Κική Δημουλά «Πέρασα»
Because these wings are no longer wings to fly
T.S. ELIOT
Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ’ αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει πλατύς ο χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.
Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει...
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από δω, έχασα κι από κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.
Η Κική Δημουλά κάνοντας έναν απολογισμό της ζωής της, προσμετρά τις εμπειρίες των χρόνων που πέρασαν και ζυγίζει τον αντίκτυπό τους. Με το δικό της ιδιαίτερο εκφραστικό τρόπο καταγράφει τα βιώματα, τις προσπάθειες, τις απογοητεύσεις και τις χαρές που έζησε, καταλήγοντας τελικά σε μια θετική αποτίμηση της ζωής της, έστω κι αν ό,τι κυριαρχεί είναι μια γλυκόπικρη αίσθηση. Η ποιήτρια δεν επιχειρεί, άλλωστε, να δώσει μια αισιόδοξη οπτική των πραγμάτων ή να ωραιοποιήσει καταστάσεις, προσεγγίζει τη ζωή με ρεαλιστικό τρόπο και καταθέτει τη δική της αλήθεια. Η ζωή δεν είναι μια ανέφελη πορεία∙ για κάθε κέρδος, για κάθε καινούρια εμπειρία, υπάρχουν πάντοτε απογοητεύσεις και πίκρες, οι οποίες όμως, σε αντάλλαγμα, προσδίδουν στη ζωή την ασύγκριτη εκείνη γοητεία της και πλουτίζουν τον άνθρωπο βαθαίνοντας την ψυχή του και δοκιμάζοντας τις αντοχές του.
Ο τίτλος του ποιήματος είναι ενδεικτικός του τρόπου με τον οποίο εκλαμβάνει η ποιήτρια τη ζωή. Η πορεία της, όπως κι η πορεία κάθε ανθρώπου, είναι ένα πέρασμα και τίποτε περισσότερο. Οι άνθρωποι περνούν από τη ζωή, δοκιμάζουν πράγματα, γεύονται απολαύσεις, βιώνουν οδύνες, μα τίποτε από αυτά δεν διαρκεί για πάντα. Η επίγνωση πως το τέλος της ζωής πλησιάζει αναπόδραστα αναγκάζει τους ανθρώπους να ζουν τις χαρές τους με ένταση, αλλά και να υπομένουν τους πόνους τους με καρτερία, αφού ξέρουν καλά πως όλα κάποτε τελειώνουν. «Σ’ αυτό το σύντομο πέρασμα που τα όνειρα συναντιώνται / Τ’ ονειροπέραστο λυκόφως ανάμεσα στο θάνατο και τη γέννηση», με τα λόγια του Έλιοτ από το ποίημά του «Τετάρτη των τεφρών», απ’ το οποίο δανείζεται η Δημουλά την εισαγωγική επιγραφή.
Ο στίχος του Έλιοτ που επιλέγει η ποιήτρια «Επειδή αυτά τα φτερά δεν είναι πια φτερά για να πετάξουν» φανερώνει εναργώς την αίσθηση πως η νεανική ορμή της ζωής έχει πια παρέλθει και πως τώρα ξεκινά το πέρασμα σε μια περίοδο που οδηγεί ολοένα και πιο κοντά στο τέλος.
Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Η ποιήτρια έχει πλήρη συναίσθηση πως ο χρόνος περνά γρήγορα και πως κάθε της πράξη, όπως και κάθε της απόφαση συμβαίνουν ενώ η νύχτα -το τέλος- έρχεται ακόμη πιο κοντά. Γνωρίζει πως κάποια έργα της θα μείνουν ανολοκλήρωτα και πως κάποια της σχέδια θα μείνουν ανεκτέλεστα, αφού το τέλος δεν είναι ποτέ μακριά, αλλά αυτή η σκέψη δεν την τρομάζει, ούτε τη στενοχωρεί. Αποδέχεται τον ερχομό της «νύχτας» χωρίς θλίψη ή διαμαρτυρίες.
Οι εισαγωγικοί αυτοί στίχοι του ποιήματος μας παραπέμπουν σε μια παρόμοια σκέψη του Έλιοτ από το ποίημά του «Οι κούφιοι άνθρωποι», όπου δηλώνεται πως κάποτε το σκοτάδι πέφτει, διακόπτοντας τα σχέδια και τη δράση των εφήμερων ανθρώπων.
