Γιάννης Ρίτσος «Αυτόπτης μάρτυρας»
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Γραφή τυφλού, που γράφτηκε το 1972, όταν ο ποιητής βρισκόταν στην εξορία. Όλα τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι ολιγόστιχα και αποτελούν εικόνες, είδωλα, θα μπορούσαμε να πούμε, που βλέπει ο «τυφλός» μέσα από την αλληγορική του αναπηρία, παρά τη γενική καταπίεση και το σκοταδισμό του ανελεύθερου καθεστώτος.
Εγώ τους είδα —λέει— τους δυο διαρρήκτες πίσω απ’ τις γρίλιες
να παραβιάζουν την απέναντι πόρτα· —δε φώναξα διόλου·
είχε φεγγάρι· φαινόνταν καθαρά τ’ αντικλείδια τους
και τα στολίδια του γύψου στον τοίχο. Περίμενα πρώτα
να φωνάξουνε οι άλλοι από δίπλα. Κανένας δε φώναξε.
Έφυγα, απ’ το παράθυρο, κάθισα στην καρέκλα, ακούμπησα
το μέτωπό μου στο μάρμαρο του τραπεζιού, και θαρρώ
που αποκοιμήθηκα πλάι στο φτωχό μελανωμένο χέρι
του παιδιού που δεν προβιβάστηκε. Μέσα στον ύπνο μου
μ’ έπιασε πονοκέφαλος απ’ το φεγγάρι. Τα χαράματα
μου χτύπησαν την πόρτα. Ήταν οι δυο διαρρήκτες
κρατώντας δυο ωραίες ανθοδέσμες. Μπήκα στην κουζίνα
να βάλω τα λουλούδια στο νερό. Γυρίζοντας πίσω,
μ’ ένα βάζο στο κάθε μου χέρι, δεν τους βρήκα.
Το ποίημα «Αυτόπτης μάρτυρας» του Γιάννη Ρίτσου φαινομενικά αναφέρεται στην αδράνεια ενός ανθρώπου που βλέπει δύο διαρρήκτες να παραβιάζουν την πόρτα του απέναντι σπιτιού. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι μια καταγγελία για τη στάση ανοχής που κράτησαν οι Έλληνες πολίτες, όταν στις 21 Απριλίου του 1967 αξιωματικοί του στρατού κατέλαβαν πραξικοπηματικά την εξουσία.
Εγώ τους είδα —λέει— τους δυο διαρρήκτες πίσω απ’ τις γρίλιες
να παραβιάζουν την απέναντι πόρτα· —δε φώναξα διόλου·
είχε φεγγάρι· φαινόνταν καθαρά τ’ αντικλείδια τους
και τα στολίδια του γύψου στον τοίχο.
Ο αυτόπτης μάρτυρας παραδέχεται πως ενώ είδε τους δύο διαρρήκτες πίσω από τις γρίλιες του παραθύρου του να παραβιάζουν την απέναντι πόρτα, δεν φώναξε καν. Είδε το έγκλημα να συμβαίνει, αλλά παρ’ όλα αυτά παρέμεινε αμέτοχος θεατής, αισθανόμενος ίσως φόβο ή ακόμη χειρότερα, πιστεύοντας πως το κακό που συνέβαινε στο απέναντι σπίτι δεν τον αφορούσε.
Παρά το γεγονός ότι η διάρρηξη συνέβη τη νύχτα, είχε τη δυνατότητα να δει και τους διαρρήκτες και τα αντικλείδια τους, καθώς το όλο σκηνικό φωτιζόταν από το φως του φεγγαριού. Η προσοχή του, ωστόσο, μετατοπίστηκε στα γύψινα στολίδια στον τοίχο, σαν να είχαν αυτά μεγαλύτερη σημασία από την παραβίαση του ξένου σπιτιού.
