Γεώργιος Βιζυηνός - Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου
Το διήγημα (περιοδικό Εστία 1883), αποτελεί ανάλυση κοινωνιολογική μιας ορθόδοξης ελληνικής οικογένειας που ζει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ”. Το απόσπασμα εντάσσεται στην πρώτη σκηνή του έργου.
Θέμα: Η τραγική ιστορία μιας μητέρας που περιέθαλψε για εφτά μήνες το φονιά του γιου της.
Σύντομη απόδοση περιεχομένου: Στην Κωνσταντινούπολη ο Γεώργιος συναντά μετά από αρκετά χρόνια τη μητέρα του και τον αδερφό του Μιχαήλο. Εκεί συναντούν μια οικογένεια Τούρκων, οι οποίοι θέλουν να ευχαριστήσουν τη μητέρα του συγγραφέα, επειδή είχε περιθάλψει για επτά μήνες τον γιο της Κιαμήλ. Αφού μαθαίνουμε πως βρέθηκε τραυματισμένος στα χέρια της μητέρας του αφηγητή, μαθαίνουμε την τραγική αλήθεια: Ο Κιαμήλ,προσπαθώντας να εκδικηθεί το θάνατο του αδελφοποιτού του που πέθανεστην ίδια ενέδρα, σκότωσε άθελά του τον Χρήστο, τον αδελφό τουσυγγραφέα! Ο Κιαμήλ συλλαμβάνεται και ο συγγραφέας στέλνει τη μητέρατου πίσω στο χωριό, χωρίς να της αποκαλύψει την αλήθεια. Τρία χρόνια αργότερα ο συγγραφέας επισκέπτεται το χωριό του και βρίσκει εκεί τον Κιαμήλ τρελό από τις τύψεις, να είναι υπηρέτης στο σπίτι της μητέρας του,χωρίς αυτή να ξέρει την αλήθεια για το φονιά του παιδιού της.
Τα πρόσωπα
Η μητέρα, που έχασε τον άντρα της το Μιχαλιό και το μεγαλύτερο γιο της, το Χρηστάκη. Είναι αξιοπρόσεκτη η ψυχολογική κατάσταση και η εκδικητική της μανία.
Ο Κιαμήλ, ο φονιάς που τελικά γίνεται πρόσωπο συμπαθητικό
Η μορφή της μητέρας του συγγραφέα και του Κιαμήλ αποκτούν διαστάσεις ηρώων αρχαίας τραγωδίας, μιας και η μητέρα αγνοεί το φονιά του γιου της και ο Κιαμήλ αρχικά αγνοεί ποιος ήταν το πραγματικό θύμα του. Η τραγικότητά τους έγκειται στο ότι αγνοούν την αλήθεια, αφού «θύτης» και«θύμα» δεν γνωρίζουν το δίχτυ της μοίρας στο οποίο έχουν παγιδευτεί.
Ο Γιωργής (ή το Γιωργί), ο αφηγητής της ιστορίας , έχει σημεία ταύτισης με το Γεώργιο Βιζυηνό: είναι ο μορφωμένος γιος που σπούδασε στην Ευρώπη και «επρόκοψε».
Ο μικρότερος αδελφός του Γιωργή, ο Μιχαήλος, που αφηγείται την ιστορία του Κιαμήλ.
ΑΦΗΓΗΣΗ : Έχουμε μίμηση. Ένας δραματοποιημένος αφηγητής αφηγείται την ιστορία, παράλληλα όμως η δική του «φωνή» διακόπτεται, για να παρατεθούν διάλογοι, όπως ακριβώς έγιναν στην πραγματικότητα. Αφηγείται σε α΄ πρόσωπο, κάτι που δίνει στην αφήγηση τη δύναμη της προσωπικής μαρτυρίας, ενώ με τους διαλόγους το έργο αποκτά ζωντάνια, παραστατικότητα, αμεσότητα και αντικειμενικότητα, αφού τα λόγια των ηρώων παρουσιάζονται όπως ειπώθηκαν.ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ενδοδιηγητικός ομοδιηγητικός. Μετέχει στην ιστορία, αλλά δεν είναι η δική του ιστορία αυτή που αφηγείται ούτε πρωταγωνιστεί έστω στο συγκεκριμένο απόσπασμα.
