Α. ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ
Να αναγνωρίσετε τις δευτερεύουσες προτάσεις του κειμένου που ακολουθεί και να διακρίνετε τις ονοματικές από τις επιρρηματικές:
Πολλήν μοι ἀπορίαν παρέχει ὁ ἀγὼν οὑτοσί, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὅταν ἐνθυμηθῶ ὅτι, ἂν ἐγὼ μὲν μὴ νῦν εὖ εἴπω, οὐ μόνον ἐγώ, ἀλλὰ καὶ ὁ πατὴρ δόξει ἄδικος εἶναι καὶ τῶν ὄντων ἁπάντων στερήσομαι. Ἀνάγκη οὖν, εἰ καὶ μὴ δεινὸς πρὸς ταῦτα πέφυκα, βοηθεῖν τῷ πατρὶ καὶ ἐμαυτῷ οὕτως ὅπως ἂν δύνωμαι. Τὴν μὲν οὖν παρασκευήν καὶ προθυμίαν τῶν ἐχθρῶν ὁρᾶτε ὥστε οὐδὲν δεῖ περὶ τούτων λέγειν. Τὴν δὲ ἐμὴν ἀπειρίαν πάντες ἴσασιν, ὅσοι ἐμὲ γιγνώσκουσι.
(Λυσίου, Ὑπὲρ τῶν Ἀριστοφάνους χρημάτων 1 -2)
— Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις:
I. Ως προς τη μεταξύ τους σχέση διακρίνονται σε:
α) Κύριες ή ανεξάρτητες, όταν μπορούν να σταθούν μόνες τους στον λόγο.
Νῦν δὴ ἐξελαύνετε ἡμᾶς ἐκ τῆς χώρας.
Ποῖ δῆτ’ ἂν τραποίμην;
Γνῶθι σαυτόν.
Μὴ πρὸς θεῶν μαινώμεθα μηδ' αἰσχρῶς ἀπολώμεθα.
Ποῖ δῆτ’ ἂν τραποίμην;
Γνῶθι σαυτόν.
Μὴ πρὸς θεῶν μαινώμεθα μηδ' αἰσχρῶς ἀπολώμεθα.
β) Δευτερεύουσες ή εξαρτημένες, όταν δεν μπορούν να σταθούν μόνες τους στον λόγο, αλλά εξαρτώται από μιαν άλλη πρόταση, κύρια ή δευτερεύουσα, της οποίας συμπληρώνουν το νόημα.
Πρόξενος εἶπεν ὅτι αὐτός εἰμι, ὃν ζητεῖς.
Καὶ ἐπίτηδές σε οὐκ ἤγειρον, ἵνα ὡς ἄριστα διάγῃς.
Ἐάν τι λέγῃς παρὰ ταῦτα, μάτην ἐρεῖς.
Ἐπιμηθεὺς ἠπόρει, ὅ,τι χρήσαιτο.
(Βλ. Σ.Α.Ε. § 1-2 και 4)
Καὶ ἐπίτηδές σε οὐκ ἤγειρον, ἵνα ὡς ἄριστα διάγῃς.
Ἐάν τι λέγῃς παρὰ ταῦτα, μάτην ἐρεῖς.
Ἐπιμηθεὺς ἠπόρει, ὅ,τι χρήσαιτο.
(Βλ. Σ.Α.Ε. § 1-2 και 4)
II. Οι δευτερεύουσες προτάσεις διακρίνονται σε:
α) Ονοματικές, όταν λειτουργούν όπως τα ονόματα, ως υποκείμενα, κατηγορούμενα, αντικείμενα, ονοματικοί προσδιορισμοί.
Λέγουσιν οἱ σοφισταί, ὡς οὐδὲν δέονται χρημάτων.
Δεινὸν ἐφαίνετο εἶναι μὴ οἱ στρατιῶται δύσνοι (= εχθρικοί) ὦσιν.
Τοῦτ’ αὐτὸ ἀπόκριναι, εἰ ἀληθῆ λέγομεν ἢ οὐκ ἀληθῆ.