Τα στοιχεία του ποιήματος θα πρέπει, βέβαια, να ιδωθούν σε σχέση με το γεγονός του πραξικοπήματος, προκειμένου να γίνει πληρέστερα αντιληπτό το νόημά τους. Ο αυτόπτης μάρτυρας, οπότε, που παρατηρεί απαθής τη διάρρηξη του απέναντι σπιτιού, συμβολίζει τον κάθε Έλληνα πολίτη που παρέμεινε αδρανής τη στιγμή που έβλεπε τον στρατό να καταλύει το δημοκρατικό πολίτευμα. Πλήθος πολιτών που ενώ έβλεπαν και αντιλαμβάνονταν τον δραστικό περιορισμό των ελευθεριών και των δικαιωμάτων τους, δεν «φώναξαν διόλου»∙ δεν προέβαλαν την παραμικρή αντίσταση, παρέχοντας με την αδράνειά τους τη δυνατότητα στους επίδοξους δικτάτορες να ολοκληρώσουν τα σχέδιά τους ανενόχλητοι.
Τη στιγμή, άλλωστε, που βρισκόταν σε εξέλιξη η δράση της δικτατορίας, οι πολίτες είχαν στρέψει την προσοχή τους στα ευτελή «στολίδια του γύψου». Αντί, δηλαδή, να ασχολούνται με το ουσιώδες, που ήταν η παραβίαση κάθε δημοκρατικού δικαιώματος, οι πολίτες ενέδιδαν στους φτηνούς περισπασμούς που τους παρείχε το δικτατορικό καθεστώς∙ πανηγυρικές ομιλίες εθνικιστικού περιεχομένου, εθνικές γιορτές, παρελάσεις κι άλλες συναφείς δραστηριότητες, που αποσκοπούσαν στο να δημιουργήσουν στους πολίτες μια ψευδαίσθηση σταθερότητας και ορθής λειτουργίας, αποσπούσαν την προσοχή τους από ό,τι όφειλε να αποτελεί το κύριο μέλημά τους: την καταβολή κάθε πιθανής προσπάθειας για την επανόρθωση και διαφύλαξη του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ιδιαίτερο συμβολικό ρόλο έχει και το φεγγάρι που φωτίζει τη νύχτα της διάρρηξης∙ τη νύχτα που σηματοδότησε την επιβολή της δικτατορίας. Το φεγγάρι που επιτρέπει στον αυτόπτη μάρτυρα να δει τι γίνεται στο απέναντι σπίτι, είναι επί της ουσίας εκείνο το φως της εσωτερικής συνείδησης που καθιστά σαφές στο άτομο πως αυτό που αντικρίζει είναι παράνομο και ανήθικο∙ είναι το φως της συνείδησης που επέτρεπε σε όλους τους πολίτες εκείνης της περιόδου να αντιληφθούν πως η δράση της δικτατορίας ήταν ξεκάθαρα παράνομη, αντιδημοκρατική και ως προς το μεγαλύτερο μέρος της εγκληματική. Ο αυτόπτης μάρτυρας δεν μπορεί να ισχυριστεί πως δεν κατάλαβε τι συνέβαινε απέναντί του, όπως κι οι πολίτες εκείνων των χρόνων δεν μπορούν να ισχυριστούν πως δεν είχαν κατανοήσει ποιος ήταν ο σκοπός των δικτατόρων και πόσο άνομα ήταν τα μέσα που χρησιμοποίησαν για να τον επιτύχουν. Στη σκέψη τους ήταν απολύτως σαφές πως κάθε κίνηση εις βάρος της δημοκρατίας συνιστούσε μια εγκληματική ενέργεια.
Περίμενα πρώτα
να φωνάξουνε οι άλλοι από δίπλα. Κανένας δε φώναξε.
Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι ο αυτόπτης μάρτυρας αντιλαμβάνεται το άνομο όσων βλέπει να συμβαίνουν δεν φωνάζει και δεν αντιδρά καθόλου. Περίμενε, όπως λέει, να φωνάξουν πρώτα οι άλλοι από δίπλα, αλλά τελικά δε φώναξε κανένας. Η αδράνεια, όμως, αυτή απέναντι στην ανομία είναι εξίσου εγκληματική με την πράξη των παραβατών, διότι ισοδυναμεί με συναίνεση∙ είναι σαν να γίνεται αποδεκτή η δόλια συμπεριφορά των εγκληματιών. Πρόκειται για την τυπική συμπεριφορά του φιλήσυχου πολίτη που κάνει ό,τι μπορεί για ν’ αποφύγει τα μπλεξίματα, ιδίως όταν αυτά αφορούν υποθέσεις -όπως λανθασμένα πιστεύει- άλλων.
