Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ (Gaius Iulius Caesar, 13 Ιουλίου 100 π.Χ. – 15 Μαρτίου 44 π.Χ.), γνωστός ως Ιούλιος Καίσαρας, ήταν Ρωμαίος πολιτικός, στρατηγός και αξιοσημείωτος συγγραφέας της λατινικής πεζογραφίας. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα που οδήγησαν στην κατάρρευση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και την άνοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Το 60 π.Χ., ο Καίσαρας, ο Μάρκος Λικίνιος Κράσσος και ο Πομπήιος σχημάτισαν πολιτική συμμαχία που κυριάρχησε στη ρωμαϊκή πολιτική για αρκετά χρόνια. Οι προσπάθειές τους να συγκεντρώσουν εξουσία βρήκαν αντίδραση εντός της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, στις τάξεις της οποίας ήταν ο Μάρκος Πόρκιος Κάτων με τη συχνή υποστήριξη του Μάρκου Τύλλιου Κικέρωνα. Οι νίκες του Καίσαρα στους Γαλατικούς Πολέμους, που ολοκληρώθηκαν το 51 π.Χ., επέκτειναν το έδαφος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας μέχρι τη Μάγχη και τον Ρήνο. Ο Ιούλιος Καίσαρας έγινε ο πρώτος Ρωμαίος στρατηγός που έχτισε γέφυρα στο Ρήνο και πραγματοποίησε την πρώτη εισβολή στη Μεγάλη Βρετανία.
Αυτά τα επιτεύγματα, του απέδωσαν απαράμιλλη στρατιωτική ισχύ και απείλησε να επισκιάσει το κύρος του Πομπήιου, ο οποίος επανευθυγραμμίστηκε με τη Σύγκλητο μετά τον θάνατο του Κράσσου το 53 π.Χ. Με τους Γαλατικούς πολέμους να έχουν ολοκληρωθεί, η Σύγκλητος διέταξε τον Καίσαρα να παραιτηθεί από τη στρατιωτική διοίκηση και να επιστρέψει στη Ρώμη. Ο Καίσαρας αρνήθηκε να υπακούσει στην εντολή και, αντιθέτως, επέδειξε την περιφρόνησή του το 49 π.Χ. όταν διέσχισε το Ρουβίκωνα με τη 13η λεγεώνα, αφήνοντας την επαρχία του και εισέρχοντας παράνομα στη ρωμαϊκή Ιταλία με στρατό. Το γεγονός οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο και η νίκη του Καίσαρα στον πόλεμο τον έβαλε σε μία ασυναγώνιστη θέση ισχύος και επιρροής.
Μέγας στρατηγός και χαρισματικός πολιτικός, ο Ιούλιος Καίσαρας άλλαξε τη μορφή του πολιτεύματος της Ρώμης ενώ με τις κατακτήσεις του έβαλε τις βάσεις της εξέλιξης του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αν και αριστοκρατικής καταγωγής, τάχθηκε με το μέρος της φιλολαϊκής παράταξης στη διαμάχη της με τη συγκλητική, κατέκτησε τη Γαλατία, ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Ιβηρικής χερσονήσου, εισέβαλε στη Βρετανία και ανέκοψε τις γερμανικές εισβολές. Όταν νίκησε τον μεγάλο αντίπαλό του Πομπήιο και επικράτησε οριστικά, κατάργησε ουσιαστικά τόσο τη συγκλητική όσο και τη λαϊκή κυριαρχία και επέβαλε το ηγεμονικό καθεστώς. Δολοφονήθηκε από τους οπαδούς της παλαιάς τάξης πραγμάτων αλλά οι αλλαγές που επέφερε και οι κατακτήσεις που έκανε διατηρήθηκαν για αιώνες.
Ήταν γόνος της Ιουλίας γενιάς, μιας από τις παλαιότερες και αριστοκρατικότερες της Ρώμης, που ανήγε την καταγωγή της στον Ασκάνιο (ή Ιούλο), γιο του Αινεία, γιου της Αφροδίτης. Παρά την προέλευσή της αυτή, η οικογένειά του ανήκε στην φιλολαϊκή παράταξη (populares). Ο Γάιος Μάριος είχε παντρευτεί την αδελφή του πατέρα του Καίσαρα, που ήταν συνεπώς εξάδελφος του Μάριου του Νεώτερου. Ο ίδιος δε ο Καίσαρ σε ηλικία 17 ετών[7] παντρεύτηκε την Κορνηλία, κόρη του Κίννα, που ήταν ο διάδοχος του Μάριου στην ηγεσία των φιλολαϊκών.
Νεαρότατος ονομάστηκε ιερέας του Δία, επί υπατείας Μαρίου και Κίννα (86 π.Χ.) Αλλά το 84 π.Χ., όταν ο ηγέτης της αριστοκρατικής παράταξης (optimates) Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας επιβλήθηκε ως δικτάτορας, απαίτησε από τον Καίσαρα να χωρίσει την Κορνηλία ως ένδειξη αποδοκιμασίας των φιλολαϊκών. Αυτός αρνήθηκε (είχε εν τω μεταξύ αποκτήσει μια κόρη, την Ιουλία) κι ο Σύλλας τον καθαίρεσε από το ιερατικό του αξίωμα, δήμευσε την περιουσία του και την προίκα της Κορνηλίας και τον συμπεριέλαβε στις προγραφές του. Ο Καίσαρ έζησε κρυπτόμενος για ένα διάστημα, ενώ αριστοκράτες συγγενείς του πίεζαν τον Σύλλα να δώσει χάρη «σ’ ένα παιδί». Ο Σύλλας αντιστεκόταν για μεγάλο διάστημα αλλά τελικά ενέδωσε λέγοντας «Ωραία λοιπόν! Αλλά να θυμάστε ότι ο άνθρωπος αυτός θα αποδειχθεί η καταστροφή της αριστοκρατικής παράταξης. Μέσα σ’ αυτόν τον Καίσαρα, υπάρχουν πολλοί Μάριοι».
Το στρατιωτικό του στάδιο το άρχισε ο Καίσαρ στην Ασία, στο επιτελείο του στρατηγού Μάρκου Θέρμου. Παρέμεινε για ένα διάστημα με αποστολή στο ανάκτορο του βασιλιά της Βιθυνίας Νικομήδη, και ακούστηκαν έντονες φήμες για ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών.
Το 78 π.Χ. πέθανε ο Σύλλας και ο Καίσαρ επέστρεψε στη Ρώμη προβλέποντας εξελίξεις. Αλλά μια εξέγερση των φιλολαϊκών υπό την ηγεσία του Μάρκου Αιμίλιου Λέπιδου κατεστάλη. Ο Καίσαρ δεν είχε συμμετοχή, ενήγαγε όμως αμέσως μετά τον Κορνήλιο Δολαβέλλα, άνθρωπο του Σύλλα, για καταπίεση των πόλεων της Ελλάδος. Δεν πέτυχε την καταδίκη του αλλά κέρδισε τη λαϊκή υποστήριξη για τις πολιτικές του θέσεις και τη ρητορική του.
Μέχρι να εκτονωθεί η κατάσταση, ο Καίσαρ έφυγε στη Ρόδο για να παρακολουθήσει τα μαθήματα ρητορικής του Απολλώνιου του Μόλωνα. Τον αιχμαλώτισαν όμως οι πειρατές που λυμαίνονταν τότε το Αιγαίο και ζήτησαν είκοσι τάλαντα για να τον ελευθερώσουν. Τους περιγέλασε, τους είπε ότι δεν ήξερε ποιον είχαν συλλάβει και όρισε σε πενήντα τάλαντα το ποσό των λύτρων του. Επί σαράντα μέρες έμεινε με τους πειρατές, τους φερόταν με περιφρόνηση, διέταζε να κάνουν ησυχία όταν αναπαυόταν, έγραφε ποιήματα, τους απήγγειλε λόγους και τους απειλούσε γελώντας ότι θα τους κρεμάσει όλους. Οι πειρατές γελούσαν με την αφέλειά του, αλλά όταν τα λύτρα ήρθαν κι ο Καίσαρ ελευθερώθηκε, εξόπλισε πλοία στη Μίλητο, συνέλαβε τους πειρατές και τους σταύρωσε όπως τους είχε υποσχεθεί. Ύστερα πήγε στη Ρόδο, άκουσε τα μαθήματα του Απολλώνιου, όπως προηγουμένως και ο Κικέρων, και μετά πέρασε στα μικρασιατικά παράλια που λεηλατούνταν από στρατεύματα του Μιθριδάτη, τα απώθησε έχοντας οργανώσει στρατό από ατάκτους και κράτησε τις πόλεις που υπέφεραν στη συμμαχία με τη Ρώμη.
