Ο Μπέντο ντε Σπινόζα (Βento de Spinoza, 24 Νοεμβρίου 1632 – 21 Φεβρουαρίου 1677) ήταν Ολλανδός φιλόσοφος, εβραϊκής καταγωγής.
Το εύρος και η σημασία του έργου του Σπινόζα δεν έγιναν πλήρως κατανοητά παρά μόνο χρόνια μετά τον θάνατό του. Θέτοντας τα θεμέλια για τον Διαφωτισμό του 18ου αιώνα και τη σύγχρονη κριτική της Αγίας Γραφής, περιλαμβανομένων των σύγχρονων αντιλήψεων για το άτομο και, αναμφίβολα, το σύμπαν, θεωρείται ένας από τους μεγάλους ορθολογιστές της φιλοσοφίας του 17ου αιώνα. Το αριστούργημά του, η μεταθανάτια Ηθική, με το οποίο αντιτάχθηκε στο δυϊσμό πνεύματος-σώματος του Καρτέσιου, του χάρισε την αναγνώριση ως ενός από τους σημαντικότερους διανοητές της Δυτικής φιλοσοφίας. Με την Ηθική ο Σπινόζα έγραψε το τελευταίο αδιαμφισβήτητο αριστούργημα στα Λατινικά, στο οποίο οι εκλεπτυσμένες αντιλήψεις της μεσαιωνικής φιλοσοφίας στρέφονται τελικά ενάντια στον εαυτό τους και καταστρέφονται εντελώς. Ο φιλόσοφος Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ δήλωσε ότι από όλους τους σύγχρονους φιλοσόφους «Ή είσαι Σπινοζικός ή δεν είσαι καθόλου φιλόσοφος».
Το όνομα του Σπινόζα σε διάφορες γλώσσες είναι στα Εβραϊκά ברוך שפינוזה (Μπαρούχ Σπινόζα), στα Πορτογαλικά Benedito ή Bento de Espinosa και στα Λατινικά Benedictus de Spinoza. Σε όλες αυτές τις γλώσσες ο πρώτος όρος σημαίνει «ο Ευλογημένος». Ο Σπινόζα μεγάλωσε στην Πορτογαλική Εβραϊκή κοινότητα του Άμστερνταμ. Ανέπτυξε ιδέες ιδιαίτερα αντίθετες προς την Εβραϊκή Βίβλο και τη φύση του Θείου. Οι Εβραϊκές θρησκευτικές αρχές (Πορτογαλική Συναγωγή του Άμστερνταμ) εξέδωσαν ένα χερέμ (ένα είδος απαγόρευσης, απομόνωσης, εξοστρακισμού, απέλασης ή αφορισμού) εναντίον του, αποκλείοντάς τον ουσιαστικά από την Εβραϊκή κοινωνία, στα 23 του. Τα βιβλία του περιελήφθησαν επίσης αργότερα στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων της Καθολικής Εκκλησίας.
Ο Σπινόζα έζησε μια εξαιρετικά απλή ζωή ως τροχιστής φακών, απορρίπτοντας επιβραβεύσεις και τιμές σε όλη του τη ζωή, περιλαμβανομένων υψηλού κύρους θέσεων διδασκαλίας. Την οικογενειακή κληρονομιά την άφησε στην αδελφή του. Τα φιλοσοφικά του επιτεύγματα και ο ηθικός του χαρακτήρας έκανε το φιλόσοφο του 20ού αιώνα Ζιλ Ντελέζ να τον αποκαλέσει πρίγκιπα των φιλοσόφων.
Ο Σπινόζα πέθανε σε ηλικία 44 ετών, μάλλον από κάποια ασθένεια των πνευμόνων, ίσως φυματίωση ή πνευμονοκονίαση, που επιδεινώθηκε από τη λεπτή σκόνη γυαλιού που εισέπνεε κατά το τρόχισμα των οπτικών φακών. Ο Σπινόζα έχει ταφεί στον περίβολο της Νιούε Κερκ (Νέα Εκκλησία) στη Χάγη.
Βιογραφία
Οικογενειακή και κοινοτική προέλευση
Οι πρόγονοι του Σπινόζα ήταν Σεφαραδίτικης Εβραϊκής καταγωγής και ανήκαν στην κοινότητα των Πορτογάλων Εβραίων, που είχαν εγκατασταθεί στο Άμστερνταμ, μετά το Διάταγμα της Αλάμπρα στην Ισπανία και την Πορτογαλική Ιερά Εξέταση (1536), που είχαν ως αποτέλεσμα αναγκαστικούς εκχριστιανισμούς και απελάσεις από την Ιβηρική χερσόνησο. Το διάταγμα αυτό, γνωστό και ως Διάταγμα της Απέλασης, εκδόθηκε στις 31 Μαρτίου 1492 από τους από κοινού Καθολικούς Μονάρχες της Ισπανίας (Ισαβέλλα Α΄ της Καστίλης και Φερδινάνδος Β΄ της Αραγονίας) και διέτασσε την απέλαση των Εβραίων από τα Βασίλεια της Καστίλης και της Αραγονίας και τα εδάφη και τις κτήσεις τους μέχρι τις 31 Ιουλίου του ίδιου έτους.
Προσελκυόμενοι από το Διάταγμα της Ανεξιθρησκείας, που εκδόθηκε το 1579 από την Ένωση της Ουτρέχτης, Πορτογάλοι αναγκαστικά εκχριστιανισμένοι Εβραίοι πήγαν αρχικά στο Άμστερνταμ το 1593 και αμέσως ξαναασπάσθηκαν την Εβραϊκή θρησκεία. Το 1598 τους χορηγήθηκε άδεια να κτίσουν μια συναγωγή και το 1615 ψηφίστηκε ένα διάταγμα για την αποδοχή και την κυβέρνηση των Εβραίων. Ως κοινότητα εξορίστων, οι Πορτογάλοι Εβραίοι του Άμστερνταμ ήταν πολύ περήφανοι για την ταυτότητά τους.
Η οικογένεια Σπινόζα («Εσπινόζα» στα Πορτογαλικά) είχε πιθανότατα τις ρίζες της στην Εσπινόζα ντε λος Μοντέρος, κοντά στο Μπούργος, ή στην Εσπινόζα ντε Θεράτο, κοντά στην Παλένθια, αμφότερες στη Βόρεια Καστίλη της Ισπανίας. Η οικογένεια απελάθηκε από την Ισπανία το 1492 και κατέφυγε στην Πορτογαλία, που τους υποχρέωσε να ασπασθούν τον Καθολικισμό το 1498.
Ο πατέρας του Σπινόζα γεννήθηκε περίπου έναν αιώνα μετά από αυτό τον αναγκαστικό προσηλυτισμό στη μικρή Πορτογαλική πόλη Βιδιγέιρα, κοντά στη Μπέγια του Αλεντέζου. Όταν ο πατέρας του Σπινόζα ήταν παιδί, ο παππούς του Σπινόζα, Ισαάκ ντε Σπινόζα (που ήταν από τη Λισαβόνα), πήρε την οικογένειά του στη Ναντ της Γαλλίας. Απελάθηκαν το 1615 και μετακόμισαν στο Ρότερνταμ, όπου ο Ισαάκ πέθανε το 1627.
Ο πατέρας του Σπινόζα Μιγκουέλ και ο θείος του Μανουέλ μετακόμισαν τότε στο Άμστερνταμ, όπου ασπάσθηκαν πάλι τον Ιουδαϊσμό. Ο Μιγκουέλ ήταν πετυχημένος έμπορος και έγινε επίτροπος της συναγωγής και της Εβραϊκής σχολής του Άμστερνταμ. Έχασε τρεις συζύγους και τρία από τα έξι παιδιά του, πριν ενηλικιωθούν.
Η Ολλανδία του 17ου αιώνα
Το Άμστερνταμ και το Ρότερνταμ λειτουργούσαν ως σημαντικά κοσμοπολιτικά κέντρα, όπου εμπορικά πλοία από πολλά μέρη του κόσμου έφερναν ανθρώπους διαφόρων εθίμων και πεποιθήσεων. Αυτή η ανθούσα εμπορική δραστηριότητα δημιούργησε μια κουλτούρα σχετικά ανεκτική του ρόλου των νέων ιδεών, προστατευμένη από το αυστηρό χέρι της εκκλησιαστικής εξουσίας. Διόλου τυχαία τα φιλοσοφικά έργα τόσο του Καρτέσιου όσο και του Σπινόζα αναπτύχθηκαν στο πολιτισμικό και πνευματικό πλαίσιο της Ολλανδικής Δημοκρατίας το 17ο αιώνα. Πιθανολογείται ότι ο Σπινόζα ήταν μέλος ενός κύκλου φίλων, αντισυμβατικών σύμφωνα με τα κοινωνικά δεδομένα, που περιελάμβανε μέλη των Κολλεγιανών (εκλεκτικού προτεσταντικού θρησκευτικού κινήματος).
Τα πρώτα χρόνια
Ο Σπινόζα έζησε εκεί όπου βρίσκεται σήμερα η Εκκλησία Ααρών και Μωυσή του Άμστερνταμ και υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι μπορεί να είχε γεννηθεί εκεί.
Ο Μπαρούχ ντε Εσπινόζα γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου του 1632 στο Γιόντενμπούουρτ (Εβραϊκή συνοικία) του Άμστερνταμ. Ήταν ο δεύτερος γιος του Μιγκουέλ ντε Εσπινόζα, ενός πετυχημένου, αν και όχι πλούσιου, Πορτογάλου σεφαραδίτη Εβραίου εμπόρου του Άμστερνταμ. Η μητέρα του, Ανα Ντεμπόρα, δεύτερη σύζυγος του Μιγκουέλ, πέθανε όταν ο Μπαρούχ ήταν μόνο έξι ετών. Μητρική γλώσσα του Σπινόζα ήταν τα Πορτογαλικά, αν και γνώριζε επίσης Εβραϊκά, Ισπανικά, Ολλανδικά, ίσως Γαλλικά και αργότερα Λατινικά. Αν και έγραψε στα Λατινικά, τα έμαθε στο τέλος της νεότητάς του.
Ο Σπινόζα είχε παραδοσιακή Εβραϊκή ανατροφή, παρακολουθώντας μαθήματα στη σύναξη Ταλμούδ Τορά του Άμστερνταμ, με επικεφαλής τον πολυμαθή και παραδοσιακό ανώτερο Ραββίνο Σαούλ Λεβί Μορτέιρα. Μεταξύ των δασκάλων του ήταν ο λιγότερο παραδοσιακός Ραββίνος Μενασέχ μπεν Ισραέλ, άνθρωπος με ευρεία μάθηση και κοσμικά ενδιαφέροντα, φίλος του Βόσιους, του Γκρότιους και του Ρέμπραντ. Παρότι προφανώς μαθητής - αστέρι και ίσως θεωρούμενος δυνητικά ραββίνος, ο Σπινόζα δεν έφτασε ποτέ στην προχωρημένη μελέτη της Τορά των ανώτερων επιπέδων του προγράμματος σπουδών. Αντίθετα, στην ηλικία των 17, μετά το θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του, Ισαάκ, διέκοψε τις επίσημες σπουδές του για να αρχίσει να εργάζεται στην εισαγωγική οικογενειακή επιχείρηση.
Το 1653, στην ηλικία των 20, ο Σπινόζα άρχισε να μελετά Γαλλικά με τον Φράνσες φαν ντεν Έντεν (1602-1674) περιβόητο ελεύθερο στοχαστή, πρώην Ιησουίτη και ριζοσπάστη δημοκράτη, που πιθανότατα εισήγαγε τον Σπινόζα στη σχολαστική και στη νεότερη φιλοσοφία, περιλαμβανομένης εκείνης του Καρτέσιου (Μια δεκαετία αργότερα ο φαν ντεν Έντεν θεωρήθηκε Καρτεσιανός και αθεϊστής και τα βιβλία του μπήκαν στον Καθολικό Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων).