ΕΣΤΙΑΣΗ:Η εστίαση είναι εσωτερική. Ο αφηγητής παρουσιάζει τα γεγονότα όπως τα βλέπει, τα ζει και τα αντιλαμβάνεται καθώς ξετυλίγονται μπροστά του και με όσες γνώσεις διαθέτει για τα γεγονότα μέχρι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Εγκιβωτισμός :( η διακοπή της κανονικής ροής της αφήγησης για να παρουσιαστεί μια άλλη αφήγηση). Πρόκειται για μια ιστορία που ο ενδοδιηγητικός αφηγητής, ο οποίος γράφει με εσωτερική εστίαση, δεν μπορεί να τη γνωρίζει, αφού δεν ήταν παρών. Ο πιο κατάλληλος να την διηγηθεί είναι ο Μιχαήλος, αυτός που μετέφερε τον Κιαμήλ στο σπίτι τους και έζησε κάτω από την ίδια στέγη με αυτόν για 7 μήνες, που τον είδε άρρωστο και στα όρια της σχιζοφρένειας.
Πάλι με εσωτερική εστίαση, με μίμηση, δηλαδή συνδυασμό πρωτοπρόσωπης αφήγησης με διαλόγους αυτούσιους, αλλά και με γραμμική αφήγηση δίδεται και η ιστορία που αφηγείται ο Μιχαήλος. Και πάλι δηλαδή παρουσιάζεται η ιστορία όσο το δυνατόν πιο πιστά και αντικειμενικά.
Η αναδρομική αφήγηση του Μιχαήλου, περιέχει συνεχείς παρεκβάσεις Συνιστά επιβράδυνση, η οποία επιτείνει την αγωνία του αναγνώστη – και του ίδιου του αφηγητή! – κεντρίζει το ενδιαφέρον του, φωτίζει αθέατες πλευρές της ιστορίας, και με την αλλαγή της αφηγηματικής φωνής αποκτά το κείμενο και ποικιλία.
Μέσα στην εγκιβωτισμένη αφήγηση υπάρχουν προσημάνσεις και προοικονομία.
v ο γερο –Μούρτος, ο ιδιοκτήτης του χανιού διπλά στο οποίο κειτόταν ο Κιαμήλ, είπε στο Μιχαήλο: «…για να πας τη λοιμική σπίτι σου;». Και η λοιμική μπορεί να είναι η επιδημική ασθένεια, εδώ όμως τελικά είναι ο ίδιος ο θάνατος.
v Το μίσος και η απέχθεια του Χρηστάκη για τον Τούρκο Κιαμήλ, λειτουργούν ως προσήμανση του ρόλου που τελικά θα έπαιζε στη ζωή του ο Κιαμήλ. Σαν να τον προειδοποίησε το ένστικτό του γι’ αυτό το ρόλο.
v Προοικονομία: η τελευταία προσήμανση λειτουργεί και ως προοικονομία, αφού οι δύο αυτοί άνθρωποι δεν γνωρίστηκαν, οπότε εξηγείται το σφάλμα του Κιαμήλ, αφού ο Χρηστάκης έμοιαζε πολύ με το Χαραλάμπη, τον ταχυδρόμο που αντικατέστησε στην υπηρεσία και στο θάνατο (!).