Η αναρρίχηση
Το 68 εξελέγη ταμίας (quaestor) και στάλθηκε στην Ισπανία. Στα Γάδειρα (Κάδιξ) είδε στο ιερό του Ηρακλή τον ανδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αναφώνησε: «Στην ηλικία μου ο Αλέξανδρος ήταν κοσμοκράτορας, ενώ εγώ τίποτα που ν’ αξίζει δεν έκανα ακόμη», φράση που παρέμεινε ιστορική και δείχνει εξαιρετικά φιλόδοξο άνθρωπο. Κι όταν περνούσε από ένα φτωχό κι ολιγάνθρωπο χωριό των Άλπεων κ’ οι επιτελείς του αναρωτιόνταν γελώντας αν υπήρχαν κι εκεί φιλοδοξίες κι ανταγωνισμοί των δυνατών, ο Καίσαρ είπε : «Θα ήθελα να είμαι πρώτος σ’ αυτούς παρά δεύτερος στη Ρώμη».
Επέστρεψε στη Ρώμη πριν λήξει η θητεία του και έγινε ύποπτος συμμετοχής σε διάφορες συνωμοσίες. Το 65 εξελέγη αγορανόμος (aediles). Καλλώπισε το Forum (Αγορά), έδωσε θεάματα στον λαό και επανέφερε στο Καπιτώλιο τα τρόπαια του Μάριου, προς μεγάλην δυσαρέσκεια των αριστοκρατών. Το 63 ψήφισε στην Σύγκλητο -μόνος αυτός-κατά της θανατικής καταδίκης των συνενόχων του Κατιλίνα, στη συνωμοσία του οποίου υπήρχαν υπόνοιες ότι ήταν αναμεμιγμένος και ο ίδιος.
Την ίδια χρονιά εξελέγη μέγας αρχιερεύς (pontifex maximus) και έγινε ο παθητικός ήρωας ενός σκανδάλου : Η γυναίκα του Κορνηλία είχε πεθάνει και ο Καίσαρ ήταν τώρα παντρεμένος με την Πομπηία, εγγονή του Σύλλα, παρά την πολιτική του τοποθέτηση και τα όσα είχαν προηγηθεί με τον Σύλλα εξ αιτίας του πρώτου γάμου του Καίσαρα. Στο σπίτι του μεγάλου αρχιερέα, δηλ. του Καίσαρα αυτή τη χρονιά, γιορταζόταν κατά παράδοσιν τα «Μυστήρια της Αγαθής Θεάς», στα οποία απαγορευόταν να παρευρίσκεται άνδρας. Ο Πόπλιος Κλαύδιος Πούλχερ, ένας νεαρός αριστοκράτης, πλούσιος, θρασύς και λαοφιλής δεδομένου ότι είχε προσχωρήσει κι αυτός στην φιλολαϊκή παράταξη, μπήκε ντυμένος γυναικεία στο σπίτι του Καίσαρα, γιατί ήταν ερωτευμένος με την Πομπηία η οποία δεν τον έβλεπε αδιάφορα. Ανακαλύφθηκε όμως και το σκάνδαλο ξέσπασε.
Ο Καίσαρ έδιωξε την Πομπηία και δεν προέβη σε άλλη ενέργεια. Ένας δήμαρχος όμως άσκησε αυτεπάγγελτη δίωξη κατά του Κλαύδιου για τη βεβήλωση της τελετής και ο Καίσαρ κλήθηκε ως μάρτυς. Δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τίποτα για το θέμα κι ο δικαστής απορημένος τον ρώτησε, γιατί εν τοιαύτη περιπτώσει χώρισε τη γυναίκα του. Η απάντηση ήταν «Γιατί έχω την αξίωση ούτε υπόνοια να υπάρχει εναντίον της». Οι φιλολαϊκοί της Ρώμης θεώρησαν τη δίωξη του Κλαύδιου συγκλητική συνωμοσία με πρωτεργάτη τον Κικέρωνα που είχε προηγούμενα μαζί του, ο Κράσσος δωροδόκησε τους δικαστές και ο Κλαύδιος απηλλάγη.
Το 61 ο Καίσαρ διορίστηκε προπραίτωρ στην Ισπανία αλλά είχε δανειστεί υπέρογκα ποσά για τις δωροδοκίες των εκλογέων και για δώρα στις ερωμένες του, και οι δανειστές του ματαίωσαν την αναχώρησή του. Κατέφυγε για πολλοστή φορά στον Μάρκο Λικίνιο Κράσσο, ο οποίος είχε διαγνώσει τα προτερήματα του Καίσαρα και σκόπευε να τον χρησιμοποιήσει κατά του Πομπήιου. Ο Κράσσος ανέλαβε τα χρέη του Καίσαρα προς τους πιο απαιτητικούς δανειστές, κατέβαλε οκτακόσια τριάντα τάλαντα ως εγγύηση κι έτσι ο Καίσαρ μπόρεσε ν’ αναχωρήσει.
Στην Ισπανία ο Καίσαρ υπέταξε τις εγχώριες φυλές και κέρδισε την ευγνωμοσύνη των κατοίκων μειώνοντας τους τόκους των δανείων που είχαν συνάψει. Παράλληλα πλούτισε κι ο ίδιος και κέρδισε την αφοσίωση των στρατιωτών, που ωφελήθηκαν από τις εκστρατείες. Επιστρέφοντας από την Ισπανία επρόκειτο να τελέσει θρίαμβο, αλλά η Σύγκλητος όρισε την ημέρα του θριάμβου μετά τις υπατικές εκλογές στις οποίες ο Καίσαρ επρόκειτο να συμμετάσχει. Σύμφωνα με τους νόμους, ο θριαμβευτής στρατηγός έπρεπε να παραμείνει εκτός Ρώμης μέχρι την ημέρα του θριάμβου, ο δε υποψήφιος για την υπατεία έπρεπε να βρίσκεται σ’ αυτήν κατά την ημέρα της εκλογής. Ο Καίσαρ απαρνήθηκε τον θρίαμβό του και μπήκε στην πόλη ως ιδιώτης.
Μετά από ένα όργιο εξαγοράς ψήφων, ο Καίσαρ εξελέγη ύπατος για το έτος 59. Προ του κινδύνου να εκλεγεί και ο δεύτερος ύπατος από την φιλολαϊκή παράταξη, όπως είχε μεθοδεύσει ο Καίσαρ, οι αριστοκράτες δωροδόκησαν κι αυτοί τους εκλογείς, κι εξέλεξαν τον Μάρκο Βίβουλλο. Ακόμη κι ο περίφημος για την ηθική του ακεραιότητα Κάτων ο Νεώτερος ενέκρινε αυτή τη δωροδοκία «για τη σωτηρία της πολιτείας».
Εν τω μεταξύ είχε επιστρέψει το 60 από την Ανατολή ο Γναίος Πομπήιος, θριαμβευτής κι αυτός. Η Σύγκλητος έβλεπε με φόβο τη δημοτικότητα και τον πλούτο του με αποτέλεσμα να τον στρέψει -καθώς και τους κεφαλαιούχους που είχαν ευνοηθεί από τις εκστρατείες και τις συμφωνίες του- προς τους φιλολαϊκούς, παρά το ότι ο Πομπήιος υπήρξε συνεργάτης του Σύλλα και υποστηρικτής της συγκλητικής παράταξης. Καίσαρ, Κράσσος και Πομπήιος σχημάτισαν την Πρώτη Τριανδρία για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.
