Μου είπες να κοιτάξω την πανσέληνο
τι ωραία που είναι.
Την κοίταξα, μα δεν βρήκα κανένα νόημα.
Μέχρι που έστρεψα το βλέμμα μου σ' εσένα.
Μία πανσέληνος αποκτά νόημα
όταν φωτίζει
τα μαλλιά της γυναίκας
που κρατάς στην αγκαλιά σου.
Χάιδευα μαργαριτάρια
και άγγιζα χρυσό.
Ήμουν ο πλουσιότερος
άντρας στη γη.
Κι όταν σου ψιθύρισα στ' αφτί
τον πόθο μου για εσένα
κοκκίνισες και θέλησες
στη θάλασσα να κρυφτείς.
Και τότε η αντανάκλασή σου φανέρωσε
στα μάτια μου διπλό τον πόθο
και βρήκα με ενάργεια
του κόσμου όλα τα νοήματα.
Αποστόλης Ζυμβραγάκης, Μάρτιος 2019.
Περισσότερα έργα μου εδώ.