Κωνσταντίνος Καβάφης «Ἀς Φρόντιζαν»
Κατήντησα σχεδόν ἀνέστιος καί πένης.
Αὐτή ἡ μοιραία πόλις, ἡ Αντιόχεια
όλα τά χρήματα μου τά ‘φαγε:
αυτή ἡ μοιραία μέ τόν δαπανηρό της βίο.
Ἀλλά εἶμαι νέος καί μέ ὑγείαν ἀρίστην.
Κάτοχος τῆς ἑλληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα∙
τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ὅ,τι κι ἄν πεῖς).
Ἀπό στρατιωτικά ἔχω μιάν ἰδέα,
κ’ ἔχω φιλίες μέ ἀρχηγούς τῶν μισθοφόρων.
Εἶμαι μπασμένος καμπόσο καί στά διοικητικά.
Στην Ἀλεξάνδρεια ἔμεινα ἕξι μήνες, πέρσι∙
κάπως γνωρίζω (κ’ εἶναι τοῦτο χρήσιμον) τά ἐκεῖ:
τοῦ Κακεργέτη βλέψεις καί παληανθρωπιές, καί τά λοιπά.
Ὅθεν φρονῶ πώς εἶμαι στά γεμάτα
ἐνδεδειγμένος γιά νά ὑπηρετήσω αὐτήν τήν χώρα,
τήν προσφιλῆ πατρίδα μου Συρία.
Σ’ ὅ,τι δουλειά μέ βάλουν θά πασχίσω
νά εἶμαι στήν χώρα ὠφέλιμος. Αὐτή εἶν’ ἡ πρόθεσίς μου.
Ἄν πάλι μ’ ἐμποδίσουνε μέ τά συστήματά τους –
τούς ξέρουμε τούς προκομένους: νά τά λέμε τώρα;
ἄν μ’ ἐμποδίσουνε, τί φταίω ἐγώ.
Θ’ ἀπευθυνθῶ πρός τόν Ζαβίνα πρῶτα,
κι ἄν ὁ μωρός αὐτός δέν μ’ ἐκτιμήσει,
θά πάγω στόν ἀντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι ἄν ὁ ἠλίθιος κι αὐτός δέν μέ προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στόν ‘Υρκανό.
Θά μέ θελήσει πάντως ἕνας ἀπ’ τους τρεῖς.
Κ’ εἶν’ ἡ συνείδησίς μου ἥσυχη
γιά τό ἀψήφιστο τῆς ἐκλογῆς.
Βλάπτουν κ’ οἱ τρεῖς τους τήν Συρία τό ἴδιο.
Ἀλλά, κατεστραμμένος ἄνθρωπος, τί φταίω ἐγώ.
Ζητῶ ὁ ταλαίπωρος να μπαλωθῶ.
Ἀς φρόντιζαν οἱ κραταιοί θεοί
να δημιουργούσαν ἕναν τέταρτο καλό.
Μετά χαρᾶς θά πήγαινα μ’ αὐτόν.
[1930]
Αντιόχεια: Η Αντιόχεια ήταν η πρωτεύουσα του αρχαίου κράτους της Συρίας και ιδρύθηκε από το στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου Σέλευκο Ά το Νικάτορα στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. προς τιμήν του πατέρα του Αντίοχου. Η Αντιόχεια σήμερα ανήκει στην Τουρκία.