Οὗτός ἐστιν ὃς ἀπέκτεινε τοὺς στρατηγούς.
Δεινὸν ἐφαίνετο εἶναι μὴ οἱ στρατιῶται δύσνοι (= εχθρικοί) ὦσιν.
Τοῦτ’ αὐτὸ ἀπόκριναι, εἰ ἀληθῆ λέγομεν ἢ οὐκ ἀληθῆ.
Οὗτός ἐστιν ὃς ἀπέκτεινε τοὺς στρατηγούς.
β) Επιρρηματικές, όταν λειτουργούν ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί.
Χαίρω, ὅτι εὐδοκιμεῖς.
Ἀβροκόμας τὰ πλοῖα κατέκαυσεν, ἵνα μὴ Κῦρος διαβῇ.
Ἐνταῦθα ἐπιπίπτει χιὼν ἄπλετος, ὥστε ἀπέκρυψε καὶ τὰ ὅπλα καὶ τοὺς ἀνθρώπους κατακειμένους.
Eἰ μὴ ὑμεῖς ἤλθετε, ἐπορευόμεθα ἂν ἐπὶ βασιλέα.
Ὅτε αὐτή ἡ μάχη ἐγένετο, Τισσαφέρνης ἐν Σάρδεσιν ἔτυχεν ὤν.
Ὅπως γιγνώσκετε, οὕτω καὶ ποιεῖτε.
Ἀβροκόμας τὰ πλοῖα κατέκαυσεν, ἵνα μὴ Κῦρος διαβῇ.
Ἐνταῦθα ἐπιπίπτει χιὼν ἄπλετος, ὥστε ἀπέκρυψε καὶ τὰ ὅπλα καὶ τοὺς ἀνθρώπους κατακειμένους.
Eἰ μὴ ὑμεῖς ἤλθετε, ἐπορευόμεθα ἂν ἐπὶ βασιλέα.
Ὅτε αὐτή ἡ μάχη ἐγένετο, Τισσαφέρνης ἐν Σάρδεσιν ἔτυχεν ὤν.
Ὅπως γιγνώσκετε, οὕτω καὶ ποιεῖτε.
Για τον τρόπο με τον οποίο εισάγονται, λειτουργούν και εκφέρονται οι δευτερεύουσες προτάσεις, καθώς και για τα ρήματα από τα οποία συνήθως εξαρτώνται:
Ι. ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
|
ΑΡΝΗΣΗ
|
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
|
ΕΞΑΡΤΗΣΗ
|
ΕΚΦΟΡΑ
| |
ΕΙΔΙΚΕΣ | ὅτι (πραγματικό) ὡς (υποκειμενικό) | οὐ | αντικείμενο υποκείμενο επεξήγηση (συνήθως ουδετέρου δεικτικής αντων.) | ρήματα λεκτικά, δεικτικά αισθητικά, γνωστικά απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις με ανάλογη σημασία | Οριστική Δυνητική Οριστική Δυνητική Ευκτική Ευκτική πλαγίου λόγου |
ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ | μὴ μὴ οὐ (ὅπως μὴ) | αντικείμενο υποκείμενο επεξήγηση (σε ουδέτερο δεικτικής αντων.) | ρήματα φόβου, δισταγμού απρόσωπα ρήματα, εκφράσεις | Υποτακτική Ευκτική πλαγίου λόγου Οριστική (πραγματικό) | |
ΠΛΑΓΙΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ | εἰ εἰ - ἢ πότερον - ἢ εἴτε – εἴτε | οὐ μὴ | αντικείμενο υποκείμενο επεξήγηση (σε ουδέτερο δεικτικής αντων.) | ρήματα ερωτηματικά, λεκτικά, δεικτικά, απορίας, θαυμασμού, σκέψης, αισθητικά, γνωστικά, επιμέλειας, απόπειρας, προσοχής απρόσωπα ρήματα, εκφράσεις | Οριστική Δυνητική Οριστική Δυνητική Ευκτική Υποτακτική Ευκτική πλαγίου λόγου |
ερωτ., αναφ. αντων. ερωτ. αναφ. επιρρ. | |||||
ἐὰν, ἂν, ἢν | |||||
ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ | αναφορικές αντωνυμίες αναφορικά επιρρήματα | υποκείμενο κατηγορούμενο αντικείμενο παράθεση επεξήγηση επιθετικός προσδιορισμός κατηγορηματικός προσδ. ετερόπτωτος επιθ. προσδ. | Οποιαδήποτε έγκλιση |
II. ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
|
ΑΡΝΗΣΗ
|
