Ο Μιχαήλ Άγγελος, γνωστός και ως Μικελάντζελο, ήταν γλύπτης και ζωγράφος, ωστόσο υπήρξε επίσης ταλαντούχος αρχιτέκτονας και ποιητής. Ένας άνθρωπος των γραμμάτων και της τέχνης, μια εκκεντρική και συνάμα μοναδική προσωπικότητα, της οποίας η επίδραση στην Αναγέννηση αλλά και στην ιστορία της τέχνης γενικότερα ήταν εξαιρετικά σημαντική. Ο Μιχαήλ Άγγελος αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην τέχνη και στη δημιουργία, και έγινε διάσημος για τη φιλοτέχνηση της περίφημης Καπέλα Σιξτίνα. Πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου 1564 και αυτός ήταν ο βίος του:
H αρχή
Γεννήθηκε ως Μικελάντζελο ντι Λοντοβίκο Μπουονανότι Σιμόνι στις 6 Μαρτίου 1475 σε μια κωμόπολη κοντά στη Φλωρεντία της Ιταλίας. Η κωμόπολη αυτή, η γενέτειρά του, το Καπρέζε, σήμερα έχει το όνομα Καπρέζε Μικελάντζελο, ως φόρο τιμής προς το σπουδαίο γέννημά της. Οι γονείς του, Λοντοβίκο ντι Μπουοναρότι ντι Σιμόνι και Φραντσέσκα ντι Νέρι ντελ Μινιάτο ντι Σιένα είχαν καταγωγή από τη Φλωρεντία. Έχασε τη μητέρα του στα έξι του χρόνια, και μαζί με τον πατέρα και τα τέσσερα αδέλφια του εγκαταστάθηκε στην πόλη Σετινιάνο. Μαθήτευσε αρχικά δίπλα στον Ουμανιστή Φραντσέσκο ντ’ Ουρμπίνο και αργότερα στον ζωγράφο Ντομένικο Γκιρλαντάγιο. Εντρύφησε στην τέχνη της νωπογραφίας και του σχεδίου, διδάχθηκε τη γλυπτική, μολαταύτα έκανε συστηματική εξάσκηση μόνος του και υπήρξε αυτοδίδακτος, αποκτώντας το προσωπικό του ύφος και την τεχνική που τον χαρακτήριζε. Από νωρίς ήρθε σε επαφή με τις ιδέες του Νεοπλατωνισμού και σπούδασε στους περίφημους Κήπους των Μεδίκων.
Η καριέρα και η επιτυχία
- Πρώιμα έργα
Το 1490 – 1492 ο Μιχαήλ Άγγελος δημιούργησε δύο μαρμάρινα ανάγλυφα της πρώιμης εποχής του: την Παναγία της σκάλας και τη Μάχη των Κενταύρων. Τότε μάλιστα μυήθηκε στον κλάδο της ανατομίας στο μοναστήρι του Σάντο Σπιρίτο, μελετώντας πτώματα. Το 1493 φιλοτέχνησε έναν ξυλόγλυπτο εσταυρωμένο, καθώς και τον Ηρακλή, έργο που δυστυχώς καταστράφηκε στη Γαλλία τον 18ο αιώνα και δε σώζεται. Εκείνο το διάστημα, λόγω πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών, μετοίκησε από τη Φλωρεντία στη Βενετία και έπειτα στην Μπολόνια. Στην Μπολόνια ο Μιχαήλ Άγγελος ολοκλήρωσε τρία ημιτελή γλυπτά για λογαριασμό της εκκλησίας του Σαν Ντομένικο. Πλέον είχε συγκροτηθεί η θρησκευτική του πίστη και ήταν εμφανές πως η τέχνη του, με τα ρωμαλέα σώματα, τον άκρατο λυρισμό και τον ρεαλισμό, ανήκε, δόξαζε και απευθυνόταν στον Θεό.