«Πίσω από τις περιπέτειες μιας καλοστημένης αστυνομικής ιστορίας αναδύονται τελικά οι άνθρωποι με την τραγικότητά τους, πιασμένοι στο ίδιο δόκανο της μοίρας» (Μουλλάς)Το διήγημα κινείται στο χώρο της ηθογραφίας και περιέχει στοιχεία κοινωνικά και ψυχογραφικά. Τα πρόσωπα σκιαγραφούνται με ρεαλισμό,αληθοφάνεια και δραματικότητα μέσα από τους διαλόγους τους. Ο Βιζυηνός ζωγραφίζει με δεξιοτεχνία και αφηγηματική χάρη την τραγική αυτή κατάσταση, αποφορτίζοντάς την συνεχώς με κωμικά στοιχεία. Έτσι, το διήγημα αποτελεί μια λεπτή ισορροπία αντίθετων και συγκρουόμενων καταστάσεων.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός είναι ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες πεζογράφους. Εμφανίζεται σε μια εποχή που οι πεζογράφοι στρέφονται στην περιγραφή της υπαίθρου με στόχο τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού. Έτσι καλλιεργήθηκε το ηθογραφικό διήγημα. Ο Βιζυηνός όμως πήγε πιο πέρα και πρόσθεσε και αυτοβιογραφικά χαρακτηριστικά στο έργο του. Χαρακτηριστικά του έργου του είναι:
1) Αυτοβιογραφικός χαρακτήρας: το έργο του είναι αποκλειστικά σχεδόν βιωματικό (καταγραφές από την παιδική ηλικία, οι ήρωές του είναι συγγενικά του πρόσωπα, ο τόπος είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Αν. Θράκη)
2) Ψυχογραφικό αφήγημα: τον ενδιαφέρει η ανθρώπινη ψυχή και τα μυστικά της. Επισημαίνει πρώτος στα έργα του τις ψυχολογικές διαδικασίες των ηρώων (Π.χ επιθετικότητα, εκλογίκευση).
3) Λαογραφικά στοιχεία: συγκεντρώνει στοιχεία από τη ζωή των μικρών αγροτικών κοινωνιών και από την προφορική τους παράδοση (οι διάλογοι στα έργα του ακολουθούν το ιδίωμα της Θράκης).
4) Η γλώσσα: χρησιμοποιεί την αρχαϊζουσα γλώσσα που σε αρκετά σημεία είναι προσιτή, αποδεικνύοντας τη φιλολογική του παιδεία. Πρώτος χρησιμοποιεί την τοπική διάλεκτο της πατρίδας του στους διαλόγους.
5) Αφηγηματικές τεχνικές: - Χρησιμοποιεί την αφήγηση σε α΄ πρόσωπο. -Υπάρχουν αναδρομές στο παρελθόν που διασπούν τη γραμμική αφήγηση των γεγονότων. - Είναι αισθητή η θεατρικότητα των έργων του με τη συμμετοχή πολλών προσώπων, την εναλλαγή σκηνών και επεισοδίων. - Χρησιμοποιεί μικτό τρόπο αφήγησης (διήγηση +μίμηση).
Ερωτήσεις - απαντήσεις
Μέσα από το διάλογο αποκαλύπτονται οι χαρακτήρες των προσώπων και η σχέση και οι δεσμοί ανάμεσά τους. Να τους βρείτε και να παρακολουθήσετε πώς γίνεται αυτό.
Από τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στο απόσπασμα του διηγήματος κυριαρχεί η μητέρα του αφηγητή, ο χαρακτήρας της οποίας αποκαλύπτεται τόσο μέσα από το διάλογό της με τον αφηγητή όσο και στην εκτενέστερη σκηνή με τον αδερφό του αφηγητή, το Μιχαήλο. Η πρώτη εντύπωση που λαμβάνουμε για τη μητέρα είναι πως έχοντας βιώσει ανείπωτο πόνο από τη δολοφονία του γιου της, του Χρηστάκη, επιθυμεί πλέον, όσο τίποτε άλλο, να εκδικηθεί το φονιά του γιου της. Η μητέρα, μάλιστα, δε θέλει απλώς να τιμωρηθεί ο φονιάς, θέλει να βρίσκεται η ίδια εκεί όταν θα απαγχονίζεται ο φονιάς, ώστε να μπορέσει να τραβήξει με τα χέρια της το σχοινί που θα αφαιρέσει τη ζωή του. Η ανάγκη αυτή για εκδίκηση, βέβαια, δεν υποδηλώνει πως η μητέρα είναι ένας σκληρός άνθρωπος, δείχνει κυρίως την ένταση του πόνου που έχει υποστεί και την ανάγκη της να διοχετεύσει κάπου όλη αυτή την πίκρα. Η μητέρα του αφηγητή είναι πάνω απ’ όλα μια μητέρα που έχει χάσει το παιδί της και υποφέρει, όχι μόνο για το θάνατο του παιδιού της αλλά και γιατί γνωρίζει πως δεν στάθηκε ικανή να προστατέψει το γιο της, γι’ αυτό έστω και τώρα, θέλει να κάνει κάτι για το παιδί της, θέλει να συμμετάσχει στην τιμωρία του φονιά του.
