Βιογραφία ονομάζουμε την αφήγηση, σε πεζό λόγο, της ζωής ενός επιφανούς — συνήθως — ανθρώπου, ενός ιστορικού προσώπου, γραμμένη όχι από τον ίδιο αλλά από κάποιο άλλο πρόσωπο, το βιογράφο του. Η ιδανική βιογραφία οφείλει να είναι εμπεριστατωμένη, τοποθετημένη στην εποχή του προσώπου πού βιογραφείται και, φυσικά, εστιασμένη στην προσωπικότητα, το χαρακτήρα, τον τρόπο σκέψης και το έργο του. Μ' άλλα λόγια, μια βιογραφία δεν πρέπει απλώς να στοχεύει στην αποκάλυψη της προσωπικής ζωής του βιογραφούμενου αλλά να επιδιώκει τη συνολική και συστηματική παρουσίαση όλων των πτυχών της ύπαρξής του· και για να το πετύχει αυτό, χωρίς φυσικά να προδώσει την ιστορική αλήθεια, πρέπει να στηριχθεί σε πραγματικά και αποδεδειγμένα γεγονότα και να εμβαθύνει στη μελέτη του συγκεκριμένου ατόμου και της εποχής του.
Η βιογραφία είναι χωρίς αμφιβολία το πιο σημαντικό από τα λεγόμενα βιογραφικά είδη, στα οποία συμπεριλαμβάνονται επίσης οι βίοι, τα συναξάρια, η μυθιστορηματική βιογραφία, τα απομνημονεύματα, η αυτοβιογραφία, το βιογραφικό και αυτοβιογραφικό σημείωμα, τα ημερολόγια κτλ. Το πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα σχετικά με όλα αυτά τα είδη, και ειδικότερα με τη βιογραφία, είναι κατά πόσον έχουμε πράγματι να κάνουμε μ' ένα λογοτεχνικό είδος ή όχι. Οι μελετητές διαφωνούν: άλλοι θεωρούν ότι η βιογραφία πρέπει να ενταχθεί στη λογοτεχνία και άλλοι τη χαρακτηρίζουν ως ένα ιστορικό, μη λογοτεχνικό είδος, που προσεγγίζει περισσότερο την επιστημονική μελέτη. Τελικό συμπέρασμα σ' αυτή τη θεωρητική διαμάχη δε θα υπάρξει εύκολα, κυρίως επειδή οι διάφορες βιογραφίες διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους, που είναι σχεδόν αδύνατον να τις συμπεριλάβουμε όλες στην ίδια κατηγορία.
Μια ματιά στο παρελθόν μπορεί εύκολα να επιβεβαιώσει τα παραπάνω προβλήματα. Πράγματι, από την κλασική αρχαιότητα και το περίφημο έργο του Πλουτάρχου (Βίοι παράλληλοι) ως τους μεσαιωνικούς «βίους αγίων» (ή μαρτύρων), τα συναξάρια και τις βιογραφίες διάφορων ηγεμόνων της εποχής (γραμμένες κατά παραγγελία), καθώς και τις αναγεννησιακές βιογραφίες λογοτεχνών και καλλιτεχνών, η βιογραφία — που ακόμη δεν ονομάζεται έτσι — κινείται πιο κοντά στην ιστορία. Σε όλα αυτά τα έργα υπάρχουν, βέβαια, και στοιχεία φανταστικά· αλλά αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τους συγγραφείς, είναι να προβάλουν ένα πρότυπο συμπεριφοράς, μέσα από τα στοιχεία της πραγματικής ζωής ενός σημαντικού ιστορικού προσώπου.