Ο πατέρας του Σπινόζα, Μιγκουέλ, πέθανε το 1654, όταν ο Σπινόζα ήταν 21. Απήγγειλε κατά τα δέοντα την Καντίς, την Εβραϊκή προσευχή πένθους, επί έντεκα μήνες, όπως απαιτούσε ο Εβραϊκός νόμος. Όταν η αδελφή του Ρεβέκκα αμφισβήτησε την κληρονομιά του, την οδήγησε στο δικαστήριο για να αποδείξει το δίκιο του, κέρδισε την υπόθεση, αλλά στη συνέχεια παραιτήθηκε από τις αξιώσεις του προς χάρη της. Ο Σπινόζα υιοθέτησε το Λατινικό όνομα Benedictus de Spinoza, άρχισε να ζει με τον φαν ντεν Έντεν και να διδάσκει στη σχολή του. Λέγεται ότι ερωτεύθηκε την κόρη του δασκάλου του Κλάρα, αλλά αυτή τον αρνήθηκε για έναν πλουσιότερο σπουδαστή.
Την περίοδο αυτή ο Σπινόζα γνωρίστηκε επίσης με τους Κολλεγιανούς, μία αντικληρική Προτεσταντική αίρεση με τάσεις προς το ρασιοναλισμό και τους Μεννονίτες, που υπήρχαν ήδη επί ένα αιώνα, όντας επίσης Προτεστάντες. Πολλοί από τους φίλους του ανήκαν σε ομάδες Χριστιανών αντιφρονούντων, που συναντιόντουσαν συχνά ως ομάδες συζήτησης και που συνήθως απέρριπταν την αυθεντία των καθιερωμένων εκκλησιών καθώς και τα παραδοσιακά δόγματα.
Η ρήξη του Σπινόζα με τα κυρίαρχα δόγματα του Ιουδαϊσμού και ιδιαίτερα η επιμονή του στη μη Μωσαϊκή πατρότητα της Πεντατεύχου δεν ήταν ξαφνική αλλά μάλλον φαίνεται να υπήρξε το αποτέλεσμα μιας μακράς εσωτερικής διαπάλης. «Αν κάποιος πιστεύει ότι η κριτική μου (ως προς την πατρότητα της Βίβλου) είναι υπερβολική και στερούμενη επαρκούς θεμελίωσης, θα του ζητούσα να αναλάβει να μας δείξει σε αυτές τις αφηγήσεις ένα συγκεκριμένο σχέδιο, όπως θα μπορούσε να βρει μιμητές ιστορικούς στα χρονικά τους. Αν το πετύχει θα παραδεχθώ αμέσως την ήττα μου και αυτός θα είναι ο πανίσχυρος Απόλλων μου. Γιατί ομολογώ ότι όλες οι επί μακρόν προσπάθειές μου δεν είχαν ως αποτέλεσμα μια τέτοια ανακάλυψη. Πράγματι μπορώ να προσθέσω ότι δεν έγραψα τίποτα εδώ, που να μην είναι προϊόν μακρού προβληματισμού και, αν και έχω εκπαιδευθεί από την παιδική μου ηλικία στις παραδεδεγμένες πεποιθήσεις σχετικά με τη Γραφή, αισθάνθηκα τελικά υποχρεωμένος να ασπασθώ τις απόψεις που εκφράζω εδώ».
Από τη στιγμή που ο Σπινόζα χαρακτηρίστηκε ως αιρετικός, οι συγκρούσεις του με τις αρχές έγιναν εντονότερες. Για παράδειγμα, όταν ρωτήθηκε από μέλη της συναγωγής του, ο Σπινόζα απάντησε ότι ο Θεός έχει σώμα και τίποτα στις γραφές δε λέει κάτι διαφορετικό. Αργότερα δέχθηκε στα σκαλιά της συναγωγής επίθεση από κάποιον με μαχαίρι που φώναζε «Αιρετικέ!». Προφανώς αυτή η επίθεση τον συγκλόνισε και επί χρόνια είχε (και φορούσε) το σχισμένο του παλτό, ως ενθύμιο.
Mετά το θάνατο του πατέρα του το 1654, ο Σπινόζα και ο νεότερος αδελφός του Γαβριήλ (Αβραάμ) ανέλαβαν την οικογενειακή εισαγωγική επιχείρηση. Η επιχείρηση αντιμετώπισε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, ίσως λόγω του Πρώτου Αγγλοολλανδικού Πολέμου (1652-54). Το Μάρτιο του 1656 ο Σπινόζα κατέθεσε αίτηση στις δημοτικές αρχές του Άμστερνταμ να κηρυχθεί ορφανός, ώστε να απαλλαγεί από τα χρέη των επιχειρήσεων του πατέρα του, ώστε να μπορέσει να κληρονομήσει την περιουσία της μητέρας του (που είχε κληρονομήσει ο πατέρας του ως παρακαταθήκη για εκείνον), χωρίς επ' αυτής απαιτήσεις των πιστωτών του πατέρα του. Ακόμη, ενώ είχε καταβάλει σημαντική συνεισφορά στην Ταλμούδ Τορά της συναγωγής το 1654 και το 1655, μείωσε τη συνεισφορά του το Δεκέμβριο του 1655 και δεν πλήρωσε ποτέ την κανονική του συνδρομή του Μαρτίου 1656.
Ο Σπινόζα κατάφερε τελικά να αφήσει την ευθύνη για την επιχείρηση και τα χρέη της στο νεότερο αδελφό του Γαβριήλ και ο ίδιος να αφοσιωθεί στη φιλοσοφία και τα οπτικά.
Αποβολή από την Εβραϊκή θρησκευτική κοινότητα
Στις 27 Ιουλίου 1656 η συνέλευση της Ταλμούδ Τορά του Άμστερνταμ εξέδωσε ένα χερέμ (ένα είδος απαγόρευσης, απομόνωσης, εξοστρακισμού, απέλασης ή αφορισμού) εναντίον του 23χρονου Σπινόζα. Ακολουθεί η μετάφραση του επίσημου πρακτικού της μομφής:
Οι Αρχοντες της μα'αμάντ (συνέλευση γερόντων) γνωρίζοντας από καιρό τις κακές ιδέες και πράξεις του Μπαρούχ ντε Εσπινόζα, προσπάθησαν με διάφορα μέσα και υποσχέσεις να τον επαναφέρουν από τον κακό του δρόμο. Αλλά αφού απέτυχαν να τον κάνουν να διορθώσει την ασεβή του πορεία, αντίθετα, λαμβάνοντας καθημερινά όλο και σοβαρότερες πληροφορίες για τις βδελυρές αιρέσεις που εφάρμοζε και δίδασκε και για τις αποτρόπαιες πράξεις του και έχοντας για αυτό πολλούς αξιόπιστους μάρτυρες, πείστηκαν για την αλήθεια της υπόθεσης και, αφού όλα αυτά εξετάστηκαν, αποφάσισαν ότι ο αναφερόμενος Εσπινόζα πρέπει να αφορισθεί και να αποβληθεί από το λαό του Ισραήλ. Με την απόφαση των αγγέλων και την εντολή των αγίων αφορίζουμε, αποβάλλουμε, καταριόμαστε και αναθεματίζουμε τον Βαρούχ ντε Εσπινόζα με τη συγκατάθεση του Θεού. Ευλογημένος να είναι Εκείνος και με τη συγκατάθεση όλης της Ιεράς Συνόδου, μπροστά σε αυτούς τους ιερούς Παπύρους, με τις 613 εντολές που είναι γραμμένες σ' αυτούς, με τον αφορισμό, με τον οποίο ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε την Ιεριχώ, με την κατάρα με την οποία ο Ελισαίος καταράστηκε τους νέους και με όλες τις κατάρες, που είναι γραμμένες στο Βιβλίο του Νόμου. Καταραμένος να είναι τη μέρα και καταραμένος να είναι τη νύχτα, καταραμένος να είναι όταν πλαγιάζει και καταραμένος να είναι όταν σηκώνεται, καταραμένος να είναι όταν βγαίνει και καταραμένος να είναι όταν μπαίνει. Ο Κύριος δεν θα τον λυπηθεί, o θυμός και η οργή του Κυρίου θα επιπέσει επ' αυτού και θα του φέρει όλες τις κατάρες, που είναι γραμμένες σε αυτό το βιβλίο, και ο Κύριος θα εξαλείψει το όνομά του κάτω από τον ουρανό και ο Κύριος θα τον απομακρύνει με τον τραυματισμό του από όλες τις φυλές του Ισραήλ με όλες τις κατάρες της διαθήκης, που είναι γραμμένες στο Βιβλίο του Νόμου. Αλλά εσείς που προσκολλάσθε παρά τω Κυρίω τω Θεώ είσθε όλοι ζωντανοί την ημέρα εκείνη. Διατάζουμε κανείς να μην επικοινωνεί με αυτόν προφορικά ή γραπτά, να μην του δείχνει καμία εύνοια, να μη μένει μαζί του κάτω από την ίδια στέγη ή σε απόσταση τεσσάρων αρσίν από αυτόν και να μη διαβάζει οτιδήποτε γραμμένο από αυτόν.
Η σύνοδος της Ταλμούδ Τορά εξέδιδε τακτικά μομφές, για μεγάλες και μικρές υποθέσεις, έτσι μια τέτοια ποινή δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο.
Όμως η γλώσσα της μομφής για το Σπινόζα είναι ασυνήθιστα σκληρή και δεν εμφανίζεται σε καμία άλλη γνωστή μομφή, που είχε εκδοθεί από την Πορτογαλική Εβραϊκή κοινότητα του Άμστερνταμ. Δεν δηλώνεται η ακριβής αιτία για την αποβολή του Σπινόζα. Η μομφή αναφέρεται μόνο στις «βδελυρές αιρέσεις που εφάρμοζε και δίδασκε» και στις «αποτρόπαιες πράξεις» του και στις καταθέσεις μαρτύρων. Δεν υπάρχει καμμία καταγραφή τέτοιας κατάθεσης, αλλά φαίνεται ότι υπήρχαν αρκετές πιθανές αιτίες για την έκδοση της μομφής.
Πρώτον, ήταν οι ριζοσπαστικές θεολογικές απόψεις του Σπινόζα, που προφανώς εξέφραζε δημόσια. Όπως το θέτει ο φιλόσοφος και βιογράφος του Σπινόζα, Στήβεν Νάντλερ, «Αναμφίβολα εξέφραζε ακριβώς εκείνες τις ιδέες, που σύντομα θα εμφανίζονταν στις φιλοσοφικές του πραγματείες. Στα έργα αυτά ο Σπινόζα αρνείται την αθανασία της ψυχής, απορρίπτει την έννοια ενός Θεού της θείας πρόνοιας - του Θεού του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ και υποστηρίζει πως ο Νόμος ούτε δόθηκε κυριολεκτικά από το Θεό, ούτε πιο δεσμευτικά για τους Εβραίους. Είναι λοιπόν περίεργο που ένας από τους τολμηρότερους και πιο ριζοσπάστες διανοητές της ιστορίας τιμωρήθηκε από μια Ορθόδοξη Εβραϊκή κοινότητα ;»
Δεύτερον, είναι αρκετά βάσιμο να υποθέσουμε ότι τα μέλη της Εβραϊκής κοινότητας του Άμστερνταμ, σε μεγάλο βαθμό πρώην «προσήλυτοι», που τον προηγούμενο αιώνα είχαν διαφύγει από την Πορτογαλική Ιερά Εξέταση (και τα παιδιά και τα εγγόνια τους), πρέπει να ενδιαφέρονταν να προστατεύσουν τη φήμη τους από οποιαδήποτε σχέση με το Σπινόζα από φόβο μήπως οι αμφιλεγόμενες απόψεις του συνεπάγονταν τη δικιά τους πιθανή δίωξη ή αποβολή. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι δημοτικές αρχές του Άμστερνταμ ενεπλάκησαν άμεσα στη μομφή του Σπινόζα. Αλλά «το 1619 το δημοτικό συμβούλιο έδωσε ρητά εντολή στην Πορτογαλική Εβραϊκή κοινότητα να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά τους και να εξασφαλίσουν ότι τα μέλη της κοινότητας τηρούσαν αυστηρά τον Εβραϊκό νόμο» και άλλες αποδείξεις, όπως η απαγόρευση, εγκεκριμένη από την ίδια τη συναγωγή, δημόσιων γάμων ή επικήδειων πορειών και συζητήσεων θρησκευτικών ζητημάτων με Χριστιανούς, από φόβο μήπως τέτοιες δραστηριότητες «βλάψουν την ελευθερία που απολαμβάνουμε», καθιστούν σαφές ότι ποτέ δεν ξεχνούσαν τον κίνδυνο μήπως και ενοχλήσουν τις αρχές της πόλης. Έτσι η έκδοση της μομφής για το Σπινόζα ήταν σχεδόν σίγουρα μια άσκηση αυτολογοκρισίας από την Πορτογαλική Εβραϊκής κοινότητα του Άμστερνταμ.