Το βασικό επομένως στοιχείο που αντλούμε για το χαρακτήρα της μητέρας είναι η δίχως όρια αγάπη που αισθάνεται για τα παιδιά της, στοιχείο που ενισχύεται και μέσα από το διάλογο που έχει με τον άλλο της γιο, το Μιχαήλο, όταν ο αφηγητής απουσίαζε στο εξωτερικό και η μητέρα υπέφερε, μη γνωρίζοντας που βρίσκεται το παιδί της και αν είναι καλά στην υγεία του. Για άλλη μια φορά η μητέρα είναι ανήμπορη να βοηθήσει το παιδί της που λείπει κι αυτό την ωθεί σε μια αδιάκοπη προσπάθεια να μάθει νέα του, αλλά και να προσφέρει βοήθεια σε όποιον την έχει ανάγκη, με την ελπίδα ότι κάποιος άλλος, στα πλαίσια μιας συμπαντικής ισορροπίας, θα συντρέξει το παιδί της, όπου κι αν βρίσκεται αυτό. Η μητέρα ρωτά με αγωνία τους διαβάτες αν έχουν ακούσει κάτι για το γιο της και παράλληλα σπεύδει να βοηθήσει όποιον βρίσκεται σε ανάγκη, έστω κι αν αυτός είναι ένας Τούρκος. Από τον τρόπο, άλλωστε, που η μητέρα προσφωνεί και αντιμετωπίζει τον Κιαμήλη, συνειδητοποιούμε πως η αγάπη που έχει να προσφέρει, όχι μόνο στα παιδιά της, αλλά και στους συνανθρώπους της, είναι ανεξάντλητη.
Το επόμενο πρόσωπο που μπορούμε να διακρίνουμε είναι ο ίδιος ο αφηγητής, ο οποίος βλέποντας πόσο βασανίζεται η μητέρα του με σκέψεις και αισθήματα μίσους για το φονιά του αδερφού του, επιχειρεί να καθησυχάσει τις εκδικητικές της διαθέσεις μιλώντας της για την αξία της δημόσιας δικαιοσύνης και προσφέροντάς της μια πιο ψύχραιμη ματιά στο θέμα της εκδίκησης. Ο αφηγητής προβάλλει εδώ σαφώς πιο συγκρατημένος και με μεγαλύτερο έλεγχο στα συναισθήματά του, γεγονός που οφείλεται στις μακροχρόνιες σπουδές του που του επιτρέπουν να εκλογικεύει σε μεγαλύτερο βαθμό όσα αισθάνεται. Το κίνητρο του αφηγητή, βέβαια, για τις προσπάθειές του αυτές είναι η αγάπη που έχει για τη μητέρα του και η επιθυμία του να τη δει να ηρεμεί και να μην αφήνει το μίσος της για το δολοφόνο να ταράζει την ψυχή της.
Ο χαρακτήρας, πάντως, που διαγράφεται πιο ανάλαφρος και αποκαλύπτει μια ελαφρύτερη διάθεση απέναντι στα τραγικά γεγονότα που έπληξαν την οικογένεια του αφηγητή, είναι ο αδερφός του ο Μιχαήλος, ο οποίος μοιάζει πάντοτε έτοιμος να αστειευτεί και να γελάσει, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αγαπά λιγότερο την οικογένειά του. Ο Μιχαήλος ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής με χιούμορ, χρησιμοποιώντας τους αστεϊσμούς ως μηχανισμό άμυνας απέναντι στην πραγματικότητα που συχνά δείχνει το σκληρό της πρόσωπο στους ανθρώπους. Είναι πάντοτε έτοιμος να βρει την αστεία πλευρά των πραγμάτων και δε διστάζει να διακωμωδεί ακόμη και τις συμπεριφορές της μητέρας του, την οποία όμως σέβεται απόλυτα και δεν τολμά ποτέ να της αντιταχθεί.
