχικό κόσμο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, μηρυκάζοντας το αίσθημα της αδικίας, της ανισότητας και της αδυναμίας εκπλήρωσης της θέσης και του ρόλου, που πίστεψε ένας ολόκληρος λαός ή τουλάχιστον η συντριπτική πλειονότητά του ότι μπορεί να έχει μέσα στην ιστορία. Ο Ναζισμός ήταν το απόλυτο ως σήμερα κακό, που εκδηλώθηκε με τρόπο μαζικό και σε παγκόσμιο σχεδόν επίπεδο και έχει την πηγή του και την αφορμή του μεταξύ άλλων και στη μνησικακία.
Δυστυχώς όμως, τα ίδια φαινόμενα μνησίκακης συμπεριφοράς δεν έπαψαν από τότε να υπάρχουν, ανεξαρτήτως εάν παρουσιάζουν έξαρση ή ύφεση κατά περιόδους. Ο φασισμός, ο ναζισμός, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, είναι απότοκα φαινόμενα της μνησικακίας. Τα θύματα μόνον και ίσως αλλάζουν. Στη ναζιστική Γερμανία ήταν οι Εβραίοι, οι Τσιγγάνοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και πολλοί άλλοι. Στη σύγχρονη εποχή είναι οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι αλλόθρησκοι, οι προερχόμενοι από άλλες παραδόσεις και με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές, οι “διαφορετικοί”, αυτοί που ξεφεύγουν από την κοινωνική νόρμα. Τα αίτια συνεπώς της μνησικακίας δεν έχουν εξαλειφθεί, απλώς έχουν αλλάξει σε κάποιο βαθμό και καταφέρνουν να επικαλύπτονται από τον μανδύα του εκδημοκρατισμού και του φιλελευθερισμού των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών.
Εν κατακλείδι, οι εκφάνσεις της μνησικακίας στις σύγχρονες κοινωνίες, δημοκρατικές ή μη, θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να εντείνονται, όσο οι αντιφάσεις οι ανισότητες της κοινωνικής συμβίωσης, σε μικροκοινωνικό, εθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο θα κυριαρχούν. Οι οικονομικές ανισότητες, η αναξιοκρατία, ο νεποτισμός, η προνομιακή αντιμετώπιση από τους φορείς της εξουσίας των οικονομικά ισχυρών, ο λαϊκισμός, η κίβδηλη καταναλωτική κουλτούρα, η υποβάθμιση της παιδείας, της τέχνης και εν γένει του πολιτισμού, η κατασπατάληση των φυσικών πόρων ως αιτία κλιματικής αλλαγής που οδηγεί σε ανθρωπιστική -προσφυγική κρίση, η φτώχεια, ο πόλεμος και οι άνισες ευκαιρίες θα αποτελούν πάντα πηγές μνησικακίας. Η καταπολέμηση των αιτιών που γεννούν τη μνησικακία, η χαρτογράφηση και ανάδειξη των συμπτωμάτων της και ο περιορισμός των συνεπειών της στις σύγχρονες κοινωνίες αποτελούν αναμφισβήτητα μια μόνιμη πρόκληση της νεωτερικής ηθικής.
[1] βλ. και Ι. Ε. Μανωλεδάκης, “Λαϊκότητα και Λαϊκισμός”, Έκφραση- Έκθεση Γ’ Λυκείου, εκδ. Διόφαντος, σελ. 168
[2] Νίκος Δεμερτζής-Θάνος Λίποβατς, Φθόνος και Μνησικακία. Τα πάθη της ψυχής και η κλειστή κοινωνία, Εκδ. Πόλις, 2008
[3] Άλλωστε, όπως παρατηρεί και ο Kant “ο κακός άνθρωπος είναι ο συνήθης άνθρωπος”(Immanuel Kant, Η Θρησκεία εντός των ορίου του Λόγου και μόνον”, εκδ. Πόλις, 2008)