Ο Φερντινάν ντε Σωσσύρ (Ferdinand de Saussure) (26 Νοεμβρίου, 1857 − 22 Φεβρουαρίου, 1913) ήταν Ελβετός γλωσσολόγος. Υπήρξε ιδρυτής της μοντέρνας γλωσσολογίας και του στρουκτουραλισμού.
Νεότητα και σπουδές
Ο Σωσσύρ, γεννημένος στη γαλλόφωνη Γενεύη, καταγόταν από οικογένεια με μεγάλη οικονομική άνεση και υψηλή πνευματική καλλιέργεια και ανάδειξη -μεταξύ των προγόνων του συγκαταλέγονται φυσικοί, γεωγράφοι, χημικοί, γεωπόνοι, φιλόσοφοι και συγγραφείς. Σε νεαρή ηλικία πήρε μαθήματα από τον Adolphe Pictet, συγγραφέα του βιβλίου Ινδοευρωπαϊκές ρίζες: δοκίμιο γλωσσικής παλαιοντολογίας, προς τον οποίο η εκτίμηση του διατηρήθηκε αμείωτη. Το 1872, ήδη, καταγίνεται με τη σύνταξη μελέτης με τίτλο: Δοκίμιο πάνω στις γλώσσες, όπου επιχειρεί να διατυπώσει ένα γενικό σύστημα του ανθρώπινου λόγου. Το 1875 εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, για να παρακολουθήσει Φυσική και Χημεία, αλλά τον επόμενο χρόνο εγκαταλείπει τις αρχικές σπουδές του και πηγαίνει στη Λειψία, όπου παρακολουθεί μαθήματα αρχαίας περσικής, αρχαίας ιρλανδικής, σλαβικής, λιθουανικής, καθώς και τα φροντιστήρια του Curtius για την αρχαία ελληνική. Εκεί, εκτός από τους δασκάλους του, όλους νεογραμματικούς, με τις απόψεις των οποίων δεν συμφωνεί πάντα, γνωρίζει τον αμερικανό γλωσσολόγο D. Whitney, ο οποίος τον επηρέασε σημαντικά.
Μεταξύ 1878 και 1879, συντάσσει τη διπλωματική του εργασία, με τίτλο: Mémoire sur le système primitif des voyelles dans les langues indoeuropéennes, πρωτότυπη μελέτη που προκάλεσε εντύπωση και τον καθιέρωσε από τότε ως διάσημο γλωσσολόγο. Στο έργο αυτό, ο Σωσσύρ μελετά τις πολλαπλές μορφές του ινδοευρωπαϊκού *a, οδηγείται όμως και στην αντιμετώπιση «του συστήματος των φωνηέντων στο σύνολό τους». Έτσι, εισάγει για πρώτη φορά και την έννοια του «συστήματος», εκτός βέβαια από το θεωρητικό αίτημα για έναν «συντελεστή ηχηρότητας» του ΙΕ *a, υπόθεση που επιβεβαιώθηκε αργότερα με την αποκρυπτογράφηση της Χεττιτικής και την μελέτη της από τον Kurylowicz. Αποτέλεσμα αυτού του τελευταίου επιτεύγματος υπήρξε η θεωρία των λαρυγγικών φωνημάτων της Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, η οποία μέχρι σήμερα κατέχει κεντρική θέση στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία.
Το 1880 δημοσιεύει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα Για τη χρήση της γενικής απόλυτης στη σανσκριτική, όπου υπογραμμίζει τη σημασία της σύνταξης, που είχε παραμεληθεί από τους γλωσσολόγους της εποχής, και αναπτύσσει τις βασικές έννοιες της σχέσης και της αντίθεσης, που προσδιορίζουν την αξία ενός γλωσσικού στοιχείου. Αναγορεύθηκε διδάκτορας «summa cum laude et dissertatione egregie».
Ακαδημαϊκή σταδιοδρομία
Ύστερα από την τετράχρονη παραμονή του στη Λειψία, εγκαθίσταται για ένα διάστημα στη Λιθουανία, όπου μελετά τη λιθουανική γλώσσα και δημοσιεύει εργασίες για τον επιτονισμό των βαλτικών γλωσσών. Από εκεί πηγαίνει κατευθείαν στο Παρίσι (Σεπτέμβριος 1880). Εκεί, παρακολουθεί μεταξύ άλλων τα Φροντιστήρια του M. Bréal, ο οποίος τον επόμενο χρόνο τού παραχωρεί ανεπιφύλακτα τη θέση του στην Ecole Pratique. O Σωσσύρ διδάσκει αρχικά τη γοτθική και την αρχαία γερμανική, αλλά σύντομα περιλαμβάνει στο πρόγραμμά του «συγκριτική γραμματική της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής» και λιθουανικά. Κατά την παρισινή περίοδό του, είχε μεταξύ άλλων μαθητές όπως ο Antoine Meillet, ο Γιάννης Ψυχάρης και ο Hubert Pernot.