Ο Καίσαρ πρότεινε στη Σύγκλητο μέτρα που είχε προηγουμένως εισηγηθεί ο Πομπήιος και η Σύγκλητος τα είχε απορρίψει : Διανομή κρατικών γαιών σε 20.000 φτωχούς πολίτες (πολλοί από τους οποίους ήταν στρατιώτες του Πομπήιου) με τρία ή περισσότερα παιδιά, περιορισμό κατά ένα τρίτο της φορολογίας της Ασίας, επικύρωση των συμφωνιών του Πομπήιου στην Ανατολή. Η Σύγκλητος αντιδρούσε σε όλα και τότε ο Καίσαρ εισήγαγε τα νομοσχέδια στη λαϊκή συνέλευση (comitia centuriata). Ο Βίβουλλος αντέταξε βέτο το οποίο αγνοήθηκε, τα μέτρα ψηφίστηκαν και η βία κατά των αριστοκρατών ήταν συνεχής. Ο Κάτων φυλακίστηκε για λίγο επειδή μακρηγορούσε στη Σύγκλητο, ο Λούκουλλος απειλήθηκε με διωγμό, ο Κικέρων μετατάχθηκε στην τάξη των πληβείων και κάποιοι αριστοκρατικοί κατηγορήθηκαν για απόπειρα δολοφονίας του Πομπήιου. Ο Βίβουλλος έπαψε να προσέρχεται στη Σύγκλητο και ο Καίσαρ κυβερνούσε μόνος. Οι Ρωμαίοι έλεγαν για την περίοδο αυτή ειρωνικά: «Επί της υπατείας του Ιουλίου και του Καίσαρα…»
Στην υπατεία του αυτή ο Καίσαρ καθιέρωσε την πρώτη εφημερίδα, τα Acta Diurna, καταλόγους δηλαδή των συγκλητικών, των δημοσίων πράξεων και των γεγονότων, που αναρτούνταν στους τοίχους του Forum, και αποσκοπούσαν στον έλεγχο της Συγκλήτου από τον λαό.
Περί τα τέλη της υπατείας του, ανετέθη στον Καίσαρα η διοίκηση της Εντεύθεν και της Εκείθεν των Άλπεων Γαλατίας, δηλ. της Βόρειας Ιταλίας και της Νότιας Γαλλίας. Για να διατηρηθούν οι νομοθετικές ρυθμίσεις, η φιλολαϊκή παράταξη πέτυχε την εκλογή του Αύλου Γαβινίου και του Λεύκιου Καλπούρνιου Πείσωνα ως υπάτων το 58. Ο Καίσαρ έδωσε την κόρη του Ιουλία στον Πομπήιο κι ο ίδιος παντρεύτηκε την Καλπουρνία, κόρη του Πείσωνα. Ο Κάτων διαμαρτυρήθηκε έντονα : Ουκ ανεκτόν είναι γάμοις διαμαστροπευομένης της ηγεμονίας. Το χειρότερο από ηθικής απόψεως ήταν ότι με τις ευλογίες του Καίσαρα εξελέγη δήμαρχος ο Πόπλιος Κλαύδιος Πούλχερ, ο ύποπτος μοιχείας εις βάρος του.
Στη Γαλατία
Μέσα σε εννέα χρόνια ο Καίσαρ, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, κυρίευσε οκτακόσιες πόλεις, υποδούλωσε τριακόσια έθνη και πολέμησε με τριακόσιες μυριάδες εχθρών, εκ των οποίων τις εκατό εξόντωσε κι άλλες εκατό αιχμαλώτισε. Υπ’ όψιν ότι πηγή των πληροφοριών για τη δράση του Καίσαρα στη Γαλατία είναι το έργο του ίδιου του Καίσαρα Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού πολέμου (Commentarii de Bello Gallico).
Η Γαλατία είχε πλημμυρίσει από Ελβετούς που προσπαθούσαν να μεταναστεύσουν στο νοτιοδυτικό τμήμα της και από Γερμανούς υπό τον Αριόβιστο, που είχε εγκατασταθεί στην Φλάνδρα και απέβλεπε στην κατάκτηση όλης της χώρας. Ήταν μια κίνηση ανάλογη της Μεγάλης Μετανάστευσης των γερμανικών φύλων πέντε αιώνες αργότερα. Ο Καίσαρ νίκησε δύσκολα τους Ελβετούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους αποδεχόμενοι την κυριαρχία της Ρώμης.Συνέτριψε μετά τους Γερμανούς και ο Αριόβιστος πέθανε ύστερα από λίγο.
Ο Καίσαρ εγκατέστησε στη Γαλατία τη ρωμαϊκή εξουσία, για να την προστατέψει, όπως είπε, από τους Γερμανούς. Οι Γαλάτες αντέδρασαν κι ο Καίσαρ κατανίκησε διαδοχικά τις φυλές που αντιστέκονταν και ανήγγειλε στη Ρώμη την κατάκτηση της Γαλατίας. Η Σύγκλητος την ανακήρυξε ρωμαϊκή επαρχία.
Στη Ρώμη εν τω μεταξύ είχαν σημειωθεί ανακατατάξεις. Ο Κλαύδιος Πούλχερ, που επεδίωκε τα παραγκωνίσει τον Καίσαρα και τον Πομπήιο από την ηγεσία της φιλολαϊκής παράταξης και ηγούνταν συμμορίας ταραχοποιών, είχε φροντίσει να φύγει ο Κάτων ως ανθύπατος στην Κύπρο και είχε υποχρεώσει σε αυτοεξορία τον Κικέρωνα. Αλλά ο Πομπήιος πήρε το μέρος του τελευταίου, ο Κικέρων ανακλήθηκε, επανήλθε θριαμβευτικά το 57 και συντάχθηκε προσωρινά με τους φιλολαϊκούς. Επανήλθε και ο Κάτων και οι συντηρητικοί ενισχύθηκαν. Τα πνεύματα στη Ρώμη ήταν εναντίον του Καίσαρα. Ο ίδιος λέει ότι πολλοί ολιγαρχικοί ήταν σε συνεννόηση με τον Αριόβιστο. Ο Κικέρων άλλαξε και πάλι στρατόπεδο και το 56 πρότεινε την κατάργηση των αγροτικών νόμων του Καίσαρα.
Το 56 Καίσαρ Πομπήιος και Κράσσος συναντήθηκαν στη Λούκα και συμφώνησαν τα εξής : Ο Καίσαρ να παραμείνει άλλα πέντε χρόνια διοικητής της Γαλατίας• οι Πομπήιος και Κράσσος να είναι υποψήφιοι ύπατοι για το έτος 55• να τοποθετηθούν για πέντε χρόνια διοικητές της Ισπανίας ο Πομπήιος και της Συρίας ο Κράσσος. Ο Καίσαρ έστειλε άφθονο χρήμα στη Ρώμη και οι Πομπήιος και Κράσσος εξελέγησαν ύπατοι.
Το 55 δύο γερμανικές φυλές εισέβαλαν στη Βελγική Γαλατία. Ο Καίσαρ τις απώθησε ως τον Ρήνο και τις εξόντωσε, κατασκεύασε τεράστια γέφυρα, πέρασε σε γερμανικό έδαφος κι έκανε τον Ρήνο ασφαλές σύνορο της Γαλατίας.
Γύρισε πίσω στη Γαλατία κι αμέσως μετά εισέβαλε δύο φορές στη Βρετανία, νίκησε τον Κασσιβελαύνο κι έφτασε ώς τον Τάμεση. Οι Βρετανοί υποσχέθηκαν φόρο υποτέλειας κι ο Καίσαρ γύρισε στη Γαλατία, κατέστειλε μια τοπική εξέγερση και πέρασε πάλι στη Γερμανία. Τότε όμως ξέσπασε η μεγάλη επανάσταση των Γαλατών υπό τον Βερκιγγετόριγα. Ο Καίσαρ, αφού κινδύνεψε όσο ποτέ άλλοτε, πολιόρκησε τον Βερκιγγετόριγα στην Αλεσία και κατασκεύασε δύο ομόκεντρα χωμάτινα τείχη γύρω από την πόλη τοποθετώντας τις λεγεώνες του ενδιάμεσα, για ν’ αποκρούει τις επιθέσεις τόσο των πολιορκημένων όσο και των ενισχύσεων που έρχονταν. Τελικά οι ενισχύσεις των Γαλατών αποχώρησαν και η Αλεσία παραδόθηκε καθώς και ο Βερκιγγετόριξ που στάλθηκε σιδηροδέσμιος στη Ρώμη όπου αργότερα κόσμησε τον θρίαμβο του Καίσαρα και θανατώθηκε. Η Γαλατία υποτάχθηκε οριστικά στους Ρωμαίους. Ο Κικέρων παλινώδησε για μιαν ακόμη φορά και ύμνησε τις νίκες του Καίσαρα.
Ο Εμφύλιος πόλεμος
Το 54 η Ιουλία, κόρη του Καίσαρα και σύζυγος του Πομπήιου, πέθανε στη γέννα καθώς και το βρέφος. Την ίδια χρονιά, μετά τη λήξη της υπατικής θητείας Πομπήιου και Κράσσου, ο τελευταίος έφυγε στη Συρία, όπως είχε συμφωνηθεί. Σκοτώθηκε τον άλλο χρόνο πολεμώντας εναντίον των Πάρθων και το κεφάλι του έπαιξε τον ρόλο του Πενθέα σε μια παράσταση των «Βακχών» στην παρθική αυλή. Οι δεσμοί που συνέδεαν Καίσαρα και Πομπήιο είχαν σπάσει.
