Κική Δημουλά «Το τελευταίο σώμα μου»
Σ’ εσένα, Αίφνης, απευθύνομαι.
Αίφνης ονειροδίαιτο,
τρελά γενναίο, καλλονό,
νόθο παιδί αγνώστων παραγόντων,
σ’ εσένα που το Σπάνιο
Σπάνιο το διατηρείς,
δείχνοντας γρανιτώδη αδιαφορία
στο οδυνηρό, το λάγνο πάθος
που τρέφει για σένα η Συχνότητα.
Σπίθα απ’ την επίμονη τριβή
μιας προσμονής και μιας παραίτησης,
που στάμνες και δίψες γεμίζεις
χωρίς τη σύμπραξη κρήνης, πηγής.
Χρόνε Θεοκατέβατε,
μικρόσωμε,
που την τεράστια δύναμή σου συσσωρεύεις
αργοπορία συσσωρεύοντας,
Μεσσία μονολεκτικέ,
σεισμέ που γκρεμίζεις
τα αντισεισμικά μας Αμετάβλητα,
σ’ εσένα Αίφνης, κοσμοφόρα Μεσολάβηση,
σπαρακτικά απευθύνομαι
να ‘ρθεις να ελευθερώσεις
το τελευταίο σώμα μου εδώ πάνω
τον δουλοπάροικο παλμό του
να ελευθερώσεις
από τον πιο σκληρό
τον πιο αιμόφιλο
τον παρανοϊκό που μου ‘τυχε αφέντη
τον σήκω-κάτσε
σήκω-κάτσε
σήκω-κάτσε...
Το ποίημα «Το τελευταίο σώμα μου», από την ομώνυμη συλλογή του 1981, συνιστά μια έκκληση της Κικής Δημουλά στην ανατρεπτική δύναμη του αναπάντεχου εκείνου γεγονότος που έρχεται και λυτρώνει τον άνθρωπο από τις ποικίλες δεσμεύσεις του∙ μια έκκληση στο αιφνίδιο, στο εντελώς απρόσμενο, που ως δια μαγείας επιλύει κάθε πρόβλημα και προσφέρει μια θεμιτή διέξοδο από την καταπίεση και το μόχθο της καθημερινότητας. Η ποιήτρια εναποθέτει τις ελπίδες της στην αιφνίδια ανατροπή των δεδομένων της ζωής της, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει το πώς ακριβώς θα μπορούσε μια στιγμή ή ένα γεγονός να προσφέρει τη θαυμαστή αυτή αποδέσμευση από τα δεινά του παρόντος που επιθυμεί.
Είναι, πάντως, εμφανής, ακόμη και σε σημειολογικό επίπεδο, η βαθιά αίσθηση απόγνωσης που τη διακατέχει. Αλλεπάλληλες λέξεις έρχονται να προσδώσουν στο επιζητούμενο «Αίφνης» ιδιότητες που ταιριάζουν μόνο σ’ έναν Μεσσία θρησκευτικής προέλευσης (Χρόνε Θεοκατέβατε, Μεσσία, κοσμοφόρα Μεσολάβηση)∙ σ’ έναν Μεσσία που έχει θεϊκές σχεδόν δυνατότητες και μπορεί να φέρει τη λύτρωση ακόμη κι εκεί που μια λύτρωση μοιάζει ανέφικτη. Ενώ, η τάση της να δημιουργεί ανατρεπτικούς συνδυασμούς λέξεων σε κάθε σχεδόν στίχο και να δοκιμάζει ποικίλες συντακτικές δομές, φανερώνει έμμεσα τη διάθεσή της να ξεφύγει από τους περιορισμούς που της έχουν τεθεί. Μοιάζει σαν να διεκδικεί στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το λόγο την πλήρη εκείνη ανεξαρτησία που αδυνατεί να επιτύχει στην πραγματική της ζωής.
Σ’ εσένα, Αίφνης, απευθύνομαι.
Αίφνης ονειροδίαιτο,
τρελά γενναίο, καλλονό,
νόθο παιδί αγνώστων παραγόντων,
σ’ εσένα που το Σπάνιο
Σπάνιο το διατηρείς,
δείχνοντας γρανιτώδη αδιαφορία
στο οδυνηρό, το λάγνο πάθος
που τρέφει για σένα η Συχνότητα.
