Κώστας Καρυωτάκης «Ιδανικοί Αυτόχειρες»
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημία των τόπων.
Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πώς θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.
Το ποίημα Ιδανικοί Αυτόχειρες περιέχεται στη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες, που εκδόθηκε το 1927, κι έχει ενταχθεί στην ενότητα Σάτιρες.
Η σχεδόν τελετουργική προετοιμασία της αυτοκτονίας, που δίνεται απ’ τον ποιητή με παραστατικότητα ικανή να προκαλέσει την εντύπωση πως κι ο ίδιος έχει επιχειρήσει ή έστω έχει σκεφτεί πώς θα ήταν οι τελευταίες στιγμές ενός αυτόχειρα, δε φτάνει στην κορύφωση της τραγικότητας, καθώς η ένταση του ποιήματος υπονομεύεται απ’ τον καταληκτικό στίχο. Η βεβαιότητα που έχουν κατά βάθος οι «ιδανικοί» αυτόχειρες πως θ’ αναβάλουν την ύστατη στιγμή, αντιτάσσει τη ματαίωση της αυτοκτονίας στο όλο δραματικότητα και αποφασιστικότητα κλίμα της προετοιμασίας, δικαιώνοντας έτσι το ειρωνικό στοιχείο του τίτλου.
Οι ιδανικοί αυτόχειρες δεν είναι εν τέλει εκείνοι που βρίσκουν μέσα τους την απαιτούμενη δύναμη για να θέσουν τέρμα στη ζωή τους, αλλά εκείνοι που «παίζουν» με την ιδέα του θανάτου τους, χωρίς ωστόσο να έχουν το αναγκαίο ψυχικό σθένος για μια τόσο ακραία πράξη.
Ο ίδιος ο ποιητής, που θα δώσει τέλος στη ζωή του στις 21 Ιουλίου του 1928 στην Πρέβεζα, έχει ήδη από το χρόνο έκδοσης της τελευταίας του συλλογής αναμετρηθεί με την ιδέα του θανάτου∙ έχει αντιληφθεί ήδη πως ο φόβος του θανάτου, ο τελευταίος και πιο ισχυρός φόβος του ανθρώπου, είναι υπεύθυνος για την ταραχή και την πικρία που συχνά δηλητηριάζει τη ζωή και τη σκέψη των ανθρώπων και τους στερεί την πλήρη απόλαυσή της.
Ως προμετωπίδα της συλλογής του θα θέσει τους ακόλουθους στίχους από το De rerum natura του Λουκρήτιου: Et metus ille foras praeceps Acheruntis agendus funditus humanam qui vitam turbat ab imo. [Και πρέπει να διωχθεί μακριά, με το κεφάλι πρώτο, εκείνος ο φόβος του Αχέροντα (= του θανάτου), που συθέμελα ταράζει την ανθρώπινη ζωή από τα βάθη].
Ο φόβος του θανάτου είναι, βέβαια, όχι μόνο το στοιχείο που εμποδίζει συχνά τους ανθρώπους να χαρούν απόλυτα τη ζωή τους, αλλά και εντελώς αντίστροφα ο μόνος λόγος που κάποιοι άνθρωποι παραμένουν στη ζωή, καθώς δεν έχουν τη δύναμη να ξεπεράσουν αυτόν τον ύστατο φόβο και να κάνουν το πέρασμα στην ανυπαρξία. Κι είναι αυτοί οι άνθρωποι, οι άνθρωποι που δε φτάνουν την απελπισία τους ως το τέρμα, οι ιδανικοί αυτόχειρες που αναβάλουν την τελευταία στιγμή, οι οποίοι δέχονται την ειρωνεία του ποιητή.
Αναλυτικότερα
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
Η είσοδος στο μοναχικό σπίτι, η αναζήτηση των παλιών γραμμάτων, που έχουν καλά φυλαχθεί κι αποτελούν το μόνο στοιχείο επαφής με πρόσωπα του παρελθόντος αγαπημένα, η ήσυχη μελέτη με τις μνήμες να φέρνουν περισσότερο πόνο πια, και το τελευταίο σύρσιμο των βημάτων, ενδεικτικό κι αυτό της θλίψης και της παραίτησης, φέρνουν τους ιδανικούς αυτόχειρες στο σημείο που έχουν επιλέξει για να τερματίσουν τη ζωή τους.