Ο Πομπήιος αρνήθηκε προτάσεις του Καίσαρα για νέες επιγαμίες, κράτησε τις λεγεώνες του στην Ιταλία αντί να τις οδηγήσει στην Ισπανία όπως είχε συμφωνηθεί, και επανήλθε φανερά στη συντηρητική παράταξη.
Η Ρώμη εν τω μεταξύ είχε καταντήσει πεδίο βίας και διαφθοράς. Όλες οι τάξεις και όλες οι παρατάξεις παρανομούσαν. Η οχλοκρατία βασίλευε. «Ο Τίβερις γέμισε από πτώματα πολιτών» έγραψε ο Κικέρων. Ο Κλαύδιος Πούλχερ δολοφονήθηκε από την αντίπαλη συμμορία του πομπηιανού Τίτου Άννιου Μίλωνα που είχε διατελέσει δήμαρχος το 57, και οι φτωχοί Ρωμαίοι του έκαναν λαμπρή κηδεία βάζοντας φωτιά στον Οίκο της Συγκλήτου.
Ο Πομπήιος αποκατέστησε την τάξη και η Σύγκλητος, κατά συμβουλή του Κάτωνα, τον ανακήρυξε «ύπατον μόνον», χωρίς δεύτερο ύπατο δηλαδή, για να προλάβει τη δικτατορία του. Το δικαίωμα που είχε παραχωρηθεί στον Καίσαρα να υποβάλει υποψηφιότητα για το αξίωμα του υπάτου ενώ απουσίαζε (in absentia), ανακλήθηκε. Προτάθηκε η αντικατάστασή του από τη διοίκηση της Γαλατίας και μόνο το βέτο των δημάρχων την απέτρεψε. Μία λεγεώνα που έθεσε στη διάθεση της Συγκλήτου για ν’ αποσταλεί κατά των Πάρθων, κρατήθηκε στην Ιταλία. Ύστερα η Σύγκλητος διακήρυξε ότι αν ο Καίσαρ δεν παραιτούνταν από τη διοίκηση της Γαλατίας μέχρι την 1η Ιουλίου του 49, θα θεωρούνταν εχθρός του κράτους. Ο Καίσαρ έκανε αντιπροτάσεις, προσθέτοντας όμως ότι αν απορρίπτονταν θα το θεωρούσε κήρυξη πολέμου. Τελικά, αν και μάλλον απρόθυμα, η Σύγκλητος διέταξε τον Πομπήιο «να φροντίσει να μη συμβεί κακό στο κράτος» έκφραση που σήμαινε δικτατορία και στρατιωτικό νόμο.
Εκτός νόμου πλέον ο Καίσαρ, με τη Σύγκλητο και τον Πομπήιο εναντίον του, ήξερε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να προχωρήσει. Οι δυνάμεις του ήταν μικρότερες μεν αλλά εμπειροπόλεμες, πειθαρχημένες και απόλυτα αφοσιωμένες. Στις 10 Ιανουαρίου του 49 πέρασε ένα μικρό ποταμό κοντά στο Ρίμινι, τον Ρουβίκωνα, λέγοντας την φράση «jacta alea est» (ο κύβος ερρίφθη).
Οι πόλεις της Ιταλίας τον δέχτηκαν με ενθουσιασμό και οι δυνάμεις του ενισχύθηκαν. Απαγόρευσε λεηλασίες και αντεκδικήσεις, έστειλε τους αιχμάλωτους πομπηιανούς αξιωματικούς στη Ρώμη και συμβιβαστικές προτάσεις προς όλους. Ο Πομπήιος τις απέρριψε και δήλωσε ότι θα θεωρούσε εχθρό του όποιον συγκλητικό δεν προσερχόταν στο στρατόπεδό του, ενώ ο Καίσαρ είχε πει ότι όποιος ήταν ουδέτερος ήταν φίλος του. Οι περισσότεροι συγκλητικοί έμειναν στη Ρώμη. Ο Πομπήιος όμως, που δεν είχε εμπιστοσύνη στο ετοιμοπόλεμο του στρατού του, έφυγε από τη Ρώμη στο Μπρίντιζι και πέρασε την Αδριατική. Σκόπευε να εξασκήσει τους στρατιώτες του και να διακόψει την τροφοδοσία της Ρώμης με τον ισχυρό στόλο του.
Ο Καίσαρ μπήκε στη Ρώμη στις 16 Μαρτίου του 49 ενώ ο στρατός του είχε μείνει εκτός πόλεως. Δεν υπήρξε αντίσταση αλλά η Σύγκλητος αρνήθηκε να τον ονομάσει δικτάτορα, να στείλει αντιπροσωπεία στον Πομπήιο για ειρήνευση και να του επιτρέψει τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος. Ο Καίσαρ είπε στους εχθρούς του στη Ρώμη ότι τους ήταν εύκολο να μιλούν, δύσκολο όμως να ενεργούν και ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τις τρεις στρατιές που οι πομπηιανοί είχαν οργανώσει στην Ελλάδα, την Αφρική και την Ισπανία.
Για να λύσει το επισιτιστικό πρόβλημα της Ρώμης κατέλαβε τη σιτοπαραγωγό Σικελία στην οποία βρισκόταν ο Κάτων. Αυτός έφυγε στην Αφρική όπου νίκησε τον στρατηγό του Καίσαρα που τον καταδίωξε. Ο ίδιος ο Καίσαρ πήγε στην Ισπανία για τον ίδιο λόγο και για να προλάβει επίθεση από τους πομπηιανούς της Ιβηρικής. Τους νίκησε και επιβλήθηκε σε όλη την χερσόνησο. Γυρίζοντας στην Ιταλία νίκησε ένα στρατό του Πομπήιου και αναδιοργάνωσε τη διοίκηση της Γαλατίας.
Η Σύγκλητος τον ονόμασε τώρα δικτάτορα αλλά αυτός παραιτήθηκε και αρκέστηκε να εκλεγεί ύπατος για το 48. Ανακάλεσε όλους τους εξόριστους εκτός από τον Τίτο Μίλωνα που είχε καταδικαστεί για τον φόνο του Κλαύδιου Πούλχερ και προχώρησε σε οικονομικές ρυθμίσεις που ικανοποίησαν τους πάντες πλην των ακραίων της λαϊκής παράταξης, που προσδοκούσαν διαγραφή των χρεών και αναδασμό της γης.
Στα τέλη του 49 πέρασε την Αδριατική με 60.000 στρατό. Ο στόλος που είχε μπορούσε να μεταφέρει μόνο 20.000 άντρες γι’ αυτό έγιναν τρεις διαδρομές. Αφού μετέφεραν τον Καίσαρα και τις πρώτες 20.000 των ανδρών, τα πλοία του ναυάγησαν επιστρέφοντας στην Ιταλία. Θέλοντας να μάθει γιατί καθυστερούσε το υπόλοιπο στράτευμα, ο Καίσαρ επιβιβάστηκε στις εκβολές του Αώου σ’ ένα μικρό πλοίο για να διαπλεύσει πάλι την Αδριατική. Ήταν χειμώνας, η θάλασσα τρικυμισμένη και το πλήρωμα απελπισμένο. Ο Καίσαρ είπε στον πλοίαρχο να μη φοβάται. «Καίσαρα φέρεις και την Καίσαρος Τύχην».
Τελικά υποχρεώθηκε να επιστρέψει στο στρατόπεδο της Απολλωνίας, αλλά ο Μάρκος Αντώνιος συγκέντρωσε νέο στόλο και πέρασε και τον υπόλοιπο στρατό. Ο Πομπήιος, ενώ κατείχε το ισχυρό Δυρράχιο με 40.000 στρατού καλά εφοδιασμένου, έκανε το σφάλμα να μη επιτεθεί στο πρώτο και εξουθενωμένο τμήμα του Καίσαρα. Τώρα αυτός έστειλε αντιπροσώπους και πρότεινε να παραιτηθούν κ’ οι δύο από τις διοικήσεις τους. Ο Πομπήιος δεν απάντησε. Ο Καίσαρ επετέθη αλλά αποκρούστηκε. Ο Πομπήιος δεν τον καταδίωξε και ο Καίσαρ είπε ότι ο αντίπαλός του δεν ξέρει να χρησιμοποιεί τις νίκες του. Ύστερα οπισθοχώρησε στη Θεσσαλία κι ανασυγκρότησε τον στρατό του. Ο Πομπήιος δεν άκουσε τη συμβουλή να επιστρέψει στην ανυπεράσπιστη Ιταλία και οι πατρίκιοι αξιωματικοί τον παρέσυραν να δώσει αποφασιστικό χτύπημα.