Τέλος, ο Κιαμήλης και η μητέρα του, που στο απόσπασμα αυτό παρουσιάζονται σε μικρότερο βαθμό, βρίσκονται κοντά στην οικογένεια του αφηγητή για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους, αποδεικνύοντας πως η καλοσύνη και η ανθρωπιά δε γνωρίζουν φυλετικές διακρίσεις και φέρνουν τους ανθρώπους κοντά, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη εθνική τους κουλτούρα και θρησκεία.
Στην πρώτη σελίδα του αποσπάσματός μας ο συγγραφέας προσπαθεί να καθησυχάσει τη μάνα του. Γιατί δεν μπορεί να το πετύχει;
Η μητέρα του αφηγητή θέλει να εκδικηθεί το φονιά του γιου της, κι αν αυτό είναι δυνατό θέλει να συμμετέχει και η ίδια στον απαγχονισμό του, καθώς μόνο έτσι θα μπορέσει να καταλαγιάσει το μίσος που φουντώνει μέσα της για τον άνθρωπο που της στέρησε το παιδί της. Ο πόνος που αισθάνεται για το χαμό του παιδιού της θολώνει την κρίση της και ξυπνά μέσα της βίαιες διαθέσεις εκδίκησης και μια ασίγαστη ανάγκη να δει το δολοφόνο του παιδιού της να πληρώνει το τίμημα για το έγκλημα που διέπραξε. Παράλληλα, η μητέρα ίσως αισθάνεται και ενοχές που δεν ήταν εκεί να προστατέψει το παιδί της και που δεν μπόρεσε να αποτρέψει το χαμό του, καθώς οι γονείς είναι πάντοτε έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε για τα παιδιά τους και αισθάνονται απίστευτο πόνο όταν δεν τους δίνεται καν η ευκαιρία να προσπαθήσουν να σώσουν το παιδί τους, όταν συνειδητοποιούν πως κάποια γεγονότα βρίσκονται έξω από το δικό τους έλεγχο κι από τις δικές του δυνάμεις. Άλλωστε, η μητέρα του αφηγητή ένιωθε από την πρώτη στιγμή πως ο γιος της ο Χρηστάκης δεν έπρεπε να αναλάβει το ταχυδρομείο στη θέση του Χαραλάμπη και ενώ τότε προσπάθησε να τον αποτρέψει, τώρα ίσως σκέφτεται ότι θα έπρεπε να είχε επιμείνει περισσότερο στην άρνησή της.
Ποιον τρόπο ακολουθεί στην αφήγησή του ο αδελφός του συγγραφέα; Ποια είναι τα αποτελέσματα της μεθόδου αυτής;
Ο Μιχαήλος δίνει την αφήγησή του παραθέτοντας τους διαλόγους της μητέρας με τον περαστικό αλλά και με τον ίδιο, προσφέροντας έτσι στο διήγημα ζωντάνια, παραστατικότητα αλλά και τονίζοντας τη θεατρικότητα του κειμένου. Με τον αφηγηματικό αυτό τρόπο ο Μιχαήλος μας παρέχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε με λεπτομέρεια τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα της μητέρας, η οποία από την ανησυχία και τη στεναχώρια που έχει για το γιο της που λείπει στα ξένα, φτάνει σε ακραίες συμπεριφορές. Μέσα από τα λόγια της μητέρας αποκαλύπτεται η ένταση των συναισθημάτων της και γίνεται πλήρως αντιληπτός ο καημός της για τον ξενιτεμένο γιο της, ενώ παράλληλα μας παρουσιάζεται η μεγαλόψυχη στάση της απέναντι στον άρρωστο Κιαμήλη και εξηγείται πλέον η ευγνωμοσύνη που έχουν ο νεαρός Τούρκος και η μητέρα του προς τη μητέρα του αφηγητή.