Μόνο από το 17ο αιώνα και μετά αρχίζει, λοιπόν, να χρησιμοποιείται συστηματικά ο όρος «βιογραφία». Από τότε και μέχρι σήμερα, ο αριθμός των βιογραφιών που γράφονται και εκδίδονται, αυξάνεται συνεχώς. Ανάλογα με την εποχή και το συγγραφέα, τα χαρακτηριστικά μιας βιογραφίας μπορεί να διαφέρουν: το κυρίαρχο ζήτημα είναι άλλοτε οι λογοτεχνικές αρετές, άλλοτε η αντικειμενικότητα, η αυθεντικότητα και η ιστορική αξία του έργου, άλλοτε η ηθικο-διδακτική και ψυχαγωγική του αξία κτλ. Για παράδειγμα, το 18ο αιώνα, η βιογραφία προσεγγίζει αρκετά τη λογοτεχνία και ύψιστη αρετή του βιογράφου θεωρείται η προσωπική του γνωριμία με το βιογραφούμενο· την ίδια στιγμή, όμως, οι περισσότερες βιογραφίες έχουν στην ουσία υμνητικό χαρακτήρα, καθώς τα ήθη της εποχής υποχρεώνουν το βιογράφο να είναι διακριτικός και να μην αποκαλύπτει τα αρνητικά στοιχεία από την προσωπική ζωή του βιογραφούμενου. Αντίθετα, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, που είναι ο αιώνας της ιστορίας και της επιστήμης, οι βιογραφίες γίνονται πολύτομα έργα γεμάτα μαρτυρίες και ιστορικά στοιχεία, καθώς οι συγγραφείς επιζητούν την αντικειμενικότητα και θέλουν τα έργα τους να έχουν ιστορική αξία. Τέλος, στη διάρκεια του 20ού αιώνα, η βιογραφία μετατρέπεται σε ανεξάρτητη καλλιτεχνική μορφή, κάπου ανάμεσα στην ιστορία και το μυθιστόρημα. Το ενδιαφέρον των βιογράφων στρέφεται τώρα όχι μόνο στη συλλογή στοιχείων αλλά κυρίως στην καλλιτεχνική εκμετάλλευσή τους.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της εποχής μας σε σχέση με το παρελθόν, είναι η συνειδητοποίηση ότι, στον τομέα της ανθρώπινης δημιουργίας, στόχοι όπως είναι η αντικειμενικότητα και η αυθεντικότητα, είναι αδύνατον να επιτευχθούν πλήρως, όση καλή θέληση και αν υπάρχει, όση προσπάθεια κι αν καταβληθεί. Ειδικά στην περίπτωση της βιογραφίας, είναι φανερό ότι ακόμη και η επιλογή του βιογραφούμενου απ' το βιογράφο συνιστά μια παρέμβαση του δεύτερου· πόσο μάλλον όταν φτάνουμε σε ζητήματα σχετικά με τις αναγκαστικές επιλογές που πρέπει να γίνουν από την πληθώρα του βιογραφικού υλικού ή με τη στάση που θα κρατήσει ο βιογράφος απέναντι στο βιογραφούμενο. Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι ακόμη και όταν δεν το επιδιώκει, ο βιογράφος — και μέσα από αυτόν ολόκληρη η εποχή του — είναι εκ των πραγμάτων «παρών» στο βιογραφούμενο. Άλλωστε, σήμερα θεωρούμε δεδομένο ότι κάθε βιογραφικό έργο μάς αποκαλύπτει πολλά όχι μόνο για το βιογραφούμενο αλλά και για τον ίδιο το βιογράφο.
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα γεννιέται και η λεγόμενη μυθιστορηματική βιογραφία, που θα πρέπει να την εξετάσουμε ως ένα ξεχωριστό είδος. Στη μυθιστορηματική βιογραφία, ο συγγραφέας ξεκινά από τα πραγματικά γεγονότα της ζωής ενός ανθρώπου· προσθέτει, όμως, πολλές ανεξακρίβωτες πληροφορίες ή και δικές του επινοήσεις, ώστε να προσδώσει στο έργο του πραγματική λογοτεχνική αξία. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γραμμένο με αφορμή τη ζωή ενός υπαρκτού προσώπου, του βιογραφούμενου, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται όλη η δράση· (δεν πρέπει, βέβαια, να συγχέεται με το «ιστορικό μυθιστόρημα», που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό).