Η σύγκρουση έγινε στις 9 Αυγούστου του 48 στα Φάρσαλα. Ο Πομπήιος είχε 45.000 πεζούς και 7.000 ιππείς, ο Καίσαρ 22.000 πεζούς και χίλιους ιππείς. Ο Πλούταρχος λέει ότι Ρωμαίοι και Έλληνες που παρακολουθούσαν από μακριά τη μάχη, σκέπτονταν ότι κοντά ήταν η συμφορά που η αρχομανία και η πλεονεξία έφερνε. Αδελφοί εναντίον αδελφών, το άνθος και δύναμη της πόλης εναντίον του εαυτού της. Ο Καίσαρ διέταξε να μη θανατωθούν όσοι αντίπαλοι παραδίνονταν. Ειδική εντολή δόθηκε για τον Βρούτο : να μη σκοτωθεί σε καμιά περίπτωση και εάν μεν παραδοθεί, καλώς, ειδάλλως να τον αφήσουν να φύγει απείραχτος.
Η υπέρτερη ηγεσία, η καλύτερη εκπαίδευση και το ανώτερο ηθικό του στρατού του Καίσαρα επικράτησαν. Δεκαπέντε χιλιάδες πομπηιανοί σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν και 20.000 χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν. Ο Καίσαρ έχασε μόνο τριάντα εκατόνταρχους και διακόσιους στρατιώτες !
Ο Πομπήιος έφυγε στη Λάρισα κι από εκεί στη Μυτιλήνη, όπου του ζητήθηκε να παραμείνει. Οι Μυτιληναίοι του ζήτησαν να παραμείνει στο νησί αλλά ο Πομπήιος τους συνέστησε να υποταχθούν στον Καίσαρα γιατί ήταν επιεικής και ενάρετος.[57] Έφυγε μετά στην Αλεξάνδρεια. Ο Βρούτος έφυγε επίσης στη Λάρισα κι από εκεί έγραψε στον Καίσαρα. Χάρηκε αυτός που ο Βρούτος είχε σωθεί και τον συγχώρησε. Για χάρη του Βρούτου συγχώρησε και τον Κάσσιο.
Ο Καίσαρ απεδείχθη όντως επιεικής προς τους Έλληνες, που είχαν υποστηρίξει τον Πομπήιο. Μοίρασε τα αποθέματα σίτου του Πομπήιου στον πληθυσμό και είπε στους Αθηναίους όταν του ζήτησαν συγγνώμη : Πόσες φορές θα σας σώζει από την αυτοκαταστροφή η δόξα των προγόνων σας ;
Ο Πομπήιος έφτασε στην Αλεξάνδρεια όπου βασίλευε ο νεαρός Πτολεμαίος ΙΓ΄. Εκεί ο υπουργός του βασιλιά ευνούχος Ποθεινός τον δολοφόνησε, υπολογίζοντας στην ευγνωμοσύνη του Καίσαρα ο οποίος έφτασε σε λίγο.
Ο Καίσαρ στην Αίγυπτο
Σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα του, ο Πτολεμαίος ΙΓ΄ έπρεπε να παντρευτεί και να συμβασιλεύσει με την αδελφή του Κλεοπάτρα. Ο Ποθεινός όμως την είχε αναγκάσει να φύγει από την Αλεξάνδρεια, κ’ η συμπεριφορά του τώρα προς τον Καίσαρα ήταν εχθρική. Εχθρική επίσης ήταν η συμπεριφορά της ρωμαϊκής φρουράς που η Σύγκλητος είχε από πολύν καιρό εγκαταστήσει στην Αλεξάνδρεια, δεδομένου ότι η Αίγυπτος είχε περιέλθει στη σφαίρα επιρροής της Ρώμης.
Επιζητώντας τη συμμαχία της Κλεοπάτρας, ο Καίσαρ την κάλεσε στην Αλεξάνδρεια. Ένας υπηρέτης έφτασε φορτωμένος μ’ ένα κάλυμμα στρώματος, το άνοιξε στα πόδια του Καίσαρα κι εμφανίστηκε η Κλεοπάτρα.
Η εμφάνιση της Κλεοπάτρας επέσπευσε τις εξελίξεις. Ο Ποθεινός και ο στρατηγός Αχιλλάς αποφάσισαν την εξόντωση του Καίσαρα. Αυτός το πληροφορήθηκε και θανάτωσε τον Ποθεινό, ο Αχιλλάς όμως διέφυγε και πολιόρκησε τον Καίσαρα στα ανάκτορα βοηθούμενος από τη ρωμαϊκή φρουρά. Ο Καίσαρ μετέτρεψε τα ανάκτορα και το γειτονικό θέατρο σε φρούριο, έστειλε για ενισχύσεις στη Μ.Ασία και στη Ρόδο κι έκαψε τα πλοία του για να μη πέσουν στα χέρια των επαναστατών. Τότε κάηκε ένα μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας. Ο Καίσαρ κινδύνεψε σοβαρά πολλές φορές κατά τη διάρκεια αυτής της πολιορκίας κι ο Πτολεμαίος, πιστεύοντας ότι οι Αιγύπτιοι ήταν νικητές, διέφυγε από τα ανάκτορα αλλά από τότε δεν ξανάγινε λόγος γι’ αυτόν.
Όταν ήρθαν οι ενισχύσεις, ο Καίσαρ επιβλήθηκε και εγκατέστησε την Κλεοπάτρα στον θρόνο με συμβασιλέα τον νεώτερο αδελφό της Πτολεμαίο ΙΔ΄. Έμεινε εννέα μήνες στην Αίγυπτο, σαγηνευμένος από την Κλεοπάτρα, και η συμμαχία τους απέφερε πλην των άλλων και ένα γιο, τον Πτολεμαίο ΙΕ΄, τον αποκαλούμενο Καισαρίωνα.
Όταν έμαθε ότι ο γιος του Μιθριδάτη Φαρνάκης ενεργούσε κατά των Ρωμαίων στην Ασία, εξεστράτευσε εναντίον του τον Ιούνιο του 47, κινήθηκε με την ταχύτητα που τον χαρακτήριζε από την Αίγυπτο μέχρι τον Πόντο και νίκησε τον Φαρνάκη στη Ζέλα. Στη Ρώμη έγραψε «veni, vidi, vici» (ἦλθον, εἶδον, ἐνίκησα).
Η οριστική επικράτηση
Ο Καίσαρ γύρισε στην Ιταλία τον Σεπτέμβριο του 47. Στον Τάραντα τον υποδέχτηκε ο Κικέρων και του ζήτησε συγγνώμη που είχε ερωτοτροπήσει με τους πομπηιανούς πριν από τα Φάρσαλα. Ο Καίσαρ τους συγχώρησε όλους.
Έφτασε τον Οκτώβριο στη Ρώμη συνοδευόμενος από την Κλεοπάτρα, τον μικρό αδελφό, συμβασιλέα και σύζυγό της Πτολεμαίο ΙΔ΄ και τον Καισαρίωνα. Βρήκε τη Ρώμη σε εκρηκτική κατάσταση. Οι ακραίοι της φιλολαϊκής παράταξης πρότειναν νόμο περί κατάργησης των χρεών. Ο Μίλων είχε ανακληθεί από την αυτοεξορία του στη Μασσαλία και, στο πλευρό των λαϊκών τώρα, οργάνωνε στρατό στη νότιο Ιταλία και καλούσε τους δούλους να συμμετάσχουν στην εξέγερση. Στεφάνια στόλιζαν τον τάφο του Κατιλίνα. Τελικά ο Μάρκος Αντώνιος έπνιξε στο αίμα εκδήλωση ενόπλων της φιλολαϊκής παράταξης στο Forum με αποτέλεσμα 800 νεκρούς. Σε όλο αυτό το διάστημα οι στρατοί των πομπηιανών στην Αφρική υπό τον Κάτωνα και στην Ισπανία υπό τον Σέξτο Πομπήιο, γιο του μεγάλου Πομπήιου, είχαν ενισχυθεί. Ο Καίσαρ καταπράυνε τους populares καταργώντας και τους τελευταίους νόμους του Σύλλα και διαγράφοντας ορισμένους τόκους δανείων. Συγχρόνως θέλησε να καθησυχάσει τους συντηρητικούς. Διόρισε τον Βρούτο διοικητή της εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας, διαβεβαίωσε ότι δεν θα πειράξει την ιδιοκτησία και διέταξε να τοποθετηθούν στη Σύγκλητο τα αγάλματα του Σύλλα και του Πομπήιου.