Τρίτον, πιθανολογείται ότι ο ίδιος ο Σπινόζα είχε ήδη πάρει την πρωτοβουλία να αποχωρισθεί τη σύνοδο της Ταλμούδ Τορά και εξέφραζε φωναχτά την εχθρότητά του προς τον Ιουδαϊσμό τον ίδιο. Είχε πιθανόν σταματήσει να παρακολουθεί λειτουργίες στη συναγωγή είτε μετά την αντιδικία με την αδελφή του, είτε μετά την επίθεση με μαχαίρι στα σκαλιά της. Είχε ίσως ήδη διατυπώσει την άποψη, που εξέφρασε αργότερα, στη Θεολογική - Πολιτική Πραγματεία του, ότι οι αρχές της πόλης όφειλαν να καταστείλουν τον Ιουδαϊσμό, ως επιζήμιο για τους ίδιους τους Εβραίους. Για οικονομικούς ή άλλους λόγους, σε κάθε περίπτωση είχε σταματήσει να καταβάλει συνδρομή στη συναγωγή από το Μάρτιο του 1656. Είχε επίσης διαπράξει τις «αποτρόπαιες πράξεις», σε αντίθεση με τους κανονισμούς της συναγωγής και τις απόψεις ορισμένων ραββινικών αρχών, να προσφύγει σε πολιτικό δικαστήριο αντί για τις αρχές της συναγωγής - για να παραιτηθεί από την κληρονομιά του πατέρα του. Όταν του κοινοποιήθηκε η απόφαση της μομφής φέρεται να είπε: «Πολύ καλά, αυτό δεν με υποχρεώνει να κάνω τίποτα που δεν θα είχα κάνει από μόνος μου, αν δεν φοβόμουν το σκάνδαλο.» Έτσι, σε αντίθεση με τις περισσότερες μομφές που εκδίδονταν τακτικά από τη σύνοδο του Άμστερνταμ για να νουθετήσει τα μέλη της, η μομφή που εκδόθηκε κατά του Σπινόζα δεν κατέληξε σε μετάνοια και έτσι δεν ανακλήθηκε ποτέ.
Μετά τη μομφή λέγεται ότι ο Σπινόζα απηύθυνε μια «Απολογία» (υπεράσπιση), γραμμένη στα Ισπανικά, στους πρεσβύτερους της συναγωγής, «στην οποία υπερασπιζόταν τις απόψεις του ως ορθόδοξες και κατήγγελλε τους ραββίνους ότι τον κατηγορούσαν για «απαίσιες πρακτικές και άλλες αχρειότητες απλώς και μόνο επειδή είχε αδιαφορήσει για εορταστικές τελετουργίες». Αυτή η «Απολογία» δεν διασώθηκε αλλά μέρος των περιεχομένων της μπορεί να συμπεριλήφθηκε αργότερα στη Θεολογική - Πολιτική Πραγματεία του. Για παράδειγμα, παρέθεσε μια σειρά αινιγματικών δηλώσεων του μεσαιωνικού βιβλικού σχολιαστή Αβραάμ Ιμπν Έζρα που υπαινίσσεται ότι ορισμένα προφανώς αναχρονιστικά αποσπάσματα της Πεντατεύχου (π.χ. «ο Χαναναίος ήταν τότε στη χώρα», Γεν. 12.6, που ο Ιμπν Έζρα θεωρούσε «μυστήριο» και προέτρεπε «αυτούς που το κατανοούν να σιωπούν») δεν ήταν Μωσαϊκής προέλευσης, ως απόδειξη ότι οι δικές του απόψεις είχαν έγκυρο ιστορικό προηγούμενο.
Η πιο αξιοσημείωτη πτυχή της μομφής ίσως δεν ήταν η έκδοσή της, ούτε η άρνηση του Σπινόζα να υπακούσει, αλλά το γεγονός ότι η αποβολή του Σπινόζα από την Εβραϊκή κοινότητα δεν οδήγησε στον προσηλυτισμό του στο Χριστιανισμό. Ο Σπινόζα κράτησε το Λατινικό (και έτσι έμμεσα Χριστιανικό) όνομα Benedict de Spinoza, διατήρησε στενή σχέση με τους Κολλεγιανούς, μια Χριστιανική αίρεση, μετακόμισε ακόμη σε μια πόλη κοντά στην έδρα των Κολλεγιανών και ετάφη σε Χριστιανικό νεκροταφείο - αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις ή υποψία ότι δέχτηκε ποτέ να βαπτιστεί ή συμμετείχε σε Χριστιανική λειτουργία. Έτσι, από επιλογή του, ο Μπαρούχ ντε Εσπινόζα έγινε ο πρώτος κοσμικός Εβραίος της νεότερης Ευρώπης.
Ο φιλόσοφος Ρίτσαρντ Πόπκιν αμφισβητεί την ιστορική αλήθεια της μομφής, που, όπως υποστηρίζει ο Πόπκιν, αναδείχθηκε σχεδόν 300 χρόνια μετά το θάνατο του Σπινόζα.
Μεταγενέστερη ζωή και δράση
Ο Σπινόζα πέρασε τα υπόλοιπα 21 του χρόνια γράφοντας και μελετώντας ιδιωτικά ως λόγιος.
Μετά το χερέμ οι δημοτικές αρχές του Άμστερνταμ «ανταποκρινόμενες στις εκκλήσεις των ραββίνων, καθώς και του Καλβινικού κλήρου, που είχαν προσβληθεί από την ύπαρξη ενός ελεύθερου διανοητή μέσα στη συναγωγή» απέλασαν αμέσως το Σπινόζα από το Άμστερνταμ. Εζησε για λίγο μέσα ή κοντά στο χωριό Ούντερκερκ άαν ντε Άμστελ, αλλά σύντομα επέστρεψε στο Άμστερνταμ και έζησε ήσυχα εκεί για μερικά χρόνια, δίνοντας ιδιαίτερα μαθήματα φιλοσοφίας και τροχίζοντας φακούς, πριν φύγει από την πόλη το 1660 ή το 1661.
Στο διάστημα αυτό στο Άμστερνταμ ο Σπινόζα έγραψε τη Σύντομη Πραγματεία περί του Θεού, του Ανθρώπου και της Ευημερίας του, της οποίας σώζονται δύο Ολλανδικές μεταφράσεις, που ανακαλύφθηκαν το 1810.
Ο Σπινόζα μετακόμισε γύρω στα 1660 ή 1661 από το Άμστερνταμ στο Ρίινσμπουργκ (κοντά στο Λέιντεν), την έδρα των Κολλεγιανών. Στο Ρίινσμπουργκ άρχισε να εργάζεται πάνω στις Αρχές Φιλοσοφίας του Καρτέσιου, καθώς και στο αριστούργημά του, την Ηθική. Το 1663 επέστρεψε για λίγο στο Άμστενταμ, όπου ολοκλήρωσε και εξέδωσε τις Αρχές Φιλοσοφίας του Καρτέσιου (το μόνο έργο, που εκδόθηκε στην εποχή του με το όνομά του) και στη συνέχεια μετακόμισε τον ίδιο χρόνο στο Βόορμπουργκ, λίγο έξω από τη Χάγη.
Βόορμπουργκ
Στο Βόορμπουργκ ο Σπινόζα συνέχισε να εργάζεται πάνω στην Ηθική και αλληλογραφούσε με επιστήμονες, φιλοσόφους και θεολόγους από όλη την Ευρώπη. εγραψε επίσης και το 1670 εξέδωσε τη Θεολογική Πολιτική Πραγματεία του, για την υπεράσπιση της κοσμικής και συνταγματικής διακυβέρνησης - και προς υποστήριξη του Γιαν ντε Βιτ, Μεγάλου Διοικητή της Ολλανδίας, κατά του Ηγεμόνα, Πρίγκιπα της Οράγγης. Ο Λάιμπνιτς, που επισκέφθηκε το Σπινόζα, υποστήριξε ότι η ζωή του τέθηκε σε κίνδυνο, όταν οι υποστηρικτές του Πρίγκιπα της Οράγγης δολοφόνησαν τον ντε Βιτ το 1672. Ενώ εκδόθηκε ανώνυμα, το έργο δεν έμεινε έτσι για πολύ και οι εχθροί του ντε Βιτ το χαρακτήρισαν ως «φτιαγμένο στην Κόλαση από ένα Εβραίο αποστάτη και το Διάβολο και εκδοθέν εν γνώσει του Γιόχαν ντε Βιτ». Καταδικάσθηκε από τη Σύνοδο της Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας (Ολλανδική Προτεσταντική Εκκλησία) το 1673 και απαγορεύθηκε επίσημα το 1674.
Τροχιστής φακών και οπτικός
Ο Σπινόζα έβγαζε τα προς το ζην με το τρόχισμα φακών και την κατασκευή οργάνων, ενώ και όσο ζούσε στο Βόορμπουργκ, μέσω αλληλογραφίας και φιλίας με τον επιστήμονα Κρίστιαν Χόυχενς και τον μαθηματικό Γιοχάνες Χούντε, συμμετείχε σε σημαντικές οπτικές έρευνες της εποχής, όπως συζητήσεις για σχεδιασμό με τον Χόυχενς μικροσκοπίου για μικρά αντικείμενα και συνεργασία σε υπολογισμούς για ένα σχεδιαζόμενο τηλεσκόπιο 12 μέτρων, που θα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της εποχής στην Ευρώπη. Την ποιότητα των φακών του Σπινόζα εξήρε μεταξύ άλλων ο Κρίστιαν Χόυχενς. Η τεχνική και τα όργανά του ήταν τόσο αξιόπιστα ώστε ο Κόνσταντιν Χόυχενς (αδελφός του Κρίστιαν Χόυχενς) τοποθέτησε το 1687 έναν «διαυγή και λαμπερό» τηλεφακό 12,5 μέτρων από το εργαστήριο του Σπινόζα, 10 χρόνια μετά τον θάνατό του. Δεν είναι γνωστός ο ακριβής τύπος φακών που κατασκεύαζε ο Σπινόζα, αλλά πιθανότατα ήταν φακοί τόσο για μικροσκόπια όσο και για τηλεσκόπια. Έχει αναφερθεί από τον ανατόμο Τέοντορ Κέρκριγκ ότι είχε κατασκευάσει ένα «άριστο» μικροσκόπιο, η ποιότητα του οποίου αποτέλεσε τη βάση των ανατομικών θεωριών του. Κατά το διάστημα που ήταν κατασκευαστής φακών και οργάνων ενισχυόταν από μικρές αλλά τακτικές δωρεές στενών φίλων.
Χάγη
Το 1670 ο Σπινόζα μετακόμισε στη Χάγη, όπου ζούσε με μια μικρή σύνταξη από τον Γιαν ντε Βιτ και μια μικρή πρόσοδο από τον αδελφό του νεκρού φίλου του, Σιμόν ντε Βρι. Εργάστηκε πάνω στην Ηθική, έγραψε μια ημιτελή Εβραϊκή γραμματική, άρχισε την Πολιτική Πραγματεία του, έγραψε δύο επιστημονικά δοκίμια («Για το Ουράνιο Τόξο» και «Για τον Υπολογισμό των Αλλαγών») και άρχισε μια ολλανδική μετάφραση της Αγίας Γραφής (που αργότερα κατέστρεψε).
Ο Σπινόζα επέλεξε τη Λατινική λέξη caute (πρόσεχε), γραμμένη κάτω από ένα τριαντάφυλλο, σύμβολο μυστικότητας, ως σήμα του. «Γιατί, έχοντας διαλέξει να γράφει σε μια γλώσσα τόσο ευρέως κατανοητή, ήταν υποχρεωμένος να κρύβεται για ότι έγραφε».
Το 1676 ο Σπινόζα συναντήθηκε στη Χάγη με το Λάιμπνιτς για μια συζήτηση του βασικού φιλοσοφικού του έργου, της Ηθικής, που είχε τότε ολοκληρώσει. Η συνάντηση αυτή περιγράφεται στο Ο Αυλικός και ο Αιρετικός (2009) του (Αμερικανού φιλοσόφου) Μάθιου Στιούαρτ.