Τα λόγια της ποιήτριας απευθύνονται στο προσωποποιημένο Αίφνης, στο ξαφνικό και απροσδόκητο, που είναι το μόνο με την αναγκαία δύναμη για να της προσφέρει το σωτήριο θαύμα, που θα την απαλλάξει από τα δεσμά της καθημερινότητάς της. Φροντίζει, μάλιστα, η δημιουργός να το επαινέσει κατά τρόπο ιδιαίτερα παραστατικό, προκειμένου να κερδίσει, ίσως, την εύνοιά του και να διασφαλίσει την πολυπόθητη παρέμβασή του.
Το Αίφνης, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει η ποιήτρια, τρέφεται με όνειρα, μιας και ό,τι επιτυγχάνει ξεπερνά συχνά κατά πολύ τα αναμενόμενα και τα ρεαλιστικώς αποδεκτά∙ είναι εξαιρετικά γενναίο, μιας και αναμετριέται με καταστάσεις που μοιάζουν αμετάκλητα παγιωμένες, κι είναι πανέμορφο, καθώς σύνηθες αποτέλεσμα της παρέμβασής του είναι να αποκαλύπτεται η ομορφιά της ζωής, αφού απαλλάσσεται από τις πλείστες εκείνες δυσκολίες που την κάνουν κάποτε να μοιάζει ανυπόφορη. Είναι, συνάμα, το νόθο παιδί παραγόντων και συνθηκών που παραμένουν πεισματικά άγνωστοι, προκειμένου προφανώς να αποτραπεί η όποια σκόπιμη απόπειρα να προκληθεί η επανεμφάνισή του. Κανείς δεν μπορεί να εντοπίσει τη γραμμή των γεννητόρων του, μιας και η πρόκλησή του προκύπτει κατά τρόπο έμμεσο ή και εντελώς ανέλπιστο.
Το Αίφνης, άλλωστε, επιμένει να μην εμφανίζεται συχνά, διατηρώντας ακέραια την έννοια του Σπάνιου, έστω κι αν η διαρκής παρουσία του είναι απολύτως επιθυμητή από τη Συχνότητα. Όσο κι αν το αποζητούν οι άνθρωποι, όσο κι αν υποφέρουν αναμένοντας και προσδοκώντας την εμφάνισή του, εκείνο δείχνει απάνθρωπα σκληρή αδιαφορία απέναντι στις προσδοκίες τους. Ο ερχομός του Αίφνης, που τόσο αποτελεσματικά ξέρει να ανατρέπει τα πάντα και να δίνει λύσεις εκεί που οι άνθρωποι βλέπουν μόνο προβλήματα, είναι κάτι που συμβαίνει, δυστυχώς, πολύ σπάνια.
Σπίθα απ’ την επίμονη τριβή
μιας προσμονής και μιας παραίτησης,
που στάμνες και δίψες γεμίζεις
χωρίς τη σύμπραξη κρήνης, πηγής.
Το Αίφνης εμφανίζεται σαν μια σπίθα από την επίμονη τριβή της διάθεσης του ατόμου να παραιτηθεί με την ανθεκτική εκείνη ελπίδα της προσμονής ενός θαύματος ή μιας σωτηρίας. Τη στιγμή που ο άνθρωπος έχει εξουθενωθεί πια απ’ τη συνεχή εναλλαγή της ελπίδας με τη διάψευση, έρχεται το αναπάντεχο εκείνο Αίφνης και ξεδιψά τη χρόνια προσδοκία του, χωρίς να χρειάζεται καν πηγές ή βρύσες. Με μόνο τα ριζικά αποτελέσματα των αλλαγών που επιφέρει, κατορθώνει να αποκαταστήσει τις ψυχικές δυνάμεις του ατόμου, προσφέροντάς του πλήρη παραμυθία για όλα όσα υπέμεινε και βίωσε.
