Ο Μίλαν Κούντερα έγραψε για τον Παπαδιαμάντη πως είναι ο σημαντικότερος Έλληνας πεζογράφος. Εκθειαστικά ήταν επίσης τα λόγια του Ελύτη, του Καβάφη, του Παλαμά, του Πορφύρα και άλλων μεγάλων ονομάτων της ελληνικού πνεύματος.
Ο Σκιαθίτης δημιουργός «δανείστηκε» το φυσικό περιβάλλον του νησιού του, ανέσυρε από τη μνήμη του τα παιδικά του χρόνια και ψυχογραφώντας την ζωή των απλών, ταλαιπωρημένων ανθρώπων, κατάφερε να φέρει στο προσκήνιο το ηθογραφικό μυθιστόρημα.Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα και η έντονη θρησκευτικότητα καθόρισαν τη συγγραφική του πορεία και την ψυχοσύνθεσή του.
Η ζωή του πεζογράφου
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 στην Σκιάθο.Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας.
Ο πατέρας του, Αδαμάντιος Εμμανουήλ, ήταν ιερέας και η μητέρα του, Αγγελική Μωραΐτη, προερχόταν από αρχοντική οικογένεια του Μιστρά, που πήγε στην Σκιάθο τον 18ο αιώνα.
Η οικογένεια ωστόσο αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα με αποτέλεσμα η εκπαίδευση του Αλέξανδρου να γίνει τμηματικά.
Δύο χρόνια νωρίτερα είχε επισκεφθεί το Άγιο Όρος και είχε μείνει οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μαζί του ήταν ο φίλος του Νίκος Διανέλος, ο μετέπειτα μοναχός Νήφων.
Μετά το απολυτήριο του Γυμνασίου, ο πατέρας του Παπαδιαμάντη τον προέτρεψε να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή Αθήνας, αλλά ο Αλέξανδρος επέλεξε τελικά να γραφτεί στην Φιλοσοφική Σχολή.
Προς μεγάλη απογοήτευση του πατέρα του, ο Παπαδιαμάντης δεν κατάφερε να πάρει πτυχίο, καθώς τα μαθήματα δεν τον ενθουσίαζαν και συγχρόνως έπρεπε να δουλέψει για να επιβιώσει στην Αθήνα.
Έμαθε μόνος του Γαλλικά και Αγγλικά και ξεκίνησε να εργάζεται ως μεταφραστής και δημοσιογράφος. Παράλληλα, έκανε και ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές Δημοτικού και Γυμνασίου.
Τα χρήματα που κέρδιζε ήταν ελάχιστα και η κάκιστη διαχείριση που έκανε είχε ως αποτέλεσμα ο Παπαδιαμάντης να ζει φτωχικά, χωρίς στοιχειώδεις ανέσεις, σε μικρά ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Η γνωριμία του με τον δημοσιογράφο Βλάση Γαβριηλίδη, εκδότη της εφημερίδας «Ακρόπολις», βοήθησε τον Παπαδιαμάντη να βγει από τη δυσχερή οικονομική κατάσταση ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο εκδότης.
Με το που έπαιρνε τον μισθό του, ο Παπαδιαμάντης ξεπλήρωνε τα χρέη του προηγούμενου μήνα.
Έδινε τα χρωστούμενα στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, όπου έτρωγε για παραπάνω από 25 χρόνια, πλήρωνε το νοίκι του και όταν του περίσσευαν χρήματα βοηθούσε τους άλλους φτωχούς που γνώριζε.
Μέσα σε δυο μέρες μετά την πληρωμή δεν του έμενε δραχμή στην τσέπη, ενώ ποτέ δεν κατάφερνε να αγοράσει ρούχα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης.
Γυρνούσε πάντα απεριποίητος, αξύριστος, με τα ίδια φθαρμένα ρούχα και λιωμένα παπούτσια.
Η ζωή του δεν είχε εκπλήξεις.
Πέρα από το μπακάλικο, πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Ελισαίου και έψελνε μαζί με τον ξάδερφό του, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη.
Φίλους δεν είχε πολλούς. Ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο συγγραφέας Γιάννης Βλαχογιάννης ήταν δύο από αυτούς.
Ήταν πάντα μοναχικός, σχεδόν αγοραφοβικός και λιγομίλητος.
Από το 1906 είχε σαν στέκι το καφενείο στη Δεξαμενή Κολωνακίου.
Καθόταν στο πιο απομακρυσμένο τραπεζάκι, συλλογιζόμενος και έπινε τον καφέ του που κόστιζε μια δεκάρα.
Οι λιγοστοί φίλοι που είχε, απηύδησαν από την επιπόλαιη διαχείριση του μισθού του που είχε θέσει σε κίνδυνο ακόμη και την υγεία του. Τον Μάρτιο του 1908 οργάνωσαν μία εκδήλωση στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσό» με σκοπό να τον ενισχύσουν οικονομικά.
Ο Παπαδιαμάντης κατάφερε να πάρει καινούρια ρούχα και να ζήσει αξιοπρεπώς τις λίγες μέρες που έμεινε στην Αθήνα, προτού επιστέψει στο αγαπημένο του νησί.
Στο σπίτι του είχε ένα ξύλινο κρεβάτι, ένα τραπέζι και μια καρέκλα.
