Κωνσταντίνος Καβάφης «Τείχη»
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης δημιουργεί εδώ ένα ιδιαίτερο ποίημα με το οποίο εκφράζει την αίσθησή του πως βρίσκεται εγκλωβισμένος από μια σειρά περιορισμών και ορίων -τείχη-, που του επιβλήθηκαν χωρίς ο ίδιος να καταλάβει το πότε και το πώς. Ο ποιητής συνειδητοποιεί πως η ελευθερία που πίστευε ότι έχει στη ζωή του, δεν είναι πια δεδομένη.
Αναλυτικότερα:
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Ο ποιητής αναφέρει πως χωρίς να το σκεφτούν, χωρίς να τον λυπηθούν και χωρίς να ντραπούν, έχτισαν ολόγυρά του μεγάλα και ψηλά τείχη, εγκλωβίζοντάς τον σε μια ασφυκτικά περιορισμένη ζωή. Μ’ ένα εξαιρετικά παραστατικό συμβολισμό, ο Καβάφης παρουσιάζει τους περιορισμούς που τίθενται στη ζωή μας ως τείχη, καθιστώντας έτσι εναργέστερη την εικόνα του εγκλωβισμού.
Το ποίημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, δίνοντας την αίσθηση πως πρόκειται για μια προσωπική εξομολόγηση του ποιητή, αλλά στην πραγματικότητα αφορά όλους τους ανθρώπους, καθώς οι περιορισμοί αυτοί που κρατούν δέσμιο τον ποιητή είναι υπαρκτοί και δεδομένοι για όλους μας.
Τα τείχη που φυλακίζουν τον ποιητή είναι οι διάφοροι περιορισμοί που επιβάλλονται στους ανθρώπους και ενδέχεται να είναι είτε κοινωνικοί περιορισμοί είτε θρησκευτικοί είτε ακόμη και οικονομικοί. Οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ τόσο ελεύθεροι όσο θα ήθελαν ή όσο πιστεύουν ότι είναι, καθώς κάθε μας πράξη υπόκειται σε κοινωνικό έλεγχο ή φιλτράρεται από τις θρησκευτικές μας πεποιθήσεις, ενώ δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι συχνά η ελευθερία μας φτάνει μέχρι εκεί που επιτρέπει η οικονομική μας κατάσταση.
Η αίσθηση, επομένως, του ποιητή ότι είναι πλέον δέσμιος ψηλών και ως εκ τούτου αναπόδραστων τειχών, είναι ένα γεγονός που αφορά την πλειοψηφία των ανθρώπων είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι. Θα πρέπει πάντως να τονιστεί πως παρά την προσπάθεια του ποιητή να αποδώσει τη δημιουργία των τειχών σε άλλους ανθρώπους, πολύ συχνά στη ζωή μας περιοριζόμαστε και δεσμευόμαστε από τα όρια που οι ίδιοι θέτουμε στον εαυτό μας. Η αδυναμία του ανθρώπου να εμπιστευτεί τις δυνάμεις του, ο φόβος του να θέσει υψηλότερους και ουσιαστικότερους στόχους, τον κρατούν στάσιμο ακόμη κι αν κανείς άλλος δεν επιχειρεί να τον εμποδίσει ή να τον «εγκλωβίσει».
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Η συνειδητοποίηση του εγκλωβισμού που του έχει επιβληθεί δημιουργεί απελπισία στον ποιητή, ο οποίος σκέφτεται πως είχε πολλά πράγματα να κάνει έξω από τα τείχη, έξω από τα στενά όρια όπου τον έχουν «φυλακίσει». Η εικόνα που δημιουργεί ο ποιητής, η εικόνα ενός φυλακισμένου, παρουσιάζει με εξαιρετικά εμφατικό τρόπο, το πώς βιώνει ο ποιητής το γεγονός ότι πρέπει να ζει λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη του, τους διάφορους περιορισμούς που του έχουν τεθεί.
Ο Καβάφης εκφράζει εδώ τη σκέψη ότι θα μπορούσε να ζήσει τη ζωή του πληρέστερα, αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι κοινωνικοί, θρησκευτικοί αλλά και προσωπικοί περιορισμοί, που τον δεσμεύουν και τον κρατούν μακριά από την πραγμάτωση των επιθυμιών αλλά και των επιδιώξεών του.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Το υποβλητικό αυτό ποίημα κλείνει με τη διαπίστωση του ποιητή πως το χτίσιμο των τειχών έγινε χωρίς ποτέ ο ίδιος να ακούσει ή να καταλάβει κάτι. Εντελώς ανεπαίσθητα βρέθηκε δέσμιος ενός πλέγματος περιορισμών το οποίο δημιουργήθηκε ερήμην του. Οι περιορισμοί αυτοί, άλλωστε, ή καλύτερα η συνειδητοποίηση της ύπαρξής τους, έρχεται σταδιακά και καθώς οι άνθρωποι αποκτούν συναίσθηση της προσωπικής τους θέσης στο κοινωνικό σύνολο.
Ο ποιητής δεν άκουσε ποτέ τους χτίστες γιατί απλούστατα τα τείχη αυτά δεν δημιουργήθηκαν ξαφνικά, τα τείχη προϋπήρχαν, εκείνο που επήλθε τώρα για τον ποιητή είναι η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι δεν είναι ελεύθερος να πράττει και να επιθυμεί οτιδήποτε θέλει. Ο ποιητής συνειδητοποίησε αυτό που πολλοί προτιμούν να αγνοούν, ότι δηλαδή είτε το θέλουμε είτε όχι, δεν είμαστε και δεν υπήρξαμε ποτέ πραγματικά ελεύθεροι.
Σημείωση: Το σύντομο αυτό ποίημα, που ανήκει στην πρώτη ποιητική περίοδο του Καβάφη (1897), είναι γραμμένο με πλεχτή ομοιοκαταληξία. Αργότερα, ο ποιητής θα χρησιμοποιεί την ομοιοκαταληξία κυρίως ως μέσο ειρωνείας.
Το ποίημα αυτό μαζί τα: «Η πόλις» και «Τα παράθυρα» συνθέτουν μια ενότητα όπου ο ποιητής παρουσιάζει τις σκέψεις του για τον εγκλωβισμό που κυριαρχεί στη ζωή του.