Πώς κατορθώνει ο συγγραφέας να δημιουργήσει κωμική κατάσταση μέσα από την τραγικότητα του πληγωμένου Τούρκου;
Από τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στο απόσπασμα του διηγήματος κυριαρχεί η μητέρα του αφηγητή, ο χαρακτήρας της οποίας αποκαλύπτεται τόσο μέσα από το διάλογό της με τον αφηγητή όσο και στην εκτενέστερη σκηνή με τον αδερφό του αφηγητή, το Μιχαήλο. Η πρώτη εντύπωση που λαμβάνουμε για τη μητέρα είναι πως έχοντας βιώσει ανείπωτο πόνο από τη δολοφονία του γιου της, του Χρηστάκη, επιθυμεί πλέον, όσο τίποτε άλλο, να εκδικηθεί το φονιά του γιου της. Η μητέρα, μάλιστα, δε θέλει απλώς να τιμωρηθεί ο φονιάς, θέλει να βρίσκεται η ίδια εκεί όταν θα απαγχονίζεται ο φονιάς, ώστε να μπορέσει να τραβήξει με τα χέρια της το σχοινί που θα αφαιρέσει τη ζωή του. Η ανάγκη αυτή για εκδίκηση, βέβαια, δεν υποδηλώνει πως η μητέρα είναι ένας σκληρός άνθρωπος, δείχνει κυρίως την ένταση του πόνου που έχει υποστεί και την ανάγκη της να διοχετεύσει κάπου όλη αυτή την πίκρα. Η μητέρα του αφηγητή είναι πάνω απ’ όλα μια μητέρα που έχει χάσει το παιδί της και υποφέρει, όχι μόνο για το θάνατο του παιδιού της αλλά και γιατί γνωρίζει πως δεν στάθηκε ικανή να προστατέψει το γιο της, γι’ αυτό έστω και τώρα, θέλει να κάνει κάτι για το παιδί της, θέλει να συμμετάσχει στην τιμωρία του φονιά του.
Το βασικό επομένως στοιχείο που αντλούμε για το χαρακτήρα της μητέρας είναι η δίχως όρια αγάπη που αισθάνεται για τα παιδιά της, στοιχείο που ενισχύεται και μέσα από το διάλογο που έχει με τον άλλο της γιο, το Μιχαήλο, όταν ο αφηγητής απουσίαζε στο εξωτερικό και η μητέρα υπέφερε, μη γνωρίζοντας που βρίσκεται το παιδί της και αν είναι καλά στην υγεία του. Για άλλη μια φορά η μητέρα είναι ανήμπορη να βοηθήσει το παιδί της που λείπει κι αυτό την ωθεί σε μια αδιάκοπη προσπάθεια να μάθει νέα του, αλλά και να προσφέρει βοήθεια σε όποιον την έχει ανάγκη, με την ελπίδα ότι κάποιος άλλος, στα πλαίσια μιας συμπαντικής ισορροπίας, θα συντρέξει το παιδί της, όπου κι αν βρίσκεται αυτό. Η μητέρα ρωτά με αγωνία τους διαβάτες αν έχουν ακούσει κάτι για το γιο της και παράλληλα σπεύδει να βοηθήσει όποιον βρίσκεται σε ανάγκη, έστω κι αν αυτός είναι ένας Τούρκος. Από τον τρόπο, άλλωστε, που η μητέρα προσφωνεί και αντιμετωπίζει τον Κιαμήλη, συνειδητοποιούμε πως η αγάπη που έχει να προσφέρει, όχι μόνο στα παιδιά της, αλλά και στους συνανθρώπους της, είναι ανεξάντλητη.