To 1891, τον καλεί το Πανεπιστήμιο της Γενεύης, που είχε δημιουργήσει γι' αυτόν έδρα γλωσσολογίας, και εκεί ο Σωσσύρ περνά τα υπόλοιπα 22 χρόνια της ζωής του, ως καθηγητής της σανσκριτικής και των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από αφοσίωση στο διδακτικό έργο και περιορισμό των δημοσιεύσεών του. Στη «σιωπή» αυτή φαίνεται να τον οδήγησαν ο αποτυχημένος του γάμος και, κυρίως, η έλλειψη κατανόησης των συγχρόνων του. Δεν παύει ωστόσο να αναπτύσσει πλούσιο στοχασμό για τη γλώσσα, θέτοντας υπό αμφισβήτηση ολόκληρη τη γλωσσολογία του καιρού του και σχηματίζοντας το όραμα για μια επιστήμη ανεξάρτητη και οδηγητική των άλλων επιστημών του ανθρώπου. Τις πρωτοποριακές σκέψεις του σχεδίαζε αρχικά να τις καταγράψει σε ένα βιβλίο, το οποίο ωστόσο δεν γράφτηκε όσο ζούσε. Προλαβαίνει μόνο να εκθέσει αυτή του την απόπειρα σχηματοποίησης μιας »γενικής θεωρίας της γλώσσας» σε ένα μικρό κύκλο μαθητών στη Γενεύη, υπό μορφή Μαθημάτων Γενικής Γλωσσολογίας, κατά τα έτη 1906-1907, 1908-1909, 1910-11. Δυο χρόνια μετά την τελευταία σειρά διαλέξεων, το 1913, ο Σ. πεθαίνει προσβεβλημένος από καρκίνο. Οι σημειώσεις, ωστόσο, από τα «Μαθήματα» του Σωσσύρ εκδόθηκαν το 1916 από τους μαθητές του Ch. Bally και Alb. Sechehaye και αποτέλεσαν το ομώνυμο βιβλίο, που θεωρείται ιδρυτικό έργο της σύγχρονης γλωσσολογίας.
Τα Μαθήματα
Οι κυριότερες έννοιες που εισάγονται και αναπτύσσονται στα Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας είναι:
Η έννοια του συστήματος, δηλαδή η αντίληψη της γλώσσας ως ενός οργανωμένου συνόλου σχέσεων, όπου κάθε στοιχείο ορίζεται από τις διαφορές και τις αντιθέσεις τις οποίες αναπτύσσει με άλλα στοιχεία. Η έννοια αυτή είναι ταυτόσημη με την έννοια της δομής, που διατρέχει όλη τη νεότερη γλωσσολογία και αποτέλεσε πυρήνα ενός ολόκληρου φιλοσοφικού και επιστημονικού ρεύματος του 20ού αιώνα, του «δομισμού» ή στρουκτουραλισμού.
Το γλωσσικό σημείο, δηλαδή η σύναψη σημαίνοντος και σημαινομένου και, πιο συγκεκριμένα, ο συμβατικός ("αυθαίρετος") συνδυασμός δύο εσωτερικών/ψυχολογικών οντοτήτων, μιας ακουστικής εικόνας και μιας ιδέας (σημασίας).
Η διάκριση της langage (του γενικού φαινομένου της γλώσσας) σε langue (γλώσσα-σύστημα ή "λόγος") και parole (γλώσσα-εφαρμογή/εκδήλωση του συστήματος, "ομιλία").
Η διάκριση της συγχρονίας, δηλαδή της εξέτασης ενός γλωσσικού συστήματος σε ορισμένο χρόνο, από την διαχρονία, την εξέταση γλωσσικών στοιχείων εξελικτικά σε διαφορετικές περιόδους, και η προτεραιότητα για πρώτη φορά στη "συγχρονική" προσπέλαση -καθώς και στην προφορική γλώσσα.
Το φώνημα, δηλαδή ο φθόγγος ή η σειρά φθόγγων με διαφοροποιητικό για τη σημασία μιας λέξης ρόλο.
Η διάκριση ύλης (ή ουσίας) και μορφής στη γλώσσα -και η προτεραιότητα στη μορφή.
Η διάκριση συνταγματικών και συνειρμικών (ή, όπως ονομάζονται πλέον, παραδειγματικών) σχέσεων, των σχέσεων δηλαδή που αναπτύσσουν τα γλωσσικά στοιχεία κατά τον συνδυασμό τους στην ομιλία ("διαφορές") και των σχέσεων που αναπτύσσουν με άλλα στοιχεία στον άξονα επιλογής, λόγω της ένταξής τους σε ένα κοινό σύστημα/παράδειγμα ("αντιθέσεις", καθώς τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να αντι-τεθούν σε ένα δεδομένο περιβάλλον: π.χ. ένα φώνημα ορίζεται ως τέτοιο αν, αντι-τιθέμενο με άλλα φωνήματα στο ίδιο περιβάλλον, οδηγεί σε ένα διακριτό σημαίνον, δηλαδή σε λέξη με διαφοροποιημένη σημασία από όλες τις λέξεις που σχηματίζονται με οποιονδήποτε άλλο φθόγγο. Έτσι, το ελάχιστον ζεύγος /pό-s-a/ : /pό-z-a/ αποδεικνύει μια φωνημική αντίθεση μεταξύ των δύο αντιτιθέμενων στοιχείων, η οποία π.χ. δεν υπάρχει σε διάφορες τοπικές ποικιλίες των ιταλικών).
Η έννοια της γλωσσικής αξίας, του ιδιαίτερου δηλαδή ρόλου κάθε γλωσσικού στοιχείου σε ένα γλωσσικό σύστημα, βάσει των συνταγματικών και παραδειγματικών σχέσεων που αναπτύσσει.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.