Νίκος Καββαδίας «Πούσι»
Το ποίημα γράφτηκε το 1940 και έδωσε τον τίτλο στη συλλογή που κυκλοφόρησε το 1947. Θαλασσινός ποιητής και ναυτικός στο επάγγελμα ο Καββαδίας, μας έδωσε ποιήματα με τις εμπειρίες του από τη ζωή της θάλασσας.
Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις.
Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pégassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.
Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία· θα ζαλιστείς.
Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κι είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλα.
Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες·
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.
πούσι: αχλή, καταχνιά.
σαλαμάστρα: σκοινί πλοίου (ιταλ. λέξη, ναυτ.).
Port Pégassu: (Πορτ Πεγκάσσου)· πρόκειται για τον κόλπο του Πηγάσσου στη Ν. Ζηλανδία.
καδένα: αλυσίδα· εδώ του πλοίου.
αντένα: κεραία. Στα πλοία, το ξύλο που κρέμεται στη μέση του ιστού.
αλάργα: μακριά.
Τοκοπίλα: λιμάνι στη Β. Χιλή.
περισκόπιο: οπτική συσκευή με φακούς και πρίσματα που χρησιμοποιείται από τα υποβρύχια όταν βρίσκονται σε κατάδυση για την παρατήρηση του ορίζοντα.
τορπίλα: βλήμα που εξακοντίζουν τα πολεμικά πλοία και τα υποβρύχια. Οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να χτυπούν τα εμπορικά πλοία.
Εβρίδες: μικρά νησιά στα δυτικά της Σκωτίας. Εδώ πρόκειται για τις Νέες Εβρίδες, στην Αυστραλία.
Ο Νίκος Καββαδίας καταγράφει τις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι ναυτικοί που πραγματοποιούν υπερπόντια ταξίδια, παρουσιάζοντας με έμφαση το αίσθημα της μοναξιάς και του φόβου. Το πέρασμα από την πραγματικότητα στη φαντασία υποδηλώνει την ανάγκη του ναυτικού να βρει την αναγκαία παρηγοριά, προκειμένου να υπομείνει όλες εκείνες τις αντιξοότητες που δοκιμάζουν τις ψυχικές του αντοχές.
Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις.
Η ομίχλη που έχει πέσει ήδη από το βράδυ καλύπτει τα πάντα, καθιστώντας το ταξίδι εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού ακόμη και το καραβοφάναρο (το φαρόπλοιο), που υποδεικνύει την ύπαρξη υφάλων και αποτρέπει πιθανά ατυχήματα, δεν είναι πια ορατό. Μια κρίσιμη στιγμή που δημιουργεί εύλογα ανησυχία στο ποιητικό υποκείμενο, το οποίο και βρίσκει τη ζητούμενη παραμυθία στην απρόσμενη εμφάνιση ενός οράματος∙ στην εμφάνιση εκείνης, που καταφτάνει στο χώρο όπου βρίσκεται ο τιμονιέρης για να τον δει.
Η παραβίαση των όρων της πραγματικότητας με την εμφάνιση του οράματος της αγαπημένης γυναίκας αποτελεί γέννημα του φόβου, της ανησυχίας και της μοναξιάς που αισθάνεται ο ποιητής. Η ανάγκη της αγαπημένης είναι τώρα περισσότερο έντονη από ποτέ.
Φαρόπλοιο: Μικρό πλοίο που φέρει φάρο και βρίσκεται αγκυροβολημένο σε ορισμένες θαλάσσιες περιοχές, για να διευκολύνει τη ναυσιπλοΐα και να αποτρέπει θαλάσσια ατυχήματα.
Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pégassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.
Η οπτασία της αγαπημένης γυναίκας εμφανίζεται να φορά ολόλευκα ρούχα∙ χρώμα που παραπέμπει σε κάτι το απόκοσμο, που φαντάζει ωστόσο ταιριαστό με το ομιχλώδες κλίμα και την αίσθηση της αποκοπής από τον υπόλοιπο χώρο. Το γεγονός, πάντως, ότι η οπτασία εμφανίζεται βρεγμένη τη συνδέει με τον περιβάλλοντα χώρο και την καθιστά πιο αληθοφανή.
