Επί μακρόν υπήρξε διχογνωμία αναφορικά με την ένταξη ή μη της μακεδονικής στις ελληνικές διαλέκτους, γεγονός που οφειλόταν τόσο στην ανεπάρκεια σχετικού επιγραφικού υλικού όσο και σε παράγοντες εκτός του καθαυτό επιστημονικού πλαισίου, μια και εξαρχής η διαμάχη αυτή ήταν συνυφασμένη αφενός μεν με τις πολιτικές και ιστορικές εξελίξεις στη Νότια Βαλκανική κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες, αφετέρου δε με τις εκάστοτε εδαφικές διεκδικήσεις των λαών που κατοικούσαν σε αυτήν την περιοχή.
Το άφθονο επιγραφικό υλικό που ήρθε στο φως σε πολλά σημεία της αρχαίας Μακεδονίας –προπάντων δε στη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας– στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα έδωσε νέες κατευθύνσεις στην επιστημονική έρευνα: στις μέρες μας η μακεδονική εξετάζεται κατά κανόνα στο πλαίσιο των ελληνικών διαλέκτων.
Ο ιδιαίτερα εκτεταμένος γεωγραφικός χώρος που αποκαλούμε σήμερα Μακεδονία και αντιστοιχεί κατά το μάλλον ή ήττον στην έκταση του βασιλείου επί Φιλίππου Β’ (από την Πίνδο προς δυσμάς έως τον Νέστο προς ανατολάς και από το Ηράκλειον στα σύνορα με τη Θεσσαλία έως και την Παιονία προς βορράν) υπήρξε από γλωσσικής απόψεως, τουλάχιστον έως τον 3ο αιώνα π.Χ., μάλλον ετερόκλητος.
Οι συγγραφείς της αρχαιότητας αναφέρονται σπανίως σε αυτήν καθαυτήν τη γλώσσα των Μακεδόνων. Από το σύνολο των σχετικών μαρτυριών αξίζει να συγκρατήσουμε ότι ο Τίτος Λίβιος αναφέρει πως Μακεδόνες, Αιτωλοί και Ακαρνάνες μιλούσαν την ίδια διάλεκτο, ενώ σε παραπλήσια διαπίστωση προβαίνει ο Στράβων όσον αφορά τη διάλεκτο Ηπειρωτών και Μακεδόνων.
Οι ανωτέρω πληροφορίες πρέπει να συσχετιστούν με τις μαρτυρίες που έχουμε στη διάθεσή μας για τη συγγένεια Μακεδόνων και Δωριέων (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης κ.ά.).
Η μακεδονική διάλεκτος σταδιακά περιθωριοποιήθηκε, και είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα κείμενα από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. και έπειτα είναι γραμμένα στην αττική κοινή. Ήδη στο πολυσυλλεκτικό στράτευμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι Μακεδόνες εκφράζονται στην κοινή, ενώ η μακεδονική διάλεκτος χρησιμοποιείται μόνο μεταξύ Μακεδόνων ή σε στιγμές έντονης συγκινησιακής φόρτισης.
Η διάδοση της γραφής στα μακεδονικά βασίλεια υπήρξε πολύ περιορισμένη εξαιτίας πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών. Ως εκ τούτου, τα ευρεθέντα στη Μακεδονία κείμενα της Αρχαϊκής και της Κλασικής Περιόδου είναι λιγοστά.
Ο ηγετικός ρόλος που διαδραμάτισε η Μακεδονία από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. υποχρέωσε τρόπον τινά τους Μακεδόνες να υιοθετήσουν το μιλησιακό αλφάβητο και την αττική κοινή, αρχικά ως όργανο της γραπτής επικοινωνίας. Γρήγορα, όμως, η κοινή υπερέβη τα προαναφερθέντα όρια και υποκατέστησε σταδιακά τη μακεδονική διάλεκτο και στον προφορικό λόγο.
Ως προς τη θέση της αρχαίας μακεδονικής στο πλαίσιο των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών έχουν διατυπωθεί αρκετές θεωρίες. Έτσι, γίνεται λόγος για ένα ιλλυρικό κατά βάθος μείγμα, για ένα ελληνοθρακοϊλλυρικό συνονθύλευμα, για μια ελληνική διάλεκτο ή και για παραλλαγές των ανωτέρω.
Πιο συγκεκριμένα, έχει υποστηριχτεί ότι η μακεδονική ανήκει στον αιολικό ή στο δωρικό κλάδο, ότι έχει ανάμεικτα στοιχεία και από τους δύο κλάδους ή και από άλλες διαλέκτους, αλλά και ότι η φυλετική ελίτ των Μακεδόνων μιλούσε δωρικά.
Όσον αφορά πάλι τα αλφάβητα που συναντούμε στο χώρο της αρχαίας Μακεδονίας, το κορινθιακό ήταν εκείνο που χρησιμοποιήθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. Από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. και μετά διαδόθηκε σε βάρος του κορινθιακού το ιωνικό αλφάβητο (αλλά και η ιωνική τέχνη), προφανώς λόγω της διείσδυσης και της πολιτιστικής υπεροχής των Ιώνων στο πλαίσιο της Περσικής Αυτοκρατορίας. Τα ιωνικά αυτά στοιχεία υποχώρησαν βαθμιαία μετά το τέλος των Μηδικών Πολέμων και την άμεση γλωσσική διείσδυση των Αθηνών.
Από συντακτικής απόψεως, είναι εμφανής η επίδραση της αττικής σύνταξης επί της μακεδονικής διαλέκτου. Εξάλλου, στο πεδίο της ονοματολογίας, η συντριπτική πλειονότητα των ονομάτων της μακεδονικής διαλέκτου έχει ελληνική προέλευση, ενώ και τα περισσότερα τοπωνύμια ετυμολογούνται διά της ελληνικής.
https://www.in.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.