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
|
ΕΞΑΡΤΗΣΗ
|
ΕΚΦΟΡΑ
| |
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΕΣ | διότι, ὡς, ὅτι, ἐπεί, ἐπειδή εἰ (αβέβαιη αιτιολογία) | οὐ μὴ / οὐ | επιρρημσπκός προσδιορισμός της αιτίας | ρήματα ψυχικού πάθους | Οριστική Δυνητική Οριστική Δυντική Ευκτική Ευκτική πλαγίου λόγου |
ΤΕΛΙΚΕΣ | ἵνα ὅπως, ὡς (ἂν) μὴ | μὴ | επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού | Υποτακτική Ευκτική πλαγίου λόγου Οριστ. παρελθ. χρόνου | |
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΕΣ ή ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ | ὥστε ὥς | οὐ | επιρρηματικός προσδ. αποτελέσματος (πραγματικό) | Οριστική Δυνητική Οριστική Δυνητική Ευκτική Ευκτική πλαγίου λόγου Απαρέμφατο Οριστική Μέλλοντα | |
ὥστε ἐφ’ ᾦ ἐφ’ ᾦτε | μὴ | ενδεχόμενο αποτέλεσμα επιδιωκόμενο αποτέλεσμα όρος ή συμφωνία | |||
ΥΠΟΘΕΤΙΚΕΣ | εἰ | οὐ | Οριστική, Ευκτική Υποτακτική | ||
ἐὰν / ἂν / ἢν | μὴ | ||||
ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ή ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΙΚΕΣ | α) εἰ καὶ καὶ | μὴ | πραγματική εναντίωση | αρνητική κύρια πρόταση | Οριστική Ευκτική Υποτακτική |
β) καὶ εἰ, καὶ ἄν, οὐδ’ εἰ, οὐδ’ ἄν, μηδ’ ἂν | πιθανή ή αδύνατη εναντίωση | ||||
ΧΡΟΝΙΚΕΣ (βλ. και υποθετικούς λόγους) | Χρονικοί σύνδεσμοι (βλ. Γ.Α.Ε. § 367,5) + ἂν (αοριστολογικό) | οὐ μὴ μὴ | επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου | Οριστική (πραγματικό) Υποτακτική (αναμενό μενο, αόριστη επανάληψη στο παρόν και μέλλον) Ευκτική (απλή σκέψη, αόριστη επανάληψη στο παρελθόν) | |
πρὶν | κύρια πρόταση καταφατική κύρια πρόταση αρνητική κύρια πρόταση σε Ευκτική κύρια πρόταση σε παρελθ. χρόνο | Απαρέμφατο Οριστ. παρελθ. χρόνου Υποτακτική Ευκτική Ευκτική πλαγίου λόγου | |||
ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΒΟΛΙΚΕΣ ή ΠΑΡΟΜΟΙΑΣΤΙΚΕΣ | αναφορικά επιρ. (βλ. Γ.Α.Ε. 363α) | οὐ μὴ οὐ, μὴ | επιρρηματικός προσδ. | οὕτω(ς), τοιοῦτος, τοσοῦτος | Οποιαδήποτε έγκλιση |
αναφορικές αντωνυμίες (βλ. Γ.Α.Ε. §§ 240 - 242) | επιρρηματικός προσδ. της αιτίας του σκοπού του αποτελέσματος | Όπως οι Αιτιολογικές προτ. Οριστική Μέλλοντα Όπως οι Αποτελεσματικές προτάσεις Όπως οι Υποθετικοί λόγοι | |||
ὡς, ὥσπερ, ὅπως, ὅσον, ὅσῳ | παρομοίωση ή σύγκριση | Οποιαδήποτε έγκλιση |
Β. ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
I. Οι προτάσεις ως προς το περιεχόμενο τους διακρίνονται σε:
α) Προτάσεις κρίσεως, με τις οποίες διατυπώνεται μια κρίση, μια σκέψη ή δίνεται μια πληροφορία. Εκφέρονται με οριστική (απλή ή δυνητική) ή με δυνητική ευκτική. Έχουν άρνηση οὐ.