Η αμέσως επόμενη εικόνα, βέβαια, με τον ποιητή να πλέκει τα μαλλιά της αγαπημένης γυναίκας, που φανερώνει μια απροσδόκητη αποστασιοποίηση από τη δύσκολη στιγμή του ταξιδιού, επαναβεβαιώνει το οραματικό στοιχείο της κατάστασης. Η πράξη τρυφερότητας του ποιητή, που παραμένει στενά συνδεδεμένη με τη ναυτική ζωή αφού επιλέγει να πλέξει τα μαλλιά της αγαπημένης με τη μορφή που έχει το σχοινί του πλοίου, φανερώνει την εσώτατη ανάγκη του να επιστρέψει, έστω και για λίγο, σε πράξεις της καθημερινής και γαλήνιας ζωής. Ο ποιητής αποζητά την αποφόρτιση από τη συνεχή ένταση και τον αδιάκοπο φόβο.
Η διευκρινιστική αναφορά των επόμενων στίχων πως βρέχει πάντοτε τέτοια εποχή στα νερά του Port Pégassu, μας επιτρέπει να τοποθετήσουμε το πλοίο στη Νέα Ζηλανδία, παρέχοντας έτσι ένα στοιχείο που επαναφέρει την ποιητική αφήγηση σε πραγματικές καταστάσεις.
Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία· θα ζαλιστείς.
Η αίσθηση του ποιητή πως επιτέλους βρίσκεται με το αγαπημένο του πρόσωπο και πως μπορεί να νιώσει ευτυχής, γίνεται αντιληπτή κι από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον θερμαστή του πλοίου, ο οποίος μη έχοντας καμία ιδέα για το τι συμβαίνει ξεκουράζεται, έχοντας απλώσει τα πόδια του πάνω στις αλυσίδες του πλοίου. Ο ποιητής, ωστόσο, θεωρεί πως τους παραμονεύει∙ πως τους έχει στήσει ενέδρα, προκειμένου να φανερώσει σε όλους την εκεί παρουσία της γυναίκας και να στερήσει έτσι την ευτυχία του ποιητή.
Αμέσως μετά ο ποιητής αλλάζει θέμα συμβουλεύοντας την αγαπημένη του να μην κοιτά ποτέ την κεραία του ιστού του πλοίου (πάνω στην οποία στερεώνονται τα πανιά του), όταν έχει τρικυμία, διότι θα ζαλιστεί. Περνά, έτσι, από το αίσθημα της καχυποψίας και πάλι σ’ αισθήματα τρυφερότητας, φανερώνοντας ωστόσο τις διαρκείς εναλλαγές στη συναισθηματική του κατάσταση.
Θερμαστής: ναυτικός που φροντίζει να διατηρεί αναμμένη τη φωτιά στο λέβητα της μηχανής του πλοίου.
Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κι είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλα.
Ο ποιητής παρουσιάζει μια ρεαλιστική εικόνα από το πλοίο, με το λοστρόμο να καταριέται τον καιρό που κάνει το ταξίδι τους τόσο δύσκολο∙ ιδίως από τη στιγμή που ο προορισμός τους βρίσκεται τόσο μακριά. Το πλοίο είναι στη Νέα Ζηλανδία κι έχει ως προορισμό του το λιμάνι της Τοκοπίλλα στη Βόρεια Χιλή.
Ενώ, στη συνέχεια, μας δίνει μια προσωπική του σκέψη που καθιστά έκδηλα εμφανές το στοιχείο του φόβου και της αγωνίας που κυριαρχεί σ’ αυτό το ταξίδι. Ο φόβος, όμως, δεν σχετίζεται τόσο με τις καιρικές συνθήκες, όσο με την επίγνωση πως οι δυνάμεις του Άξονα (Γερμανία – Ιταλία – Ιαπωνία) δεν δίσταζαν στο πλαίσιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου να χτυπούν ακόμη και εμπορικά πλοία, προκειμένου να πλήξουν ακόμη πιο δραστικά την οικονομική δραστηριότητα των αντιπάλων τους.
