ΜΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Η είδηση δεν συγκίνησε κανέναν. Οι εφημερίδες, τα κόμματα και οι πασών αποχρώσεων προοδευτικοί ήταν απασχολημένοι με το να αναλύουν το μήνυμα των εκλογών και έτσι δεν βρήκαν την ευκαιρία ούτε να αναλύσουν ούτε να καταγγείλουν ότι στην Κωνσταντινούπολη παιδάκια 10 – 12 ετών ράβουν τα τζιν Benetton με μεροκάματο 200 δρχ. την ημέρα. Κανένας δε φώναξε για σκάνδαλο, γιατί φαίνεται ότι η Αριστερά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν έχει τίποτε να πει για την παγκοσμιοποίηση της εκμετάλλευσης των παιδιών. Το θέμα – αν δεν της φαίνεται φυσιολογικό – δεν την απασχολεί. Στην εποχή μας σκάνδαλο είναι ότι πέφτει το χρηματιστήριο και όχι ότι κάθε λεπτό πεθαίνουν 25 παιδιά από ασιτία. Ότι 250 εκατομμύρια αγοράκια και κοριτσάκια σε όλον τον κόσμο ηλικίας 5 – 14 χρόνων δουλεύουν 14 – 16 ώρες την ημέρα δένοντας κόμπους σε χαλιά, στρίβοντας φύλλα καπνού, κόβοντας σπίρτα. Ότι παιδάκια παραμορφώνουν τα χέρια τους ράβοντας μπάλες, κόβοντας διαμάντια, παραμορφώνουν τα πόδια τους δουλεύοντας σε υαλουργίες, σε νταμάρια ή κάνοντας τους βαστάζους στις αγορές (...) ότι παιδάκια ξεφορτώνουν τούβλα στο Νεπάλ για 70 δρχ. σε κάθε 100 διαδρομές μεταξύ του φορτηγού και του γιαπιού.
Ο Μπένεττον δεν είναι ούτε χειρότερος ούτε καλύτερος από τους υπόλοιπους άρχοντες των πολυεθνικών: από τη Nike, την Adidas, τη Fiat κ.τ.λ. Ακολουθεί τους νόμους της ελεύθερης αγοράς, όπως κάνουν όλοι, μεταφέροντας την παραγωγή του εκεί όπου το κόστος εργασίας είναι χαμηλότερο – εκεί όπου τα δικαιώματα εργασίας είναι ελάχιστα ως ανύπαρκτα. Και αν σε αυτές τις χώρες δουλεύουν μωρά, δε φταίνε οι καθωσπρέπει καπιταλιστές της πολιτισμένης Δύσης. Φταίνε οι νόμοι των υπανάπτυκτων κρατών, φταίνε οι βάρβαροι γονείς του Τρίτου Κόσμου που βάζουν τα παιδιά τους να δουλεύουν.
Όμορφος ο κόσμος της ελεύθερης αγοράς, ο κόσμος της παγκοσμιοποίησης που «προάγει τον πλούτο των εθνών και την ευημερία των ατόμων». Υπάρχουν στον πλανήτη ένα δισεκατομμύριο φτωχά παιδιά και οι στατιστικές της Unicef λένε ότι ένα στα δύο εργάζεται στην κυριολεξία για ένα πιάτο φαί στις βιομηχανίες που παράγουν προϊόντα made in ... που πωλούνται στις αγορές της Δύσης. Οι στατιστικές επίσης λένε ότι το ένα στα δύο παιδιά των φτωχών και απόκληρων του πλανήτη είναι πλεονάζον. Οι αγορές δεν το χρειάζονται. Δεν είναι παραγωγικό. Και όποιος δεν παράγει, ως γνωστόν, δε χρειάζεται. Γι’ αυτό καλύτερα να πεθαίνουν προτού μεγαλώσουν και γίνουν επικίνδυνα. Για του λόγου το αληθές, οι παρααστυνομικές ομάδες στη Βραζιλία δολοφονούν κατά μέσον όρο τέσσερα παιδιά την ημέρα, ενώ στη ναρκοδημοκρατία της Κολομβίας (που είναι πιο παραγωγικοί) φθάνουν τα έξι παιδιά ημερησίως.