Σῴζονται καὶ ἐκ πάνυ δεινῶν οἱ ἀγαθοί.
Τὴν πόλιν ἂν ἡγήσω πολέμου ἐργαστήριον εἶναι.
Οὐκ ἂν φθάνοις λέγων.
Τὴν πόλιν ἂν ἡγήσω πολέμου ἐργαστήριον εἶναι.
Οὐκ ἂν φθάνοις λέγων.
β) Προτάσεις επιθυμίας, με τις οποίες εκφράζεται μια επιθυμία, μια προσταγή, μια ευχή. Εκφέρονται με υποτακτική, ευχετική οριστική, ευχετική ευκτική και προστακτική· έχουν άρνηση μή.
Μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς.
Εἴθε σοι τότε συνεγενόμην.
Ὦ παῖ, γένοιο πατρὸς εὐτυχέστερος, τὰ δ’ ἄλλ' ὅμοιος.
Ἐμοὶ πείθου καὶ μὴ ἄλλως ποίει.
Εἴθε σοι τότε συνεγενόμην.
Ὦ παῖ, γένοιο πατρὸς εὐτυχέστερος, τὰ δ’ ἄλλ' ὅμοιος.
Ἐμοὶ πείθου καὶ μὴ ἄλλως ποίει.
II. |
Νῦν δὲ φοβούμεθα μὴ ἀμφοτέρων ἅμα ἡμαρτήκαμεν.
Οὐ θαυμαστόν, εἰ μὴ τούτων ἐνεθυμήθησαν;
Ἔδει τὰ ἐνέχυρα τότε λαβεῖν, ὡς μὴ ἐδύνατο ἐξαπατᾶν.
— Ἔχω τριήρεις, ὥστε ἑλεῖν (= μπορώ να συλλάβω) τὸ ἐκείνων πλοῖον.— Οἱ τριάκοντα ἐβουλήθησαν Ἐλευσῖνα ἐξιδιώσαθαι (= να πάρουν), ὥστε εἶναι σφίσι καταφυγήν.— Πολλά χρήματα ἔδωκεν ἂν Φιλιστίδης, ὥστ’ ἔχειν Ὠρεόν.
Οὐδέ πρὸς δικαστηρίῳ ὤφθην οὐδεπώποτε, πρὶν ταύτην τὴν συμφορὰν γενέσθαι (= προτού να συμβεί).
α) Ερωτήσεις ολικής άγνοιας οι οποίες εισάγονται:
— Ἀπορεῖς εἰ διδακτόν ἐστιν ἡ ἀρετή;
— Λύσανδρος πρῶτον ἐρωτᾷ τί ἐστιν ἄξιος παθεῖν. |
Γ. ΑΣΚΗΣΕΙΣ
|
α' Μυῖα
Μυῖα ἐμπεσοῦσα εἰς χύτραν κρέως, ἐπειδὴ ὑπὸ τοῦ ζωμοῦ ἀποπνίγεσθαι ἔμελλεν, ἔφη πρὸς ἑαυτὴν «Ἀλλ’ ἔγωγε καὶ βέβρωκα καὶ πέπωκα καὶ λέλουμαι· κἂν ἀποθάνω, οὐδέν μοι μέλει». Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὸν θάνατον οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀβασανίστως παρακολούθησῃ.
