Πρωτοπόρος κινηματογραφιστής και φωτογράφος στον χώρο των Βαλκανίων, ο Μίλτος Μανάκης γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1882 στην Αβδέλα Γρεβενών. Με τον φακό του κατέγραψε πολύ σημαντικές στιγμές στην περίοδο των έντονων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών στα Βαλκάνια.
Μαζί με τον αδελφό του Γιάννη, ασχολήθηκαν και προώθησαν τη νέα Τέχνη του Κινηματογράφου ανοίγοντας το δρόμο στους μεγάλους δημιουργούς των επόμενων δεκαετιών και αφήνοντας πίσω τους μοναδικά ιστορικά, φωτογραφικά και κινηματογραφικά ντοκουμέντα των αρχών του 20ού αιώνα στα Βαλκάνια.
Το πρώτο βήμα για τους αδελφούς Μανάκη, έγινε το 1898 στα Ιωάννινα, όπου άνοιξαν φωτογραφείο, αλλά μετά από διώξεις που υπέστησαν από τις Οθωμανικές Αρχές μετέφεραν το ατελιέ τους στο Μοναστήρι (Μπίτολα, πόλη της νοτιοδυτικής ΠΓΔΜ).
Η αγορά της πρώτης κινηματογραφικής μηχανής
Η πρώτη μεγάλη πόλη που επισκέφθηκαν ήταν η Κωνσταντινούπολη, το καλοκαίρι του 1905. Την ίδια χρονιά πήγαν στη Ρουμανία, στο Βουκουρέστι. Εκεί τους δόθηκε η ευκαιρία να παρευρεθούν στο γύρισμα μιας ταινίας και, με αυτό τον τρόπο, να μαγευτούν από τον κινηματογράφο.
Αρκετά χρόνια αργότερα ο Μίλτος θα διηγηθεί: «στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας καταλάβαμε ότι στην Αγγλία και στη Γαλλία πουλάνε μηχανές για γύρισμα “ζωντανών φωτογραφιών”. Αυτή η είδηση για εμάς, εκείνη την εποχή, ήταν απίστευτη και μας προκάλεσε σοκ, παρόλο που δε μας άφηνε περιθώρια για υποψίες, αφού μάλιστα είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια την προβολή μιας ταινίας μικρού μήκους. Οι άνθρωποι σε αυτές τις ταινίες θύμιζαν ένα είδος μαριονετών, επειδή οι κινήσεις τους ήταν διακεκομμένες. Και θύμιζαν, θα έλεγα, εκείνες τις σκηνές, που τα χέρια και τα πόδια (των μαριονετών) τα τραβούσαν με το σκοινί. Αυτό όμως, δε στάθηκε εμπόδιο στον να μας απορροφήσει η ταινία, να μας γεμίσει αισθήματα και να μας καταμαγέψει. Ο Γιαννάκης δεν μπορούσε πλέον να αποβάλλει με τίποτε την επιθυμία που τον είχε καταλάβει. Δεν ήθελε να γυρίσει στην Μπίτολα χωρίς αυτή την κινηματογραφική μηχανή. Ακόμα και στον ύπνο του παραμιλούσε για αυτήν. Και μέχρι που να γυρίσω εγώ στο σπίτι, εκείνος ξεκίνησε για το Λονδίνο απ’ όπου έφερε την κινηματογραφική μηχανή Bioscop». Την οποία αγόρασε τελικά στο Λονδίνο.
Υφάντρες: Η πρώτη κινηματογραφική ταινία
Τα αδέλφια Μανάκη γύρισαν το 1905, στο χωριό τους, την πρώτη κινηματογραφική ταινία στα Βαλκάνια τις περίφημες «Υφάντρες». Πρωταγωνίστρια της πρώτης και σύντομης σε διάρκεια ταινίας τους ήταν η γιαγιά τους κυρά-Λουκία Μανάκη, ετών 117, που έγνεθε μαλλί και ύφαινε στον αργαλειό.
Το δεύτερο σε σειρά ντοκιμαντέρ τους «Το υπαίθριο σχολείο στην Πίνδο» ξεκινάει με ένα είδος λιτανείας όπου σε μια πλαγιά βαδίζουν κληρικοί και λαϊκοί μαζί με παιδιά που μεταφέρουν μια θρησκευτική εικόνα. Στα επόμενα πλάνα απαθανατίζεται το υπαίθριο ελληνικό σχολείο της Αβδέλλας εν ώρα μαθήματος. Το υλικό αυτό αποτελεί μοναδικό τεκμήριο για την Ελληνορθόδοξη εκπαίδευση στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και συμπληρώνει το πλούσιο σχετικό φωτογραφικό υλικό.
Δύο άλλα κλασικά ντοκιμαντέρ των αδερφών Μανάκη με πλούσιο υλικό από την οικονομική και κοινωνική ζωή στην Μακεδονία τα χρόνια της Οθωμανοκρατίας είναι ο «Βλάχικος γάμος» και η «Εμποροπανήγυρις».
Ήταν εύκολο να φωτογραφίζουν και να κινηματογραφούν ακόμη και στις περιοχές όπου υπήρχαν αντάρτες (Νεότουρκοι) επειδή είχαν πολύ καλές σχέσεις με την αυλή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, κατά συνέπεια, ανάλογα χαρτιά και φιρμάνια.