Για όσους σηκώνουν αδιάφοροι τους ώμους νομίζοντας ότι αυτά συμβαίνουν μακριά τους, στη γη των Βαρβάρων, έχω δυσάρεστα νέα. Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ, πέντε εκατομμύρια παιδιά – κυρίως μεταναστών από τη Λατινική Αμερική – εργάζονται οικοδομώντας το αμερικανικό θαύμα. Στα αγροκτήματα-μοντέλο του κράτους της Καλιφόρνιας 500.000 παιδιά από 5 ως 12 ετών δουλεύουν, για δύο δολάρια, 12 ώρες την ημέρα κάτω από τεχνητές βροχές εντομοκτόνων. Στη Βρετανία του «Τρίτου Δρόμου» προς το σοσιαλισμό (η παιδική εργασία επιτρέπεται διά νόμου από 13 χρονών) τέσσερα στα δέκα παιδιά εργάζονται με πενιχρά μεροκάματα.
Τα παιδιά του κόσμου ουρλιάζουν στέλνοντας μηνύματα αγωνίας, αλλά αυτά δε φθάνουν στα αυτιά των προοδευτικών. Έχουν άλλα σοβαρότερα προβλήματα να επιλύσουν από εκείνα της φτώχειας, της εκμετάλλευσης, της ανισότητας, της περιθωριοποίησης, της αδικίας. Αγωνιούν να πείσουν ότι είναι αρκετά ρεαλιστές – δηλαδή συντηρητικοί – για να επιβάλουν την ανταγωνιστικότητα, την ελαστικοποίηση, την εργασιακή κινητικότητα, την ανεργία˙ ότι μπορούν να θυσιάσουν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά (των άλλων) στο βωμό της παγκοσμιοποίησης.
Βασίλης Μουλόπουλος, Πηγή: εφημερίδα Το Βήμα, 18/10/1998
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1. Σε κάθε μία από τις διατυπώσεις που ακολουθούν να δώσετε τον χαρακτηρισμό “Σωστό” ή “Λάθος”, ανάλογα με το αν αποδίδουν το νόημα του κειμένου σωστά ή όχι. Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με συγκεκριμένη αναφορά στο κείμενο. (15 μονάδες)
1. Σύσσωμος ο τύπος κατήγγειλε την παιδική εργασία στην Κωνσταντινούπολη. ( )
2. Σήμερα κάθε ώρα πεθαίνουν 1.500 παιδιά από ασιτία. ( )
3. Οι μεγάλοι κολοσσοί μεταφέρουν την παραγωγή τους σε χώρες με φθηνό εργατικό δυναμικό. ( )
4. Ο δυτικός κόσμος έχει αντιμετωπίσει το πρόβλημα της παιδικής εργασίας σε αντίθεση με τις υποανάπτυκτες χώρες. ( )
5. Στη Βρετανία τα παιδιά απαγορεύεται να εργάζονται μέχρι να ενηλικιωθούν ( ).
Α2. Στην τάξη, διερευνάτε το φαινόμενο της παιδικής εργασίας. Στο πλαίσιο της συζήτησης, παρουσιάζετε περιληπτικά τις απόψεις του Βασίλη Μουλόπουλου(σε 50-60 λέξεις) σχετικά με τι συμβαίνει σήμερα αναφορικά με την παιδική εγρασία, όπως αναπτύσσονται στις παραγράφους 3 και 4 του αποσπάσματος. (15 μονάδες)
Β.1. Ποια είναι τα δομικά στοιχεία και ο τρόπος ανάπτυξης της τελευταίας παραγράφου; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
(10 μονάδες)
Β.2. Ποιος είναι ο κυρίαρχος τρόπος πειθούς που χρησιμοποιεί ο συντάκτης του κειμένου στην πρώτη παράγραφο; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
(5 μονάδες)
Β.3. παραμορφώνουν: Να γράψετε το παράγωγο ουσιαστικό καθώς και άλλα τέσσερα σύνθετα ουσιαστικά με το ίδιο β’ συνθετικό.