(Αἰσώπου Μῦθοι, 240 Chambry)
βέβρωκα και πέπωκα | έφαγα και ήπια |
ῥᾴδιον (επίρρ.) | εύκολα |
β' Μύρμηξ καὶ κάνθαρος
Θέρους ὥρα μύρμηξ περιπατῶν κατὰ τὴν ἄρουραν πυροὺς καὶ κριθὰς συνέλεγεν, ἀποθησαυριζόμενος ἑαυτῷ τροφὴν εἰς τὸν χειμῶνα. Κάνθαρος δὲ τοῦτον θεασάμενος ἐθαύμασεν ὡς ἐπιπονώτατον, εἴ γε παρ’ αὐτὸν τὸν καιρὸν μοχθεῖ παρ’ ὃν τὰ ἄλλα ζῷα πόνων ἀφειμένα ῥᾳστώνην ἄγει. Ὁ δὲ τότε μὲν ἡσύχαζεν· ὕστερον δέ, ὅτε χειμὼν ἐνέστη, τῆς κόπρου ὑπὸ τοῦ ὄμβρου ἐκλυθείσης, ὁ κάνθαρος ἧκε πρὸς αὐτὸν λιμώττων καὶ τροφῆς μεταλαβεῖν δεόμενος. Ὁ δὲ ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ὦ κάνθαρε, ἀλλ’ εἰ τότε ἐπόνεις, ὅτε ἐμόχθουν καὶ ἐμὲ ὠνείδιζες, οὐκ ἂν νῦν τροφῆς ἐπεδέου».
(Αἰσώπου Μῦθοι, 243 Chambry)
τὴν ἄρουραν | τη γη |
πυροὺς | κόκκους σιταριού |
κάνθαρος | σκαθάρι |
ἐπιπονώτατον | πάρα πολύ εργατικό |
πόνων ἀφειμένα (ἀφίημι) | έχουν αφήσει τις δουλειές |
ῥαστώνην ἄγει | και ξεκουράζονται (τεμπελιάζουν) |
ὑπὸ τοῦ ὄμβρου | από τη βροχή |
οὐκ ἂν ... ἐπεδέου (ἐπιδέομαι) | δεν θα σου έλειπε τώρα η τροφή |
γ' Ἁλιεὺς καὶ σμαρὶς
Ἁλιεὺς τὸ δίκτυον χαλάσας ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀνήνεγκε σμαρίδα. Σμικρὰ δὲ οὖσα ἱκέτευεν αὐτὸν νῦν μὲν μὴ λαβεῖν αὐτὴν, ἀλλ’ ἐᾶσαι, διὰ τὸ σμικρὰν τυγχάνειν. «Ἀλλ’ ὅταν αὐξηθῶ καὶ μεγάλη, φησί, γένωμαι, συλλαβεῖν με δυνήσῃ, ἐπεὶ καὶ εἰς μείζονά σοι ὠφέλειαν ἔσομαι». Καὶ ὁ ἁλιεὺς εἶπεν «Ἀλλ' ἔγωγε ἄνους ἂν εἴην, εἰ τὸ χερσὶ παρεὶς κέρδος, κἂν σμικρὸν ᾖ, τὸ προσδοκώμενον κἂν μέγα ὑπάρχῃ, ἐλπίζοιμι».
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ἀλόγιστος ἂν εἴη ὁ δι’ ἐλπίδα μείζονος τὰ ἐν χερσὶν ἀφεὶς σμικρὰ ὄντα.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ἀλόγιστος ἂν εἴη ὁ δι’ ἐλπίδα μείζονος τὰ ἐν χερσὶν ἀφεὶς σμικρὰ ὄντα.