Η υγεία του Σπινόζα άρχισε να αδυνατίζει το 1676 και πέθανε στις 21 Φεβρουαρίου 1677, σε ηλικία 44 ετών. Λέγεται ότι ο πρόωρος θάνατός του οφειλόταν σε ασθένεια των πνευμόνων, πιθανόν πνευμονοκονίαση, λόγω εισπνοής υαλόσκονης από τους φακούς που κατασκεύαζε. Μεταγενέστερα έγινε μνημείο στο σπίτι του στη Χάγη.
Τα βιβλία και οι εγκυκλοπαίδειες παρουσιάζουν συνήθως το Σπινόζα σαν μια μοναχική ψυχή, που έβγαζε τα προς το ζην ως τροχιστής φακών, όμως στην πραγματικότητα είχε πολλούς φίλους, αλλά είχε ελαχιστοποιήσει τις ανάγκες του. Κήρυττε μια φιλοσοφία ανεκτικότητας και καλοσύνης. Ο Άντονι Γκότλιμπ (διευθυντής σύνταξης του Economist, 1997-2006) τον χαρακτήρισε ότι έζησε μια «ζωή αγίου». Ο σχολιαστής Μ. Στιούαρτ Φελπς παρατήρησε: «Κανείς δεν έχει πλησιάσει περισσότερο την ιδανική ζωή του φιλοσόφου από τον Σπινόζα». Άλλος σχολιαστής, ο Χάρολντ Μπλουμ, έγραψε «Ως δάσκαλος της πραγματικότητας εφάρμοσε τη δική του σοφία και ήταν σίγουρα ένα από τα πιο υποδειγματικά ανθρώπινα πλάσματα που έζησαν ποτέ». Σύμφωνα με τους New York Times «Στην εξωτερική του εμφάνιση ήταν ανεπιτήδευτος, αλλά όχι ατημέλητος. Ο τρόπος ζωής του ήταν εξαιρετικά περιορισμένος και αποχωρητικός. Συχνά δεν έβγαινε από το δωμάτιό του για πολλές μέρες. Ήταν επίσης σχεδόν απίστευτα ολιγαρκής. Τα έξοδά του μερικές φορές ανέρχονταν σε λίγες πένες την ημέρα». Σύμφωνα με τον Χάρολντ Μπλουμ και τη Chicago Tribune «Φαίνεται να μην είχε σεξουαλική ζωή». Ο Σπινόζα αλληλογραφούσε επίσης με τον Πέτερ Σεράριους, ριζοσπάστη Προτεστάντη και μιλλεναριανιστή έμπορο. Ο Σεράριους ήταν προστάτης του Σπινόζα, αφότου αυτός εγκατέλειψε την Εβραϊκή κοινότητα και ακόμη έστελνε και δεχόταν επιστολές για τον φιλόσοφο σε και από τρίτους. Ο Σπινόζα και ο Σεράριους διατήρησαν τη σχέση τους μέχρι το θάνατο του δεύτερου το 1669. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1660 το όνομα του Σπινόζα έγινε ευρύτερα γνωστό και τον επισκέφθηκαν ο Γκόντφριντ Λάιμπνιτς και ο Χάινριχ Όλντενμπουργκ (ένας από τους μεγαλύτερους διανοούμενους της Ευρώπης του 17ου αιώνα), όπως αναφέρεται στο Ο Αυλικός και ο Αιρετικός του Μάθιου Στιούαρτ. Ο Σπινόζα αλληλογραφούσε με τον Όλντενμπουργκ κατά το υπόλοιπο της σύντομης ζωής του.
Συγγραφικό έργο και αλληλογραφία
Το συγγραφικό έργο του Καρτέσιου έχει περιγραφεί ως «σημείο εκκίνησης» του Σπινόζα. Η πρώτη έκδοση του Σπινόζα ήταν το γεωμετρικό του εγχειρίδιο (αποδείξεις που χρησιμοποιούσαν τη γεωμετρική μέθοδο του Ευκλείδειου προτύπου με ορισμούς, αξίωματα, κλπ.) για τα Μέρη Ι και ΙΙ του έργου Αρχές της Φιλοσοφίας του Καρτέσιου (1663). Ο Σπινόζα είχε σχετιστεί με τον Λάιμπνιτς και τον Καρτέσιο ως «ορθολογιστές», σε αντίθεση με τους εμπειριστές.
Από το Δεκέμβριο του 1664 ως τον Ιούνιο του 1665 ο Σπινόζα αλληλογραφούσε με τον Βίλεμ βαν Μπλίγιενμπεργκ, ερασιτέχνη Καλβινιστή θεολόγο, που συζητούσε με τον Σπινόζα για τον ορισμό του κακού. Αργότερα το 1665 ο Σπινόζα γνωστοποιούσε στον Όλντενμπουργκ ότι είχε αρχίσει να δουλεύει ένα νέο βιβλίο, τη Θεολογική-Πολιτική Πραγματεία, που εκδόθηκε το 1670. Ο Λάιμπνιτς διαφώνησε δριμύτατα με τον Σπινόζα στο κατόπιν δημοσιευμένο χειρόγραφό του «Αντίκρουση του Σπινόζα», αλλά είναι γνωστό ότι και αυτός συνάντησε τον Σπινόζα, μια τουλάχιστον φορά (όπως αναφέρθηκε παραπάνω) και το δικό του έργο έχει μερικές εντυπωσιακές ομοιότητες με συγκεκριμένα σημαντικά σημεία της φιλοσοφίας του Σπινόζα.
Όταν οι δημόσιες αντιδράσεις στην ανώνυμα δημοσιευμένη Θεολογική-Πολιτική Πραγματεία ήταν εξαιρετικά δυσμενείς για τη φήμη του ως Καρτεσιανού, ο Σπινόζα αναγκάστηκε να ματαιώσει τη δημοσίευση των περισσότερων από τα έργα του. Επιφυλακτικός και ανεξάρτητος, είχε μια σφραγίδα, που τη χρησιμοποιούσε για να μαρκάρει τις επιστολές του που ήταν χαραγμένη με ένα τριαντάφυλλο και τη λέξη caute (πρόσεχε στα Λατινικά).
Η Ηθική και όλα τα άλλα έργα του, εκτός από τις Αρχές Φιλοσοφίας του Καρτέσιου και τη Θεολογική-Πολιτική Πραγματεία, δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατό του στην Opera Posthuma που εκδόθηκε με μυστικότητα από τους φίλους του, για να αποφευχθεί η κατάσχεση και καταστροφή των χειρογράφων. Η Ηθική περιλαμβάνει ορισμένες ακόμη αδιευκρίνιστες ασάφειες και είναι γραμμένη με μια αυστηρά μαθηματική δομή, με πρότυπο την Ευκλείδεια γεωμετρία και έχει χαρακτηριστεί ως εξαιρετικά αινιγματικό αριστούργημα.
Φιλοσοφία
Ουσία, χαρακτηριστικά και τρόποι
Καρλ Γιάσπερς
Αυτές είναι οι θεμελιώδεις έννοιες, με τις οποίες ο Σπινόζα παραθέτει μια άποψη για την Ύπαρξη, όπως φωτίζεται από τη δική του επίγνωση του Θεού. Μπορεί να φαίνονται παράξενες με την πρώτη ματιά. Στο ερώτημα «Τι είναι;» απαντάει: «Ουσία, τα χαρακτηριστικά και οι τρόποι της».
Ο Σπινόζα υποστήριζε ότι ο Θεός υπάρχει και είναι αφηρημένος και απρόσωπος. O Σπινόζα προσέδωσε τάξη και ενότητα στην παράδοση της ριζοσπαστικής σκέψης, προσφέροντας ισχυρά όπλα για την επικράτησή της επί της «παραδεδεγμένης αυθεντίας». Ως νέος προσυπέγραψε τη δυαλιστική πεποίθηση του Καρτέσιου ότι το σώμα και το πνεύμα είναι δύο διαφορετικές ουσίες, αλλά αργότερα άλλαξε την άποψή του και υποστήριξε ότι δεν διαχωρίζονται, όντας ένα ενιαίο σύνολο. Υποστήριξε ότι τα πάντα που υπάρχουν στη Φύση (δηλ. τα πάντα στο Σύμπαν) είναι μία Πραγματικότητα (ουσία) και υπάρχει μόνο ένα σύνολο κανόνων, που κυβερνά το σύνολο της πραγματικότητας που μας περιβάλλει και του οποίου αποτελούμε μέρος. Ο Σπινόζα θεωρούσε το Θεό και τη Φύση ως δύο ονόματα για την ίδια πραγματικότητα, δηλαδή μια ενιαία θεμελιώδη ουσία (που σημαίνει «αυτό που υπόκειται» μάλλον παρά «ύλη»), που είναι η βάση του σύμπαντος και της οποίας όλες οι μικρότερες «οντότητες» είναι στην πραγματικότητα τρόποι ή τροποποιήσεις, ότι όλα τα πράγματα είναι καθορισμένα από τη Φύση να υπάρχουν και να προκαλούν αποτελέσματα και ότι η πολύπλοκη αλυσίδα αιτίου και αποτελέσματος γίνεται εν μέρει μόνο αντιληπτή. Η εκ μέρους του ταύτιση του Θεού με τη φύση εξηγήθηκε περισσότερο στη μετά το θάνατό του Ηθική. Η κύρια διαφωνία του Σπινόζα με τον Καρτεσιανό δυαλισμό πνεύματος-σώματος ήταν ότι αν πνεύμα και σώμα ήταν πράγματι ξεχωριστά, τότε δεν είναι σαφές πώς μπορούν με οποιοδήποτε τρόπο να συνεργάζονται. Το ότι οι άνθρωποι θεωρούν ότι έχουν ελεύθερη θέληση, υποστηρίζει, είναι αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης μεν των επιθυμιών που επηρεάζουν το νου τους, ενώ αδυνατούν να κατανοήσουν τις αιτίες λόγω των οποίων θέλουν και ενεργούν όπως κάνουν. Ο Σπινόζα έχει περιγραφεί από ένα συγγραφέα ως «Επικούρειος υλιστής», αν και είναι παραπλανητικό να αποκαλείται ο Σπινόζα υλιστής (όπως ήταν οι Επικούρειοι), καθώς αντιμετωπίζει τόσο τη σκέψη (το χώρο του νου και της σκέψης) όσο και το πραγματικό (φυσική πραγματικότητα), ως παράγωγα μιας ανώτερης, άπειρης ουσίας (Deus sive Natura, ή Θεό), που εκφράζει άπειρες ιδιότητες και λειτουργίες. Για παράδειγμα, η ανθρώπινη εμπειρία δεν είναι παρά μια σταγόνα σε έναν άπειρο ωκεανό, που συνιστά την ύπαρξη.
Ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι ο Deus sive Natura (Θεός ή Φύση) είναι ένα ον με απείρως πολλές ιδιότητες, από τις οποίες δύο μόνο είναι η σκέψη και το πραγματικό. Η περιγραφή του κατόπιν της φύσης της πραγματικότητας φαίνεται να αντιμετωπίζει το φυσικό και διανοητικό κόσμο ως συνυφασμένους, αιτιωδώς σχετιζόμενους, και απορρέοντες από την ίδια ουσία. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε εδώ στα Μέρη 3 και 4 της Ηθικής ότι ο Σπινόζα περιγράφει πώς ο ανθρώπινος νους επηρεάζεται τόσο από πνευματικούς όσο και από φυσικούς παράγοντες. Αμφισβητεί ευθέως το δυαλισμό. Η παγκόσμια ουσία ενυπάρχει τόσο στο σώμα όσο και στο πνεύμα. Ενώ είναι διαφορετικές λειτουργίες, δεν υπάρχει θεμελιώδης διαφορά μεταξύ αυτών. Η διατύπωση αυτή είναι μια σημαντική ιστορικά επίλυση του προβλήματος πνεύματος - σώματος, γνωστής ως ουδέτερος μονισμός. Το σύστημα του Σπινόζα προβλέπει ένα Θεό, που δεν κυβερνά το σύμπαν με Πρόνοια, στο οποίο ο Θεός μπορεί να κάνει αλλαγές, αλλά ο ίδιος ο Θεός είναι το αιτιοκρατικό σύστημα του οποίου τα πάντα στη φύση αποτελούν μέρος. Ενώ θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτό εξακολουθεί να αντιστοιχεί σε Θεία Πρόνοια, καθώς ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι «τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει από το Θεό με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ή σειρά από ότι συμβαίνει», απορρίπτει άμεσα έναν υπερβατικό Θεό που αντιδρά ενεργά στα γεγονότα στο σύμπαν. Καθετί που συνέβη και θα συμβεί είναι μέρος μιας μακράς αλυσίδας αιτίου και αποτελέσματος που, σε ένα μεταφυσικό επίπεδο, οι άνθρωποι αδυνατούν να αλλάξουν. Καμία προσευχή ή ιεροτελεστία δεν θα επηρεάσει το Θεό. Μόνο η γνώση του Θεού, ή της ύπαρξης μέσα στην οποία ζουν οι άνθρωποι, τους επιτρέπει να ανταποκρίνονται καλύτερα στον γύρω τους κόσμο. Έτσι, σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη του συστήματος του Σπινόζα, οι άνθρωποι ζουν σήμερα μέσα στο σύμπαν και η εμπειρία προέρχεται από το Θεό. Ο Θεός είναι εντελώς απρόσωπος για την ύπαρξη επειδή όχι μόνο είναι αδύνατο να υπάρχουν δυο άπειρες ουσίες (δύο απειρίες είναι άτοπο), αλλά ο Θεός - όντας η ανώτατη ουσία - δεν μπορεί να επηρεάζεται από οτιδήποτε άλλο, αλλιώς δεν θα ήταν η θεμελιώδης ουσία.
Εκτός από την ουσία, οι άλλες δύο θεμελιώδεις έννοιες που παρουσιάζει και αναπτύσσει ο Σπινόζα στην Ηθική είναι οι ιδιότητες (που η διάνοια αντιλαμβάνεται ότι αποτελούν το περιεχόμενο της ουσίας) και η λειτουργία (ο τρόπος ή η κατάσταση της ουσίας) της ύπαρξης.
Ο Σπινόζα ήταν ένας πλήρης ντετερμινιστής, που έκρινε ότι απολύτως οτιδήποτε συμβαίνει, συμβαίνει μέσω της διαδικασίας της αναγκαιότητας. Για αυτόν, ακόμη και η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι πλήρως καθορισμένη, με την ελευθερία να συνίσταται στην ικανότητά μας να γνωρίζουμε ότι είμαστε καθορισμένοι και να καταλαβαίνουμε γιατί ενεργούμε όπως ενεργούμε. Έτσι, ελευθερία δεν είναι η δυνατότητα να πούμε «όχι» σε ότι μας συμβαίνει, αλλά η δυνατότητα να πούμε «ναι» και να κατανοήσουμε πλήρως γιατί τα πράγματα ήταν υποχρεωτικό να συμβούν έτσι. Διαμορφώνοντας πιο «κατάλληλες» ιδέες για το τί κάνουμε και για τα συναισθήματα και τα αισθήματά μας, γινόμαστε η επαρκής αιτία των ενεργειών μας (εσωτερικών ή εξωτερικών), που συνεπάγεται μια αύξηση δραστηριότητας (αντί για παθητικότητα). Αυτό σημαίνει ότι γινόμαστε τόσο περισσότερο ελεύθεροι, όσο και σαν το Θεό, όπως υποστηρίζει ο Σπινόζα. Ωστόσο ο Σπινόζα έκρινε επίσης ότι τα πάντα πρέπει αναγκαστικά να συμβούν με τον τρόπο που γίνονται. Κατά συνέπεια οι άνθρωποι δεν έχουν ελεύθερη βούληση. Πιστεύουν όμως ότι η βούλησή τους είναι ελεύθερη. Αυτή η ψευδαισθητική αντίληψη ελευθερίας προέρχεται από την ανθρώπινη συνείδησή μας, την εμπειρία και την αδιαφορία για τα προηγηθέντα φυσικά αίτια. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι ελεύθεροι αλλά «ονειρεύονται με τα μάτια τους ανοικτά». Για τον Σπινόζα οι ενέργειές μας καθοδηγούνται εξ ολοκλήρου από φυσικές παρορμήσεις. Στην επιστολή του στον Γ. Χ. Σούλερ (Επιστολή 58) έγραψε: «Οι άνθρωποι έχουν επίγνωση των επιθυμιών τους και άγνοια των αιτίων από τις οποίες (οι επιθυμίες) καθορίζονται».
Αυτή η εικόνα του ντετερμινισμού του Σπινόζα φωτίζεται ακόμη περισσότερο διαβάζοντας το περίφημο απόσπασμα στην Ηθική: «Το βρέφος πιστεύει ότι από ελεύθερη βούληση αναζητά το μαστό, το θυμωμένο αγόρι πιστεύει ότι από ελεύθερη βούληση επιθυμεί εκδίκηση, ο συνεσταλμένος άνδρας νομίζει ότι με ελεύθερη βούληση επιζητεί τη φυγή, ο μέθυσος πιστεύει ότι με ελεύθερη εντολή του μυαλού του λέει πράγματα που ξεμέθυστος επιθυμεί να μην είχε πει ... Όλοι πιστεύουν ότι μιλούν με ελεύθερη εντολή του μυαλού, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουν τη δύναμη να συγκρατήσουν την παρόρμηση που έχουν να μιλήσουν. Έτσι για τον Σπινόζα η ηθική και η ηθική κρίση σαν επιλογή στηρίζονται σε μια ψευδαίσθηση. Για τον Σπινόζα το «Φταίξιμο» και ο «Έπαινος» είναι ανύπαρκτα ανθρώπινα ιδανικά, μόνο στο μυαλό μας, γιατί είμαστε τόσο εγκλιματισμένοι στην ανθρώπινη συνείδηση, που διασυνδέεται με την εμπειρία μας, ώστε έχουμε μια ψευδή ιδέα επιλογής που στηρίζεται σε αυτή.
Η φιλοσοφία του Σπινόζα έχει πολλά κοινά με τον Στωικισμό, στον βαθμό που και οι δύο φιλοσοφίες επιδίωξαν να επιτελέσουν θεραπευτικό ρόλο, καθοδηγώντας τους ανθρώπους πώς να αποκτήσουν την ευτυχία. Εντούτοις, ο Σπινόζα διέφερε έντονα από τους Στωικούς σε ένα σημαντικό σημείο: αυτός απέρριπτε εντελώς τον ισχυρισμό τους ότι η λογική θα μπορούσε να νικήσει το συναίσθημα. Αντίθετα, υποστήριζε, ένα συναίσθημα μπορεί να αντικατασταθεί ή να υπερνικηθεί από ένα ισχυρότερο συναίσθημα. Για αυτόν η κρίσιμη διάκριση ήταν μεταξύ ενεργητικών και παθητικών συναισθημάτων, με τα πρώτα εκείνα που γίνονται λογικά κατανοητά και τα δεύτερα εκείνα που δεν γίνονται. Θεωρούσε επίσης ότι η γνώση των αληθινών αιτίων του παθητικού συναισθήματος μπορεί να το μεταμορφώσει σε ενεργητικό συναίσθημα, προβλέποντας έτσι μια από τις βασικές ιδέες της ψυχανάλυσης του Σίγκμουντ Φρόυντ.
Ηθική φιλοσοφία
Συμπυκνωμένα, στην αρχή τού έργου του Πραγματεία περί της βελτίωσης της Κατανόησης (Tractatus de intellectus emendatione) βρίσκεται ο πυρήνας της ηθικής φιλοσοφίας του Σπινόζα - ότι αυτός θεωρούσε το αληθινό και τελικό καλό. Ο Σπινόζα θεωρούσε ότι το καλό και το κακό είναι σχετικές έννοιες, υποστηρίζοντας ότι τίποτα δεν είναι εγγενώς καλό ή κακό, παρά μόνο σε σχέση με μια ιδιαιτερότητα. Πράγματα που είχαν κλασικά θεωρηθεί καλά ή κακά, υποστήριζε ο Σπινόζα, ήταν απλώς καλά ή κακά για τους ανθρώπους. Ο Σπινόζα πιστεύει σε ένα αιτιοκρατικό σύμπαν στο οποίο «Όλα τα πράγματα στη φύση προκαλούνται από ορισμένη [καθορισμένη] αναγκαιότητα και με τη μέγιστη δυνατή τελειότητα». Τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία στον κόσμο του Σπινόζα και τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Η Ηθική του Σπινόζα
Στο σύμπαν οτιδήποτε συμβαίνει προέρχεται από την ουσιώδη φύση των αντικειμένων, ή από τον Θεό/Φύση. Σύμφωνα με το Σπινόζα η πραγματικότητα είναι τελειότητα. Αν οι περιστάσεις είναι λυπηρές, αυτό είναι αποτέλεσμα μόνο της ανεπαρκούς μας αντίληψης της πραγματικότητας. Ενώ τα στοιχεία της αλυσίδας αιτίου και αποτελέσματος δεν είναι πέραν της κατανόησης της ανθρώπινης λογικής, η ανθρώπινη αντίληψη του απείρως σύνθετου συνόλου περιορίζεται λόγω των ορίων της επιστήμης να λάβει εμπειρικά υπόψη της το σύνολο της αλληλουχίας. Ο Σπινόζα επίσης υποστήριξε ότι η αντίληψη των αισθήσεων, αν και πρακτική και χρήσιμη για τη ρητορική, είναι ανεπαρκής για την ανακάλυψη της καθολικής αλήθειας. Η μαθηματική και λογική προσέγγιση του Σπινόζα στη μεταφυσική, και επομένως στην ηθική, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το συναίσθημα δημιουργείται από την ανεπαρκή αντίληψη. Η έννοιά του τού «conatus» (προσπάθεια) τονίζει ότι η φυσική τάση του ανθρώπου είναι να προσπαθεί να διατηρήσει μια ουσιαστική ύπαρξη και μια επιβεβαίωση ότι η αρετή / δύναμη του ανθρώπου ορίζεται από την επιτυχία αυτής της διατήρησης και όχι από μια ύπαρξη καθοδηγούμενη από τη λογική ως κεντρικό ηθικό δόγμα. Σύμφωνα με τον Σπινόζα υψηλότερη αρετή είναι η «πνευματική» αγάπη ή γνώση του Θεού/Φύσης/Σύμπαντος.
Στο τελευταίο μέρος της «Ηθικής» το ενδιαφέρον του για την έννοια της «αληθινής μακαριότητας» και η εξήγησή του πώς τα συναισθήματα πρέπει να αποσπαστούν από εξωτερικά αίτια και έτσι να τα υπερνικούν προοιωνίζονται ψυχολογικές τεχνικές που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του 1900. Η ιδέα του περί τριών ειδών γνώσης - γνώμης, λόγου, διαίσθησης - και η άποψή του ότι η διαισθητική γνώση παρέχει τη μέγιστη ικανοποίηση του νου, οδηγεί στην πρότασή του ότι όσο περισσότερο έχουμε επίγνωση του εαυτού μας και της Φύσης/Σύμπαντος, τόσο περισσότερο τέλειοι και ευλογημένοι είμαστε (στην πραγματικότητα) και ότι μόνο η διαισθητική γνώση είναι αιώνια. Εξαιρετική είναι η μοναδική του συμβολή στην κατανόηση των λειτουργιών του μυαλού, ακόμη και αυτή την εποχή των ριζικών φιλοσοφικών εξελίξεων, από την άποψη ότι οι απόψεις του παρέχουν μια γέφυρα μεταξύ του μυστικιστικού παρελθόντος των θρησκειών και της σημερινής ψυχολογίας.
Δεδομένης της επιμονής του Σπινόζα σε ένα τελείως καθορισμένο κόσμο, όπου βασιλεύει η «αναγκαιότητα», το Καλό και το Κακό δεν έχουν κανένα απόλυτο νόημα. Ο κόσμος, όπως υπάρχει, φαίνεται ατελής μόνο λόγω της περιορισμένης αντίληψής μας.