Ανάμεσα στην ιδέα
Και στο γεγονός
Ανάμεσα στην κίνηση
Και στην πράξη
Η Σκιά πέφτει
Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Η ποιήτρια -αν και σαράντα χρονών, όταν συνθέτει το ποίημα αυτό- επιλέγει να του δώσει τη μορφή ενός απολογισμού, σαν να κλείνει τον κύκλο της νεότητας και να περνά πια στην περίοδο της ζωής της που τη φέρνει πλησιέστερα στο τέλος.
Υπήρξε, όπως σχολιάζει, περίεργη και μελετηρή, γεγονός που της επέτρεψε να μάθει κάτι για όλα τα πράγματα∙ δεν εστίασε μονομερώς την προσοχή της σ’ ένα αντικείμενο, ώστε να το γνωρίσει πλήρως, προτίμησε να αποκτήσει έστω και λίγες γνώσεις για καθετί. Έτσι, γνωρίζει πώς ονομάζεται κάθε λουλούδι όταν μαραίνεται –η θεματική της απολεσθείσας νεότητας είναι εμφανής εδώ, και δηλωτική της διάθεσης που διατρέχει συνολικά το ποίημα. Γνωρίζει, επίσης, πότε ξεκινά η δημιουργική περίοδος για τις λέξεις, το πρασίνισμα των οποίων τίθεται στον αντίποδα του μαρασμού των λουλουδιών. Είναι σαν να αντισταθμίζεται η απώλεια της νεότητας του σώματος με μια πνευματική γονιμοποίηση που φέρνει τα δικά της δώρα. Γνωρίζει, ακόμη, πότε νιώθουν οι άνθρωποι πιο έντονα το κρύο, κάτι που συνδέεται κυρίως με το αίσθημα της μοναξιάς.
Το αίσθημα του κρύου κι η πραγματικότητα της μοναξιάς είναι μια επιπλέον πικρή αλήθεια που προφέρει η εμπειρία της ζωής. Τα συναισθήματα των ανθρώπων αλλάζουν πολύ εύκολα, αφού αρκεί ελάχιστη χρονική απόσταση για να δοθεί η ευκαιρία στη λήθη να αποδυναμώσει την έντασή τους και να τα κατευθύνει αλλού. Οι άνθρωποι ξεχνούν γρήγορα ο ένας τον άλλον κι η μοναξιά έρχεται ευκολότερα απ’ ό,τι θα επιθυμούσε κανείς, όμως ούτε αυτό δεν προκαλεί λύπη στην ποιήτρια. Γνώρισε τους ανθρώπους, κατανόησε το πώς λειτουργούν και το αποδέχτηκε.
Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ’ αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Η ποιήτρια είχε, άλλωστε, την ευκαιρία να δυναμώσει την ψυχή της και να αποκτήσει το απαιτούμενο σθένος, χάρη ακριβώς σ’ εκείνες τις μέρες της μοναξιάς που της πέρασε κοιτώντας τη βροχή. Μέρες μόνωσης που συνέτειναν στην ωρίμανσή της, χωρίς η διαδικασία αυτή να είναι ορατή στους άλλους. Με υπομονή και εντελώς απαρατήρητα, όπως απαρατήρητος περνά ο πόνος των δέντρων όταν χάνουν και το τελευταίο τους φύλλο ή όπως ο φόβος που κρύβουν βαθιά μέσα τους οι γενναίοι άνθρωποι, η ποιήτρια έδωσε τη δική της μάχη με την οδύνη της μοναξιάς και απέκτησε τη δύναμη που της ήταν αναγκαία.
Δεν έχει, λοιπόν, λόγο να είναι λυπημένη, αφού ακόμη κι οι δύσκολες στιγμές της μοναξιάς είχαν κάτι να της προσφέρουν. Δεν είναι, άλλωστε, η χαρά και η διασκέδαση που φέρνουν τη δύναμη στους ανθρώπους, μα οι μέρες που περνούν με γόνιμη περισυλλογή και με μια σιωπηλή αναμέτρηση με τον πόνο.
Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Η ποιήτρια, άλλωστε, δεν γνώρισε μόνο βροχερές μέρες μοναξιάς στη ζωή της∙ είχε την ευκαιρία να περάσει κι από χώρους κοσμημένους και να γευτεί το δώρο της ομορφιάς. Πέρασε από κήπους και περιεργάστηκε σιντριβάνια στα οποία υπήρχαν πολλά μικρά αγάλματα, γελαστά και πρόσχαρα∙ έστω κι αν κανείς δεν μπορούσε να δει τι ήταν εκείνο που τους έφερνε χαρά. Είδε και αγάλματα του μικρού θεού Έρωτα, που είχαν στον πρόσωπό τους μια έκφραση έπαρσης, βέβαια για τη δύναμή τους. Κι υπήρξε αυτός ο μικρός θεός αφορμή για να περάσει νύχτες ρεμβασμού και ονειροπόλησης η ποιήτρια, δοσμένη σ’ εκείνες τις ανάλαφρες σκέψεις που γεννά το ευδαιμονικό αυτό συναίσθημα.
Είδε πολλά και ωραία όνειρα στη ζωή της, κι αυτό τη βοήθησε να ξεχνιέται, έστω και προσωρινά, αφήνοντας στην άκρη τα προβλήματα και τις αγωνίες της. Έτσι, πλάι στις δύσκολες ημέρες, υπήρχαν κι εκείνες της γαλήνιας ονειροπόλησης, που της επέτρεπαν να αντέχει τις εντάσεις της ζωής της. Δεν είναι, λοιπόν, λυπημένη∙ ισόρροπη υπήρξε η εναλλαγή έντασης και γαλήνης.
Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει πλατύς ο χρόνος.
Η ποιήτρια επισημαίνει πως έχοντας την ευκαιρία να εμβαθύνει αρκετά στα δικά της συναισθήματα, αλλά και στα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων γύρω της, διαπίστωσε πως υπήρχε πάντοτε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Μια εμφανής απουσία συγχρονισμού που δεν επέτρεπε τον συντονισμό εκείνο που θα τους προσέδιδε την επιθυμητή αρμονία. Μέχρι ο άλλος να αισθανθεί ό,τι αισθανόταν ήδη για εκείνον η ποιήτρια περνούσε πολύς χρόνος, τόσος, ώστε κάποτε η δική του συναισθηματική μεταστροφή ερχόταν πολύ αργά.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.
Στα χρόνια της νεότητάς της η ποιήτρια πάλεψε πολύ να κρατήσει επαφή με τους ανθρώπους που είχαν ιδιαίτερη αξία για εκείνη. Τους έστειλε ξανά και ξανά γράμματα, ελπίζοντας και προσδοκώντας να λάβει τις απαντήσεις τους∙ ένδειξη πως κι εκείνοι είχαν την ίδια επιθυμία να διατηρηθεί η μεταξύ τους επαφή.
Προσέχουμε πως για να εκφράσει η ποιήτρια την αγωνία με την οποία περίμενε να λάβει απαντήσεις στα γράμματά της, επινοεί τον «θεό της απαντήσεως» στον οποίο προσευχόταν, όπως δηλώνει, δίχως κόπο.
Η προσδοκία της, ωστόσο, δεν είχε πάντα την επιθυμητή δικαίωση, αφού κάποτε ό,τι λάμβανε ήταν σύντομες κάρτες αποχαιρετισμού ή αδιάφορα χαιρετίσματα από ανθρώπους που είχαν ήδη φύγει πολύ μακριά. Η αναφορά στον Πύργο της Πίζας επιτρέπει μια περιπαικτική σύνδεση με τον στίχο μοτίβο που κλείνει κάθε νέα στροφή∙ η μέρα γέρνει, όπως γέρνει κι ο Πύργος της Πίζας.
Η ποιήτρια δεν είναι λυπημένη που η μέρα -η ζωή- οδηγείται προς το τέλος της κι αυτό γιατί αισθάνεται πως έδωσε τους αγώνες που όφειλε να δώσει. Κάθε που έβλεπε ανθρώπους που αγαπά να φεύγουν -κι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει συχνά- δεν άφησε τις σχέσεις τους να διακοπούν. Προσπάθησε όσο μπορούσε να τις διατηρήσει ζωντανές.
Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Τα χρόνια που πέρασαν ήταν χρόνια γεμάτα επικοινωνία για την ποιήτρια. Μίλησε πολύ∙ εξέθεσε τις απόψεις της, εξέφρασε τα συναισθήματά της, έστω κι αν οι αποδέκτες των λόγων της δεν ήταν πάντοτε οι άνθρωποι. Μίλησε στις φωτογραφίες αγαπημένων της, μίλησε μόνη της στους φανοστάτες των δρόμων∙ μίλησε πολύ και στις αλυσίδες, στα δεσμά εκείνα -ορατά ή μη- που δεν επιτρέπουν πάντοτε στους ανθρώπους να ζήσουν όπως θέλουν. Είχε, παράλληλα, την ευκαιρία να μάθει να διαβάζει τα χέρια των ανθρώπων, τις προθέσεις τους, μα και τις ενέργειές τους, κι ακόμη περισσότερο, έμαθε να χάνει τα χέρια των ανθρώπων που αγάπησε. Έμαθε τον πόνο των αποχαιρετισμών, χωρίς να νιώθει γι’ αυτό λυπημένη, αφού έμαθε από νωρίς πως οι άνθρωποι δεν μένουν πάντοτε κοντά μας.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει...
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Τα ταξίδια, όπως τα παρουσιάζει η ποιήτρια, -με μια αδιαφορία σχεδόν- δεν περιέχουν αναφορές σε μαγευτικές ομορφιές και νέες εμπειρίες, καθώς η ποιήτρια τα αντιμετωπίζει σαν μια ακόμη πράξη που έπρεπε να γίνει, σαν μια υποχρέωση που έπρεπε να εκπληρωθεί. Και συμπληρώνει: «Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.», δηλώνοντας πως τελικά αυτό που η ίδια διαπίστωσε είναι πως οι άνθρωποι παντού βρίσκονται σε μια διάθεση παραίτησης και πως αντί να επιθυμούν να βιώσουν τη ζωή τους στο έπακρο, την αντιμετωπίζουν παθητικά κι ανυπομονούν να βρεθούν σε μια κατάσταση αδράνειας, σε μια κατάσταση όπου δε θα αναμένεται από αυτούς να δράσουν ή να αντιδράσουν.
Έχασα κι από δω, έχασα κι από κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Στα χρόνια που πέρασαν η ποιήτρια αισθάνεται πως έχασε πράγματα, -κι όταν ήταν προσεκτική κι όταν δεν ήταν-. Έμαθε έτσι πως εμπειρία σημαίνει να χάνεις κι όχι να κερδίζεις, να δίνεις κι όχι να παίρνεις.
Η ποιήτρια βλέπει το ταξίδι της ζωής της σαν μια πορεία που σημαδεύτηκε με απώλειες, όσο κι αν η ίδια προσπάθησε για το αντίθετο. Απώλειες που αφορούν κυρίως την ψυχή μας, καθώς οι εμπειρίες μας απαιτούν πάντοτε ένα συναισθηματικό δόσιμο, το οποίο μοιραία καταλήγει σ’ ένα ξόδεμα δυνάμεων, αλλά και συναισθημάτων.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Η ποιήτρια συνεχίζει τη θεματική των ταξιδιών -που με έμφαση μας προτρέπει ο Καβάφης στην Ιθάκη του να τολμήσουμε στη ζωή μας- και δηλώνει πως ταξίδεψε και στη θάλασσα κι απέκτησε το μερίδιό της σ’ αυτήν. Αν θεωρήσουμε, δηλαδή, πως αναλογούσε στην ποιήτρια, όπως και σε κάθε άνθρωπο, ένα «κομμάτι» θάλασσας, -μια απόσταση να διανύσει, κάποιες εμπειρίες να γευτεί-, μπορούμε να θεωρήσουμε πως έλαβε ό,τι της αντιστοιχούσε κι έζησε την εμπειρία του ταξιδιού.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Ο μεγαλύτερος φόβος της ποιήτριας υπήρξε η μοναξιά γι’ αυτό και ήταν πάντοτε πρόθυμη να βρει ανθρώπους, έστω κι αν κάποτε χρειάστηκε να τους βρει εκεί που δεν υπήρχαν∙ έστω κι αν χρειάστηκε να τους πλάσει με τη φαντασία της. Κάθε πιθανό ερέθισμα αποτελούσε για την ποιήτρια μια ευκαιρία να φανταστεί την παρουσία ανθρώπων. Η οπτική εικόνα, με το φως του ήλιου που διατρέχει τη σκόνη και η ηχητική εικόνα με τον ήχο μιας καμπάνας που μόλις ακούγεται, εκφράζουν με έμφαση την ανάγκη της ποιήτριας για συμπόρευση με άλλους ανθρώπους. Παρά τη μεγάλη της επιθυμία όμως να ξεφύγει από τη μοναξιά, υπήρξαν στιγμές που δεν το κατόρθωσε και αναγκάστηκε να μείνει μόνη και να εκδηλώσει τον πόνο και το παράπονό της, χωρίς την παρουσία άλλων ανθρώπων. Μια ερημία απόλυτη, ορθόδοξη, που, αν και οδυνηρή, επιτρέπει στο άτομο να έρθει πλησιέστερα στην ψυχή του και να ακούσει καθαρότερη τη δική του φωνή∙ τον ήχο και την αρμονία της δικής του υπόστασης.