Ο ποιητής, λοιπόν, δηλώνει πως από το να βρίσκεται συνεχώς σε μια κατάσταση φόβου και αναμονής για το χειρότερο -κατάσταση που κλονίζει την ψυχολογία του και του προκαλεί αδιάκοπη δυστυχία-, προτιμά να δει το περισκόπιο κάποιου εχθρικού υποβρυχίου και στη συνέχει να δεχτεί τη μοιραία τορπίλη που θα τους βυθίσει. Προτιμά, δηλαδή, τη βεβαιότητα του θανάτου από αυτή την απελπιστικά ψυχοφθόρα κατάσταση, όπου βρίσκεται διαρκώς υπό το καθεστώς του φόβου και της αγωνίας, χωρίς να ξέρει τι να περιμένει την αμέσως επόμενη στιγμή.
Λοστρόμος: ο πρώτος υπαξιωματικός εμπορικού πλοίου∙ ο επί κεφαλής του προσωπικού του καταστρώματος, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την καλή λειτουργία του σκάφους (εκτός από το μηχανοστάσιο) και υπάγεται απευθείας στον υποπλοίαρχο.
Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες∙
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.
Με αυτές τις σκέψεις κατά νου, ο ποιητής με μια αιφνίδια αποστροφή προς την αγαπημένη γυναίκα της ζητά να φύγει από το πλοίο, μιας και σ’ εκείνη αξίζει η ευλογία της στέρεας γης, όπου δεν υπάρχει αυτή η συνεχής αβεβαιότητα κι αυτό το πλήθος κινδύνων που καθιστούν κάθε μέρα μια επικίνδυνη περιπέτεια.
Της λέει, μάλιστα, πως ενώ εκείνη ήρθε για να τον δει, τελικά δεν τον είδε ποτέ, αφού εκείνος έχει ήδη πνιγεί από τα μεσάνυχτα, χίλια μίλα μακριά από τις Νέες Εβρίδες. Μια δήλωση, που αν ληφθεί κυριολεκτικά, προσδίδει μια εξωπραγματική αίσθηση στο ποίημα, αφού φανερώνεται πως η όλη συνομιλία γίνεται ενώ ο ίδιος έχει ήδη πνιγεί. Ωστόσο, η φράση αυτή θα πρέπει να εκληφθεί με τη μεταφορική της σημασία∙ ο ποιητής έχει «πνιγεί» με την έννοια πως έχει πάψει πια να είναι ο εαυτός του εδώ και καιρό. Αυτός που βρίσκεται πλέον στο πλοίο δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος που η αγαπημένη γυναίκα διαφυλάττει στη μνήμη της. Ο ποιητής έχει αλλάξει πλήρως, αφού ο φόβος και η διαρκής αναμονή ενός βίαιου θανάτου, τον έχουν τρέψει σ’ έναν άνθρωπο που δεν επιθυμεί πια να έχει σχέση με τ’ αγαπημένα του πρόσωπα -για να τους προφυλάξει από τον πόνο του επικείμενου θανάτου του. Ο φόβος τον έχει μετατρέψει σ’ έναν άλλον άνθρωπο, που έχει ήδη συμφιλιωθεί με την ιδέα πως σύντομα θα χαθεί και τον έχει, έτσι, αποστερήσει από τις ευαισθησίες και τα συναισθήματα του παρελθόντος. Τώρα πια στη θέση του ποιητή βρίσκεται ένας μελλοθάνατος που δεν ξέρει πώς να αποδιώξει όλα εκείνα τα αρνητικά συναισθήματα που έχουν πνίξει κάθε ίχνος ζωτικότητας στην ψυχή του. Εκείνος, λοιπόν, που ήρθε να δει η αγαπημένη γυναίκα, δεν υπάρχει πια.
Ερωτήσεις
1. Ο ποιητής βλέπει μια οπτασία που τη συμπλέκει με πραγματικές καταστάσεις και με σκέψεις του. Ποια είναι η οπτασία, ποιες οι πραγματικές καταστάσεις, ποιες οι σκέψεις και ποιο το περιεχόμενο τους;
Μέσα στο σκηνικό της έντονης ομίχλης, που δεν επιτρέπει στους ναυτικούς μήτε τα καραβοφάναρα να βλέπουν, εμφανίζεται στον ποιητή η οπτασία μιας αγαπημένης γυναίκας. Φορά κάτασπρα ρούχα κι είναι βρεγμένη, ενώ ο ποιητής αρχίζει να της πλέκει τα μαλλιά. Κάθε αναφορά στη γυναικεία αυτή μορφή, όπως και η δήλωση του ποιητής πως έχει ήδη πνιγεί απ’ τα μεσάνυχτα ανήκουν στα μη πραγματικά στοιχεία του ποιήματος. Από την άλλη, οι αναφορές στα καιρικά στοιχεία, σε γεωγραφικές περιοχές, στις στάσεις και αντιδράσεις των άλλων μελών του πληρώματος, καθώς και η υπονοούμενη αναφορά στα γερμανικά υποβρύχια αποτελούν τις πραγματικές καταστάσεις.