Ιστορία της έκληψης του Σπινόζα
Πανενθεϊστής, πανθεϊστής ή άθεος
Πρώιμο χαρακτικό του φιλόσοφου Σπινόζα, με υπότιτλο στα Λατινικά «Ένας Εβραίος και Άθεος»
Είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι ο Σπινόζα ταύτιζε το Θεό με το υλικό σύμπαν. Έχει κατά συνέπεια ονομασθεί «προφήτης» και «πρίγκιπας» του πανθεϊσμού. Εντούτοις σε μια επιστολή του στο Χάινριχ Όλντενμπουργκ δηλώνει ότι «ως προς την άποψη ορισμένων ότι ταυτίζω το Θεό με τη φύση (θεωρούμενο ως ένα είδος μάζας ή σωματικής ύλης), κάνουν τελείως λάθος». Για τον Σπινόζα, το Σύμπαν μας (Κόσμος) είναι ένας τρόπος με δύο χαρακτηριστικά της Σκέψης και της Έκτασης. Ο Θεός έχει απείρως πολλά άλλα χαρακτηριστικά που δεν είναι παρόντα στον κόσμο μας. Σύμφωνα με το Γερμανό φιλόσοφο Καρλ Γιάσπερς, όταν ο Σπινόζα έγραψε «Deus sive Natura» (Θεός ή Φύση) εννοούσε ότι ο Θεός είναι Natura naturans (Φύση που ενεργεί όπως η φύση) και όχι Natura naturata (Φύση ήδη δημιουργημένη) και ο Γιάσπερς πίστευε ότι ο Σπινόζα, στο φιλοσοφικό του σύστημα, δεν εννοούσε ότι Θεός και Φύση είναι όροι εναλλάξιμοι, αλλά μάλλον ότι η υπερβατικότητα του Θεού πιστοποιείται από τα απείρως πολλά χαρακτηριστικά (ιδιότητές) του και ότι δύο χαρακτηριστικά γνωστά στους ανθρώπους, τα ονομαζόμενα Σκέψη και Έκταση, υποδήλωναν την πανταχού παρουσία του Θεού. Ακόμη ο Θεός και με τα χαρακτηριστικά της σκέψης και της έκτασης δεν μπορεί να ταυτισθεί αυστηρά με τον κόσμο μας. Αυτός ο κόσμος είναι βέβαια «διαιρετός», αποτελείται από μέρη. Αλλά ο Σπινόζα επιμένει ότι «κανένα χαρακτηριστικό μιας ουσίας δεν μπορεί πραγματικά να κατανοηθεί, που σημαίνει η ουσία να διαιρεθεί». (Που σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να συλλάβει ένα χαρακτηριστικό κατά τρόπο που να οδηγεί στη διαίρεση της ουσίας) και ότι «μια ουσία που είναι απολύτως άπειρη είναι αδιαίρετη» (Ηθική, Μέρος Ι, Προτάσεις 12 και 13). Ακολουθώντας αυτή τη λογική ο κόσμος μας πρέπει να θεωρηθεί ως ένας τρόπος με δύο χαρακτηριστικά, τη σκέψη και την έκταση. Ετσι η πανθεϊστική διατύπωση «Ένα και Όλα» θα ίσχυε για τον Σπινόζα μόνο αν το «Ένα» διατηρεί την υπερβατικότητά του και το «Όλα» δεν ερμηνευόταν ως το σύνολο πεπερασμένων πραγμάτων.
O Mαρτιάλ Γκερού (Γάλλος φιλόσοφος, 1891-1976) πρότεινε τον όρο «Πανενθεϊσμός» μάλλον παρά «Πανθεϊσμός» για να περιγράψει την άποψη του Σπινόζα για τη σχέση μεταξύ Θεού και κόσμου. Ο κόσμος δεν είναι Θεός αλλά, κατά μία έντονη αίσθηση, «μέσα» στο Θεό. Όχι μόνο τα πεπερασμένα πράγματα έχουν τον Θεό ως αιτία τους, αλλά δεν μπορούν να κατανοηθούν χωρίς τον Θεό. Με άλλα λόγια, ο κόσμος είναι ένα υποσύνολο του Θεού. Εντούτοις, ο Αμερικανός πανενθεϊστικός φιλόσοφος Τσαρλς Χάρτσχορν (1897-2000) επέμενε στον όρο Κλασικός Πανθεϊσμός για να περιγράψει την άποψη του Σπινόζα.
Το 1785 ο Φρίντριχ Χάινριχ Γιάκομπι (Γερμανός φιλόσοφος) δημοσίευσε μια καταδίκη του πανθεϊσμού του Σπινόζα, μετά την υποτιθέμενη ομολογία του Λέσσινγκ, την ώρα που πέθαινε, ότι ήταν «Σπινοζικός», κάτι που στην εποχή του ισοδυναμούσε με άθεο. Ο Γιάκομπι υποστήριζε ότι το δόγμα του Σπινόζα ήταν καθαρός υλισμός επειδή όλη η Φύση και ο Θεός δεν θεωρούνται τίποτε άλλο παρά εκτεταμένη ουσία. Αυτό, για τον Γιακόμπι, ήταν συνέπεια του ορθολογισμού του Διαφωτισμού και θα κατέληγε τελικά στον απόλυτο αθεϊσμό. Ο Μόζες Μέντελσον (Γερμανοεβραίος φιλόσοφος, 1729-1786) διαφωνούσε με τον Γιακόμπι, λέγοντας ότι δεν υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ θεϊσμού και πανθεϊσμού. Το θέμα αυτό αποτέλεσε μείζον πνευματικό και θρησκευτικό ζήτημα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού εκείνη την εποχή.
Η ελκυστικότητα της φιλοσοφίας του Σπινόζα στους Ευρωπαίους του τέλους του 18ου αιώνα συνίστατο στο ότι παρείχε μια εναλλακτική του υλισμού, του αθεϊσμού και του ντεϊσμού. Τρεις από τις ιδέες του Σπινόζα τους γοήτευαν έντονα:
η ενότητα όλων όσα υπάρχουν
η κανονικότητα όσων συμβαίνουν
η ταυτότητα πνεύματος και φύσης
Το 1879 ο πανθεϊσμός του Σπινόζα εγκωμιαζόταν από πολλούς αλλά από μερικούς θεωρείτο ανησυχητικός και επικίνδυνα επιζήμιος.
Το «Θεός και Φύση» (Deus sive Natura) του Σπινόζα μιλούσε για ένα ζώντα, φυσικό Θεό, σε αντίθεση με την «Πρώτη Αιτία» της Νευτώνειας μηχανικής ή το νεκρό μηχανισμό της Γαλλικής «Ανθρώπινης Μηχανής» (του Γάλλου υλιστή φιλόσοφου Ζυλιέν Οφρέ ντε λα Μετρί, 1709-1751). Ο Κόλριτζ και ο Σέλλεϋ είδαν στη φιλοσοφία του Σπινόζα μια θρησκεία της φύσης. Ο Νοβάλις τον ονόμασε «άνθρωπο μεθυσμένο από Θεό». Ο Σπινόζα ενέπνευσε τον ποιητή Σέλλεϋ να γράψει το δοκίμιο «Η Αναγκαιότητα του Αθεϊσμού».
Ο Σπινόζα θεωρείτο άθεος γιατί χρησιμοποιούσε τη λέξη Θεός (Deus) για να δηλώσει μια έννοια που ήταν διαφορετική από εκείνη του Ιουδαιοχριστιανικού μονοθεϊσμού. «Ο Σπινόζα αρνείται ρητά στο Θεό προσωπικότητα και συνείδηση, δεν έχει ούτε νοημοσύνη, συναίσθημα ή βούληση, δεν ενεργεί σύμφωνα με σκοπό, αλλά όλα ακολουθούν την αναγκαιότητα από τη φύση του, σύμφωνα με το νόμο ...». Έτσι, ο κρύος, αδιάφορος Θεός του Σπινόζα έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα ενός ανθρωπόμορφου, πατρικού Θεού που φροντίζει για την ανθρωπότητα.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Φιλοσοφίας του Στάνφορντ ο Θεός του Σπινόζα είναι μια «άπειρη διάνοια», παντογνώστης και ικανός να αγαπά τόσο τον εαυτό του όσο και εμάς, στο βαθμό που είμαστε μέρος της τελειότητάς του, και ο Σπινόζα συνιστά την amor intellectualist dei (πνευματική αγάπη του Θεού) ως το ανώτερο αγαθό για τον άνθρωπο. Εντούτοις, το ζήτημα είναι σύνθετο. Ο Θεός του Σπινόζα δεν έχει ελεύθερη βούληση, δεν έχει σκοπούς ή προθέσεις, και ο Σπινόζα επιμένει ότι «ούτε διανόηση ούτε θέληση έχουν να κάνουν με τη φύση του Θεού». Εξάλλου, ενώ εμείς μπορεί να αγαπάμε το Θεό, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Θεός δεν είναι πραγματικά το είδος του όντος που θα μπορούσε ποτέ να μας ανταγαπήσει. «Αυτός που αγαπά το Θεό δεν μπορεί να επιδιώκει σε αντάλλαγμα να τον αγαπήσει ο Θεός», λέει ο Σπινόζα.
Ο Στίβεν Νάντλερ υποστηρίζει ότι η απάντηση στο ζήτημα του αθεϊσμού ή πανθεϊσμού του Σπινόζα εξαρτάται από την ανάλυση των διαθέσεων. Αν ο πανθεϊσμός συνδέεται με τη θρησκευτικότητα, τότε ο Σπινόζα δεν είναι πανθεϊστής. Ο Σπινόζα πιστεύει ότι η σωστή στάση προς τον Θεό δεν είναι εκείνη της ευλάβειας ή του θρησκευτικού δέους αλλά, αντίθετα, εκείνη της αντικειμενικής μελέτης και λογικής, γιατί παίρνοντας τη θρησκευτική στάση αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο λάθους και δεισιδαιμονίας.
Σύγκριση με Ανατολικές φιλοσοφίες
Από πολλούς συγγραφείς έχουν συζητηθεί οι ομοιότητες μεταξύ της φιλοσοφίας του Σπινόζα και των Ανατολικών φιλοσοφικών παραδόσεων. Ο Γερμανός Σανσκριτολόγος του 19ου αιώνα Τέοντορ Γκόλντστύκερ ήταν ένας από τους πρώτους που πρόσεξε τις ομοιότητες μεταξύ των θρησκευτικών αντιλήψεων του Σπινόζα και της Ινδικής παράδοσης Βεντάντα, γράφοντας ότι η σκέψη του Σπινόζα ήταν «... ένα δυτικό φιλοσοφικό σύστημα, που καταλαμβάνει εξέχουσα θέση μεταξύ των φιλοσοφιών όλων των εθνών και των εποχών, τόσο ακριβής αναπαράσταση των ιδεών της Βεντάντα που θα μπορούσαμε να υποπτευθούμε ότι ο θεμελιωτής του έχει δανεισθεί τις θεμελιώδεις αρχές του συστήματός του από τους Ινδουιστές, αλλά η βιογραφία του δεν μας ικανοποιεί, γιατί δεν είχε καμία ενημέρωση για τα δόγματά τους ... Εννοούμε τη φιλοσοφία του Σπινόζα, ενός ανθρώπου, του οποίου η ίδια η ζωή είναι μια εικόνα αυτής της ηθικής καθαρότητας και πνευματικής αδιαφορίας για τα πρόσκαιρα θέλγητρα αυτού του κόσμου, που είναι η σταθερή επιθυμία του φιλόσοφου της Βεντάντα ... συγκρίνοντας τις θεμελιώδεις ιδέες τους δεν θα δυσκολευόμασταν να αποδείξουμε ότι, αν ο Σπινόζα ήταν Ινδουιστής, το σύστημά του, κατά πάσα πιθανότητα, θα αποτελούσε μια τελευταία φάση της φιλοσοφίας της Βεντάντα».