Κακεργέτης: Προσωνύμιο του Πτολεμαίου Η΄ Ευεργέτη Β΄ (182-116 π.Χ.) της Αιγύπτου. Ο Κακεργέτης (ή αλλιώς ο Φύσκων) ήταν ο όγδοος Φαραώ της δυναστείας των Πτολεμαίων (15ος και τελευταίος ήταν ο Καισαρίωνας, ο γιος της Κλεοπάτρας της Ζ΄). Πήρε την εξουσία μετά το θάνατο του αδερφού του Πτολεμαίου Στ΄, ενώ, παράλληλα, παντρεύτηκε τη χήρα του Πτολεμαίου Στ΄, και αδερφή τους, Κλεοπάτρα Β΄ και δολοφόνησε τον ανιψιό του. Στη συνέχεια παντρεύτηκε και τη μια από τις δύο κόρες της Κλεοπάτρας Β’ την Κλεοπάτρα Γ΄, που ήταν παράλληλα και ανιψιά του. Όταν η Κλεοπάτρα Β΄ το 131 π.Χ. ξεκίνησε επανάσταση εναντίον του συζύγου και αδερφού της, εκείνος σκότωσε το γιό τους Πτολεμαίο Μεμφίτη, που ήταν τότε δεκατεσσάρων ετών, τον τεμάχισε και της έστειλε τα κομμάτια του σα δώρο γενεθλίων. Η Κλεοπάτρα Β΄ παρόλα αυτά το 124 π.Χ. επέστρεψε στον Πτολεμαίο Η΄ κι έμεινε κοντά του μέχρι το θάνατό του το 116 π.Χ.
Οι διεκδικητές του θρόνου της Συρίας:
Ζαβίνας: Ο Αλέξανδρος Β΄ Ζαβίνας (Ζαβίνας σημαίνει αυτός που αγοράστηκε) υποστηρίχτηκε από τον Πτολεμαίο Η΄ τον Κακεργέτη, ως δήθεν γιος του Αλέξανδρου Α΄ Βάλα (ηγεμόνα της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών από το 150 έως το 146 π.Χ.), για να διεκδικήσει την εξουσία της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών εις βάρος του Δημητρίου Β΄ του Νικάτορα. Η διαμάχη που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στην Κλεοπάτρα Β΄ και το σύζυγο –και αδερφό- της Πτολεμαίο Η΄ είχε αντίκτυπο και στη Συρία, καθώς ο Δημήτριος ο Νικάτωρ πήρε το μέρος της Κλεοπάτρας αφού είχε παντρευτεί την κόρη της την Κλεοπάτρα τη Θεά (που βασίλευε στη Συρία κατά τη διάρκεια των εμφύλιων διαμαχών), ενώ ο Ζαβίνας είχε την υποστήριξη του Πτολεμαίου Η΄ (του Κακεργέτη). Ο Ζαβίνας κατόρθωσε να κυβερνήσει κάποιες περιοχές της Συρίας από το 128 π.Χ. μέχρι το 123 π.Χ. οπότε και εκτελέστηκε. Ο Ζαβίνας μάλιστα ηττήθηκε από τον Αντίοχο Η΄ το Γρυπό, το γιο του Δημητρίου Β΄ του Νικάτορα.
Γρυπός: Ο Αντίοχος Η΄ ο Γρυπός (αυτός δηλαδή που έχει γαμψή μύτη) υπήρξε ηγεμόνας της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών από το 125 π.Χ. έως το 96 π.Χ. ήταν γιος του Δημήτριου Β΄ του Νικάτορα και της Κλεοπάτρας της Θεάς, την οποία ανάγκασε να πιει το δηλητηριασμένο κρασί που πήγε να του προσφέρει για να τον σκοτώσει. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κλεοπάτρα η Θεά υπήρξε κατά σειρά σύζυγος των: Αλέξανδρου Α΄ Βάλα, Δημητρίου Β΄ Νικάτορος και Αντίοχου Ζ΄ Σιδήτη. Υπήρξε βασίλισσα της Συρίας για μια τριακονταετία και στα τελευταία της χρόνια δολοφόνησε το γιο της Σέλευκο και αποπειράθηκε να δηλητηριάσει και τον γιο της Αντίοχο Η΄, ο οποίος και την ανάγκασε να πάρει η ίδια το δηλητήριο που προόριζε για εκείνον.
Υρκανός: Ο Ιωάννης Υρκανός Α΄ (135-104 π.Χ.) υπήρξε θρησκευτικός και πολιτικός επικεφαλής των Ιουδαίων, αν και ηττήθηκε από τον Αντίοζο Ζ΄ το Σιδήτη, συνεργάστηκε με τον Αλέξανδρο Α΄ Ζαβίνα και κατόρθωσε να πάρει τον έλεγχο αρκετών περιοχών της Συρίας.
