Λέξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, το εκπίπτω επιβιώνει και στη νέα ελληνική γλώσσα, χωρίς όμως να υπάρχει πλήρης ομοφωνία σε ό,τι αφορά τόσο τις μορφές —τους μορφολογικούς τύπους— που μπορεί να πάρει το ρήμα αυτό κατά το σχηματισμό του όσο και την ενδεδειγμένη σύνταξή του.
Στο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας του ακαδημαϊκού και καθηγητή της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας Ιωάννου Σταματάκου περιλαμβάνονται οι ακόλουθες έννοιες σε σχέση με το εκπίπτω: πίπτω έξω, χάνω την περιουσία μου, εκδιώκομαι από τη χώρα, εξορίζομαι, ναυαγώ, αποσύρομαι από τη σκηνή εν μέσω αποδοκιμασιών (για ηθοποιούς), εξορμώ, απέρχομαι, αναχωρώ, αποβαίνω, καταλήγω.
Από τα προαναφερθέντα καθίσταται αμέσως σαφές ότι το ρήμα εκπίπτω είναι ενεργητικής φωνής αμετάβατο, δηλαδή ρήμα που δε δέχεται ως συμπλήρωμα αντικείμενο, δεδομένου ότι η ενέργειά του παραμένει στο υποκείμενό του.
Ως λόγιο αμετάβατο ρήμα εμφανίζεται το εκπίπτω και στη νέα ελληνική γλώσσα, έχοντας, κατά πρώτον, την έννοια τού στερούμαι/χάνω αξίωμα ή θέση που κατέχω, εκδιώκομαι, απομακρύνομαι, αποπέμπομαι, καθαιρούμαι.
Π.χ.: «Ο άνθρωπος στον οποίον αναφέρεσαι εξέπεσε του θρόνου πριν από δύο ολόκληρες δεκαετίες», «Το Μάρτιο του 2018 δημοσιεύτηκε η απόφαση σύμφωνα με την οποία εξέπεσε από το αξίωμα του δημάρχου λόγω κωλύματος».
Η μεταφορική χρήση του ρήματος εκπίπτω και του —εξ αυτού παραγόμενου— ουσιαστικού έκπτωση παραπέμπει στις έννοιες του ξεπεσμού, της εξαθλίωσης, της εξαχρείωσης, της αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς, της δραστηριότητας που προσβάλλει την ηθική υπόσταση ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνίας.
Π.χ.: «Δυστυχώς, η πνευματική παρακμή και η ηθική έκπτωση συνοδεύονται αναπόφευκτα από κοινωνική βαρβαρότητα», «Ένα από τα σημαντικότερα χαρίσματα του εν λόγω συγγραφέα είναι ότι, αν και ασχολείται συνεχώς με ηθικά ζητήματα, τα κείμενά του δεν εκπίπτουν σε μια στείρα και ανούσια ηθικολογία».
Εξάλλου, το ρήμα εκπίπτω χρησιμοποιείται πολύ συχνά σε σχέση με τη φορολογία, τις φορολογικές υποχρεώσεις των πολιτών, το φόρο εισοδήματος, την εφορία κ.τ.ό.
Στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γεωργίου Μπαμπινιώτη αναφέρονται επί του προκειμένου τα εξής:
Το εκπίπτω, αρχαία λέξη, χρησιμοποιήθηκε ως μεταβατικό ρήμα με νέα σημασία, τη σημασία τού υποτιμώ, κατεβάζω, αφαιρώ. Με αυτή τη σημασία σχημάτισε (όπως το αφαιρώ) και παθητικό τύπο εκπίπτομαι=αφαιρούμαι. Άρα, όχι μόνο δεν είναι λάθος να λέμε «εκπίπτεται το τάδε ποσό κατά συντηρούμενο άτομο», αλλά είναι και το σωστό. Άρα: «Η εφορία εκπίπτει τα ποσά για ασφάλιση και σπουδές των τέκνων» και «Τα ποσά για ασφάλιση και σπουδές των τέκνων εκπίπτονται από την εφορία».
Μολονότι η γνώμη του διαπρεπούς καθηγητή είναι πάντα σεβαστή, θα προτιμήσουμε να ακολουθήσουμε μια διαφορετική οδό στο υπό εξέταση ζήτημα. Θα επιμείνουμε στη χρήση τού εκπίπτω ως ενεργητικού αμετάβατου ρήματος και δε θα δεχτούμε ούτε το συνδυασμό του με αντικείμενο (Η εφορία εκπίπτει τα ποσά…) ούτε τη μετατροπή του σε ρήμα της μεσοπαθητικής φωνής (Τα ποσά για ασφάλιση και σπουδές των τέκνων εκπίπτονται…).
Ιδού οι προτεινόμενοι τρόποι διατύπωσης από τη δική μας πλευρά:
«Η εφορία αφαιρεί τα ποσά για ασφάλιση και σπουδές των τέκνων», «Ρώτησα το λογιστή μου εάν εκπίπτουν όντως οι ιατρικές δαπάνες», «Με διαβεβαίωσε ότι το συγκεκριμένο ποσό εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα», «Οι δαπάνες που εκπίπτουν από τα έσοδα επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών», «Τα έξοδα μισθοδοσίας και αμοιβής προσωπικού εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα, εφόσον έχουν καταβληθεί ή βεβαιωθεί οι ασφαλιστικές εισφορές».