Σε ό,τι αφορά τις σκέψεις του ποιητή, πέρα από τη συμβουλή που δίνει στην αγαπημένη του να μη κοιτάζει την ώρα της τρικυμίας τις αντένες του πλοίου γιατί θα ζαλιστεί, η πιο σαφής σκέψη του είναι η δήλωση που κάνει πως, αν είναι να περνά τις μέρες του μέσα στο φόβο και την επώδυνη αναμονή, προτιμά να δεχτεί το πλοίο τους μια εχθρική τορπίλη και να οδηγηθεί έτσι μια κι έξω στο θάνατο. Ο ποιητής δεν αντέχει αυτή την ψυχοφθόρα ανασφάλεια του επικείμενου κινδύνου που κρύβει το ξέσπασμα του πολέμου∙ δεν αντέχει να περνά τις μέρες του μέσα στο φόβο. Έτσι, θεωρεί πως είτε οφείλει να αποβάλει μια και καλή το αίσθημα του φόβου ή να παραδοθεί στο θάνατο, για να ξεμπερδεύει.
Στις σκέψεις του ποιητή μπορεί να ενταχθεί και το σχόλιό του προς την αγαπημένη γυναίκα πως σ’ εκείνη της αξίζει η στέρεα γη∙ μιας και μέσα από αυτή τη δήλωση φανερώνεται το πόσο σκληρή και δύσκολη θεωρεί τη ζωή στο καράβι και στα υπερπόντια ταξίδια.
2. Ποιες διαστάσεις από τη ζωή του ναυτικού μας δίνει το ποίημα;
Ο ποιητής παρουσιάζει τις πλείστες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ναυτικοί, όχι πάντοτε αναφέροντάς τες άμεσα, αλλά υποδηλώνοντας έμμεσα όσα τους λείπουν περισσότερο, όπως είναι η παρουσία μιας αγαπημένης γυναίκας, που κυριαρχεί στο πλαίσιο του ποιήματος σαν οραματική οπτασία και προσφέρει μια πρόσκαιρη παραμυθία στην έντονη μοναξιά που αυτός αισθάνεται.
Η μοναξιά∙ η απουσία της επαφής με τα αγαπημένα πρόσωπα, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η συνύπαρξη με ανθρώπους που όντας σκληραγωγημένοι δεν έχουν πάντοτε την καλύτερη συμπεριφορά, η μεγάλη διάρκεια κάθε ταξιδιού, αλλά και το πλήθος των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι ναυτικοί είτε λόγω των τρικυμιών και της ομίχλης είτε λόγω των εχθρικών ενεργειών που επιτελούνται στο πλαίσιο ενός πολέμου, συναποτελούν την ιδιαίτερα απαιτητική ζωή των ναυτικών.
Ο ποιητής που οραματίζεται μια αγαπημένη γυναίκα, βιώνει όχι μόνο έντονα το αίσθημα της μοναξιάς, αλλά και το αίσθημα του φόβου, αφού το ταξίδι αυτό πραγματοποιείται στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κι ακόμη περισσότερο ο ποιητής φοβάται πως η μεγάλη διάρκεια του ταξιδιού και η διαρκής επίγνωση των πολλαπλών κινδύνων τον έχουν αλλάξει τελείως, αφού πλέον δεν υπάρχει στην ψυχή του θέση για συναισθηματισμούς και νοσταλγικές σκέψεις. Αν θέλει να επιβιώσει, χωρίς να χάσει το νου του από την ένταση του φόβου και της ανασφάλειας, οφείλει να γίνει όσο πιο σκληρός μπορεί∙ οφείλει να διακόψει κάθε πιθανό δεσμό με τους ανθρώπους της στεριάς.
