Λάτρευε τον άνθρωπο του πνεύματος
μα τον αντάλλαζε προθύμως με στάλες οινοπνεύματος.
Γύρευε το φως του κόσμου
μες τα σκοτάδια του υποκόσμου.
Κι όταν τη ρώτησε
γιατί το έκανε αυτό
εκείνη απάντησε
με απλότητα στα χείλη, τόσο μεγαλοπρεπή
λες και το 'κανε επιτηδευμένα:
"Από έναν φανταστικό, αψεγάδιαστο κόσμο
που πλάθεις με δυσνόητα στιχάκια
προτιμώ έναν βρόμικο -αλλά αληθινό- ντουνιά
που βλέπω, οσμίζομαι και ακουμπώ
με λερωμένα -μα ορατά- χέρια".
Και τότε, εκείνος, έσκυψε το κεφάλι
και παραδέχτηκε πως η ποίησή του απέτυχε,
αφού δεν της ομόρφυνε τη ζωή,
αφού δεν της καθάρισε τα χέρια,
αφού δεν την έκανε να εννοήσει,
απέτυχε.
Τοποθέτησε την πένα στη θήκη της,
έσκισε τα τελευταία του χαρτιά
και βγήκε να πιει και να μεθύσει,
να γιορτάσει την αποτυχία του.
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Περισσότερα έργα μου εδώ.