Μια σειρά εικόνων που μας δίνει με τρόπο παραστατικό τις τελευταίες πράξεις, τις τελευταίες στιγμές, μιας «τραγωδίας» που φτάνει στο κλείσιμό της. Το ασύνδετο σχήμα των πρώτων στίχων προσδίδει ένα σταθερό ρυθμό κι επιτείνει την τραγική αίσθηση που εξ ορισμού έχει η τελευταία φορά που συμβαίνει σχεδόν οτιδήποτε στη ζωή ενός ανθρώπου, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν είναι η ίδια η ζωή που φτάνει στη τέλος της.
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημία των τόπων.
Ο ποιητής μεταφέροντας τα λόγια τους, τις τελευταίες πικρές σκέψεις της ζωής τους, παρουσιάζει με εξαίρετη λιτότητα όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την τραγικότητα της ζωής.
Το φριχτό γέλιο των ανθρώπων, η ακατανόητη κάποτε ευθυμία των άλλων ανθρώπων που έρχεται να τονίσει με μεγαλύτερη ένταση την απουσία χαράς, την έλλειψη κάθε εύθυμης διάθεσης στη ζωή του απελπισμένου ανθρώπου. Σε μια δεύτερη ανάγνωση, βέβαια, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων μπορεί να ιδωθεί ως ο χλευασμός ή διαρκής κριτική στάση των άλλων ανθρώπων που δε χάνουν την ευκαιρία να επισημάνουν, να στηλιτεύσουν και να φτάσουν μέχρι τη γελοιοποίηση κάθε μικρό ή μεγάλο ατόπημα, κάθε αβλεψία και κάθε ελάττωμα.
Τα δάκρυα, ο πόνος της ζωής που συναντά αργά ή γρήγορα κάθε άνθρωπο και τον συνοδεύει συχνά για μεγάλα διαστήματα, τρέποντας κάποτε τη ζωή του σ’ έναν δυσβάσταχτο αγώνα.
Ο ιδρώτας, ο καθημερινός μόχθος, η εργασία, πολλές φορές μη αρεστή ή ταιριαστή, που γίνεται κατ’ ανάγκη και επιτείνει την αίσθηση αλλοτρίωσης του ανθρώπου.
Η νοσταλγία των ουρανών, η κάποτε βιωμένη ευτυχία κι οι ευδαιμονικές στιγμές του παρελθόντος που βασανίζουν τον άνθρωπο, καθώς του υπενθυμίζουν στη δυστυχία του παρόντος πως η ευτυχία υπήρξε άλλοτε εφικτή, όσο κι αν τώρα μοιάζει τραγικά απρόσιτη.
Η ερημία των τόπων, η απουσία της ανθρώπινης εκείνης παρουσίας που θα σταθεί ικανή συντροφιά, άξιος συνοδοιπόρος, ιδανικός φίλος και συνομιλητής. Η απουσία συνάμα των στοιχείων εκείνων που θα συνέθεταν ένα περιβάλλον αρκούντως εμπλουτισμένο για να καλύψει τις ανησυχίες ενός ανθρώπου με προβληματισμούς και ενδιαφέροντα.
Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Οι τελευταίες εικόνες τυχαία συλλεγμένες με μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο∙ εικόνες που ως ένα βαθμό εκφράζουν και πράγματα που στερήθηκε ο ίδιος ο ποιητής. Η επαφή με τη φύση, διαρκής έλλειψη για έναν άνθρωπο των γραμμάτων, τα παιδιά, που δεν απέκτησε ο νεαρός ακόμη ποιητής, αλλά και ο ενδόμυχος θαυμασμός για τους χειρώνακτες, που βρίσκονταν πάντοτε στον αντίποδα της δικής του ζωής και ιδιοσυγκρασίας.
Κι ο ήλιος, το σταθερό σύμβολο της ζωής, που πρόκειται σε λίγο να δύσει για πάντα, ή καλύτερα να χαθεί για πάντα απ’ τα μάτια του μελλοντικού αυτόχειρα.
Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Μετά και την αποχαιρετιστήρια ματιά στον έξω κόσμο, πλησιάζει όλο και πιο πολύ η στιγμή που θα πρέπει να αναμετρηθούν με τον ίδιο τους τον εαυτό και ν’ ανακαλύψουν μια και καλή αν κρύβουν μέσα τους τη δύναμη εκείνη που θα τους φέρει στο τέρμα του δρόμου τους.
Το σημείωμα με τα τελευταία λόγια -που δεν είναι ποτέ αρκετά και δεν μπορούν να είναι ποτέ αρκετά- για τους ανθρώπους που θα μείνουν πίσω και θα προσπαθούν μέσα απ’ αυτά να καταλάβουν, να νιώσουν, να δικαιολογήσουν και το ανέφικτο εκείνο να παρηγορηθούν.
