Τι σημαίνει να είσαι παιδί και να ζεις σε φτωχή οικογένεια; Τι σημαίνει να είσαι μαθητής και να ορμάς στο γραφείο του υπουργού Παιδείας ανοίγοντας με κλωτσιά την πόρτα του; Δύο διαφορετικά ερωτήματα που εκκινούν από μια κοινή βάση: τη φτωχοποιημένη εκπαίδευση.
Πριν από λίγες ημέρες μια εκδήλωση της Κίνησης Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία και της διαΝΕΟσις με θέμα τις «Νέες ανισότητες», με ομιλητές τους Μάνο Ματσαγγάνη, Τάσο Γιαννίτση και Γεωργία Καπλάνογλου (τη συζήτηση συντόνισε ο Βασίλης Ράπανος), έφερε στο προσκήνιο μέρος της επικαιροποιημένης έρευνας για την «Ακραία φτώχεια στην Ελλάδα». Η κυρία Καπλάνογλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια του τμήματος Οικονομικών Επιστημών στο ΕΚΠΑ, εστίασε στη φτωχοποίηση του παιδικού πληθυσμού που παρουσιάζει αυξητικές τάσεις. Το 2008 ένα στα οκτώ παιδιά ζούσε στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού. Το 2016, ένα στα τέσσερα παιδιά.
«Γιατί είναι σημαντικό να ξέρουμε τι συμβαίνει ειδικά με τα παιδιά;», αναρωτήθηκε η κ. Καπλάνογλου προβάλλοντας διαφάνειες με πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία. Γιατί, πρώτα απ’ όλα, λιγοστεύουν καθώς μειώνονται οι γεννήσεις· γιατί είναι από τις πιο ευάλωτες κοινωνικά ομάδες· γιατί ταυτόχρονα είναι αυτή η ομάδα που καθορίζει την αναπτυξιακή προοπτική και το μέλλον ενός τόπου.
Επαρκείς λόγοι για να επιβεβαιώσουμε ότι τα πραγματικά μεγάλα προβλήματα της χώρας, και όχι αυτά που τροφοδοτούν τις εύκολες ρητορείες και τις θεατρικές αντιπαραθέσεις, βρίσκονται στη σφαίρα του απροσδιόριστου και ανέγγιχτου. Η υποτίμηση παρόμοιων προβλημάτων, τα αργά ανακλαστικά και οι ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος σε θέματα κοινωνικής πρόνοιας και εκπαίδευσης, συμβάλλουν στη γενικευμένη γήρανση της χώρας, ηλικιακή και πνευματική. Πρόσφατα, η ειδική επιστημονική επιτροπή για το δημογραφικό της Βουλής ανέφερε στην έκθεσή της ότι έως το 2050 ο πληθυσμός της χώρας θα μειωθεί, στην καλύτερη περίπτωση κατά 800.000 και στη χειρότερη κατά 2,5 εκατομμύρια άτομα.
Αν συνθέσουμε τα αρνητικά, συμπεραίνουμε ότι ο παιδικός πληθυσμός και συρρικνώνεται και φτωχοποιείται. Ακολουθεί με βήμα ταχύ η αποεπένδυση από την εκπαίδευση των παιδιών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της κ. Καπλάνογλου, από το 2008 έως το 2016 μειώθηκαν οι ετήσιες ιδιωτικές δαπάνες των νοικοκυριών για την εκπαίδευση των παιδιών κατά 20 με 30%. Από το 2016 ήδη το 25% του παιδικού πληθυσμού ζει με γονείς που βρίσκονται σε αδυναμία να «επενδύσουν» στην εκπαίδευσή τους. «Αν μεγαλώνουν έτσι τα παιδιά ούτε τη χώρα μπορούν να βοηθήσουν. Πώς θα γίνουν παραγωγικοί άνθρωποι;», τόνισε η καθηγήτρια.
Σε ένα τόσο άγονο τοπίο τα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια αποτελούν στοιχειώδη δικλείδα ασφαλείας. Οι κρατικές δαπάνες για τη δημόσια εκπαίδευση είναι περισσότερο από αναγκαίες, καθώς οι κοινωνικές ανισότητες εξασθενίζουν και την κοινωνική συνοχή, κάνοντας το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια μας. Πώς μπορούμε να επενδύσουμε στον σκεπτόμενο, κριτικό, ερευνητικό νέο άνθρωπο με μια δημόσια εκπαίδευση, που στις δυο βαθμίδες (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια) έχει χάσει τον βηματισμό της, ενώ στην τριτοβάθμια παλεύει άνισα με την έκπτωση – και με φαινόμενα ανομίας μέσα στους χώρους των πανεπιστημίων;
Μια «απάντηση» στο ρητορικό, μάλλον, ερώτημα ήταν και η έφοδος των μαθητών και φοιτητών στο γραφείο του υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου, την περασμένη εβδομάδα. Για ποιο λόγο, δεν απασχολεί. Οταν είσαι μαθητής και ανοίγεις την πόρτα του υπουργού με κλωτσιά, παύουν να έχουν σημασία τα αιτήματα. Η εικόνα στα βίντεο άφησε την ισχυρή επίγευση ενός κόσμου ακατέργαστου, σε κρεσέντο θυμού και ακαμψίας. Ο «διάλογος» πήγε κάπως έτσι: «σας καλούμε να φύγετε, δεν έχετε δουλειά εδώ πέρα», είπαν στον υπουργό οι μαθητές, ένας αναφώνησε σε τόνο απειλητικό «είστε το μεγαλύτερο τσιράκι των αστών, μας έχετε πατήσει εντελώς, μιλάμε ήπια με αυτά τα δεδομένα και μας λέτε ότι θέλετε σεβασμό;». «Τα παιδιά ήταν σε πλήρη σύγχυση», δήλωσε απλώς την επόμενη μέρα ο υπουργός.
Ο Χάιμε Σαμπρούν, Γάλλος δοκιμιογράφος και μεταφραστής, είχε αντιστρέψει, από τα τέλη του ’90 ήδη, το ενοχλητικό ερώτημα: «ποιον κόσμο θα αφήσουμε στα παιδιά μας;», στο πραγματικά ανησυχητικό ερώτημα: «σε τι είδους παιδιά θα αφήσουμε τον κόσμο;».
Μαρία Κατσουνάκη, http://www.kathimerini.gr
Περισσότερα χρήσιμα θέματα εδώ.