Το επόμενο πρόσωπο που μπορούμε να διακρίνουμε είναι ο ίδιος ο αφηγητής, ο οποίος βλέποντας πόσο βασανίζεται η μητέρα του με σκέψεις και αισθήματα μίσους για το φονιά του αδερφού του, επιχειρεί να καθησυχάσει τις εκδικητικές της διαθέσεις μιλώντας της για την αξία της δημόσιας δικαιοσύνης και προσφέροντάς της μια πιο ψύχραιμη ματιά στο θέμα της εκδίκησης. Ο αφηγητής προβάλλει εδώ σαφώς πιο συγκρατημένος και με μεγαλύτερο έλεγχο στα συναισθήματά του, γεγονός που οφείλεται στις μακροχρόνιες σπουδές του που του επιτρέπουν να εκλογικεύει σε μεγαλύτερο βαθμό όσα αισθάνεται. Το κίνητρο του αφηγητή, βέβαια, για τις προσπάθειές του αυτές είναι η αγάπη που έχει για τη μητέρα του και η επιθυμία του να τη δει να ηρεμεί και να μην αφήνει το μίσος της για το δολοφόνο να ταράζει την ψυχή της.
Ο χαρακτήρας, πάντως, που διαγράφεται πιο ανάλαφρος και αποκαλύπτει μια ελαφρύτερη διάθεση απέναντι στα τραγικά γεγονότα που έπληξαν την οικογένεια του αφηγητή, είναι ο αδερφός του ο Μιχαήλος, ο οποίος μοιάζει πάντοτε έτοιμος να αστειευτεί και να γελάσει, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αγαπά λιγότερο την οικογένειά του. Ο Μιχαήλος ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής με χιούμορ, χρησιμοποιώντας τους αστεϊσμούς ως μηχανισμό άμυνας απέναντι στην πραγματικότητα που συχνά δείχνει το σκληρό της πρόσωπο στους ανθρώπους. Είναι πάντοτε έτοιμος να βρει την αστεία πλευρά των πραγμάτων και δε διστάζει να διακωμωδεί ακόμη και τις συμπεριφορές της μητέρας του, την οποία όμως σέβεται απόλυτα και δεν τολμά ποτέ να της αντιταχθεί.
Τέλος, ο Κιαμήλης και η μητέρα του, που στο απόσπασμα αυτό παρουσιάζονται σε μικρότερο βαθμό, βρίσκονται κοντά στην οικογένεια του αφηγητή για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους, αποδεικνύοντας πως η καλοσύνη και η ανθρωπιά δε γνωρίζουν φυλετικές διακρίσεις και φέρνουν τους ανθρώπους κοντά, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη εθνική τους κουλτούρα και θρησκεία.
Στην πρώτη σελίδα του αποσπάσματός μας ο συγγραφέας προσπαθεί να καθησυχάσει τη μάνα του. Γιατί δεν μπορεί να το πετύχει;
Η μητέρα του αφηγητή θέλει να εκδικηθεί το φονιά του γιου της, κι αν αυτό είναι δυνατό θέλει να συμμετέχει και η ίδια στον απαγχονισμό του, καθώς μόνο έτσι θα μπορέσει να καταλαγιάσει το μίσος που φουντώνει μέσα της για τον άνθρωπο που της στέρησε το παιδί της. Ο πόνος που αισθάνεται για το χαμό του παιδιού της θολώνει την κρίση της και ξυπνά μέσα της βίαιες διαθέσεις εκδίκησης και μια ασίγαστη ανάγκη να δει το δολοφόνο του παιδιού της να πληρώνει το τίμημα για το έγκλημα που διέπραξε. Παράλληλα, η μητέρα ίσως αισθάνεται και ενοχές που δεν ήταν εκεί να προστατέψει το παιδί της και που δεν μπόρεσε να αποτρέψει το χαμό του, καθώς οι γονείς είναι πάντοτε έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε για τα παιδιά τους και αισθάνονται απίστευτο πόνο όταν δεν τους δίνεται καν η ευκαιρία να προσπαθήσουν να σώσουν το παιδί τους, όταν συνειδητοποιούν πως κάποια γεγονότα βρίσκονται έξω από το δικό τους έλεγχο κι από τις δικές του δυνάμεις. Άλλωστε, η μητέρα του αφηγητή ένιωθε από την πρώτη στιγμή πως ο γιος της ο Χρηστάκης δεν έπρεπε να αναλάβει το ταχυδρομείο στη θέση του Χαραλάμπη και ενώ τότε προσπάθησε να τον αποτρέψει, τώρα ίσως σκέφτεται ότι θα έπρεπε να είχε επιμείνει περισσότερο στην άρνησή της.
