Μάνος Χατζιδάκις «Ερωτικό»
Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά
LORCA
Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δεν θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρεις είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος
Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’ άστρα
Μαζεύοντ’ όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσ’ στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ’ το παράθυρό σου
Το πρόσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα
Μάνος Χατζιδάκις, Μυθολογία, Εκδόσεις Ύψιλον
Η αίσθηση του ποιητικού υποκειμένου πως ο ιδανικός αγαπημένος που θέλησε μα δεν κατόρθωσε να συναντήσει ποτέ, ίσως δεν έχει καν γεννηθεί ακόμη, οδηγεί στη σύνθεση του τρυφερού αυτού, επιστολικής υφής, ποιήματος. Ο αποδέκτης, αν και πιθανά ανήκει σε κάποια μελλοντική εποχή, είναι ο ιδανικός εκείνος σύντροφος που θα λάμβανε όλη την αγάπη και τη φροντίδα του ποιητή, εφόσον θα αποτελούσε το ψυχικό και πνευματικό του ταίρι.
Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δεν θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρεις είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος
Σε δεύτερο πρόσωπο και με εμφανή διάθεση οικειότητας ο ποιητής απευθύνει τα λόγια του σε κάποιον που δεν γνωρίζει, μα περίμενε να γνωρίσει όλη του τη ζωή. Αν, λοιπόν, ο ιδανικός αυτός αγαπημένος γεννηθεί κάποια στιγμή στο μέλλον, όταν πια ο ποιητής δε θα υπάρχει, δε θα πρέπει αυτό να τον φοβίσει. Ο ποιητής θα φροντίσει με κάθε τρόπο να του προσφέρει προστασία και παραμυθία στις δύσκολες ή μοναχικές στιγμές της ζωής του. Θα τον προσέχει και θα του παραστέκεται σαν φύλακας άγγελος, καθιστώντας με έμμεσους τρόπους εμφανή την παρουσία του και τη συνεχή φροντίδα του για εκείνον. Θα είναι, έτσι, το αστέρι που θα φωτίζει τη μοναχική του πορεία τις παγωμένες νύχτες ή το γεμάτο αθωότητα και αγάπη βλέμμα ενός μικρού παιδιού που θα τον προσπεράσει κάποια στιγμή στο δρόμο ή η ευεργετική φλόγα ενός κεριού που θα κρατά περπατώντας στο σκοτεινό το δάσος.
Ο ιδανικός αγαπημένος δεν θα στερηθεί τις φροντίδες εκείνες και την αγάπη που θα του προσφέρονταν σε αφθονία αν τύχαινε κι οι δυο τους συνυπήρχαν, θα φτάσουν όπως και να ‘χει σ’ εκείνον, μόνο που θα φτάσουν με τη μορφή φαινομενικά τυχαίων γεγονότων και ευνοϊκών συμπτώσεων.
Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’ άστρα
Μαζεύοντ’ όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσ’ στον ύπνο σου
Ο ποιητής, άλλωστε, όπως και οι άλλοι ομότεχνοί του, θα έχει το προνόμιο να βρίσκεται ψηλά στον ουρανό, εκεί που κατοικούν τ’ αστέρια, έχοντας τη δυνατότητα να παρατηρεί και να προσέχει τον ιδανικό του αγαπημένο. Θα βρίσκεται εκεί, όπου οι εραστές, όσοι δηλαδή, όπως κι εκείνος, έχουν κάποιον αγαπημένο τους στη γη, περνούν το χρόνο τους περιμένοντας τη στιγμή που κάποια απ’ τ’ αστέρια χάσουν τις αισθήσεις τους και πέσουν προς τη γη, ώστε να στείλουν με αυτά κάποιο ακριβό τους μήνυμα αγάπης.
Οι εραστές στον ουρανό καπνίζουν, μασάνε χρυσόσκονη και παίζουν, περιμένοντας υπομονετικά τη στιγμή που κάποιοι αστερισμοί ζαλιστούν -κουρασμένοι να στέκουν ψηλά στον ουρανό- και λιποθυμήσουν, διότι αυτός είναι ο τρόπος που έχουν για να επικοινωνήσουν με τους ανθρώπους στη γη. Έτσι κι ο ποιητής, θα περιμένει μέχρι να πέσουν κάποια λιποθυμισμένα αστέρια στον ύπνο του ιδανικού του αγαπημένου.
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ’ το παράθυρό σου
Το πρόσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα
Ο ποιητής θα προσδοκά τη στιγμή που τα λιπόθυμα αστέρια θα πέσουν στον ύπνο εκείνου και θα γίνουν ένας απλός αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών του∙ ένας απλός αναστεναγμός, αρκετός όμως για να τον ξυπνήσει και να τον ωθήσει να κοιτάξει έξω απ’ το παράθυρό του. Κι είναι αυτή η στιγμή κατά την οποία θα μπορέσει ο ποιητής, λαμβάνοντας τη μορφή ενός φωτεινού αστερισμού, να χαμογελάσει τρυφερά στον ιδανικό του αγαπημένο και να του ψιθυρίσει για πρώτη φορά καληνύχτα.
Το γεγονός πως ο ιδανικός αγαπημένος ανήκει ίσως σε κάποια μελλοντική εποχή δεν θα σταθεί εμπόδιο στην επιθυμία του ποιητή να τού προσφέρει όλη εκείνη την αγάπη που κρατούσε πάντοτε στην ψυχή του για εκείνον. Μήτε ο χρόνος, μήτε ο θάνατος μπορούν, άλλωστε, ν’ αποτρέψουν τον ποιητή απ’ το να διατηρεί ακέραια μέσα του την πίστη πως κάποτε, έστω και μετά από πολλά χρόνια, θα υπάρξει εκείνος που προοριζόταν να αποτελέσει το ιδανικό του συμπλήρωμα και ταίρι. Το ότι ο ίδιος δεν θα ζει για να τον συναντήσει είναι απλώς μια ατυχής παράμετρος, που εύκολα όμως μπορεί να αρθεί χάρη στη δύναμη της ποίησης και της ποιητικής φαντασίας.
Κι είναι το στοιχείο αυτό της ποιητικής φαντασίας που τονίζεται μέσα από το στίχο του Λόρκα -Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά- τον οποίο προτάσσει ο ποιητής. Πρόκειται για τα λόγια ενός κομήτη από μια νεανική σουίτα του Λόρκα αφιερωμένη στη νύχτα, στην οποία είναι κυρίαρχη η ανάλαφρη διάθεση και το φαντασιακό στοιχείο.