Η μυθιστορηματική βιογραφία συνεχίζει να έχει επιτυχία ως και στην εποχή μας, τη στιγμή που η καθαυτό βιογραφία βρίσκεται μάλλον σε παρακμή τις τελευταίες δεκαετίες. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της παρακμής είναι οι συνεχείς δημοσιεύσεις βιογραφιών προσώπων της επικαιρότητας, με βασικό στόχο την ικανοποίηση της σκανδαλοθηρικής περιέργειας ενός ευρύτατου κοινού και, κατά συνέπεια, τις υψηλές πωλήσεις. Γενικότερα, άλλωστε, είναι γεγονός ότι στη θέση της βιογραφίας προβάλλουν σήμερα «βιογραφικά είδη» κάθε είδους, όπως οι εξομολογήσεις, οι υποτιθέμενες αυτοβιογραφίες ή τα προσωπικά ημερολόγια διάφορων επωνύμων (που όμως έχουν γραφτεί κατά παραγγελία από άλλους), καθώς και μυθιστορήματα που υιοθετούν τις δομές και τις τεχνικές της βιογραφίας και περιλαμβάνουν άφθονα βιογραφικά ή αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Το συμπέρασμα που μπορούμε να αντλήσουμε από όλα τα παραπάνω είναι ότι στη διάρκεια των αιώνων η βιογραφία έχει διαγράψει μια πορεία που σταδιακά την απομάκρυνε από την ιστορία και την έφερε πιο κοντά στη μυθοπλαστική αφήγηση και το μυθιστόρημα· ή, για να το πούμε διαφορετικά, η βιογραφία προσπάθησε να ξεφύγει από την επιστήμη, προκειμένου να γίνει τέχνη. Πράγματι, καθώς πλησιάζουμε προς την εποχή μας, οι περισσότεροι βιογράφοι χρησιμοποιούν όλο και πιο συστηματικά διάφορες αφηγηματικές τεχνικές, όπως, για παράδειγμα, το παιχνίδι με το χρόνο ή την εναλλαγή της αφηγηματικής προοπτικής, με αποτέλεσμα να «ξεχνούν» ως ένα βαθμό τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην αλήθεια. Αυτή η ανάμειξη του πραγματικού με το μυθοπλαστικό έχει αρκετές διαβαθμίσεις και μπορεί να πάρει ποικίλες μορφές, γεννώντας ένα είδος ετερόκλητο με πολύ μεγάλες δυνατότητες.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, θα πρέπει να πούμε ότι η βιογραφία ως είδος ποτέ δε γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Βέβαια, είναι γνωστό ότι η ιστοριογραφία της ελληνικής επανάστασης στηρίχθηκε αρχικά σε κείμενα αυτοβιογραφικά, που γρήγορα μετατράπηκαν σε βιογραφικά, με την παρέμβαση των λογίων. Τα περισσότερα από αυτά τα έργα, όμως, έχουν γραφεί χωρίς να έχει προηγηθεί η απαραίτητη προσεκτική και επιστημονική έρευνα, η οποία άλλωστε συναντά πολλές δυσκολίες στη χώρα μας. Γενικά, δε διαθέτουμε πολλές αξιόπιστες βιογραφίες για τους σημαντικούς Έλληνες του παρελθόντος, μακρινού ή κοντινού, ενώ ορισμένες πρόσφατες αξιόλογες προσπάθειες (π.χ. ο Ρήγας Βελεστινλής του Γιάννη Σπανδωνή) κινούνται πιο πολύ στο χώρο της μυθιστορηματικής βιογραφίας, ακολουθώντας όπως είναι φυσικό τα δεδομένα της εποχής μας. Άλλωστε, η μυθιστορηματική βιογραφία είναι το είδος που κατεξοχήν προσέλκυσε τους Έλληνες συγγραφείς, έστω και αν το αποτέλεσμα δεν ήταν πάντα το επιθυμητό. Ενδεικτικά μόνο αξίζει να αναφέρουμε τα έργα των Σπύρου Μελά (Μιαούλης, Ο Γέρος του Μοριά για το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη), Νίκου Καζαντζάκη (Ο φτωχούλης του Θεού για τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης) και Κ. Χρηστομάνου (Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ), καθώς και τις «αγιογραφικές» — όπως έχουν χαρακτηριστεί — βιογραφίες του Μιχάλη Περάνθη (Ο τσέλιγκας για τον Κ. Κρυστάλλη, Ο κοσμοκαλόγερος για τον Α. Παπαδιαμάντη, Ο αμαρτωλός για τον Κ. Π. Καβάφη). Σε ό,τι αφορά τον Καβάφη, ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιδιότυπη κριτική βιογραφία του ποιητή, που έγραψε ο Άγγλος Robert Lidell. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει και στον πεζογράφο Τάσο Αθανασιάδη, που ανάμεσα στ' άλλα έγραψε και αρκετές μυθιστορηματικές βιογραφίες (ο ίδιος προτιμούσε τον όρο «μυθιστορηματική αναπαράσταση»): για τον Καποδίστρια, για τον Dostoievski, για τους Hugo, Dostoievski, Tolstoi (Τρία παιδιά του αιώνα τους) και για τον Α. Schweitzer. Τέλος, στις μυθιστορηματικές βιογραφίες δείχνει να ειδικεύεται τα τελευταία χρόνια και ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Φρέντυ Γερμανός, που ήδη έχει δημοσιεύσει τα βιβλία Η εκτέλεση (για τον Ίωνα Δραγούμη), Ακριβή μου Σοφία (για τη Σοφία Μινέικο-Παπανδρέου), Έλλη Λαμπέτη και Τερέζα (για επώνυμη Αθηναία του αιώνα μας, την οποία δεν κατονομάζει).