Λέγεται μάλιστα ότι αυτοί κινηματογράφησαν και την απελευθέρωση της πόλης στις 26 Οκτωβρίου 1912, αν και υπάρχουν γι’ αυτό επιφυλάξεις. Το διάστημα 1916-1919 ο Γιαννάκης Μανάκης ήταν εξόριστος στη Φιλιππούπολη, γιατί μέσα στο φωτογραφείο τους είχαν βρεθεί όπλα και πυρομαχικά και γι’ αυτό είχε κατηγορηθεί ως κατάσκοπος από τους Βούλγαρους. Στο βουλγαρικό Πλόβντιφ λειτούργησε εκείνο το χρονικό διάστημα φωτογραφείο των Μανάκια. Ο Γιαννάκης φωτογράφησε μάλιστα τότε εκεί και τον βασιλιά Φερδινάρδο.
Επιχείρηση κινηματογράφος «Μανάκια»
Μετά την λήξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, οι αδελφοί Μανάκη επαναδραστηριοποιήθηκαν στο Μοναστήρι αποφασίζοντας να δημιουργήσουν την δική τους κινηματογραφική αίθουσα.
Στις 7 Ιουλίου 1921 πήραν την άδεια και νοίκιασαν μια γεννήτρια από τον βλάχο Χρήστο Κίργιο ή Κυρατζή, ο οποίος είχε τυπογραφείο, για να μπορέσουν να λειτουργήσουν τον κινηματογράφο τους. Υπέγραψαν τη συμφωνία στις 9 Αυγούστου 1921 και δανείστηκαν μια μηχανή προβολής από τον Κώστα Τσιόμο, βλάχος και αυτός, που ήταν ένας από τους κυριότερους διανομείς ταινιών στη Μακεδονία.
Ένα χρόνο αργότερα, το φθινόπωρο του 1922, απέκτησαν τη δική τους αίθουσα που την έκτισαν σε ένα οικόπεδο που είχαν αγοράσει από τον Θεσσαλονικιό Λουκά Βρέττα. Αγόρασαν δικά τους μηχανήματα, συνεταιρίστηκαν με άλλους συμπατριώτες τους, όμως επειδή οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά, το 1927 αποχώρησαν από την επιχείρηση οι άλλοι και έμεινε μόνο σε αυτούς ο κινηματογράφος «Μανάκια». Με αυτό τον τρόπο θεμελίωσαν την επιχείρησή τους. Δυστυχώς, η αίθουσά τους καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, το 1939.
Μετά την καταστροφή της κινηματογραφικής τους αίθουσας τα δύο αδέρφια χώρισαν. Ο Γιαννάκης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε στη Ρουμάνικη Εμπορική Σχολή και εργαζόταν ως φωτογράφος στην παραλία. Μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε γλυκιά φυσιογνωμία, έξυπνος αλλά μοναχικός, με καλλιτεχνικές αγωνίες και θρήσκος. Πέθανε σε ηλικία 76 ετών στη Θεσ/νίκη στις 19/5/1954, συντετριμμένος μετά και από το θάνατο του γιου του Δημήτριου σε ηλικία 22 ετών. Στο τέλος της ζωής του ήταν έρημος και πάμπτωχος.
Τα τελευταία χρόνια
Ο Μίλτος Μανάκης έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Γιουγκοσλαβία, εργαζόμενος ως φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Ευτύχησε μάλιστα να δει το πρόσωπό του σε γραμματόσημο που εκδόθηκε προς τιμήν του.
Για τους Γιουγκοσλάβους υπήρξε εθνικός κινηματογραφιστής και παρασημοφορήθηκε από τον ίδιο τον στρατάρχη Τίτο τον οποίο άλλωστε είχε φωτογραφήσει. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταξινομώντας τις χιλιάδες φωτογραφιών και τις δεκάδες ταινιών που δημιούργησαν τα δύο αδέλφια. Ο Μίλτος ως το τέλος της ζωής του λαχταρούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Πέθανε στα Μοναστήρι στις 5 Μαρτίου 1964 σε ηλικία 82 ετών, όπου και θάφτηκε με τιμές που του απέδωσε το γιουγκοσλαβικό καθεστώς του Τίτο.
Κατά την διάρκεια των δημιουργικών τους χρόνων οι αδελφοί Μανάκια έφτιαξαν ένα αρχείο με περισσότερες από 12.000 φωτογραφίες και 67 ταινίες μικρής διάρκειας συνολικού μήκους 1.500 μέτρων. Το αρχείο αυτό πουλήθηκε σε δύο δόσεις – και μετά από πολλές περιπέτειες – στο «Αρχείο της Μακεδονίας», ένα ίδρυμα της Δημοκρατίας των Σκοπίων και στη συνέχεια πέρασαν στην ιδιοκτησία του Ιστορικού Αρχείου της Μπίτολα. Οι ανεκτίμητες αυτές καταγραφές μιας εποχής και κάποιων συνθηκών, που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, είχαν μείνει εν πολλοίς άγνωστες στην Ελλάδα μέχρι σχετικά πρόσφατα.