- Η Πιετά (1499)
Το 1496 κατέφθασε στη Ρώμη, όπου έμελλε να κατοικήσει για πέντε χρόνια, μετά από παρότρυνση και πρόσκληση του Καρδιναλίου Ραφαέλε Ριάριο. Ο Μιχαήλ Άγγελος είχε φιλοτεχνήσει έναν μαρμάρινο Ερωτιδέα που προκάλεσε σάλο και δίχασε τους μελετητές και τους ιστορικούς της τέχνης. Ο καρδινάλιος το αγόρασε και αφού θαύμασε το ταλέντο και τις δεξιότητές του, τον κάλεσε στη Ρώμη. Εκεί ο Μιχαήλ Άγγελος φιλοτέχνησε την περίφημη Πιετά (αποκαθήλωση) του Βατικανού, το 1499. Η Πιετά θα κοσμούσε τη βασιλική του Αγίου Πέτρου και απεικονίζει την Παναγία αγκαλιά με το σώμα του Ιησού μετά τη σταύρωση. Μάλιστα είναι το μοναδικό έργο που φέρει την υπογραφή του καλλιτέχνη, αφού βρίσκεται πάνω στην Μαρία σκαλισμένη η φράση: MICKEL ANGELUS BONAROTUS FLORENT FACIBAT. O θρύλος λέει πως χάραξε τη φράση μεσάνυχτα, διότι άκουσε εκείνο το πρωί πολλούς ανθρώπους να αποδίδουν το δημιούργημά του στον Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Η Πιετά ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από έναν χρόνο και ύστερα από περιπέτειες (άλλαξε τουλάχιστον πέντε φορές τοποθεσία). Το έργο αυτό ήταν που καταξίωσε τον 25χρονο τότε Μιχαήλ Άγγελο. Σήμερα θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα γλυπτά παγκοσμίως.
- Ο Δαυίδ (1504)
Το 1504 ο Μιχαήλ Άγγελος ολοκλήρωσε τη φιλοτέχνηση του Δαυίδ, ενός μαρμάρινου γλυπτού μεγάλων διαστάσεων, που αργότερα λειτούργησε ως σύμβολο της νεοσύστατης φλωρεντινής δημοκρατίας και τοποθετήθηκε στην Πιάτσα Ντέλλα Σινιορία, μπροστά από το Παλάτσο Βέκιο. Ο ίδιος είχε ήδη επιστρέψει στη Φλωρεντία και η φήμη του τού εξασφάλιζε πολλές παραγγελίες και φυσικά αδιάκοπη εργασία. Υπήρξε πράγματι εργασιομανής, μάλιστα δε σταμάτησε να δουλεύει μέχρι την εβδομάδα που απεβίωσε.
- Η Καπέλα Σιξτίνα (1512)
Το 1505 γύρισε στη Ρώμη και ο Πάπας Ιούλιος Β’ του εμπιστεύτηκε την φιλοτέχνηση της μοναδικής Καπέλα Σιξτίνα, του θόλου του Παπικού παρεκκλησιού. Ο Μιχαήλ Άγγελος εργάστηκε τέσσερα χρόνια για την ολοκλήρωση του σπουδαίου αυτού έργου (1508 – 1512) και είχε δημιουργήσει ταραχή γύρω από αυτό. Είχε κλειστεί μέσα στο παρεκκλήσι για τέσσερα χρόνια, απέλυσε τους βοηθούς του, ζωγράφιζε μόνος και έφευγε σπάνια. Απαγόρευε, επιπροσθέτως, σε άλλους να μπαίνουν και να βλέπουν την εξέλιξη των εργασιών, πλάθοντας έναν μύθο και ένα μυστήριο με τη μυστικοπάθεια και την περιέργεια. Σύμφωνα με το αρχικό πλάνο έπρεπε να σχεδιάσει μονάχα τους 12 αποστόλους, μα η σύνθεση έγινε δαιδαλώδης και μεγαλεπίβολη, με την απεικόνιση περισσότερων από 300 θρησκευτικών μορφών και παραστάσεων. Ο καλλιτέχνης παρουσίασε εκτός από σκηνές της βίβλου, παραστάσεις της ελληνικής και ρωμαϊκης παράδοσης, που ουδεμία σχέση είχαν με τις χριστιανικές δοξασίες, ξεφεύγοντας από τα στεγανά και τα όρια της κατεξοχήν θρησκευτικής θεματολογίας. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 31 Οκτωβρίου 1512 και όλοι σαγηνεύτηκαν από το θέαμα του έργου. Ακόμη και ο Ραφαήλ, το αντίπαλον δέος του Μιχαήλ Άγγελου, αναγκάστηκε να διασκευάσει την τεχνοτροπία του, ωστέ να ομοιάζει με την αντίστοιχη του αντίζηλού του.