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.
Η βιογραφία είναι χωρίς αμφιβολία το πιο σημαντικό από τα λεγόμενα βιογραφικά είδη, στα οποία συμπεριλαμβάνονται επίσης οι βίοι, τα συναξάρια, η μυθιστορηματική βιογραφία, τα απομνημονεύματα, η αυτοβιογραφία, το βιογραφικό και αυτοβιογραφικό σημείωμα, τα ημερολόγια κτλ. Το πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα σχετικά με όλα αυτά τα είδη, και ειδικότερα με τη βιογραφία, είναι κατά πόσον έχουμε πράγματι να κάνουμε μ' ένα λογοτεχνικό είδος ή όχι. Οι μελετητές διαφωνούν: άλλοι θεωρούν ότι η βιογραφία πρέπει να ενταχθεί στη λογοτεχνία και άλλοι τη χαρακτηρίζουν ως ένα ιστορικό, μη λογοτεχνικό είδος, που προσεγγίζει περισσότερο την επιστημονική μελέτη. Τελικό συμπέρασμα σ' αυτή τη θεωρητική διαμάχη δε θα υπάρξει εύκολα, κυρίως επειδή οι διάφορες βιογραφίες διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους, που είναι σχεδόν αδύνατον να τις συμπεριλάβουμε όλες στην ίδια κατηγορία.
Μια ματιά στο παρελθόν μπορεί εύκολα να επιβεβαιώσει τα παραπάνω προβλήματα. Πράγματι, από την κλασική αρχαιότητα και το περίφημο έργο του Πλουτάρχου (Βίοι παράλληλοι) ως τους μεσαιωνικούς «βίους αγίων» (ή μαρτύρων), τα συναξάρια και τις βιογραφίες διάφορων ηγεμόνων της εποχής (γραμμένες κατά παραγγελία), καθώς και τις αναγεννησιακές βιογραφίες λογοτεχνών και καλλιτεχνών, η βιογραφία — που ακόμη δεν ονομάζεται έτσι — κινείται πιο κοντά στην ιστορία. Σε όλα αυτά τα έργα υπάρχουν, βέβαια, και στοιχεία φανταστικά· αλλά αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τους συγγραφείς, είναι να προβάλουν ένα πρότυπο συμπεριφοράς, μέσα από τα στοιχεία της πραγματικής ζωής ενός σημαντικού ιστορικού προσώπου.
Μόνο από το 17ο αιώνα και μετά αρχίζει, λοιπόν, να χρησιμοποιείται συστηματικά ο όρος «βιογραφία». Από τότε και μέχρι σήμερα, ο αριθμός των βιογραφιών που γράφονται και εκδίδονται, αυξάνεται συνεχώς. Ανάλογα με την εποχή και το συγγραφέα, τα χαρακτηριστικά μιας βιογραφίας μπορεί να διαφέρουν: το κυρίαρχο ζήτημα είναι άλλοτε οι λογοτεχνικές αρετές, άλλοτε η αντικειμενικότητα, η αυθεντικότητα και η ιστορική αξία του έργου, άλλοτε η ηθικο-διδακτική και ψυχαγωγική του αξία κτλ. Για παράδειγμα, το 18ο αιώνα, η βιογραφία προσεγγίζει αρκετά τη λογοτεχνία και ύψιστη αρετή του βιογράφου θεωρείται η προσωπική του γνωριμία με το βιογραφούμενο· την ίδια στιγμή, όμως, οι περισσότερες βιογραφίες έχουν στην ουσία υμνητικό χαρακτήρα, καθώς τα ήθη της εποχής υποχρεώνουν το βιογράφο να είναι διακριτικός και να μην αποκαλύπτει τα αρνητικά στοιχεία από την προσωπική ζωή του βιογραφούμενου. Αντίθετα, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, που είναι ο αιώνας της ιστορίας και της επιστήμης, οι βιογραφίες γίνονται πολύτομα έργα γεμάτα μαρτυρίες και ιστορικά στοιχεία, καθώς οι συγγραφείς επιζητούν την αντικειμενικότητα και θέλουν τα έργα τους να έχουν ιστορική αξία. Τέλος, στη διάρκεια του 20ού αιώνα, η βιογραφία μετατρέπεται σε ανεξάρτητη καλλιτεχνική μορφή, κάπου ανάμεσα στην ιστορία και το μυθιστόρημα. Το ενδιαφέρον των βιογράφων στρέφεται τώρα όχι μόνο στη συλλογή στοιχείων αλλά κυρίως στην καλλιτεχνική εκμετάλλευσή τους.