(Αἰσώπου Μῦθοι, 26 Chambry)
σμαρὶς | μαρίδα |
τὸ δίκτυον χαλάσας ἀνήνεγκεν (ἀναφέρω) | έριξε το δίχτυ και έβγαλε |
παρεὶς (παρίημι) | αφήσω, παραβλέψω |
δ' Πατήρ και θυγατέρες
Ἔχων τις δύο θυγατέρας, τὴν μὲν κηπουρῷ ἐξέδωκε πρὸς γάμον, τὴν δὲ ἑτέραν κεραμεῖ. Χρόνου δὲ προελθόντος, ἧκεν ὡς τὴν τοῦ κηπουροῦ καὶ ταύτην ἠρώτα πῶς ἔχοι καὶ ἐν τίνι αὐτοῖς εἴη τὰ πράγματα. Τῆς δὲ εἰπούσης πάντα μὲν αὐτοῖς παρεῖναι, ἐν δὲ τοῦτο εὔχεσθαι τοῖς θεοῖς ὅπως χειμὼν γένηται καὶ ὄμβρος, ἵνα τὰ λάχανα ἀρδευθῇ, μετ’ οὐ πολὺ παρεγένετο πρὸς τὴν τοῦ κεραμέως καὶ αὐτῆς ἐπυνθάνετο πῶς ἔχοι. Τῆς δὲ τὰ μὲν ἄλλα μὴ ἐνδεῖσθαι εἰπούσης, τοῦτο δὲ μόνον εὔχεσθαι, ὅπως αἰθρία τε λαμπρὰ ἐπιμείνῃ καὶ λαμπρὸς ἥλιος, ἵνα ξηρανθῇ ὁ κέραμος, εἶπε πρὸς αὐτήν· «Ἐὰν σὺ μὲν εὐδίαν ἐπιζητῇς, ἡ δὲ ἀδελφή σου χειμῶνα, ποτέρᾳ ὑμῶν συνεύξομαι;»
(Αἰσώπου Μῦθοι, 299 Chambry)
κεραμεῖ | σε αγγειοπλάστη, κεραμιδά |
ὡς | προς, μέχρι |
παρεῖναι | ότι έχουν |
χειμὼν | κακοκαιρία |
μὴ ἐνδεῖσθαι (ἐνδέομαι) | ότι δεν τους λείπει |
εὐδίαν | καλοκαιρία |
|
α'
Καὶ πρῶτος ὁ Σόλων «ἀλλ’ ἀκήκοας μέν», εἶπεν, «ὦ Μνησίφιλε, μετὰ πάντων Ἀθηναίων ἣν ἔχω γνώμην περὶ πολιτείας· εἰ δὲ βούλει καὶ νῦν ἀκούειν, δοκεῖ μοι πόλις ἄριστα πράττειν καὶ μάλιστα σῴζειν δημοκρατίαν, ἐν ᾗ τὸν ἀδικήσαντα τοῦ ἀδικηθέντος οὐδὲν ἧττον οἱ μὴ ἀδικηθέντες προβάλλονται καὶ κολάζουσι.»
Δεύτερος δ’ ὁ Βίας ἔφησε κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν ἐν ᾗ πάντες ὡς τύραννον φοβοῦνται τὸν νόμον.
Ἐπὶ τούτῳ Θαλῆς τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας.
Μετὰ δὲ τοῦτον ὁ Ἀνάχαρσις ἐν ᾖ τῶν ἄλλων ἴσων νομιζομένων ἀρετὴ τὸ βέλτιον ὁρίζεται, καὶ κακία τὸ χεῖρον.
Πέμπτος δ’ ὁ Κλεόβουλος ἔφη μάλιστα σωφρονεῖν δῆμον ὅπου τὸν ψόγον μᾶλλον οἱ πολιτευόμενοι δεδοίκασιν ἢ τὸν νόμον.
Ἕκτος δ’ ὁ Πιττακός, ὅπου τοῖς πονηροῖς οὐκ ἔξεστιν ἄρχειν καὶ τοῖς ἀγαθοῖς οὐκ ἔξεστι μὴ ἄρχειν.
Μεταστραφεὶς δ’ ὁ Χίλων ἀπεφήνατο τὴν μάλιστα νόμων ἥκιστα δὲ ῥητόρων ἀκούουσαν πολιτείαν ἀρίστην εἶναι.
Τελευταῖος δὲ πάλιν ὁ Περίανδρος ἐπικρίνων ἔφη δοκεῖν αὐτῷ πάντας ἐπαινεῖν δημοκρατίαν τὴν ὁμοιοτάτην ἀριστοκρατίᾳ.
Δεύτερος δ’ ὁ Βίας ἔφησε κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν ἐν ᾗ πάντες ὡς τύραννον φοβοῦνται τὸν νόμον.