Ο Μαξ Μύλερ (Γερμανός φιλόλογος, 1823-1900) στις διαλέξεις του επεσήμανε τις εντυπωσιακές ομοιότητες μεταξύ της Βεντάντα και του συστήματος του Σπινόζα, λέγοντας «το Βράχμαν, όπως γίνεται αντιληπτό στις Ουπανισάδες και ορίζεται από το Σανκάρα, είναι σαφώς το ίδιο με την «Ουσία» του Σπινόζα.» Η Έλενα Μπλαβάτσκυ (Ρωσίδα αποκρυφιστίς, 1831-1891), ιδρύτρια της Θεοσοφικής Εταιρείας, σύγκρινε επίσης τη θρησκευτική σκέψη του Σπινόζα με τη Βεντάντα, γράφοντας σε ένα ημιτελές δοκίμιο «Ως προς τη Θεότητα του Σπινόζα -natura naturans-, που γίνεται αντιληπτή ως προς τα χαρακτηριστικά της απλή και μοναδική, και την ίδια Θεότητα - ως natura naturata, όπως γίνεται αντιληπτή στην ατέλειωτη σειρά τρόπων ή αλληλεξαρτήσεων, των άμεσων αποτελεσμάτων που απορρέουν από τις ιδιότητες των εν λόγω χαρακτηριστικών, είναι καθαρά και ξάστερα η Θεότητα της Βεντάντα».
Η πρόσληψη του Σπινόζα τον 20ό αιώνα
Η Ευρώπη του ύστερου 20ού αιώνα επέδειξε ένα μεγαλύτερο φιλοσοφικό ενδιαφέρον για το Σπινόζα, συχνά από αριστερή ή Μαρξιστική σκοπιά. Στον Καρλ Μαρξ άρεσε η αντίληψη του Σπινόζα για το σύμπαν, ερμηνεύοντας την ως υλιστική. Οι σημαντικοί φιλόσοφοι Λουί Αλτουσέρ, Ζιλ Ντελέζ (Γάλλος, 1925-1995), Αντόνιο Νέγκρι, Ετιέν Μπαλιμπάρ (Γάλλος, 1942-) και Μαριλένα Τσαουί (Βραζιλιάνα, 1941-) έχουν βασιστεί στη φιλοσοφία του Σπινόζα. Η διδακτορική διατριβή του Ντελέζ, που δημοσιεύθηκε το 1968, αναφέρεται σ' αυτόν ως τον «πρίγκιπα των φιλοσόφων». Αλλοι φιλόσοφοι βαθειά επηρεασμένοι από το Σπινόζα είναι μεταξύ άλλων ο Κονσταντίν Μπρούνερ (Γερμανοεβραίος, 1862-1937) και ο Τζον Ντέιβιντ Γκαρσία (1935-2001). Στην Αγγλική γλώσσα ο Στιούαρτ Χάμσάιρ (1914-2004) έγραψε μια σημαντική μελέτη για τον Σπινόζα, ενώ εξ ίσου πολύτιμο είναι και το έργο του Χ. Χ. Τζόακιμ (1868-1938). Σε αντίθεση με άλλους φιλοσόφους, ο Σπινόζα έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από το Νίτσε.
Ο Σπινόζα ήταν σημαντική φιλοσοφική πηγή έμπνευσης για τον Τζορτζ Σανταγιάνα (Ισπανοαμερικανός φιλόσοφος, 1863-1952). Όταν ο Σανταγιάνα αποφοίτησε από το κολέγιο δημοσίευσε ένα δοκίμιο, «Το Ηθικό Δόγμα του Σπινόζα», στο The Harvard Monthly. Αργότερα έγραψε μια εισαγωγή στα Ηθική του Σπινόζα και «De intellectus emendatione». Το 1932 ο Σανταγιάνα προσκλήθηκε να παρουσιάσει ένα δοκίμιο (δημοσιευμένο ως «Ανώτατη Θρησκεία») σε μια συνάντηση στη Χάγη για τον εορτασμό των τριών αιώνων από τη γέννηση του Σπινόζα. Στην αυτοβιογραφία του ο Σανταγιάνα χαρακτήρισε τον Σπινόζα ως «δάσκαλο και πρότυπό» του στην κατανόηση της φυσιοκρατικής βάσης της ηθικής.
Η θρησκευτική κριτική του Σπίνόζα και η επίδρασή της στη φιλοσοφία της γλώσσας
Ο φιλόσοφος Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν θύμισε τον Σπινόζα με τον τίτλο (που του προτάθηκε από τον Αγγλο φιλόσοφο (1873-1958) Τ. Ε. Μουρ) της Αγγλικής μετάφρασης του πρώτου του καθοριστικού φιλοσοφικού έργου Tractatus Logico-Philosophicus, νύξη στο Tractatus Theologico-Politicus του Σπινόζα. Σε άλλο σημείο ο Βίτγκενσταϊν δανείστηκε εσκεμμένα την έκφραση sub specie aeternitatis (στο πλαίσιο της αιωνιότητας) από τον Σπινόζα. Η δομή του Tractatus Logico-Philosophicus του έχει πράγματι μερικές συγγένειες με την Ηθική του Σπινόζα (αν και, ομολογουμένως, όχι με το τελευταίο του έργο Tractatus), στηρίζοντας σύνθετα φιλοσοφικά επιχειρήματα σε βασικούς λογικούς ισχυρισμούς και αρχές. Επίσης στις προτάσεις 6.4311 και 6.45 υπαινίσσεται μια σπινοζική κατανόηση της αιωνιότητας και ερμηνεία της θρησκευτικής έννοιας της αιώνιας ζωής, δηλώνοντας ότι «αν με την αιωνιότητα κατανοούμε όχι αιώνια χρονική διάρκεια αλλά διαχρονικότητα, τότε ζει αιώνια αυτός που ζει στο παρόν» (6.4311) «Η ενατένιση του κόσμου στο πλαίσιο της αιωνιότητας είναι ο στοχασμός του ως περιορισμένου συνόλου» (6.45).
Ο Λέο Στράους (Γερμανοαμερικανός πολιτικός φιλόσοφος, 1899-1973) στο πρώτο του βιβλίο («Η Κριτική της Θρησκείας κατά Σπινόζα») ασχολείται με μια εξέταση των ιδεών του τελευταίου. Στο βιβλίο ο Στράους αναγνώρισε τον Σπινόζα ως μέρος της παράδοσης του ορθολογισμού του Διαφωτισμού, που τελικά παρήγαγε τη Νεωτερικότητα. Ακόμη αναγνωρίζει τον Σπινόζα και τα έργα του ως την αρχή της Εβραϊκής Νεωτερικότητας. Πιο πρόσφατα, ο Τζόναθαν Ισραελ, Καθηγητής Νεότερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας του Ινστιτούτου Μεταδιδακτορικών Μελετών του Πρίνστον, έχει καταλήξει στο τεκμηριωμένο συμπέρασμα ότι από το 1650 ως το 1750 ο Σπινόζα ήταν «ο κύριος αμφισβητίας των θεμελιωδών αρχών της αποκεκαλυμμένης θρησκείας, των παραδεδεγμένων ιδεών, της παράδοσης, της ηθικής και αυτού που θεωρείτο παντού, εξίσου σε απολυταρχικά και μη κράτη, ως εκ Θεού συγκροτημένη πολιτική εξουσία».
Ο Σπινόζα στη λογοτεχνία και στη λαϊκή κουλτούρα
Ο Σπινόζα άσκησε επιρροή πέραν των ορίων της φιλοσοφίας.
Η μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα Τζορτζ Έλιοτ έκανε τη δική του μετάφραση της Ηθικής, την πρώτη γνωστή Αγγλική μετάφρασή της. Στην Έλιοτ άρεσαν οι έντονες επιθέσεις του Σπινόζα κατά των δεισιδαιμονιών.
Στην αυτοβιογραφία του «Από τη Ζωή μου: Ποίηση και Αλήθεια» ο Γκαίτε αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο η Ηθική του Σπινόζα ηρέμησε την μερικές φορές αφόρητη συναισθηματική ταραχή της νεότητάς του. Ο Γκαίτε αργότερα επέδειξε την κατανόησή του της μεταφυσικής του Σπινόζα στην αποσπασματική αποσαφήνιση ορισμένων οντολογικών αρχών του Σπινόζα με τίτλο Μελέτη Μετά Σπινόζα. Ανέφερε επίσης τον Σπινόζα, μαζί με το Σαίξπηρ και τον Κάρολο Λινναίο, ως μία από τις ισχυρότερες επιρροές στη ζωή και το έργο του.
O μυθιστοριογράφος του 20ού αιώνα Σόμερσετ Μομ αναφέρθηκε σε μια από τις βασικές αντιλήψεις του Σπινοζα με τον τίτλο του μυθιστορήματός του Ανθρώπινη δουλεία.
Στο πρώτο επεισόδιο του Σταρ Τρεκ «Εκεί όπου κανένας δεν έχει ξαναπάει» ο κύριος πρωταγωνιστής Γκάρι Μίτσελ φαίνεται να διαβάζει Σπινόζα και στο διάλογο υπάρχει υπαινιγμός ότι ο Κάπτεν Κιρκ μπορεί επίσης να τον έχει διαβάσει στο πλαίσιο των σπουδών του στην Ακαδημία Αστροπλοΐας.
Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν ανέφερε τον Σπινόζα ως το φιλόσοφο που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στην άποψή του για τον κόσμο (Weltanschauung). Ο Σπινόζα ταύτιζε τον Θεό (άπειρη ουσία) με τη Φύση, σε συνέπεια με την πίστη του Αϊνστάιν σε μια απρόσωπη θεότητα. Το 1929 ο Αϊνστάιν ρωτήθηκε με ένα τηλεγράφημα από το Ραββίνο Χέρμπερτ Σ. Γκόλντστάιν αν πίστευε στον Θεό και απάντησε, επίσης με τηλεγράφημα, «Πιστεύω στον Θεό του Σπινόζα, που αποκαλύπτεται στην εύρυθμη αρμονία όλων όσα υπάρχουν, όχι σε έναν Θεό που ενδιαφέρεται για την τύχη και τις πράξεις των ανθρώπινων όντων».
Ο πανθεϊσμός του Σπινόζα έχει επίσης επηρεάσει την περιβαλλοντική θεωρία. Ο Άρνε Νες, πατέρας του κινήματος της βαθειάς οικολογίας, αναγνωρίζει στον Σπινόζα σημαντική έμπνευση.
Ο Αργεντινός συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την άποψη του Σπινόζα για τον κόσμο. Ο Μπόρχες κάνει αναφορές στο έργο του φιλοσόφου σε πολλά ποιήματα και διηγήματά του, όπως και Ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίγκερ (Πολωνοεβραιοαμερικανός συγγραφέας, 1902-1991) στο διήγημά του Ο Σπινόζα της Λαϊκής Αγοράς.
Ο βασικός χαρακτήρας στην Πείνα του Χόφμαν, το πέμπτο μυθιστόρημα του Ολλανδού μυθιστοριογράφου Λεόν ντε Βίντερ (1954-) διαβάζει και σχολιάζει το έργο του Σπινόζα Tractatus de Intellectus Emendatione στην εξέλιξη του μυθιστορήματος.
Ο Σπινόζα έχει αποτελέσει το θέμα πολλών βιογραφιών και επιστημονικών διατριβών.
Ο Σπινόζα είναι σημαντική ιστορική φυσιογνωμία στην Ολλανδία, όπου το πορτρέτο του παρουσιάζεται εμφανώς στο χαρτονόμισμα των 1.000 φιορινιών, νόμιμου νομίσματος μέχρι την εισαγωγή του ευρώ το 2002. Το ανώτερο και εγκυρότερο επιστημονικό βραβείο της Ολλανδίας ονομάζεται Spinozaprijs (Βραβείο Σπινόζα). Ο Σπινόζα συμπεριλήφθηκε στον 50-θεματικό κανόνα που επιχειρείται να συνοψίσει την ιστορία της Ολλανδίας.
Η ζωή του Σπινόζα έχει τιμηθεί από τους εκπαιδευτικούς.
Στη σειρά 1632 του ιστορικού μυθιστορήματος του Αμερικανού Ερικ Φλιντ (1947 -), ένας Εβραίος και η σύζυγός του σκοτώνονται κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης στο Άμστερνταμ, αφήνοντας πίσω τους ένα γιο, ούτε καν ενός έτους. Η ταυτότητα του παιδιού γρήγορα αποκαλύπτεται ότι είναι ο ίδιος ο μικρός Σπινόζα.
Το θεατρικό έργο του 2008 «Νέα Ιερουσαλήμ» του Αμερικανού Ντέιβιντ Ιβς (1950-) βασίζεται στο χερέμ (αποβολή) που εκδόθηκε κατά του Σπινόζα από τη σύνοδο Ταλμούδ Τορά στο Άμστερνταμ το 1656 και τα γεγονότα που το προκάλεσαν.