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της εποχής μας σε σχέση με το παρελθόν, είναι η συνειδητοποίηση ότι, στον τομέα της ανθρώπινης δημιουργίας, στόχοι όπως είναι η αντικειμενικότητα και η αυθεντικότητα, είναι αδύνατον να επιτευχθούν πλήρως, όση καλή θέληση και αν υπάρχει, όση προσπάθεια κι αν καταβληθεί. Ειδικά στην περίπτωση της βιογραφίας, είναι φανερό ότι ακόμη και η επιλογή του βιογραφούμενου απ' το βιογράφο συνιστά μια παρέμβαση του δεύτερου· πόσο μάλλον όταν φτάνουμε σε ζητήματα σχετικά με τις αναγκαστικές επιλογές που πρέπει να γίνουν από την πληθώρα του βιογραφικού υλικού ή με τη στάση που θα κρατήσει ο βιογράφος απέναντι στο βιογραφούμενο. Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι ακόμη και όταν δεν το επιδιώκει, ο βιογράφος — και μέσα από αυτόν ολόκληρη η εποχή του — είναι εκ των πραγμάτων «παρών» στο βιογραφούμενο. Άλλωστε, σήμερα θεωρούμε δεδομένο ότι κάθε βιογραφικό έργο μάς αποκαλύπτει πολλά όχι μόνο για το βιογραφούμενο αλλά και για τον ίδιο το βιογράφο.
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα γεννιέται και η λεγόμενη μυθιστορηματική βιογραφία, που θα πρέπει να την εξετάσουμε ως ένα ξεχωριστό είδος. Στη μυθιστορηματική βιογραφία, ο συγγραφέας ξεκινά από τα πραγματικά γεγονότα της ζωής ενός ανθρώπου· προσθέτει, όμως, πολλές ανεξακρίβωτες πληροφορίες ή και δικές του επινοήσεις, ώστε να προσδώσει στο έργο του πραγματική λογοτεχνική αξία. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γραμμένο με αφορμή τη ζωή ενός υπαρκτού προσώπου, του βιογραφούμενου, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται όλη η δράση· (δεν πρέπει, βέβαια, να συγχέεται με το «ιστορικό μυθιστόρημα», που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό).
Η μυθιστορηματική βιογραφία συνεχίζει να έχει επιτυχία ως και στην εποχή μας, τη στιγμή που η καθαυτό βιογραφία βρίσκεται μάλλον σε παρακμή τις τελευταίες δεκαετίες. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της παρακμής είναι οι συνεχείς δημοσιεύσεις βιογραφιών προσώπων της επικαιρότητας, με βασικό στόχο την ικανοποίηση της σκανδαλοθηρικής περιέργειας ενός ευρύτατου κοινού και, κατά συνέπεια, τις υψηλές πωλήσεις. Γενικότερα, άλλωστε, είναι γεγονός ότι στη θέση της βιογραφίας προβάλλουν σήμερα «βιογραφικά είδη» κάθε είδους, όπως οι εξομολογήσεις, οι υποτιθέμενες αυτοβιογραφίες ή τα προσωπικά ημερολόγια διάφορων επωνύμων (που όμως έχουν γραφτεί κατά παραγγελία από άλλους), καθώς και μυθιστορήματα που υιοθετούν τις δομές και τις τεχνικές της βιογραφίας και περιλαμβάνουν άφθονα βιογραφικά ή αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Το συμπέρασμα που μπορούμε να αντλήσουμε από όλα τα παραπάνω είναι ότι στη διάρκεια των αιώνων η βιογραφία έχει διαγράψει μια πορεία που σταδιακά την απομάκρυνε από την ιστορία και την έφερε πιο κοντά στη μυθοπλαστική αφήγηση και το μυθιστόρημα· ή, για να το πούμε διαφορετικά, η βιογραφία προσπάθησε να ξεφύγει από την