Όταν ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει κατά της Αφρικής οι στρατιώτες του στασίασαν γιατί είχαν πολύν καιρό να πληρωθούν. Ο Καίσαρ στάθηκε ανάμεσά τους και τους είπε ότι απολύονται. Όσο για τα χρωστούμενα, είπε πως θα τα έπαιρναν στο ακέραιο όταν αυτός θα θριάμβευε στην Αφρική «μεθ’ ετέρων» στρατιωτών. Ντράπηκαν τότε οι στασιαστές, ζήτησαν συγγνώμη και τον παρακάλεσαν να τους κρατήσει. Ο Καίσαρ προσποιήθηκε τον ανένδοτο, αλλά τελικά ξεκίνησε μαζί τους για την Αφρική. Αποβιβαζόμενος παραπάτησε κι έπεσε μπρούμυτα. Αυτό θεωρούνταν κακό σημάδι, αλλά ο Καίσαρ διασκέδασε τον δεισιδαίμονα φόβο φωνάζοντας «Σε κρατώ γερά, Αφρική».
Στις 6 Απριλίου του 46 συναντήθηκε στη Θάψο με τις δυνάμεις των πομπηιανών. Στην πρώτη σύγκρουση νικήθηκε αλλά αντεπιτέθηκε και συνέτριψε τους αντιπάλους του. Η σφαγή ήταν φοβερή. Ο Κάτων διέφυγε στην Ιτύκη και, βλέποντας το μάταιο της περαιτέρω αντίστασης, συμβούλευσε τον γιο του κι όσους δεν ήθελαν να φύγουν, να υποταχθούν στον Καίσαρα. Ύστερα αποσύρθηκε στο δωμάτιό του, διάβασε τον Φαίδωνα του Πλάτωνα και βύθισε το ξίφος στα σπλάγχνα του.
Ο Καίσαρ γύρισε στη Ρώμη το φθινόπωρο του 46. Η τρομοκρατημένη Σύγκλητος τον ψήφισε δικτάτορα για δέκα χρόνια. Ο Καίσαρ πλήρωσε στους στρατιώτες πολύ περισσότερα απ’ όσα τους είχε υποσχεθεί, προσέφερε άρτον και θεάματα στον λαό, κ’ ύστερα εξεστράτευσε στην Ισπανία, όπου κατανίκησε και τον τελευταίο μεγάλο στρατό των οπαδών του Πομπήιου.
Η αποθέωση
Ο Καίσαρ είχε θριαμβεύσει σε όλα τα μέτωπα, αλλά η οικονομία της Ιταλίας ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Εκατό χρόνια εμφυλίων πολέμων είχαν καταστρέψει την παραγωγή, τα αγροκτήματα είχαν ερημωθεί, τα εισαγόμενα σιτηρά και οι χιλιάδες δούλοι του πολέμου που καλλιεργούσαν τα κτήματα των μεγάλων γαιοκτημόνων είχαν αναγκάσει τους χωρικούς να συσσωρευθούν στις πόλεις και ν’ αποτελέσουν ένα προλεταριάτο σε μόνιμο αναβρασμό. Οι πατρίκιοι τον εχθρεύονταν, έμεναν ασυγκίνητοι από την επιείκειά του, αδιαφορούσαν για τις προτάσεις του, κατέκριναν την παρουσία της Κλεοπάτρας στη Ρώμη, κι έβλεπαν ότι έφτανε η ώρα που θα γινόταν κάποιος αυτό που πάντοτε φοβόταν : βασιλιάς.
Η Σύγκλητος έπαψε φαινομενικά να αντιστέκεται. Το 44 τον ανακήρυξε ισόβιο δικτάτορα (dictator in perpetuum) και του επέτρεψε να φορά δάφνινο στεφάνι. Ήταν ύπατος, τιμητής, δήμαρχος, μέγας αρχιερεύς. Οι λαϊκές συνελεύσεις (comitia) ποδηγετούνταν από τον ίδιο ή τους υπαρχηγούς του αλλά ούτως ή άλλως ήταν μαζί του.
Αύξησε τον αριθμό των συγκλητικών από 600 σε 900 και εννοείται ότι οι νέοι συγκλητικοί ήταν άνθρωποι δικοί του. Εγκαινίασε τη γραφειοκρατική διοίκηση του απέραντου κράτους, κατάργησε τις συντεχνίες για ν’ αποτρέψει λαϊκές συσπειρώσεις εναντίον του, θέσπισε ότι δικαστές θα γίνονταν μόνο πατρίκιοι και ιππείς και δίκαζε συχνά ο ίδιος. Επινόησε νέα μέθοδο απογραφής του λαού, με αποτέλεσμα ο αριθμός αυτών που έπαιρναν δωρεάν σιτάρι από την πολιτεία να μειωθεί από 320.000 σε 150.000.
Μοίρασε κρατικές γαίες στους παλαίμαχους στρατιώτες και στους φτωχούς, απαγορεύοντας την πώληση τους πριν την παρέλευση εικοσαετίας. Όρισε ότι το ένα τρίτο των εργαζομένων στα αγροκτήματα έπρεπε να είναι ελεύθεροι. Έστειλε 80.000 πολίτες σε διάφορες χώρες ως αποίκους και εγκαινίασε ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα οικοδομών.Μείωσε τα χρέη, τους τόκους και τους φόρους. Αποκατέστησε τη σταθερότητα του νομίσματος κι όταν πέθανε υπήρχαν στο δημόσιο ταμείο 700 εκατομμύρια σηστέρτιοι και 100 εκατομμύρια στο ιδιαίτερο ταμείο του.
Παραχώρησε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη στους μορφωμένους ξένους που ζούσαν κι εργάζονταν στη Ρώμη και θέσπισε μέτρα υπέρ των πολυτέκνων. Καθιέρωσε πλήρη ανεξιθρησκεία και ανέθεσε στον Αλεξανδρινό Σωσιγένη να καταρτίσει νέο ημερολόγιο -το Ιουλιανό- γιατί το παλιό είχε χάσει κάθε επαφή με τις εποχές. Η Σύγκλητος έδωσε το όνομα της οικογένειάς του σε ένα μήνα.
Είχε κατά νουν πάμπολλα σχέδια πάσης φύσεως: διοικητικά, κατασκευαστικά, και βέβαια πολεμικά. Σχεδίαζε να τιμωρήσει τους Πάρθους για τον θάνατο του Κράσσου, να φτάσει στον Εύξεινο Πόντο και να κατακτήσει τη Γερμανία. Δεν πρόλαβε όμως.
Η αντίδραση
Ο Καίσαρ είχε συμπεριφερθεί με γενναιοψυχία στους ομότιμούς του μεν ταξικά, παραταξιακά όμως αντιπάλους του αριστοκράτες. Λίγους μόνο αξιωματικούς είχε καταδικάσει σε θάνατο, αυτούς που ενώ συγχωρήθηκαν μία φορά, έστρεψαν πάλι τα όπλα εναντίον του. Την αλληλογραφία του Πομπήιου και του Κάτωνα που βρήκε μετά τις ήττες τους στις σκηνές τους, την έκαψε χωρίς να την διαβάσει. Έστειλε την κόρη και τους εγγονούς του Πομπήιου στον Σέξτο ενώ βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Οι οπαδοί του είχαν καταστρέψει το άγαλμα του Πομπήιου στη Σύγκλητο κι αυτός το τοποθέτησε εκ νέου. Είχε δώσει ανώτερα αξιώματα στους πατρικίους και ανεχόταν τις ασταμάτητες κακολογίες τους.
Αλλά όταν κοινολογήθηκαν τα νέα του πολεμικά σχέδια κατά των Πάρθων κτλ., που ενθουσίασαν λαό και κεφαλαιούχους, οι αριστοκράτες κατάλαβαν ότι αυτό θα σήμαινε την οριστική πολιτική τους εξαφάνιση. Πριν ή, ακόμη πιο βέβαια, μετά, ο Καίσαρ θα γινόταν βασιλιάς.