Ένα σημείωμα σύντομο, απλό και βαθύ, όπως ταιριάζει, αφού με τις λίγες του λέξεις θα πρέπει να είναι ικανό να εξηγήσει την πλέον δύσκολη και ακραία πράξη. Θα πρέπει, χωρίς περιττολογίες να εκφράσει το βαθύτερο όλων, το λόγο που ωθεί κάποιον να στερήσει την ίδια του ζωή, αλλά και την παρουσία του απ’ τη ζωή του άλλου ανθρώπου που αγαπά και προσμένει.
Ως εκ τούτου, το σημείωμα είναι κατ’ ανάγκη γεμάτο αδιαφορία, αφού με την ύστατη αυτή πράξη ο αυτόχειρας απαλλάσσει ίσως τον ίδιο απ’ τον πόνο μιας ανυπόφορης ζωής, φέρνει όμως έναν νέο πόνο δίχως παρηγοριά σ’ εκείνον που τον αγαπά.
Στο σημείωμα παρούσα κι η έννοια της συγχώρησης από τον άνθρωπο που πια αποχωρεί και θέλει να δώσει άφεση σε όποιον στάθηκε γι’ αυτόν πηγή πικρίας όσο ζούσε.
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πώς θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.
Το κοίταγμα στον καθρέφτη, η αναμέτρηση με τον εαυτό, και το κοίταγμα της ώρας, ως τελευταία, μάταιη προφανώς, συσχέτιση με τις συμβάσεις της κοινωνίας που πρόκειται να εγκαταλείψουν.
Είναι πια έτοιμοι να προχωρήσουν στην πράξη που θα θέσει οριστικά τέρμα σε ό,τι τους πλήγωσε, σε ό,τι κατέστησε τη ζωή τους ανυπόφορη, μα και πάλι διατηρούν την αμφιβολία μήπως αυτό που σκοπεύουν να κάνουν είναι λάθος, μήπως πρόκειται για μια τρέλα, για μια παρόρμηση. Κι είναι αυτή η αμφιβολία που συντηρεί τη βεβαιότητά τους πως δεν πρόκειται να φτάσουν ως το τέλος την αδιανόητη πράξη που σκηνοθέτησαν, προετοίμασαν και θέλησαν -ίσως ως παρηγοριά- να θέσουν σε κίνηση, έστω κι αν επρόκειτο να την αναβάλουν ύστερα, έστω κι αν επρόκειτο να τη ματαιώσουν.
Η ματαίωση έρχεται πάντοτε την ύστατη στιγμή, τη στιγμή εκείνη που ο άνθρωπος πρέπει να υπερνικήσει το φόβο του, που πρέπει να διώξει κάθε δισταγμό ή κάθε σκέψη και με μια κίνηση, κενή από τον οποιοδήποτε συλλογισμό, να προχωρήσει στο τελευταίο βήμα. Κι είναι μόλις μια στιγμή που χρειάζεται και αρκεί για την πραγμάτωση της αυτοχειρίας, μια στιγμή απαλλαγμένη από συναισθηματισμούς και σκέψεις, μια στιγμή απόλυτου θάρρους ή αδιανόητης απελπισίας.
Η αυτοκτονία του ποιητή, περίπου 10 μήνες μετά τη δημοσίευση αυτού του ποιήματος, έγινε ανά τα χρόνια αντικείμενο πολλών εικασιών και συζητήσεων. Ήταν η επιθυμία διαφυγής από μιαν ανίατη τότε ασθένεια, ήταν απόρροια της καταθλιπτικής φύσης του ποιητή ή αποτέλεσμα της απόγνωσής που του προκάλεσαν οι συνεχείς μεταθέσεις και αποσπάσεις, συνέπεια της σύγκρουσής του με το Μιχαήλ Κύρκο; Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να λάβει επί της ουσίας μια βέβαιη απάντηση, εντούτοις οι εφημερίδες της εποχής απέδωσαν την αυτοκτονία του Καρυωτάκη κυρίως στα προβλήματα που αντιμετώπιζε στον επαγγελματικό τομέα.
Η εφημερίδα Εστία δημοσιεύει στις 25/7/1928:
ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΔΙ’ ΑΣΗΜΑΝΤΟΝ ΑΦΟΡΜΗΝ
Ηυτοκτόνησεν προ ημερών βληθείς δια σφαίρας περιστρόφου εις την κροταφικήν χώραν ο υπάλληλος του υπουργείου Προνοίας Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η αυτοκτονία του ετηρήθη μυστική από την άτυχη μητέρα του, πάσχουσαν εκ σοβαρού καρδιακού νοσήματος.