επιστήμη, προκειμένου να γίνει τέχνη. Πράγματι, καθώς πλησιάζουμε προς την εποχή μας, οι περισσότεροι βιογράφοι χρησιμοποιούν όλο και πιο συστηματικά διάφορες αφηγηματικές τεχνικές, όπως, για παράδειγμα, το παιχνίδι με το χρόνο ή την εναλλαγή της αφηγηματικής προοπτικής, με αποτέλεσμα να «ξεχνούν» ως ένα βαθμό τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην αλήθεια. Αυτή η ανάμειξη του πραγματικού με το μυθοπλαστικό έχει αρκετές διαβαθμίσεις και μπορεί να πάρει ποικίλες μορφές, γεννώντας ένα είδος ετερόκλητο με πολύ μεγάλες δυνατότητες.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, θα πρέπει να πούμε ότι η βιογραφία ως είδος ποτέ δε γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Βέβαια, είναι γνωστό ότι η ιστοριογραφία της ελληνικής επανάστασης στηρίχθηκε αρχικά σε κείμενα αυτοβιογραφικά, που γρήγορα μετατράπηκαν σε βιογραφικά, με την παρέμβαση των λογίων. Τα περισσότερα από αυτά τα έργα, όμως, έχουν γραφεί χωρίς να έχει προηγηθεί η απαραίτητη προσεκτική και επιστημονική έρευνα, η οποία άλλωστε συναντά πολλές δυσκολίες στη χώρα μας. Γενικά, δε διαθέτουμε πολλές αξιόπιστες βιογραφίες για τους σημαντικούς Έλληνες του παρελθόντος, μακρινού ή κοντινού, ενώ ορισμένες πρόσφατες αξιόλογες προσπάθειες (π.χ. ο Ρήγας Βελεστινλής του Γιάννη Σπανδωνή) κινούνται πιο πολύ στο χώρο της μυθιστορηματικής βιογραφίας, ακολουθώντας όπως είναι φυσικό τα δεδομένα της εποχής μας. Άλλωστε, η μυθιστορηματική βιογραφία είναι το είδος που κατεξοχήν προσέλκυσε τους Έλληνες συγγραφείς, έστω και αν το αποτέλεσμα δεν ήταν πάντα το επιθυμητό. Ενδεικτικά μόνο αξίζει να αναφέρουμε τα έργα των Σπύρου Μελά (Μιαούλης, Ο Γέρος του Μοριά για το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη), Νίκου Καζαντζάκη (Ο φτωχούλης του Θεού για τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης) και Κ. Χρηστομάνου (Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ), καθώς και τις «αγιογραφικές» — όπως έχουν χαρακτηριστεί — βιογραφίες του Μιχάλη Περάνθη (Ο τσέλιγκας για τον Κ. Κρυστάλλη, Ο κοσμοκαλόγερος για τον Α. Παπαδιαμάντη, Ο αμαρτωλός για τον Κ. Π. Καβάφη). Σε ό,τι αφορά τον Καβάφη, ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιδιότυπη κριτική βιογραφία του ποιητή, που έγραψε ο Άγγλος Robert Lidell. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει και στον πεζογράφο Τάσο Αθανασιάδη, που ανάμεσα στ' άλλα έγραψε και αρκετές μυθιστορηματικές βιογραφίες (ο ίδιος προτιμούσε τον όρο «μυθιστορηματική αναπαράσταση»): για τον Καποδίστρια, για τον Dostoievski, για τους Hugo, Dostoievski, Tolstoi (Τρία παιδιά του αιώνα τους) και για τον Α. Schweitzer. Τέλος, στις μυθιστορηματικές βιογραφίες δείχνει να ειδικεύεται τα τελευταία χρόνια και ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Φρέντυ Γερμανός, που ήδη έχει δημοσιεύσει τα βιβλία Η εκτέλεση (για τον Ίωνα Δραγούμη), Ακριβή μου Σοφία (για τη Σοφία Μινέικο-Παπανδρέου), Έλλη Λαμπέτη και Τερέζα (για επώνυμη Αθηναία του αιώνα μας, την οποία δεν κατονομάζει).
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.