Για να βγάζει τα προς το ζην, έστελνε μεταφράσεις στην Αθήνα.
Η χρόνια κατάχρηση αλκοόλ, οι συχνές αγρύπνιες στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου μαζί με την ασκητική και λιτοδίαιτη ζωή, επιδείνωσαν την υγεία του Παπαδιαμάντη.
Χωρίς ένα δυνατό ανοσοποιητικό σύστημα, ο Παπαδιαμάντης πέθανε ξημερώματα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία. Ήταν 60 ετών.
Ο ψυχογράφος Παπαδιαμάντης
Ο Παπαδιαμάντης, πέρα από τις μεταφράσεις, έγραψε τρία μυθιστορήματα, τρεις νουβέλες και πάνω από 180 διηγήματα.Κανένα έργο του όμως δεν εκδόθηκε ως βιβλίο όσο ήταν εν ζωή. Τα μυθιστορήματα του δημοσιεύονταν τμηματικά σε εφημερίδες, όπως η «Ακρόπολις», η «Εφημερίς» και το «Άστυ».
Από το ρομαντικό ιστορικό μυθιστόρημα (Η μετανάστις – 1881, Οι έμποροι των Εθνών-1882), πέρασε στην ηθογραφία (Το χριστόψωμο -1887, Η σταχομαζώχτρα-1889) και από κει εγκαινίασε το διήγημα στην Ελλάδα, καταγράφοντας ρεαλιστικά την καθημερινότητα, (Φόνισσα-1903) που πολλές φορές ήταν εμπλουτισμένη με αυτοβιογραφικά στοιχεία (Όνειρο στο κύμα-1900).
Ο μικρόκοσμος του αγαπημένου του νησιού με τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, πρωταγωνιστούσε στη θεματογραφία του.
Τα βάσανα των κατοίκων της υπαίθρου, ο φθόνος οι δεισιδαιμονίες, τα έθιμα, ο φόβος για τις τιμωρίες του Θεού, είναι βασικά θέματα στα διηγήματά του.
Πρωταγωνιστές των βιβλίων του ήταν συνήθως μνησίκακες γυναίκες, με απωθημένα. Βιοπαλαιστές ψαράδες, αγρότες και άνθρωποι της εκκλησίας.
Οι παιδικές αναμνήσεις, η νοσταλγία και το θρησκευτικό βίωμα ολοκλήρωναν το σκηνικό της θεματολογίας του.
Στα διηγήματα που έγραψε προς το τέλος της ζωής του, ο Παπαδιαμάντης ήταν πιο ώριμος και προσπάθησε να εισχωρήσει στην ψυχή των χαρακτήρων του.
Ασχολήθηκε και με την τραγική πραγματικότητα και άσκησε κριτική στην κατάντια της ελληνικής κοινωνίας.
Σχολίασε αρνητικά τη χρεωκοπία της Ελλάδας, τα επαχθή δάνεια, την οικονομική πολιτική του Τρικούπη και την αδυναμία του Έλληνα να απαιτήσει και να κερδίσει ουσιαστική εθνική ανεξαρτησία.
Η Ελλάδα «απλώς και μόνον μετήλλαξεν τυράννους» έγραφε και καυτηρίαζε την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, μετά τον διεθνή έλεγχο που ασκήθηκε στην Ελλάδα για να βγει από τη χρεωκοπία.
Η κριτική του έργου του
Το έργο του Παπαδιαμάντη δέχθηκε έντονη κριτική.
Ο λόγος ήταν ότι ο μεγάλος συγγραφέας έγραψε το σύνολο του έργου του στην καθαρεύουσα και όχι στην δημοτική.
Ήδη η σχολή του 1880 με κύριο εκπρόσωπο τον Κωστή Παλαμά, έδινε τη θέση της σε συγγραφείς που έγραφαν στη δημοτική.
Αρκετοί έσπευσαν να χαρακτηρίζουν το έργο του Παπαδιαμάντη απαρχαιωμένο και εξαρτημένο από την ορθόδοξη εκκλησία.
Πολλοί ωστόσο συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Παλαμάς, ο Πορφύρας και ο Καβάφης, εξύμνησαν το έργο του και εκθείασαν
τον ψυχογράφο της εποχής, ικανό να παντρεύει την καθαρεύουσα με σκιαθίτικους ιδιωματισμούς.
Είναι ο πρώτος Έλληνας πεζογράφος που έφερε τη διηγηματογραφία στην Ελλάδα. Μέσα από τα διηγήματά του τελειοποίησε την ηθογραφία και έγινε σημείο αναφοράς και μελέτης για την ελληνική λογοτεχνία και τη διανόηση.
Η απουσία της γυναικείας συντροφιάς και η θρησκευτική του συνέπεια σε συνδυασμό με την ασκητική του ζωή, δικαιολογεί το παρατσούκλι «κοσμοκαλόγερος».
Μετά τον θάνατο του πεζογράφου, πολλοί μελετητές ασχολήθηκαν με το έργο του, μεταξύ των οποίων ο Γιώργος Βαλέτας, ο Μ. Παπαϊωάννου με την μελέτη «Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη» και ο Μιχάλης Περάνθης με το βιβλίο «Ο Κοσμοκαλόγερος».