Εις τα θυλάκια του αυτόχειρος ευρέθη επιστολή προς τους οικείους του, εν τη οποία θεωρεί υπεύθυνον του θανάτου του τον πρώην υπουργό της Προνοίας κ. Κύρκον. Κατά τον αυτόχειρα, ο κ. Κύρκος όχι μόνο δεν τον προήγαγε, αν και ήτο κάτοχος των υπό του Νόμου οριζομένων προσόντων, αλλά και τον μετέθεσε εις Πρέβεζαν. Από της ημέρας της μεταθέσεώς του είχε καταληφθή υπό μεγάλης μελαγχολίας, ήτις κατέληξεν εις την αυτοκτονίαν.
Στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ την επομένη της αυτοκτονίας του ποιητή δημοσιεύεται το ακόλουθο άρθρο:
ΗΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ ΧΘΕΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
ΑΠΗΝΗΣ ΚΑΤΑΔΙΩΞΙΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΦΗΜΟΥ ΚΙΡΚΟΥ
Ο κόσμος των γραμμάτων θρηνεί σήμερον ένα από τους εκλεκτοτέρους του αντιπροσώπους, ο οποίος έθεσε τέρμα εις την αθλίαν του ζωήν, τον ποιητήν Κ. Καρυωτάκην, αυτοκτονήσαντα υπό όλως τραγικάς συνθήκας. Υπάλληλος του Υπουργείου της Προνοίας, είχε την κακήν τύχην να μην είνε της αρεσκείας του πρώην υπουργού Κίρκου. Ο άνθρωπος αυτός, μη διστάζων προ ουδενός προκειμένου να ικανοποιήση τας κομματικάς αξιώσεις κάποιου φίλου του εποφθαλμιώντος την θέσιν του Κ. Καρυωτάκη, ο οποίος υπήρξε, κατά την κοινήν ομολογίαν, των κατά καιρούς προισταμένων του, υπόδειγμα υπαλλήλου σεμνού, μορφωμένου και εργατικού, τον μετέθεσε κατά την τελευταίαν τρίμηνον περίοδον της υπουργείας του εξ εν όλω φοράς, παρά την σχετικήν γνωμάτευσιν του ειδικού Συμβουλίου, γνωματεύσεως περί της εδώ τοποθετήσεώς του.
Ο Καρυωτάκης, σεμνός και καλός από χαρακτήρος, δεν διεμαρτυρήθη ποτέ κατά των συστηματικών αδικιών του Κίρκου, ο οποίος συν τοις άλλοις τον είχε παραλείψει και κατά τας τελευταίας προαγωγάς, ενώ είχε μιαν πενταετίαν εις τον αυτόν βαθμόν και ήτο δικηγόρος, προήχθησαν δε τελειόφοιτοι του Γυμνασίου με διετή μόνον υπηρεσίαν, προστατευόμενοι του κ. Κίρκου. Η λεπτή όμως και ποιητική του ψυχή εγέμισε πικρίαν και απογοήτευσιν, η οποία σιγά-σιγά τον έφερεν εις την απόγνωσιν που τον έκαμε να δώση τέρμα εις την ωραίαν και γεμάτη ελπίδας ζωήν του.
Εις την αυτοκτονίαν ο εκλεκτός ποιητής προέβη χθες εντός του δωματίου του, βληθείς δια σφαίρας περιστρόφου εις την κεφαλήν. Ο θάνατός του επήλθεν ακαριαίως. Εις τα θυλάκιά του ευρέθη επιστολή προς τους οικείους του, δια της οποίας εκθέτει τους λόγους της αυτοκτονίας του.
Αι διώξεις τας οποίας είχεν υποστή εις το Υπουργείον Προνοίας, τον είχον καταστήσει νευρασθενικόν.
Κατά την τελευταίαν του όμως μετάθεσιν (ή μάλλον απόσπασιν, διότι ο εν λόγω υπουργός μη δυνάμενος να τον τοποθετήση πλέον εκτός του Υπουργείου ένεκα της γνωματεύσεως του ειδικού συμβουλίου, τον απέσπασεν εις Πρέβεζαν), ο Καρυωτάκης παρουσιάσθη και εις τον Κίρκον και εις τους διαφόρους τμηματάρχας του Υπουργείου και παρά το ήθος του, διεμαρτυρήθη εντόνως. Αλλά και πάλιν ο υπουργός υπήρξεν ανένδοτος, γενόμενος ηθικός υπεύθυνος δια τον πρόωρον θάνατον του εκλεκτού ποιητού.