(5 μονάδες)
Β.4. προοδευτικοί, καταγγείλουν, φυσιολογικό, παράγει, πενιχρά: Να γραφεί από ένα αντώνυμο για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις.
(5 μονάδες)
Γ. Παρόλο που πολλά κράτη και φορείς αγωνίζονται σήμερα για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε πολλές χώρες του κόσμου τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατούνται. Σε μια επιστολή σας προς το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ να επισημάνετε φαινόμενα καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο τον κόσμο και να αναφέρετε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να διασφαλιστεί ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα. (350-400 λέξεις)
(40 μονάδες)
Επιμέλεια κριτήριου αξιολόγησης, για το e-didaskalia.blogspot.gr: Αποστόλης Ζυμβραγάκης, Φιλόλογος - Ειδικός Παιδαγωγός M.Ed
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Άντον Τσέχωφ, "Ο Βάνκας"
Ο Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:
Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς.
Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και
ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε
πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.
Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και
ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε
πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.
O Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν. Την ημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του.
Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδι του διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από το λαιμό την κότα του χωριάτη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος!
Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.
— Θα πάρετε λίγη πρέζα;, λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του.
Oι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται, στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. O Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…
Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. O ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…
O Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:
Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Oύτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά.
Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…
O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του.
Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.
Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν.
Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Oι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.
Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα».
Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! O παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. O παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:
— Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!
O παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε το Βάνκα γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία, έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη.
Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού 'δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα.
O Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα καπίκι. Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση:
Για τον παππού. Στο χωριό.
Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο:
Κωσταντή Μακάριτς.
Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.
Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.
Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα.
Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες... Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του...
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
1α. Σε κάθε έναν από τους παρακάτω ισχυρισμούς να δώσετε τον χαρακτηρισμό “Σωστό” ή “Λάθος”, με βάση το κείμενο. Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με μια συγκεκριμένη αναφορά στο κείμενο. (10 μονάδες)
α. Ο Βάνκας από τα πέντε του δουλεύει σε ένα τσαγκαράδικο. ( )
β. Ο Βάνκας γράφει στον παππού του με σκοπό να του ευχηθεί χρόνια πολλά για τα γενέθλιά του. ( )
γ. Το παιδί το κακομεταχειρίζονται και βιαιοπραγούν εναντίον του. ( )
δ. Ο Βάνκας δηλώνει πως δεν αντέχει άλλο αυτήν τη ζωή. ( )
ε. Το γράμμα του μικρού έφτασε στα χέρια του παππού του. ( )
1β. Συγκρίνετε τη ζωή του Βάνκα στη Μόσχα με εκείνη που ζούσε στο χωριό του. Ποιες διαφορές εντοπίζετε; (50-60 λέξεις) (20 μονάδες)
2α. Σε ποιο σημείο του διηγήματος ο χρόνος της αφήγησης είναι παροντικός; Τι θέλει να πετύχει ο συγγραφέας με αυτή την επιλογή; (10 μονάδες)
2β. Να εντοπίσετε τα ρηματικά πρόσωπα στην αφήγηση, δίνοντας από ένα ενδεικτικό παράδειγμα για κάθε περίπτωση. Τι επιτυγχάνει ο συγγραφέας με τη χρήση των συγκεκριμένων αφηγηματικών προσώπων; (10 μονάδες)
2γ. Να εντοπίσετε δύο φράσεις με συνυποδηλωτική χρήση της γλώσσας και να σχολιάσετε τι επιτυγχάνει ο συγγραφέας με τη συγκεκριμένη χρήση της γλώσσας (10 μονάδες).
3. Ποια συναισθήματα σας προκαλεί το τέλος του διηγήματος; Καταγράψτε ένα διαφορετικό τέλος που θα σας άρεσε περισσότερο (100-200 λέξεις) (40 μονάδες).
Επιμέλεια κριτήριου αξιολόγησης, για το e-didaskalia.blogspot.gr: Αποστόλης Ζυμβραγάκης, Φιλόλογος - Ειδικός Παιδαγωγός M.Ed