Βέβαια οι εχθροί του ήταν πολλοί και κακοπροαίρετοι. Μολονότι η κόπωση από το έργο επιδείνωσε την κατάσταση της υγείας του (σε ποίημά του μάλιστα εξιστορεί τα δεινά που έζησε ζωγραφίζοντας την Καπέλα Σιξτίνα) και παρότι ήταν εξαιρετικής ομορφιάς, θεωρήθηκε βλάσφημο επειδή απεικόνιζε σε ιερό χώρο γυμνούς ανθρώπους. Ο Μιχαήλ Άγγελος έκανε εχθρούς τους λάθος ανθρώπους, δίνοντάς τους βορά για σχόλια με την πολυτάραχη ζωή του, παρέμεινε όμως αντισυμβατικός και πολυμήχανος. Παράλληλα, ταμένος πολέμιός του υπήρξε και ο κατά 20 χρόνια μεγαλύτερός του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, μια ακόμη σπουδαία προσωπικότητα της αναγεννησιακής τέχνης.
Το τέλος
Απεβίωσε πλήρης ημερών στα 89 του χρόνια το 1564 στη Ρώμη. Η σορός του όμως ενταφιάστηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Φλωρεντία. Όπως έγραψε στην διαθήκη του, άφησε την ψυχή του στον Θεό, το σώμα του στη Γη και τα υλικά αγαθά στους πιο κοντινούς ανθρώπους. Υπήρξε ένας πραγματικά θρυλικός καλλιτέχνης –σύμβολο του αναγεννησιακού ανθρώπου. Ευτύχησε να δει δόξα, πλούτο, φήμη και αναγνώριση πριν από τον θάνατό του. Δεν τον διάβρωσαν όλα αυτά όμως και το μόνο πραγματικά τρυφηλό χαρακτηριστικό σε αυτόν δεν ήταν παρά η αστείρευτη φαντασία και η δίψα του για δημιουργία. Δύο βιογράφοι ανέλαβαν να καταγράψουν τον βίο και τα τερτίπια της πορείας του (μάλιστα ο ένας εκ των δύο ήταν ο Τζόρτζο Βαζάρι, συγγραφέας του έργου Οι βίοι των εξαίρετων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων) όσο ακόμα βρισκόταν στη ζωή. Ασχολήθηκε με την τέχνη σε πολλές της εκφάνσεις αφού, όταν το σώμα δεν του επέτρεπε να συνεχίσει με τη γλυπτική, τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική, εκείνος στράφηκε στην ποίηση και στη λογοτεχνία. Ο Μιχαήλ Άγγελος δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε έκανε παιδιά, ωστόσο ο έρωτας υπήρξε καθοριστικός στη ζωή του. Η Βιτόρια Κολόνα, χήρα αριστοκρατικής καταγωγής, υπήρξε η μούσα του και ο νεαρός Τομάσο ντε Καβαλιέρι ήταν αντικείμενο πόθου και πάθους για τον Μιχαήλ Άγγελο. Τα λογοτεχνικά του κείμενα, τα σονέτα και τα ποιήματα αφορούσαν τα δύο αυτά αξιέραστα, κατά τον ίδιο, πρόσωπα.
Λίγο πριν πεθάνει έγραψε: Oύτε η ζωγραφική, ούτε η γλυπτική μπορεί να ηρεμήσει πια την ψυχή μου. Στρέφομαι τώρα σε αυτήν τη θεία αγάπη, η οποία πάνω στον σταυρό, άνοιξε διάπλατα τα χέρια της για να με αγκαλιάσει. Και αυτό ακριβώς έκανε· απαλλαγμένος από τον φανατισμό, τον σκοταδισμό και τον παρωπιδισμό που πρέσβευε η εκκλησία στον Μεσαίωνα, αφιέρωσε την ψυχή του στον Θεό που πίστευε, με τον τρόπο που θα άρμοζε σε έναν αναγεννησιακό άνθρωπο. Μέχρι σήμερα θεωρείται δάσκαλος και ένας από τους αξεπέραστους και πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της ιστορίας της τέχνης. Δόθηκε ψυχή τε και σώματι σ’ αυτην, χαρίζοντας έτσι στην ανθρωπότητα έργα απαράμιλλης ομορφιάς και αξίας.
Ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του σπουδαίου καλλιτέχνη :
Η ιστορικός Ελίζαμπεθ Λεβ μιλά για την Καπέλα Σιξτίνα:
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.