Ἐπὶ τούτῳ Θαλῆς τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας.
Μετὰ δὲ τοῦτον ὁ Ἀνάχαρσις ἐν ᾖ τῶν ἄλλων ἴσων νομιζομένων ἀρετὴ τὸ βέλτιον ὁρίζεται, καὶ κακία τὸ χεῖρον.
Πέμπτος δ’ ὁ Κλεόβουλος ἔφη μάλιστα σωφρονεῖν δῆμον ὅπου τὸν ψόγον μᾶλλον οἱ πολιτευόμενοι δεδοίκασιν ἢ τὸν νόμον.
Ἕκτος δ’ ὁ Πιττακός, ὅπου τοῖς πονηροῖς οὐκ ἔξεστιν ἄρχειν καὶ τοῖς ἀγαθοῖς οὐκ ἔξεστι μὴ ἄρχειν.
Μεταστραφεὶς δ’ ὁ Χίλων ἀπεφήνατο τὴν μάλιστα νόμων ἥκιστα δὲ ῥητόρων ἀκούουσαν πολιτείαν ἀρίστην εἶναι.
Τελευταῖος δὲ πάλιν ὁ Περίανδρος ἐπικρίνων ἔφη δοκεῖν αὐτῷ πάντας ἐπαινεῖν δημοκρατίαν τὴν ὁμοιοτάτην ἀριστοκρατίᾳ.
(Πλούταρχος, Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 154 d-f)
οὐδέν ἧττον προβάλλονται | εξ ίσου (με τον αδικημένο) κατηγορούν |
ἥκιστα | ελάχιστα, σχεδόν καθόλου |
β'
Ἀλέξανδρος δὲ ὡς ἐς Γόρδιον παρῆλθε, πόθος λαμβάνει αὐτὸν ἀνελθόντα ἐς τὴν ἄκραν, ἵνα τὴν ἄμαξαν ἰδῇ τὴν Γορδίου καὶ τοῦ ζυγοῦ τῆς ἁμάξης τὸν δεσμόν. Τόδε περὶ τῆς ἁμάξης ἐμυθεύετο, ὅστις λύσειε τοῦ ζυγοῦ τῆς ἁμάξης τὸν δεσμόν, τοῦτον χρῆναι ἄρξαι τῆς Ἀσίας. Ἦν δὲ ὁ δεσμὸς ἐκ φλοιοῦ κρανείας, καὶ τούτου οὔτε τέλος οὔτε ἀρχή ἐφαίνετο. Ἀλέξανδρος δὲ ὡς ἀπόρως μὲν εἶχεν ἐξευρεῖν λύσιν τοῦ δεσμοῦ, ἄλυτον δὲ περιιδεῖν οὐκ ἤθελε, μή τινα καὶ ταῦτα ἐς τοὺς πολλοὺς κίνησιν ἐργάσηται, λέγουσιν ὅτι παίσας τῷ ξίφει διέκοψε τὸν δεσμὸν καὶ λελύσθαι ἔφη.
(Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, III, 1-7)
ἐς τὴν ἄκραν | στην ακρόπολη |
τὸν δεσμὸν | τον κόμπο |
κρανείας | κρανιάς (δέντρο) |
περιιδεῖν | να παραβλέψει, να αφήσει |
κίνησιν | (ανα)ταραχή, εξέγερση |
παίσας (παίω) | αφού χτύπησε |
γ'
Πολλάκις ἐθαύμασα τίσι ποτὲ λόγοις Ἀθηναίους ἔπεισαν οἱ γραψάμενοι Σωκράτην ὡς ἄξιος εἴη θανάτου τῇ πόλει. Ἡ μὲν γὰρ γραφὴ κατ’ αὐτοῦ τοιάδε τις ἦν· ἀδικεῖ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων· ἀδικεῖ δὲ καὶ τοὺς νέους διαφθείρων.