Κι είναι αυτή ακριβώς η εγκληματική αδράνεια της πλειονότητας των πολιτών που επέτρεψε την επιβολή της δικτατορίας. Οι δυνάμεις του στρατού δεν συνάντησαν καμία ουσιαστική αντίδραση, εφόσον κάθε πολίτης θεωρούσε πως θα βρεθεί κάποιος άλλος, πιο δυναμικός ίσως, ν’ αντιδράσει. Αποτέλεσμα αυτής της παθητικής αντιμετώπισης των πραγμάτων κι αυτής της απροθυμίας των πολιτών να αποδεχτούν την ευθύνη που έχει καθένας χωριστά απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, οι επίδοξοι δικτάτορες κατόρθωσαν να πάρουν τον έλεγχο της χώρας πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Οι άνθρωποι, ωστόσο, δεν είναι υπεύθυνοι μόνο για τις ενέργειές τους, αλλά και για τις παραλείψεις τους, και στην προκειμένη περίπτωση η παράλειψή τους -η απουσία αντίδρασης- σήμανε την πλήρη εκχώρηση της ελευθερίας τους σ’ ένα δικτατορικό καθεστώς. Είναι, άρα, απαράδεκτη η σκέψη του αυτόπτη μάρτυρα εδώ, και κάθε πολίτη εν γένει, να περιμένει από τους άλλους να κάνουν κάτι, εφόσον κάθε μέλος της κοινωνίας οφείλει να δρα υπέρ του συλλογικού συμφέροντος, χωρίς να υπολογίζει τις πιθανές επιπτώσεις στη δική του ατομική ζωή. Η διαφύλαξη και η προστασία της πολιτείας έχει μεγαλύτερη αξία από τον κάθε πολίτη χωριστά, διότι μόνο αν η πολιτεία είναι ελεύθερη και λειτουργεί κατά τρόπο άρτιο μπορούν να ωφεληθούν οι επιμέρους πολίτες.
Έφυγα, απ’ το παράθυρο, κάθισα στην καρέκλα, ακούμπησα
το μέτωπό μου στο μάρμαρο του τραπεζιού, και θαρρώ
που αποκοιμήθηκα πλάι στο φτωχό μελανωμένο χέρι
του παιδιού που δεν προβιβάστηκε.
Ο αυτόπτης μάρτυρας προτίμησε να μη συνεχίσει να βλέπει το έγκλημα που γινόταν απέναντί του, αφού και γνώριζε και ένιωθε πως η δική του απραξία ήταν εξίσου εγκληματική με τη δράση των διαρρηκτών. Έκατσε, λοιπόν, στην καρέκλα και ακούμπησε το μέτωπό του πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού, σε μια στάση πλήρους αδράνειας, που υποδήλωνε την υποταγή και την παραίτησή του απέναντι στην ύπαρξη και τη δράση των εγκληματιών. Εκεί αποκοιμήθηκε -ή αυτή την αίσθηση είχε τουλάχιστον- πλάι στο μελανωμένο χέρι του μαθητή που δεν προβιβάστηκε στην επόμενη τάξη. Μια έξοχη υπερρεαλιστική εικόνα που αποδίδει με ιδιαίτερη ενάργεια τα συναισθήματα του ήρωα∙ η επίγνωση πως έμεινε ένας αμέτοχος και αδρανής θεατής απέναντι σ’ ένα έγκλημα τον κάνει να αισθάνεται σαν μαθητής που απέτυχε να περάσει την τάξη∙ σαν μαθητής που δεν κατόρθωσε να εκπληρώσει επαρκώς τις σχολικές του υποχρεώσεις.
Μέσα στον ύπνο μου
μ’ έπιασε πονοκέφαλος απ’ το φεγγάρι.
