Οδυσσέας Ελύτης «Όλα τα πήρε το καλοκαίρι»
Το τραγούδι περιλαμβάνεται στη συλλογή «Τα ρω του έρωτα». Στον Πρόλογο του βιβλίου του ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε για τα τραγούδια αυτά: «Οι άγγελοι τραγουδάνε. Και οι ερωτευμένοι επίσης. Πίσω από κάθε ανάταση, από κάθε μεράκι, μια κιθάρα περιμένει έτοιμη να πάρει τα λόγια και να τα ταξιδέψει από χείλη σε χείλη. Δεν είναι λίγο αυτό. Είναι η χαρά να δίνεις χαρά στους άλλους, είναι αυτό που μας βαστάει στη ζωή. Γι’ αυτό, κοντά στα ποιήματά μου, δοκίμασα να γράψω και μερικά τραγούδια».
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ’ άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι
Στο τραγούδι αυτό ο Οδυσσέας Ελύτης παρουσιάζει με τρόπο ελλειπτικό εικόνες και στιγμιότυπα μιας έντονης αλλά σύντομης ερωτικής σχέσης, η οποία γεννήθηκε -πιθανώς- κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, μα δεν κατάφερε να διαρκέσει περισσότερο απ’ όσο η ευδαιμονική αυτή εποχή. Όπως, άλλωστε, δηλώνει ο στίχος μοτίβο του τραγουδιού: «Όλα τα πήρε το καλοκαίρι», κάτι που σημαίνει πως με το τέλος του καλοκαιριού τελείωσαν κι όλες οι όμορφες στιγμές αυτής της σχέσης και επήλθε η οδύνη του χωρισμού.
Ιδιαίτερο γνώρισμα του τραγουδιού αυτού είναι ο κατακερματισμός της ερωτικής σχέσης σε μεμονωμένες εικόνες, που συνενώνονται εδώ σ’ ένα κολλάζ ευτυχισμένων στιγμών, με συνεκτικό γνώρισμα το ότι συνέβησαν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού που ήδη πέρασε και πως δεν πρόκειται να βιωθούν ξανά, εφόσον το ζευγάρι έχει πια χωρίσει. Εικόνες που καταγράφουν υπό μία έννοια τις πιο ιδιαίτερες στιγμές απ’ όσες χάρισε η σχέση αυτή στο ποιητικό υποκείμενο ή τις στιγμές εκείνες που του έμειναν για κάποιο λόγο χαραγμένες πιο έντονα στη μνήμη.
«Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ’ άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία»
Η πρώτη εικόνα του ποιήματος με την αναφορά στην τρικυμία της θάλασσας μοιάζει να μην ανήκει στην περίοδο του καλοκαιριού, μπορεί, ωστόσο, να αιτιολογηθεί, αν συσχετιστεί με τα μελτέμια και την αναστάτωση που προκαλούν στη θάλασσα. Μαζί, πάντως, με τη θάλασσα, ο άνεμος ανακατεύει και «αγριεύει» τα μαλλιά της κοπέλας, προσφέροντας στον ποιητή μια ιδιαιτέρως γοητευτική εικόνα.
Τα αγριεμένα μαλλιά της κοπέλας, όπως και το ραντεβού τους στη μία, που προσέφερε στον ποιητή αισθήματα αδημονίας, καθώς ανυπομονούσε να βρεθεί κοντά της, συνιστούν πια γλυκόπικρες αναμνήσεις για το ποιητικό υποκείμενο, καθώς φεύγοντας το καλοκαίρι τα πήρε όλα αυτά μαζί του, αφήνοντας πίσω του μόνο τη νοσταλγία και την επίγνωση πως τίποτε δεν θα είναι ξανά όπως πριν.
«Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι»
Το καλοκαίρι πήρε μαζί του και τα μαύρα μάτια της κοπέλας, που τόσο συγκινούσαν τον ποιητή, όπως και το μαντίλι που εκείνη φορούσε, όταν οι δυο τους συναντήθηκαν σε μια εκκλησούλα με το χαρακτηριστικό αναμμένο καντήλι.
Ο ποιητής γνωρίζει πως δεν θα έχει πια τη δυνατότητα να αντικρίσει τα μάτια της αγαπημένης του και πως ό,τι του απομένει είναι η ανάμνησή τους∙ όπως κι η ανάμνηση των στιγμών που οι δυο τους πέρασαν μαζί.
«Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι»
Το δίστιχο αυτό, που αποτελεί το ρεφραίν του τραγουδιού, καταγράφει την απώλεια εκείνη που θλίβει περισσότερο το ποιητικό υποκείμενο, καθώς ό,τι θα του λείψει περισσότερο είναι ακριβώς αυτή η μεταξύ τους οικειότητα που τους επέτρεπε να βαδίζουν μαζί χέρι με χέρι, και να χαίρονται ο ένας τη συντροφιά του άλλου.