Η ποιήτρια τονίζει, πάντως, πως έστω κι αν γνώρισε τη μοναξιά, δεν είναι δυστυχισμένη, καθώς η ζωή της είχε μια δική της πληρότητα. Τη συντροφικότητα που της έλλειψε από τους ανθρώπους τη βρήκε στον ίδιο της τον εαυτό∙ τη βρήκε στη δημιουργική της δύναμη.
Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Όπως ακριβώς μας προτρέπει ο Καβάφης να ζήσουμε τη ζωή μας όσο πιο έντονα μπορούμε και να συλλέξουμε πληθώρα νέων εμπειριών, έτσι και η ποιήτρια δηλώνει πως έθεσε τον εαυτό της στις διαθέσεις της ζωής και γνώρισε τον πόνο. Επιθύμησε πράγματα με ένταση και δεν φοβήθηκε ν’ αφεθεί στη δύναμη των συναισθημάτων της∙ δεν φοβήθηκε να πιάσει φωτιά κι ας σιγοκάηκε, κι ας είδε τις προσδοκίες της να διαψεύδονται ή τα πάθη της να χάνονται μέσα στην ίδια τους την εκπλήρωση.
Έζησε, μάλιστα, και την εμπειρία των φεγγαριών∙ γνώρισε τη χάση του φεγγαριού, την έλλειψη της ελπίδας, τόσο πάνω από θάλασσες -τόσο σε τόπους δηλαδή- όσο και στα μάτια των ανθρώπων που γνώρισε. Η απώλεια της ελπίδας, της αγάπης και της ζωής, ακόνισαν την ψυχή της ποιήτριας και την έκαναν έτσι πιο δυνατή. Κι αν κάποιος θα περίμενε πως τέτοιου είδους βιώματα θα είχαν απογοητεύσει την ποιήτρια, η ίδια μας διαβεβαιώνει πως δεν είναι δυστυχισμένη, μιας και το ζητούμενο εν τέλει δεν είναι να ζήσουμε στην αδράνεια και φοβούμενοι τον πόνο, αλλά να δοθούμε στη ζωή και να αποδεχτούμε ό,τι κι αν μας παρουσιάσει στο δρόμο μας.
Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.
Η ποιήτρια έχοντας τη διάθεση να ζήσει πλήρως τη ζωή της, ήταν πάντοτε πρόθυμη να παλέψει τις δυσκολίες που της παρουσιάζονταν και όταν η ζωή της παρέμενε στάσιμη, έβρισκε η ίδια τον τρόπο να μπει εκ νέου στο παιχνίδι της ζωής, χωρίς να φοβάται τις συνέπειες. Αντιστάθηκε στις ενάντιες καταστάσεις, αλλά και αφέθηκε να παρασυρθεί σε νέες δίνες όταν όλα έμοιαζαν να βαλτώνουν.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.
Ολοκληρώνοντας τον απολογισμό των πεπραγμένων της ζωής της, η Κική Δημουλά δηλώνει πως δεν είναι δυστυχισμένη και πως το τέλος έρχεται σε κατάλληλη στιγμή. Έζησε πολλές εμπειρίες, γνώρισε τον πόνο, τη μοναξιά, γνώρισε εν τέλει τη ζωή στην πληρότητά της και είναι πια έτοιμη να υποδεχτεί τη νύχτα.
Κική Δημουλά «Το λίγο του κόσμου», 1971
- Οι στίχοι του Έλιοτ από το ««Τετάρτη των τεφρών» δίνονται σε μετάφραση Τάκη Κουφόπουλου, ενώ οι στίχοι από το «Οι κούφιοι άνθρωποι» σε μετάφραση Γιώργου Σεφέρη.