Ποιον τρόπο ακολουθεί στην αφήγησή του ο αδελφός του συγγραφέα; Ποια είναι τα αποτελέσματα της μεθόδου αυτής;
Ο Μιχαήλος δίνει την αφήγησή του παραθέτοντας τους διαλόγους της μητέρας με τον περαστικό αλλά και με τον ίδιο, προσφέροντας έτσι στο διήγημα ζωντάνια, παραστατικότητα αλλά και τονίζοντας τη θεατρικότητα του κειμένου. Με τον αφηγηματικό αυτό τρόπο ο Μιχαήλος μας παρέχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε με λεπτομέρεια τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα της μητέρας, η οποία από την ανησυχία και τη στεναχώρια που έχει για το γιο της που λείπει στα ξένα, φτάνει σε ακραίες συμπεριφορές. Μέσα από τα λόγια της μητέρας αποκαλύπτεται η ένταση των συναισθημάτων της και γίνεται πλήρως αντιληπτός ο καημός της για τον ξενιτεμένο γιο της, ενώ παράλληλα μας παρουσιάζεται η μεγαλόψυχη στάση της απέναντι στον άρρωστο Κιαμήλη και εξηγείται πλέον η ευγνωμοσύνη που έχουν ο νεαρός Τούρκος και η μητέρα του προς τη μητέρα του αφηγητή.
Πώς κατορθώνει ο συγγραφέας να δημιουργήσει κωμική κατάσταση μέσα από την τραγικότητα του πληγωμένου Τούρκου;
Ο Μιχαήλος όταν αντικρίζει τον Κιαμήλη για πρώτη φορά, βλέπει έναν άνθρωπο που δεν έχει συνείδηση των πράξεών του, από τη μία να γλυκομιλά σ’ ένα βάτο και από την άλλη να απειλεί μια αγριαγκινάρα. Η εικόνα αυτή είναι βέβαια κωμική καθώς ο Μιχαήλος αγνοούσε την ιστορία του Κιαμήλη κι έβλεπε απλώς τις παραληρηματικές πράξεις ενός ανθρώπου, αλλά υποδηλώνει παράλληλα και την ένταση στην οποία βρισκόταν ο πληγωμένος Τούρκος, ο οποίος από τη μία εκδήλωνε την τρυφερότητα που αισθανόταν για την κοπέλα που αγαπούσε κι από την άλλη εξέφραζε το μίσος του για εκείνον που είχε σκοτώσει τον αδελφοποιτό του φίλο.
Με ποιες φράσεις, στις δυο τελευταίες σελίδες, προοικονομεί ο συγγραφέας ότι ο Κιαμήλης είναι ο φονιάς;
Ο συγγραφέας προοικονομεί το γεγονός ότι ο Κιαμήλης είναι ο φονιάς του Χρηστάκη, όταν μας αποκαλύπτει ότι οι δυο τους δε συναντήθηκαν ποτέ, καθώς ο Χρηστάκης απουσίαζε όταν έφεραν για πρώτη φορά τον Κιαμήλη στο σπίτι τους κι έπειτα όταν έμαθε για τον άρρωστο Τούρκο δεν παρουσιάστηκε καθόλου στο σπίτι και προτίμησε να μείνει σε μια θεία τους. «Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με τες πραμάτειες επάνω στ’ άλογο... Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κι έρριψε την κάπα του εις της θείας μας το σπίτι, στο Κρυονερό... Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιό μας.» Ο Χρηστάκης έμεινε μακριά από το σπίτι της οικογένειας για εφτά ολόκληρους μήνες, γεγονός που σημαίνει ότι ο Κιαμήλης δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να τον δει και να αντιληφθεί έτσι την τραγική ομοιότητα που υπήρχε ανάμεσα στο Χρηστάκη και το Χαραλάμπη.