Ο αυτόπτης μάρτυρας γνωρίζει καλά πως όφειλε να κρατήσει μια πιο ενεργή στάση απέναντι στους διαρρήκτες∙ γνωρίζει πως έπρεπε να αντιδράσει. Γι’ αυτό και το φως του φεγγαριού, το φως της εσωτερικής του συνείδησης του προκαλεί πονοκέφαλο καθώς κοιμάται, αφού δεν μπορεί να αποφύγει τις τύψεις και το επώδυνο αίσθημα της ενοχής. Ο αυτόπτης μάρτυρας της διάρρηξης, όπως και οι πολίτες της περιόδου που επιβλήθηκε η δικτατορία, γνώριζαν πολύ καλά ποιο ήταν το καθήκον τους, ποια ήταν η στάση που όφειλαν να κρατήσουν, εντούτοις, δεν κατόρθωσαν να πράξουν το ορθό. Το υποσυνείδητο αίσθημα ενοχής που ταλαιπωρεί τον αυτόπτη μάρτυρα, αποδίδει συνοπτικά τις ενοχές και το έντονο αίσθημα μεταμέλειας που βίωσαν οι πολίτες τα χρόνια που ακολούθησαν τη μοιραία ημέρα της 21ης Απριλίου, όταν κατάλαβαν πως η απραξία τους είχε ένα ιδιαίτερα βαρύ τίμημα.
Τα χαράματα
μου χτύπησαν την πόρτα. Ήταν οι δυο διαρρήκτες
κρατώντας δυο ωραίες ανθοδέσμες.
Πολύ νωρίς το επόμενο πρωί οι δύο διαρρήκτες εμφανίζονται στο σπίτι του αυτόπτη μάρτυρα για να του προσφέρουν δύο ωραίες ανθοδέσμες, προφανώς ως ευχαριστήριο δώρο για το γεγονός ότι δεν τους κατήγγειλε στις αρχές. Η απραξία του μάρτυρα και η ανοχή που έδειξε απέναντι στο έγκλημα επιβραβεύονται μ’ ένα τυπικό και ανούσιο δώρο, όπως ακριβώς και η ανοχή που έδειξαν οι πολίτες απέναντι στο καθεστώς των δικτατόρων επιβραβεύθηκε με επουσιώδεις παροχές στο λαό∙ παροχές, φυσικά, που δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να αναπληρώσουν την ελευθερία που τους είχε αφαιρεθεί.
Οι δικτάτορες θέλοντας να καθησυχάσουν τους πολίτες και να αδρανοποιήσουν εγκαίρως οποιαδήποτε διάθεση αντίδρασης, φρόντισαν να δημιουργήσουν την αίσθηση πως το κύριο μέλημά τους ήταν η υπηρέτηση των πολιτών και η πραγματοποίηση ουσιαστικού έργου. Επί της ουσίας, όμως, εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν η κατοχή της εξουσίας και η εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων.
Μπήκα στην κουζίνα
να βάλω τα λουλούδια στο νερό. Γυρίζοντας πίσω,
μ’ ένα βάζο στο κάθε μου χέρι, δεν τους βρήκα.
Η σκέψη του ήρωα πως πρέπει να βάλει τα λουλούδια στο νερό, που λειτουργεί ως σκηνοθετικό εύρημα, δίνει το χρόνο στους διαρρήκτες να φύγουν, χωρίς εκείνος να καταλάβει τίποτε. Έτσι, όταν γυρίζει έχοντας από ένα βάζο σε κάθε χέρι δεν βρίσκει πια εκεί τους απρόσκλητους επισκέπτες του.
Ο αυτόπτης μάρτυρας αποδέχεται τη δωροδοκία των διαρρηκτών, όπως ακριβώς και οι πολίτες δέχτηκαν τις διάφορες παροχές του καθεστώτος, χωρίς εν τέλει να προβούν σε κάποια πράξη αντίδρασης, έστω και εκ των υστέρων, όταν πια το έγκλημα είχε συντελεστεί και είχαν αντιληφθεί τι και πόσα είχαν στερηθεί. Κατά συνέπεια, η αποχώρηση των διαρρηκτών, όπως και η απομάκρυνση του δικτατορικού καθεστώτος, δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα της σθεναρής αντίστασης των πολιτών. Οι πολίτες, όπως και ο αυτόπτης μάρτυρας, ήταν απασχολημένοι με τις παροχές που λάμβαναν∙ ήταν, ίσως, και αδρανοποιημένοι λόγω του φόβου, καθώς δεν μπορούσαν να ξέρουν ποια θα μπορούσε να είναι η απάντηση των δικτατόρων απέναντι σε κάποια πιθανή προσπάθεια αντίδρασης.