3. Λαβαίνοντας υπόψη ότι το ποίημα συγκεντρώνει τα κύρια γνωρίσματα της ποίησης του Καββαδία και, διαβάζοντας το βιογραφικό σημείωμα του ποιητή, να συνθέσετε μια σύντομη εργασία για την ποίηση του Καββαδία.
Η ποίηση του Νίκου Καββαδία επικεντρώνεται θεματικά στη ζωή των ναυτικών, στα μεγάλα ταξίδια και στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ναυτικοί. Η μοναξιά, ο φόβος, η νοσταλγία για τον έρωτα, η δυσθυμία και πλήθος άλλων συναισθημάτων που κυριαρχούν στην ψυχή ενός ναυτικού, παρουσιάζονται στα ποιήματα του Καββαδία, όχι ως συναισθηματικές καταστάσεις άλλων ανθρώπων, αλλά με την αλήθεια του προσωπικού βιώματος.
Σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά της μορφής, θα πρέπει να τονιστεί πως ο Καββαδίας ακολουθεί την παραδοσιακή ποίηση ως προς το ζήτημα της ομοιοκαταληξίας, του χωρισμού του ποιήματος σε στροφές και του μέτρου, αλλά διαφοροποιείται στο ζήτημα της λογικής αλληλουχίας, μιας και στην ποίησή του υπάρχει έντονο το συνειρμικό στοιχείο και το ασύνδετο των επιμέρους εικόνων. Με γλώσσα απλή, που δεν κοσμείται από περίπλοκα σχήματα λόγου, ο Καββαδίας δεν καταγράφει δύσκολες νοηματικές συλλήψεις. Βασίζεται περισσότερο στις εικόνες, τις οποίες μάλιστα αποφεύγει να χρωματίσει με τη χρήση επιθέτων, αλλά τις συνθέτει μόνο με ρήματα και ουσιαστικά, και φυσικά με πλήθος ναυτικών όρων.
Ο Καββαδίας προτιμά περισσότερο την ευθύτητα και τη σαφήνεια των κύριων προτάσεων και αποφεύγει την υποτακτική σύνταξη. Στοιχείο που προσδίδει στο λόγο του μεστότητα, μα και γοργή εναλλαγή στη διαδοχή των εικόνων που συνθέτουν το κάθε ποίημα. Στις εικόνες υπάρχει τόσο το στοιχείο του ρεαλισμού, όσο και το στοιχείο του υπερρεαλισμού, αφού ο ποιητής δεν διστάζει να παραβιάσει τα όρια του λογικώς επιτρεπτού, όπως συμβαίνει στο συγκεκριμένο ποίημα με την εμφάνιση της οπτασίας ή με το γεγονός ότι καταγράφει τις σκέψεις του ενώ έχει ήδη πνιγεί.
Προσέχουμε πως ο ποιητής φροντίζει ιδιαίτερη τη μορφή του στίχου του και την τήρηση κανόνων της παραδοσιακής ποίησης. Έτσι, στο συγκεκριμένο ποίημα συναντάμε σταυρωτή ομοιοκαταληξία στις τρεις πρώτες στροφές (ο πρώτος με τον τέταρτο κι ο δεύτερος με τον τρίτο αββα) και πλεχτή στις δύο επόμενες (ο πρώτος με τον τρίτο κι ο δεύτερος με τον τέταρτο αβαβ).
Το μέτρο είναι τροχαϊκό, χωρίζεται δηλαδή σε ζεύγη συλλαβών εκ των οποίων τονίζεται η πρώτη:
Ήρ / θες / να / με / δεις / κι ό / μως / δε μ’ / εί / δες
Νίκος Καββαδίας
Γεννήθηκε στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας από γονείς Κεφαλονίτες και υπηρέτησε στο εμπορικό ναυτικό ως ασυρματιστής. Η πρώτη του συλλογή με τον τίτλο Μαραμπού (1933) προκάλεσε ζωηρή εντύπωση και ευνοϊκά σχόλια στους πνευματικούς κύκλους για τη νέα αίσθηση που έφερνε η εξωτική αυτή ποίηση με τους ναυτικούς όρους, τα μακρινά λιμάνια και τη γοητεία της περιπέτειας. Άλλες συλλογές: Πούσι (1947), Τραβέρσο (1975) και το πεζό Βάρδια (1954).
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.