Στην πρώτη οκτάστιχη στροφή του τραγουδιού παρατηρούμε πως ακολουθείται εναλλαγή σταυρωτής και ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας, καθώς στους πρώτους τέσσερις στίχους ομοιοκαταληκτούν ο πρώτος με τον τέταρτο κι ο δεύτερος με τον τρίτο (αββα), ενώ στους τέσσερις επόμενους ομοιοκαταληκτούν ο πέμπτος με τον έκτο και ο έβδομος με τον όγδοο (γγδδ).
Το μέτρο του τραγουδιού είναι δακτυλικό (μια τονισμένη συλλαβή ακολουθείται από δύο άτονες), ενώ οι στίχοι είναι δεκασύλλαβοι παροξύτονοι, καθώς η προτελευταία συλλαβή είναι τονισμένη: «Ό λα τα / πή ρε το / κα λο καί / ρι».
«Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα»
Το καλοκαίρι πήρε μαζί του και τα σβησμένα μισόλογα του ζευγαριού∙ τις υπονοούμενες ή μισοειπωμένες ερωτικές εκείνες ομολογίες, που μη έχοντας το προνόμιο του χρόνου, ώστε να αποκτήσουν πραγματική υπόσταση και βάθος, δεν μπορούσαν να ειπωθούν με πλήρη ειλικρίνεια. Πρόκειται, άλλωστε, για μια σχέση που προέκυψε κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, η οποία, παρά την όποια έντασή της, δύσκολα θα μπορούσε να επιβιώσει πέραν της θερινής περιόδου, όταν οι δυο τους θα έπρεπε να επιστρέψουν στην κανονικότητα των καθημερινών τους υποχρεώσεων και πιθανώς σε διαφορετικές περιοχές της χώρας.
Τα σβησμένα λόγια του ζευγαριού, των οποίων η διάρκεια υπήρξε ελάχιστη, παραλληλίζονται με τα σχισμένα από τη δύναμη του ανέμου καραβόπανα, φέρνοντας στη σκέψη του αναγνώστη την αδυναμία του πρόσκαιρου αυτού ειδυλλίου να αντέξει τις πιέσεις της πραγματικότητας. Μόλις οι διακοπές του καλοκαιριού τελείωσαν, σηματοδοτώντας την επιστροφή των δύο ερωτευμένων στις συνήθεις υποχρεώσεις και ασχολίες τους, φάνηκε πόσο αδύνατο υπήρξε το να διατηρήσουν τη μεταξύ τους σχέση.
«Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα»
Το προσωποποιημένο καλοκαίρι, όπως ακριβώς τα ισχυρά μελτέμια αναταράζουν το νερό και στροβιλίζουν τον αφρό των κυμάτων και τα φύκια της θάλασσας, παρέσυρε μαζί του και πήγε πέρα μακριά τον ήχο από τους όρκους των δύο νέων∙ παρέσυρε τον ήχο από τα λόγια τους που έτρεμαν στον αέρα, όπως τρέμει καθετί το πρόσκαιρο, που δεν έχει πραγματική δύναμη και σταθερότητα. Με μια έξοχη οπτική και ηχητική εικόνα ο ποιητής κατορθώνει να αποδώσει το ανυπόστατο και το παροδικό των όρκων που προκύπτουν από τους θερινούς αυτούς έρωτες, οι οποίοι γεννιούνται υπό το ευδαιμονικό φως του καλοκαιριού και τρέφονται από την ξεγνοιασιά και την ευτυχία της θερινής ραστώνης, μα δεν μπορούν να επιβιώσουν στις συνθήκες της πραγματικής ζωής.
Οι δύο νέοι μπορεί να παρασύρθηκαν από την ένταση των συναισθημάτων τους κι από τον ενθουσιασμό που τους προκάλεσε η ερωτική αυτή γνωριμία, και να θεώρησαν πως βιώνουν έναν αληθινό και σταθερό έρωτα, μα στην πραγματικότητα ό,τι έζησαν ήταν παροδικό και βασίστηκε κυρίως στην ανεμελιά και την ομορφιά του καλοκαιριού, γι’ αυτό και δεν κατάφερε να διατηρηθεί πέρα από το τέλος του καλοκαιριού.
«Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι»
Το τραγούδι κλείνει με την εμφατική επανάληψη του ρεφραίν∙ με την εικόνα των δύο νέων που βαδίζουν χέρι με χέρι και πιθανώς κάνουν σχέδια για το κοινό τους μέλλον, αγνοώντας εκείνη τη στιγμή πως ό,τι έχουν να ζήσουν μαζί είναι μόνο και μόνο οι ελάχιστες αυτές στιγμές του καλοκαιριού.
Στο δεύτερο οκτάστιχο του τραγουδιού παρατηρούμε πως ο ποιητής ακολουθεί ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία -ο δεύτερος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ο πέμπτος με τον έκτο και ο έβδομος με τον όγδοο-, αφήνει, ωστόσο, ανομοιοκατάληκτους τον πρώτο και τον τέταρτο στίχο.