Πολλές φορές, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνουμε, συγκρίνουμε τα παιδιά με τα αδέλφια, τους φίλους ή τους συμμαθητές τους. Στόχος μας είναι να τα πεισμώσουμε, να τους υποδείξουμε ένα αξιόλογο πρότυπο και να αναδείξουμε τον καλύτερό τους εαυτό. Όταν όμως το κάνουμε επανειλημμένα, πετυχαίνουμε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Μπορεί οι προθέσεις μας να είναι καλές ωστόσο τα παιδιά λόγω ηλικίας δεν μπορούν να τις κατανοήσουν. Μήπως οι αρνητικές συνέπειες είναι τόσο σημαντικές που πρέπει να αλλάξουμε τακτική;
Πλήττουμε την αυτοπεποίθησή τους
Κάθε φορά που επισημαίνουμε στο παιδί πως ο συμμαθητής τους πήρε καλύτερο βαθμό ή πως η φίλη τους έχει πάντα καθαρό και τακτοποιημένο δωμάτιο, νιώθει πως ακυρώνουμε τις δικές του προσπάθειες και δυνατότητες. Νιώθει ανεπαρκές και «λίγο», ενώ σταδιακά κλονίζεται η αυτοπεποίθησή του.
Στην περίπτωση, που ένα παιδάκι είναι καλύτερο από το δικό μας, είτε αυτό αφορά στις σχολικές του επιδόσεις, είτε σε στοιχεία του χαρακτήρα του, καλό θα είναι να εστιάζουμε αποκλειστικά και μόνο στο παιδί μας. Κανείς δεν είναι τέλειος και όλοι είμαστε μοναδικοί. Εάν θέλουμε να βοηθήσουμε το παιδί να γίνει καλύτερο, είναι προτιμότερο να εντοπίσουμε τις αδυναμίες του και να το βοηθήσουμε να τις βελτιώσει, παρά να του επισημάνουμε πως κάποιος άλλος δεν έχει αυτές τις αδυναμίες και άρα είναι καλύτερος.
Τα ωθούμε στην παραίτηση
Στην προσπάθειά μας να ξυπνήσουμε τον ανταγωνισμό του παιδιού ώστε να εντείνει τις προσπάθειές του, πέφτουμε στην παγίδα της σύγκρισης. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός πως αυτή η μέθοδος μπορεί να οδηγήσει στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.
Το παιδί, όταν νιώθει κατώτερο από τον συμπαίκτη του στο μπάσκετ, για παράδειγμα, αισθάνεται ανασφάλεια και άγχος για το αν θα τα καταφέρει. Προκειμένου, λοιπόν, να αποφύγει μία ενδεχόμενη ήττα αλλά και μία δική σας σύγκριση που αδυνατεί να διαχειριστεί, επιλέγει να παραιτηθεί από την μάχη και να μην αγωνιστεί. Οι δυσκολίες και η αποτυχία είναι κομμάτι της ζωής και επειδή, μεγαλώνουμε εκκολαπτόμενους ενήλικες είναι χρέος μας να τους μάθουμε πώς να τις αντιμετωπίζουν και πώς να ωριμάζουν μέσα από τα εμπόδια.
Του φορτώνουμε την βαριά ευθύνη της τελειότητας
Σύμφωνα με την ψυχοθεραπεύτρια Ανθή Δοξιάδη, «μεγαλώνοντας η ζωή μας έμαθε ότι κανείς από τους μεγάλους δεν είναι τέλειος. Και λέμε με καμάρι ότι είναι ένδειξη ωριμότητας να το έχεις καταλάβει και παραδεχθεί αυτό. Για τα παιδιά μας όμως φαίνεται να μην μπορούμε να πούμε το ίδιο. Ουσιαστικά τους ζητάμε να καταφέρουν αυτό στο οποίο απέτυχαν οι μεγάλοι…την τελειότητα.»
Άθελά μας, με το να συγκρίνουμε τα παιδιά συνεχώς, απαιτούμε από αυτά να είναι τέλεια. Ίσως είναι ένας τρόπος να αυτοεπιβεβαιωθούμε ως γονείς και να νιώσουμε περηφάνια για το παιδί που μεγαλώνουμε. Ωστόσο, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να έχουμε ένα αγχωμένο παιδί να παλεύει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των γονιών του, οι οποίες στο μυαλό του έχουν μπλεχτεί με την επιτυχία ενός άλλου παιδιού.
Δεν ανακαλύπτουν τις πραγματικές τους δυνατότητες
Όταν, λοιπόν, με την στάση μας νιώθει ότι το υποτιμούμε, του καλλιεργούμε μια αίσθηση ανεπάρκειας και επομένως δεν θα μπορέσει να ανακαλύψει ποτέ τις πραγματικές του δυνατότητες. Από το να τα συγκρίνουμε, οφείλουμε να τα καθοδηγούμε και να τα βοηθάμε να βρουν τα δυνατά τους σημεία, έτσι ώστε να μπορέσουν να φτάσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους.
Τροφή για σκέψη…
Συνήθως η σύγκριση έχει αρνητική χροιά. Ακόμη και στην περίπτωση, όμως, που την χρησιμοποιήσουμε για να επιβραβεύσουμε το παιδί, «μπράβο που πήρες μεγαλύτερο βαθμό από την συμμαθήτριά σου» έχει πάλι τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα. Το παιδί θα πιέζεται περισσότερο προκειμένου να αποσπάσει τα θετικά μας σχόλια, ενώ αν δεν τα καταφέρει θα νιώσει απόρριψη. Καλό είναι λοιπόν να προσέχουμε τα λόγια μας και να τονίζουμε περισσότερο την σημασία της προσπάθειας και όχι το αποτέλεσμα σε σχέση με ένα άλλο παιδί.