Το ποίημα «Ας Φρόντιζαν» είναι ένα από τα καλύτερα πολιτικά ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, στο οποίο αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο το πώς η διαφθορά των ηγετών περνά στους πολίτες, οδηγώντας τους σε μια γενική αδιαφορία απέναντι στην κατάσταση που επικρατεί στην πατρίδα τους. Ο νεαρός από την Αντιόχεια ζει στο έπακρο τις απολαύσεις που έχει να του προσφέρει η πόλη του και τώρα αναζητά μια ευκαιρία να «μπαλωθεί», να ενταχθεί κάπου στον κρατικό μηχανισμό, ώστε να εξασφαλίζει χρήματα, προφανώς για να συνεχίσει τις διασκεδάσεις του.
Η παρακμή που έχει επέλθει στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών αντικατοπτρίζεται τόσο στους ηγέτες της όσο και στους πολίτες της. Όπως οι ηγέτες της Συρίας ενδιαφέρονται μόνο για το πώς θα κατακτήσουν την εξουσία, έτσι και οι πολίτες ασχολούνται μόνο με το πώς θα βολευτούν οι ίδιοι, αδιαφορώντας για την πατρίδα τους. Ο Καβάφης έχει επιλέξει, κατά την προσφιλή του συνήθεια, μια περίοδο παρακμής, η σημασία της οποίας όμως δεν περιορίζεται στο βασίλειο της Συρίας. Η ίδια κατάσταση αδιαφορίας των πολιτών και ασυδοσίας των ηγετών, έχει εμφανιστεί και συνεχίζει να εμφανίζεται διαχρονικά σε διάφορες κοινωνίες. Όπου οι πολίτες αφήνουν τους ηγέτες τους να κινούνται χωρίς έλεγχο, επέρχεται διαφθορά και παρακμή, κι αντίστοιχα όπου οι ηγέτες είναι διεφθαρμένοι και αδιάφοροι για το κοινό καλό, οι πολίτες υιοθετούν μια αντίστοιχη συμπεριφορά κι ενδιαφέρονται μόνο για το δικό τους συμφέρον.
Ο ήρωας του ποιήματος είναι έτοιμος να εργαστεί για το καλό της πατρίδας του -και παράλληλα για το δικό του όφελος- στις υπηρεσίες όποιου τον δεχτεί. Είναι πρόθυμος να απευθυνθεί και στους τρεις διεκδικητές του θρόνου της Συρίας, έχοντας τη συνείδησή του ήσυχη, μιας και οι τρεις τους βλάπτουν εξίσου την πατρίδα του. Ο νεαρός, μάλιστα, δηλώνει αθώος για το αψήφιστο της επιλογής του, καθώς αν υπήρχε ένας τέταρτος υποψήφιος που ήταν καλός για την πατρίδα, θα πήγαινε οπωσδήποτε μ’ αυτόν. Ας φρόντιζαν λοιπόν οι θεοί να είχαν δημιουργήσει έναν τέταρτο καλό κι εκείνος δε θα αναγκαζότανε να δουλέψει για έναν από τους διεφθαρμένους διεκδικητές της εξουσίας.
Ο ποιητής φροντίζει, βέβαια, να παρουσιάσει από την αρχή την αμφίβολη ηθική ακεραιότητα του νεαρού, καθώς και το ελαφρό του χαρακτήρα του, μιας και θέλει να δείξει με ιδιαίτερη έμφαση το είδος των πολιτών που δημιουργούνται στις εποχές όπου η διαφθορά και η παρακμή κυριαρχούν.
Αναλυτικότερη παρουσίαση του ποιήματος:
Κατήντησα σχεδόν ἀνέστιος καί πένης.
Αὐτή ἡ μοιραία πόλις, ἡ Αντιόχεια
όλα τά χρήματα μου τά ‘φαγε:
αυτή ἡ μοιραία μέ τόν δαπανηρό της βίο.