Οι ενδείξεις ήταν πολλές. Μολονότι οι σχέσεις του Καίσαρα με τη σύζυγό του Καλπουρνία φαίνονταν αρμονικές, η Κλεοπάτρα ήταν πάντα στη Ρώμη με τον (πιθανολογούμενο) γιο τους Καισαρίωνα και φημολογούνταν ότι σκόπευε να την παντρευτεί και να μεταφέρει την πρωτεύουσα στην Αλεξάνδρεια. Είχε στήσει το άγαλμά του στο Καπιτώλιο, δίπλα στα αγάλματα των αρχαίων βασιλέων της Ρώμης. Τα νομίσματα έφεραν τη μορφή του -σκάνδαλο- και τα ρούχα του ήταν από πορφύρα. Όταν οι δήμαρχοι έβγαλαν από το άγαλμά του το στέμμα που είχαν βάλει φίλοι του, τους καθαίρεσε. Κι όταν η Σύγκλητος τον επισκέφθηκε στον ναό της Αφροδίτης, αυτός δεν σηκώθηκε. Είπαν βέβαια κάποιοι ότι είχε κρίση επιληψίας ή διάρροιας την ώρα εκείνη, αλλά τα σημεία ήταν σαφή. Και στις 15 Φεβρουαρίου του 44, στη γιορτή των Λουπερκαλίων, ο Μάρκος Αντώνιος, ύπατος την χρονιά εκείνη, τρεις φορές προσπάθησε να βάλει το βασιλικό στέμμα στο κεφάλι του Καίσαρα. Βέβαια ο Αντώνιος ήταν μεθυσμένος ως συνήθως, και ο Καίσαρ απομάκρυνε και τις τρεις φορές το στέμμα, αλλά ψίθυρος αποδοκιμασίας διέτρεξε το πλήθος και οι πατρίκιοι αναθάρρησαν. Η αντίδραση υπέβοσκε.
Ο Κικέρων ξέχασε πάλι τα καλά λόγια που έγραφε τελευταία για τον Καίσαρα κι έγραψε τώρα ένα έπαινο για τον Κάτωνα. Ο Καίσαρ, που δεν είχε απατηθεί και πίστευε ότι ο Κικέρων τον μισούσε από τα βάθη της καρδιάς του, αρκέστηκε στον Αντικάτωνα. Αλλά η γραφίδα δεν είναι σπαθί κι ο Κικέρων αναδείχτηκε νικητής. Ο Καίσαρ θαυμάστηκε μόνο για την ανεκτικότητά του.
Η συνωμοσία. Βρούτος
Ο Γάιος Κάσσιος, υπαρχηγός του Κράσσου στην Παρθία και ήρωας εκείνου του πολέμου θεωρούμενος, ήταν αυτός που οργάνωσε τη συνωμοσία κατά του Καίσαρα. Μεταξύ των συνωμοτών ο Πόπλιος Σερβίλιος Κάσκας, ο αδελφός του Γάιος Σερβίλιος, ο Λεύκιος Τίλλιος Κίμβρος, ο Δέκιμος Βρούτος και άλλοι. Επιφανέστερος όλων ήταν ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος.
Ο Βρούτος ανήγε την καταγωγή του στον θρυλικό Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο, που έδιωξε τον βασιλιά Ταρκύνιο τον Υπερήφανο πριν από 450 χρόνια, εγκαθίδρυσε το αβασίλευτο πολίτευμα της Ρώμης, και θανάτωσε τους δύο του γιους επειδή αναμείχθηκαν σε συνωμοσία για την επαναφορά της βασιλείας. Η μητέρα του Βρούτου Σερβιλία ήταν ετεροθαλής αδελφή του Κάτωνα και η δεύτερη γυναίκα του Πορκία κόρη του Κάτωνα. Μεγάλη λοιπόν αντιμοναρχική παράδοση βάραινε τους ώμους του.
Σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα, έγραψε μια πραγματεία περί ηθικής, ήταν πάντοτε συνοφρυωμένος και σιωπηλός, και θεωρούνταν υπόδειγμα αρετής. Αλλά θεωρούνταν και γιος του Καίσαρα.
Η ερωτική σχέση του Καίσαρα με τη μητέρα τού Βρούτου Σερβιλία κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης του Βρούτου αμφισβητήθηκε από ορισμένους συγγραφείς αλλά ο Σουητώνιος είναι κατηγορηματικός : «Ο Καίσαρ αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα τη Σερβιλία, μητέρα του Βρούτου». Ο δε Πλούταρχος είναι ακόμη πιο κατηγορηματικός και δίνει λεπτομέρειες. Η δε άποψη των αρχαίων συγγραφέων ενισχύεται από την φροντίδα του Καίσαρα για τον Βρούτο που είδαμε κατά τη μάχη των Φαρσάλων, και από την εν συνεχεία προώθησή του σε αξιώματα, με τελευταίο αυτό του πραίτωρα.
Η ψυχολογική κατάσταση του Βρούτου ήταν δεινή. Η οικογενειακή παράδοση τον βάραινε αφόρητα. Όταν πήγαινε στο πραιτώριο έβρισκε στο άγαλμα του μεγάλου προγόνου του Λεύκιου Βρούτου επιγραφές που έλεγαν : «Κοιμάσαι, Βρούτε» και «Δεν είσαι Βρούτος». Υπήρχε επίσης το μίσος προς τον διαφθορέα της μητέρας του -που τον είχε κάνει κάνει να μη ξέρει αν είναι ένας Βρούτος ή ένας νόθος- και, όπως διαδιδόταν, και της αδελφής του. Ο Κάσσιος θεώρησε απαραίτητη τη σύμπραξη του Βρούτου, κατόρθωσε να τον παροξύνει και τον μύησε στη συνωμοσία.
Όταν φημολογήθηκε ότι στις Ειδούς του Μαρτίου (15 του μηνός) ο Λεύκιος Κόττας θα πρότεινε στη Σύγκλητο να γίνει ο Καίσαρ βασιλιάς γιατί ήταν γραμμένο στα Σιβυλλικά βιβλία πως μόνο βασιλιάς θα νικούσε τους Πάρθους, οι συνωμότες αποφάσισαν να δράσουν.
Η δολοφονία
Λίγες μέρες νωρίτερα ο οιωνοσκόπος Σπουρίννας είχε πει στον Καίσαρα να φυλάγεται από τις Ειδούς του Μαρτίου. Το βράδυ της 14ης σε συγκέντρωση φίλων στο σπίτι του, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το ποιος θάνατος είναι ο καλύτερος. «Ο απροσδόκητος», ήταν η γνώμη του Καίσαρα. Το πρωί της 15ης η Καλπουρνία τον παρακάλεσε να μη πάει στη Σύγκλητο εκείνη την ημέρα γιατί είχε δει στον ύπνο της ότι τον κρατούσε στην αγκαλιά της σφαγμένο. Οι ιερείς ήρθαν και είπαν ότι οι οιωνοί ήταν απαίσιοι. Αλλά ο εκ των συνωμοτών Δέκιμος Βρούτος περιγέλασε γυναίκες και ιερείς κι έπεισε τον Καίσαρα να μεταβεί τη Σύγκλητο, έστω για ν’ αναβάλει τη συνεδρίαση.
Ενώ προχωρούσαν, είδε ο Καίσαρ τον οιωνοσκόπο και τον ειρωνεύτηκε : «Οι Ειδοί του Μαρτίου ήρθαν». Ο Σπουρίννας απάντησε «Ναι, ήρθαν, αλλά δεν πέρασαν». Στην πορεία τους το πλήθος που συνωστιζόταν γύρω από τον Καίσαρα ήταν μεγάλο. Πολλοί του έδιναν αιτήσεις και αναφορές που ύστερα τις παραλάμβαναν οι ακόλουθοί του. Ο Έλληνας σοφιστής Αρτεμίδωρος ο Κνίδιος, που είχε σχέσεις με ανθρώπους του περιβάλλοντος του Βρούτου και είχε μάθει για τη συνωμοσία, πλησίασε πολύ κοντά και του έδωσε ένα σημείωμα λέγοντας «Διάβασέ το αυτό, Καίσαρ, ο ίδιος και γρήγορα. Λέει για σπουδαία πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν». Ο Καίσαρ προσπάθησε να το διαβάσει αλλά οι εκδηλώσεις του πλήθους ήταν τόσες που δεν μπόρεσε. Μπήκε στη Σύγκλητο κρατώντας το σημείωμα ενώ ο Δέκιμος Βρούτος συγκράτησε τον Μάρκο Αντώνιο στην είσοδο σε μια παρατεινόμενη συζήτηση για σοβαρό, δήθεν, θέμα.
