Χωρὶς περίσκεψιν, χωρὶς λύπην, χωρὶς αἰδὼ
μεγάλα κ᾿ ὑψηλὰ τριγύρω μου ἔκτισαν τείχη.
Καὶ κάθομαι καὶ ἀπελπίζομαι τώρα ἐδῶ.
ἄλλο δὲν σκέπτομαι: τὸν νοῦν μου τρώγει αὐτὴ ἡ τύχη·
διότι πράγματα πολλὰ ἔξω νὰ κάμω εἶχον.
Ἆ ὅταν ἔκτιζαν τὰ τείχη πῶς νὰ μὴν προσέξω.
Ἀλλὰ δὲν ἄκουσα ποτὲ κρότον κτιστῶν ἢ ἦχον.
Ἀνεπαισθήτως μ᾿ ἔκλεισαν ἀπὸ τὸν κόσμον ἔξω.
[1896, 1897]
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.