Χρόνε Θεοκατέβατε,
μικρόσωμε,
που την τεράστια δύναμή σου συσσωρεύεις
αργοπορία συσσωρεύοντας,
Μεσσία μονολεκτικέ,
σεισμέ που γκρεμίζεις
τα αντισεισμικά μας Αμετάβλητα,
σ’ εσένα Αίφνης, κοσμοφόρα Μεσολάβηση,
σπαρακτικά απευθύνομαι
να ‘ρθεις να ελευθερώσεις
το τελευταίο σώμα μου εδώ πάνω
τον δουλοπάροικο παλμό του
να ελευθερώσεις
από τον πιο σκληρό
τον πιο αιμόφιλο
τον παρανοϊκό που μου ‘τυχε αφέντη
τον σήκω-κάτσε
σήκω-κάτσε
σήκω-κάτσε...
Σ’ αυτή τη «Θεοκατέβατη» στιγμή του Χρόνου απευθύνει την έκκλησή της η ποιήτρια, αναγνωρίζοντάς της πως παρά το γεγονός ότι είναι μικρόσωμη -λόγω της σύντομης διάρκειάς της- εμπεριέχει εντούτοις τεράστια δύναμη, την οποία συγκεντρώνει μέσα από την επίμονη συσσώρευση αργοπορίας. Η εκπληκτική της δύναμη προκύπτει, έτσι, ακριβώς από το γεγονός ότι καθυστερεί πάρα πολύ να έρθει, αντλώντας τελικά σαρωτική δυναμική από τις τόσες ματαιώσεις και καθυστερήσεις του ερχομού της.
Το Αίφνης είναι ένας μονολεκτικός Μεσσίας, που έρχεται και γκρεμίζει όλα εκείνα τα θεωρητικώς αντισεισμικά Αμετάβλητα της ζωής μας∙ έρχεται και παρασύρει καθετί που το θεωρούσαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή ακλόνητο κι αμετακίνητο. Σ’ αυτό το αιφνίδιο γεγονός, λοιπόν, που μοιάζει με μια κοσμογονική και ριζικά ανανεωτική Μεσολάβηση, απευθύνεται σπαρακτικά η ποιήτρια, ζητώντας του να παρέμβει, για να απελευθερώσει το τελευταίο της σώμα εδώ στη γη.
Προσέχουμε πως η Δημουλά δεν χαρακτηρίζει το σώμα της -και κατ’ επέκταση τη ζωή της- μοναδικό, αλλά τελευταίο, προκειμένου να τονίσει πολύ πιο εμφατικά το γεγονός ότι αυτή είναι η μόνη ευκαιρία που έχει να ζήσει -έστω και για λίγο- ελεύθερη από το πλήθος των δεσμεύσεων που έχουν καταστήσει τη ζωή της ένα διαρκές μαρτύριο καταπίεσης. Αν το Αίφνης δεν παρέμβει τώρα, για να τη σώσει, δεν θα της δοθεί καμία άλλη ευκαιρία να ζήσει, όπως θα ήθελε, αφού αυτό δεν είναι παρά το τελευταίο σώμα της.
Η ποιήτρια εκλιπαρεί το Αίφνης να ελευθερώσει το δουλοπάροικο παλμό του σώματός της, τον πολλαπλά δέσμιο κι εγκλωβισμένο παλμό του σώματός της, από τον πιο σκληρό, τον πιο αιμοβόρο και τον πιο παρανοϊκό αφέντη που γνώρισε ποτέ∙ από την ανάγκη, που την έχει διαρκώς σε μια κατάσταση πλήρους υποταγής. Το μόνο που γνωρίζει η ποιήτρια είναι οι αλλεπάλληλες προσταγές (σήκω-κάτσε, σήκω-κάτσε...), καθώς δεν έχει τη δύναμη και τη δυνατότητα να αψηφήσει τη θέληση του αφέντη της. Ο μόνος τρόπος για να διασφαλίσει τα αναγκαία κι ο μόνος τρόπος για ν’ αντεπεξέλθει στο πλήθος των υποχρεώσεών της είναι να υποτάσσεται ξανά και ξανά στην ανάγκη που διαφεντεύει τη ζωή της. Μια αέναη δουλεία, που της έχει στερήσει κάθε αίσθηση χαράς και κάθε περιθώριο αυτόβουλης πράξης, αφού κάθε στιγμή και κάθε σκέψη ανήκει υποχρεωτικά στον ανάλγητο αφέντη της, τον σήκω-κάτσε.