Ιδέες
Βασικές ιδέες που προκύπτουν από τη σκέψη του φιλόσοφου έχουν τη ρίζα τους στην προσπάθειά του να επιλύσει το πρόβλημα σχέσης πνεύματος και ύλης, θεωρώντας πως ο Θεός και ο Κόσμος είναι το ίδιο πράγμα Deus sive Naturae. Επίσης, για τους συγχρόνους του ο Σπινόζα θεωρούνταν οπαδός του «ελευθεριασμού», καθώς ένας σύγχρονός του - ο Ζαν Μπατίστ Στόππα -, τον παρουσίαζε ως ανυποχώρητο κριτή όλων των θρησκειών, διάσημο σοφό και φιλόσοφο που ακολουθείται από «πολυάριθμους αιρετικούς».
Καρτεσιανή δυαρχία
Ο Σπινόζα αντέδρασε στην καρτεσιανή δυαρχία αμφιβάλλοντας για τη ριζική αντίθεση πνεύματος και ύλης ή ψυχής και σώματος. Τούτη η αντίληψη προκαλούσε μέγιστες δυσκολίες σε ό,τι αφορούσε στην ερμηνεία της σύνδεσης πνεύματος-ψυχής, αλλά και της αλληλεπίδρασής τους. Για τον Σπινόζα σκέψη και σώμα (η διαφορά φύσης παραμένει, δηλαδή το ένα δεν ανάγεται στο άλλο - με αποτέλεσμα να αποτελεί μειωμένη ή ακόλουθη εκδοχή του πρώτου) εκφράζουν ταυτόχρονα μια κοινή υπόσταση. Έτσι όπως σε ένα κάτοπτρο τα σημεία της κυρτής και της κοίλης επιφάνειας δεν συνδέονται, αλλά βρίσκονται σε πλήρη αλληλοσυνάφεια, έτσι και η ψυχή και το σώμα δεν συνδέονται, αλλά αντιστοιχούν στις δύο επιφάνειες του κατόπτρου. Ούτε η ψυχή μπορεί να κινήσει το σώμα ούτε το σώμα την ψυχή: «Η ψυχή και το σώμα είναι ένα μόνο και το ίδιο πράγμα, εννοούμενο άλλοτε κάτω από το κατηγόρημα της Σκέψης και άλλοτε κάτω από το κατηγόρημα της Έκτασης [...]. Η απόφαση της ψυχής και η ορμή του σώματος είναι κατά τη φύση τους ταυτόχρονα, ή μάλλον είναι ένα και το ίδιο πράγμα που το ονομάζουμε απόφαση όταν το θεωρούμε κάτω από τo κατηγόρημα της Σκέψης και ορμή όταν το θεωρούμε κάτω από το κατηγόρημα της Έκτασης, και το εξηγούμε με τους νόμους της κίνησης και της αδράνειας».
Φαίνεται πως για τον Σπινόζα δεν υφίσταται το πρόβλημα της αλληλεπίδρασης σώματος και πνεύματος γιατί θεωρεί πως η ψυχή και το σώμα, η συνείδηση και ο χώρος, δεν είναι ουσίες ή υποστάσεις αλλά κατηγορήματα ή γνωρίσματα ή ιδιότητες μιας και ενιαίας ουσίας. Στο σύμπαν δεν μπορούν να υπάρχουν πολλές διαφορετικές ουσίες Ουσία (substantia) είναι μόνο ο Θεός που είναι ασύλληπτος από εμάς. Εμείς, ως πεπερασμένα όντα, μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο πεπερασμένα πράγματα και αυτή η γνώση είναι η γνώση των τρόπων (modi) των κατηγορημάτων (attributa) της ουσίας. Στη θέση της παραδοσιακής διάκρισης μεταξύ ουσίας ή υπόστασης και ιδιότητας ή κατηγορήματος ο Σπινόζα διακρίνει μεταξύ ουσίας και τρόπου, ορίζοντας με έναν ιδιότυπο και ριζοσπαστικό ρόλο την έννοια του κατηγορήματος. Πολλοί μάλιστα συγκαιρινοί δυσκολεύτηκαν πολύ να κατανοήσουν πώς μια υπόσταση μπορεί να συνίσταται -στον ίδιο βαθμό- σε διαφορετικά κατηγορήματα καθώς για αυτούς θα έπρεπε να σχετίζεται μόνο με ένα ουσιαστικά. Οι διαφορετικοί καθορισμοί γινόντουσαν αντιληπτοί ως αντιφατικοί ή σε μια σχέση γενών και ειδών, όπου μόνο η βάθμωση εξασφάλιζε τη μη-αντίφαση. Ουσία είναι αυτό που «είναι μέσα στον εαυτό του και γίνεται αντιληπτό μέσα από τον εαυτό του». «Είναι μέσα στον εαυτό του» σημαίνει ότι είναι η αιτία του εαυτού του. Για παράδειγμα, το ότι το Α είναι μέσα στο Β σημαίνει ότι το Β είναι η αιτία, η εξήγηση της ύπαρξης του Α.
Με άλλα λόγια ο Θεός, ως η μόνη ουσία, είναι η ίδια αιτία της ύπαρξης του και αιτία για την ύπαρξη όλων των άλλων πραγμάτων. Ο Σπινόζα αντιλαμβάνεται τον Θεό ως «μια ουσία που συνίσταται σε άπειρα κατηγορήματα, καθένα από τα οποία εκφράζει αιώνια και άπειρη ουσία»[5]. Από αυτά τα κατηγορήματα ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους μπορεί να συλλάβει μόνο δύο, την έκταση ή χώρο ή σώμα, και τη σκέψη ή πνεύμα Το κατηγόρημα είναι αυτό που η διάνοια μπορεί να αντιληφθεί ότι συγκροτεί την ουσία, αφού η ίδια η ουσία είναι γνωστικά απροσπέλαστη. Για παράδειγμα, το να πούμε ότι υπάρχουν δύο ιδιότητες ή κατηγορήματα (π.χ. Σκέψη και Έκταση, Θεός ή Φύση, Λόγος ή Αίτιο) σημαίνει ότι μπορούμε να γνωρίσουμε ταυτόχρονα μέσα από δύο διαφορετικές και μη συγκρίσιμες οπτικές γωνίες, που όμως συν-κλίνουν. Ο τρόπος, αντίθετα από την ουσία, για να υπάρξει, χρειάζεται να υπάρξει μέσα σε κάτι άλλο. Οι τρόποι είναι οι αντιληπτές σε μας φιγούρες με τις οποίες ο Θεός εμφανίζεται στα πράγματα. Ο άνθρωπος είναι ένας περιορισμένος τρόπος του Θεού που υπάρχει ταυτόχρονα στον Θεό τόσο ως τρόπος σκέψης όσο και ως τρόπος έκτασης. Κάθε τρόπος έκτασης είναι πανομοιότυπος με τον αντίστοιχο τρόπο σκέψης. Το ανθρώπινο πνεύμα και το ανθρώπινο σώμα είναι το ίδιο πράγμα ιδωμένο από διαφορετική σκοπιά, από τη σκοπιά των κατηγορημάτων της έκτασης και της σκέψης.
Ο Θεός και οι μορφές της γνώσης
Ο Θεός και ο κόσμος είναι το ίδιο πράγμα. Ο κόσμος μας είναι Θεός ή Φύση. Η συγκεκριμένη θέση οδήγησε τον Σπινόζα στον πανθεϊσμό ή παμψυχισμό και δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι στην εποχή του το όνομά του είχε γίνει συνώνυμο της αθεΐας.
Η ιδεώδης επιστήμη πρέπει να ερευνά τον κόσμο όχι στον συγκεκριμένο χωρόχρονο αλλά από τη σκοπιά της αιωνιότητας (sub specie aeternitatis). Έτσι βλέπει ο Θεός τον κόσμο και το ίδιο κάνουμε και εμείς στο βαθμό που μετέχουμε σε ένα απειροελάχιστο μέρος του θεϊκού νου. Η γνώση προέρχεται απαγωγικά από σαφείς και διακριτές ιδέες. Η αντικειμενική γνώση έχει μορφή μαθηματικής αλήθειας. Τα μαθηματικά δεν λειτουργούν με γενικές ιδέες που προσλαμβάνουμε μέσω των εμπειριών, αλλά με ορισμούς και έννοιες που αποδεικνύουν τις συνθήκες της αναγκαίας ύπαρξης, ενώ με την αυστηρή τους συλλογιστική προφυλάσσουν τη συνείδηση από τις διαστρεβλώσεις της φαντασίας και των συναισθημάτων στον τρόπο σύλληψης και ερμηνείας του κόσμου. Εδώ φαίνεται ότι η ηθική του Σπινόζα κυριαρχείται από τον γεωμετρικό τρόπο σκέψης καθώς επιθυμεί να αντιμετωπίσει τα ανθρώπινα πάθη σαν να είναι τρίγωνα και παραλληλόγραμμα.
Ο Σπινόζα αναγνωρίζει τρία είδη γνώσης με ιεραρχική δομή:
opinio: η συγκεχυμένη και ανεπαρκής γνώση, η οποία στηρίζεται στην εμπειρία.
ratio: είναι η κοινή γνώση βάσει της οποίας γνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά αλλά όχι την ουσία των πραγμάτων.
scientia intuitiva (Ενόραση): γνώση των αιτιών των πραγμάτων, δηλαδή τη γνώση των ιδιοτήτων ή κατηγορημάτων του Θεού.
Δεν διατείνομαι μόνο ότι η αμαρτία δεν είναι τίποτε το θετικό, βεβαιώνω ότι μιλάμε και για άτομα με έναν καθαρά ανθρώπινο τρόπο όταν λέμε ότι αμαρτάνουμε απέναντι στον Θεό ή ότι οι άνθρωποι μπορεί να προσβάλλουν τον Θεό.
Τελεολογία και φύση
Ο Σπινόζα δεν αποδέχεται την τελεολογική αντίληψη για τη φύση. Θεωρεί πως η φύση έχει σκοπούς να πραγματώσει, αλλά όχι Τέλος, καθώς αυτό είναι μόνο μία ανθρωπομορφική προκατάληψη -ο Θεός ή Φύση ως ένας άνθρωπος που σιγά-σιγά φτιάχνει τον κόσμο όπως του αρέσει περιμένοντας την Τελική Τάξη που επιθυμούσε «εξ αρχής». Πιστεύει ότι δεν πρέπει να προεκτείνουμε στην ερμηνεία της φύσης τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε ψυχολογικά τον εαυτό μας και τις πράξεις μας. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν βλέπουμε τη φύση, αλλά προβάλλουμε τον εαυτό μας στη φύση. Όπως είναι φυσικό, μια τέτοια αντίληψη ανατρέπει την ορθολογική σχέση αιτίας και αποτελέσματος που διέπει τη φύση. Από την αναγκαιότητα της ύπαρξης του Θεού ο Σπινόζα συλλαμβάνει έναν αιτιατά καθορισμένο κόσμο. Τα πάντα λειτουργούν μέσα από μια πολλαπλή αιτιατή σχέση και ο κόσμος καθίσταται σύστημα που ενυπάρχει στον εαυτό του και φέρει εγγενώς την αιτία της ύπαρξής του.
Από γέννησής τους οι άνθρωποι δε γνωρίζουν την αιτιότητα αλλά προσανατολίζονται στη γνώση αυτού που θεωρούν χρήσιμο και η αποκαλούμενη φυσική αρμονία και τάξη δεν μπορεί να σημαίνει κάτι περισσότερο από το ότι τα πράγματα μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς αντιφάσεις. Οι ιδιότητες της ύλης δεν υφίστανται per se, αλλά συναρτώνται με τις δικές μας προσλήψεις παραστάσεων. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, ακόμη και οι απόλυτες αξίες (καλό και κακό) είναι σχετικές και εξαρτώνται από τις επιδιώξεις μας. Διατυπώνοντας μια σχετικά συγκινησιοκρατική θεωρία τονίζει, όπως και ο Τόμας Χομπς, ότι δεν «επιθυμούμε κάτι επειδή το θεωρούμε αγαθό αλλά, αντιθέτως, Θεωρούμε κάτι αγαθό επειδή το επιδιώκουμε, το επιθυμούμε, το θέλουμε, το ποθούμε διακαώς».
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.