(Ξενοφῶν, Ἀπομνημονευμάτων Α, 1)
οἱ γραψάμενοι | αυτοί που τον κατηγόρησαν, κατήγγειλαν |
ἡ γραφὴ | η καταγγελία |
νομίζει | παραδέχεται, αναγνωρίζει |
καινὰ δαιμόνια | νέες θεότητες, νέα πνεύματα, νέους δαίμονες |
δ'
Ἐγὼ καὶ πάλαι σοι ἔλεγον ὅτι ἡ γεωργία οὕτω φιλάνθρωπός ἐστι καὶ πραεῖα τέχνη ὥστε καὶ ὁρῶντας καὶ ἀκούοντας ἐπιστήμονας εὐθὺς ἑαυτῆς ποιεῖν. Πολλὰ δ’, ἔφη, καὶ αὐτὴ διδάσκει ὡς ἂν κάλλιστά τις αὐτῇ χρῷτο. Αὐτίκα ἄμπελος ἀναβαίνουσα μὲν ἐπὶ τὰ δένδρα, ὅταν ἔχῃ τι πλησίον δένδρον, διδάσκει ἱστάναι αὐτήν· περιπεταννύουσα δὲ τὰ οἴναρα, ὅταν ἔτι αὐτῇ ἁπαλοὶ οἱ βότρυες ὦσι, διδάσκει σκιάζειν τὰ ἡλιούμενα ταύτην τὴν ὥραν· ὅταν δὲ καιρὸς ᾖ ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἤδη γλυκαίνεσθαι τὰς σταφυλάς, φυλλορροοῦσα διδάσκει ἑαυτήν ψιλοῦν καὶ πεπαίνειν τὴν ὀπώραν.
(Ξενοφῶν, Οἰκονομικός XIX, 17-19)
περιπεταννύουσα δὲ τὰ οἴναρα | καθώς απλώνει γύρω τα φύλλα |
ψιλοῦν ἑαυτὴν | να την απογυμνώσουν, να την ξεφυλλίσουν |
πεπαίνειν τὴν ὀπώραν | να ωριμάσει ο καρπός |
ε΄
Τοῦτό ἐστι τὸ πλοῖον, ὥς φασιν Ἀθηναῖοι, ἐν ᾧ Θησεύς ποτε εἰς Κρήτην τοὺς δὶς ἑπτὰ ἐκείνους ᾤχετο ἄγων καὶ ἔσωσέ τε καὶ αὐτὸς ἐσώθη. Τῷ οὖν Ἀπόλλωνι εὔξαντο, ὡς λέγεται, τότε, εἰ σωθεῖεν, ἑκάστου ἔτους θεωρίαν ἀπάξειν εἰς Δῆλον· ἣν δὴ ἀεὶ καὶ νῦν ἔτι ἐξ ἐκείνου κατ’ ἐνιαυτὸν τῷ θεῷ πέμπουσιν. Ἐπειδὰν οὖν ἄρξωνται τῆς θεωρίας, νόμος ἐστὶν αὐτοῖς ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ καθαρεύειν τὴν πόλιν καὶ δημοσίᾳ μηδένα ἀποκτιννύναι, πρὶν ἂν εἰς Δῆλόν τε ἀφίκηται τὸ πλοῖον καὶ πάλιν δεῦρο. Τοῦτο δ’ ἐνίοτε ἐν πολλῷ χρόνῳ γίγνεται, ὅταν τύχωσιν ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτούς. Ἀρχὴ δ’ ἐστὶ τῆς θεωρίας, ἐπειδὰν ὁ ἱερεὺς τοῦ Ἀπόλλωνος στέψῃ τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου· τοῦτο δ’ ἔτυχεν, ὥσπερ λέγω, τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης γεγονός. Διὰ ταῦτα καὶ πολὺς χρόνος ἐγένετο τῷ Σωκράτει ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ὁ μεταξὺ τῆς δίκης τε καὶ τοῦ θανάτου.
(Πλάτων, Φαίδων 58a-c)
θεωρίαν | πρεσβεία, αντιπροσωπεία |
ἀποκτιννύναι | να εκτελέσουν |
δεῦρο | προς τα εδώ, πίσω |
ἀπολαβόντες | να τους εμποδίσουν |
στέψῃ | όταν στολίσει με δάφνινα στεφάνια |