Όταν ο Καίσαρ κάθισε στο έδρανό του, οι συνωμότες τον περικύκλωσαν προφασιζόμενοι ικεσίες για την ανάκληση του εξόριστου αδελφού του Τίλλιου Κίμβρου. Ο Καίσαρ αρνούνταν σε έντονο ύφος και τότε ο Κίμβρος του τράβηξε προς τα κάτω την τήβεννο. Ήταν το σύνθημα. Πρώτος ένας από τους Κάσκες τον κτύπησε στον αυχένα αλλά η πληγή δεν ήταν σοβαρή. Ο Καίσαρ προσπάθησε ν’ αντισταθεί αλλά όπου κι αν στρεφόταν έβλεπε τα γυμνά σπαθιά των συνωμοτών, ενώ οι άλλοι συγκλητικοί παρακολουθούσαν με βουβή φρίκη. Τον χτύπησαν όλοι για να έχουν όλοι συμμετοχή στον φόνο, κι όταν είδε και τον Βρούτο να ορμά εναντίον του είπε στα Ελληνικά «Και συ, τέκνον ;» και σκέπασε το κεφάλι του με την τήβεννο. Δέχτηκε είκοσι τρία χτυπήματα και κατέρρευσε στη βάση του αγάλματος του Πομπήιου.
Τα μετέπειτα
Ο λαός της Ρώμης εξεγέρθηκε κατά των δολοφόνων, αλλά ο Αντώνιος, κύριος πλέον της κατάστασης, φάνηκε συγκρατημένος, δέχθηκε την πρόταση του Κικέρωνα για χορήγηση γενικής αμνηστίας και συμφώνησε να δοθούν στον Βρούτο και στον Κάσσιο διοικήσεις επαρχιών. Η Σύγκλητος συγκατατέθηκε σε όλα αλλά κάλεσε επιπροσθέτως τον Οκταβιανό (Γάιος Οκτάβιος, ο μετέπειτα Αύγουστος) μικρανεψιό, θετό γιο και κληρονόμο του Καίσαρα σύμφωνα με τη διαθήκη του.
Ο Αντώνιος, ο Οκταβιανός και ο Λέπιδος συγκρότησαν τη Δεύτερη Τριανδρία, η οποία συγκρούστηκε με τους δολοφόνους του Καίσαρα, που είχαν εν τω μεταξύ ισχυροποιηθεί στην Ανατολή. Στους Φιλίππους (42 π.Χ.) Βρούτος και Κάσσιος νικήθηκαν και αυτοκτόνησαν, με τα ίδια εκείνα ξίφη με τα οποία είχαν σκοτώσει τον Καίσαρα.
Ακολούθησε διανομή του κράτους. Ο Αντώνιος πήρε την Αίγυπτο, ταύτισε την τύχη του μ’ αυτήν της Κλεοπάτρας, και τελικά ήρθε σε ρήξη με τον Οκταβιανό. Στη ναυμαχία του Ακτίου ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα νικήθηκαν (31 π.Χ.) και αυτοκτόνησαν τον επόμενο χρόνο, και ο Οκταβιανός έγινε μονοκράτορας.
Αποτίμηση
Ο πολιτικός
Ο Καίσαρ είχε φτάσει στο συμπέρασμα ότι το κράτος (res publica) δεν ήταν τίποτα, ένα όνομα μόνο χωρίς σώμα ή μορφή. Ήδη από την εποχή της επικράτησής του η παραδοσιακή μορφή του ρωμαϊκού πολιτεύματος, η συγκλητική κυριαρχία των ευγενών με τα δημοκρατικά στοιχεία που περιείχε, είχε καταργηθεί. Ο αριστοκράτης Καίσαρ κυριάρχησε της Συγκλήτου των αριστοκρατικών και ο αρχηγός της φιλολαϊκής παράταξης Καίσαρ κατέπνιξε τις φωνές των ομοϊδεατών του. Κι όλα αυτά παρά τη διατήρηση των θεσμών και τις φροντίδες του για τον λαό. Η δολοφονία του δεν έσωσε καμιάν από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Μετά από δεκαπέντε χρόνια εμφυλίων πολέμων εγκαθιδρύθηκε πολίτευμα το οποίο ναι μεν είχε όλα τα τυπικά γνωρίσματα του παλαιού καθεστώτος, ήταν όμως μοναρχία. Το καθεστώς που ετοίμασε-υπέδειξε ήταν η βάση για τον χρυσούν αιώνα του Αυγούστου.
Ο στρατηγός
Στη στρατιωτική ιστορία, ο Ιούλιος Καίσαρας θεωρείται ένας από τους τρεις μεγάλους στρατηλάτες του αρχαίου κόσμου (Μέγας Αλέξανδρος, Αννίβας, Ιούλιος Καίσαρας). Κέρδιζε όλους του πολέμους ακόμη κι όταν έχανε τις πρώτες μάχες. Ο Πλούταρχος τον θεωρεί ανώτερο από όλους τους μέχρι τότε Ρωμαίους στρατηγούς, κρίνοντας από τις δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες των τόπων στους οποίους πολέμησε, την έκταση των χωρών που κατέκτησε, το πλήθος και το πάθος των εχθρών, και την αφοσίωση που ενέπνεε στον στρατό του.
Ο συγγραφέας
Σώθηκαν δύο ιστορικά έργα του Καίσαρα για τους πολέμους στους οποίους αυτός πρωταγωνίστησε. Τα Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού Πολέμου και τα Απομνημονεύματα περί του Εμφυλίου Πολέμου. Το πρώτο αναφέρεται στην κατάκτηση της Γαλατίας και το δεύτερο στη διαμάχη του με τον Πομπήιο. Και τα δύο είναι γραμμένα σε τρίτο πρόσωπο. Παρά την εξυπακουόμενη έλλειψη απόλυτης αντικειμενικότητας, τα βιβλία αυτά είναι πολύτιμη πηγή για τα γεγονότα της εποχής. Άλλα έργα του δεν σώθηκαν. Ο Κικέρων επαινεί τα Απομνημονεύματα και τους λόγους του και τον θεωρεί τον μεγαλύτερο ρήτορα, ίσως όμως αυτό να ήταν ένας ακόμη ελιγμός του όντως μεγαλύτερου ρήτορα. Είχε γράψει επίσης Περί Αναλογίας, τον Αντικάτωνα και ένα ποίημα με τίτλο Ταξίδι.
Ο εραστής
Πέρα από την υπόνοια ομοφυλοφιλίας στη σχέση του με τον βασιλιά της Βιθυνίας Νικομήδη -που ο Σουητώνιος την αναφέρει ως μοναδική φήμη τέτοιας μορφής αλλά επιμένει σ΄αυτήν με προφανή ευχαρίστηση- ο Καίσαρ υπήρξε ακαταπόνητος εραστής. Κατά τον Σουητώνιο πάντα, είχε σχέσεις με πολλές γυναίκες μεταξύ των οποίων και με τις συζύγους του Κράσσου και του Πομπήιου. Πάνω απ’ όλες αγάπησε τη Σερβιλία, τη μητέρα του Βρούτου -για την οποία ελέχθη ότι του εξέδιδε την κόρη της Τερτία, σύζυγο εν συνεχεία του αρχισυνωμότη Γάιου Κάσσιου- και την Κλεοπάτρα. Η δράση ήταν τόση που όταν τέλεσε θρίαμβο για την κατάκτηση της Γαλατίας, οι στρατιώτες του τραγουδούσαν «Πολίτες, κλειδώστε τις γυναίκες σας, γιατί έρχεται ο φαλακρός μοιχός».
Ο Καίσαρ θεωρείται μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας. Άλλαξε το πολίτευμα της κοσμοκράτειρας Ρώμης και το όνομά του έφεραν οι μετέπειτα αυτοκράτορές της και έγινε ύστερα συνώνυμο του απόλυτου μονάρχη, του αυτοκράτορα (Κάιζερ, Τσάρος). Ο Μόμμσεν τον θεωρεί γέφυρα της Ιστορίας μεταξύ Ελλάδος, Ρώμης και σύγχρονης εποχής. Οι κατακτήσεις του εκλατίνισαν τη Γαλατία και την Ιβηρική, διέδωσαν τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό στην Ευρώπη και ανέστειλαν για τετρακόσια χρόνια τις επιδρομές των βαρβάρων.
Ο Κικέρων έγραψε : Δεν είναι το τείχος των Άλπεων, ούτε το αφρισμένο κύμα του Ρήνου, η ασπίδα και το φράγμα κατά της εισβολής των βαρβάρων, αλλά τα όπλα και η στρατηγική ικανότητα του Καίσαρα. Μπορούμε να θεωρήσουμε τα λόγια του σαν φωτεινό διάλειμμα ειλικρίνειας ή σαν αφόρητη κολακεία.