Το ποίημα δίνεται σε πρώτο πρόσωπο από τον σκόπιμα ανώνυμο ήρωα, ο οποίος ήδη από την αρχή αναφέρει το σε πόσο δεινή θέση έχει βρεθεί, αφού είναι πια σχεδόν άστεγος και φτωχός. Η απελπιστική αυτή κατάσταση συνιστά, βέβαια, βασικό στοιχείο για να αιτιολογηθεί η αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζει τα πολιτικά πράγματα του τόπου του, προέκυψε, ωστόσο από δική του απερισκεψία, μιας και παρασύρθηκε από τα θέλγητρα της Αντιόχειας. Ο νεαρός ήρωας που καταφεύγει σε εκφράσεις λαϊκής υφής, σχολιάζει ότι η Αντιόχεια του «έφαγε όλα τα χρήματα», διότι αυτή η «μοιραία» πόλη έχει εξαιρετικά δαπανηρό βίο. Στο επίθετο «μοιραία» κρύβεται η ιδιαίτερη έλξη που ασκεί η ζωή αυτής της πόλης σε ανθρώπους όπως είναι ο ήρωας του ποιήματος, αφού είναι μια πόλη με πλήθος διασκεδάσεις και πειρασμούς.
Ἀλλά εἶμαι νέος καί μέ ὑγείαν ἀρίστην.
Κάτοχος τῆς ἑλληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα∙
τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ὅ,τι κι ἄν πεῖς).
Ο ήρωας αν και βρίσκεται σε δεινή θέση, δεν απογοητεύεται εντούτοις, διότι, όπως το παρουσιάζει ο ίδιος -χωρίς καμία περιττή διάθεση σεμνότητας- έχει πολλά προσόντα. Είναι νέος σε ηλικία, έχει άριστη υγεία και είναι «θαυμάσιος» γνώστης της ελληνικής. Προκειμένου, μάλιστα, να μας διαβεβαιώσει για το τελευταίο σημειώνει παρενθετικά πως ξέρει και «παραξέρει» Αριστοτέλη και Πλάτωνα -το γεγονός ότι προτάσσεται ο Αριστοτέλης δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με το επίπεδο γνώσεων του νεαρού- κι ακόμη περισσότερο, γνωρίζει ρήτορες, ποιητές, ό,τι κι αν του ζητήσει κανείς, το ξέρει!
Ο Καβάφης σκιαγραφεί με ειρωνικό τρόπο τον ήρωά του, παρουσιάζοντάς τον αλαζονικό και θρασύ, προκειμένου να τονίσει τον ηθικό ξεπεσμό των ανθρώπων της εποχής. Ο νεαρός αυτός, έστω κι αν όντως γνωρίζει το έργο του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, δεν έχει, ωστόσο, αποκομίσει κανένα ουσιαστικό όφελος από τα διδάγματα των φιλοσόφων αυτών, εφόσον ο ίδιος είναι επηρμένος και χωρίς κανένα ίχνος αυτοελέγχου. Ενώ, οι λαϊκές εκφράσεις που χρησιμοποιεί φανερώνουν εν γένει έναν άνθρωπο ελλιπώς καλλιεργημένο.
Ἀπό στρατιωτικά ἔχω μιάν ἰδέα,
κ’ ἔχω φιλίες μέ ἀρχηγούς τῶν μισθοφόρων.
Εἶμαι μπασμένος καμπόσο καί στά διοικητικά.
Στην Ἀλεξάνδρεια ἔμεινα ἕξι μήνες, πέρσι∙
κάπως γνωρίζω (κ’ εἶναι τοῦτο χρήσιμον) τά ἐκεῖ:
τοῦ Κακεργέτη βλέψεις καί παληανθρωπιές, καί τά λοιπά.
Τα προσόντα πάντως του ήρωα δεν περιορίζονται στη νεότητά του και στην καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Έχει, επίσης, «μια ιδέα» από στρατιωτικά κι έχει γνωριμίες στον κύκλο των μισθοφόρων· γνωριμίες, δηλαδή, με ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν στο πλευρό εκείνου που τους δίνει τα περισσότερα χρήματα, χωρίς να ενδιαφέρονται για το ηθικό ή όχι των προθέσεών του, όπως κατά μία έννοια λειτουργεί και ο νεαρός. Στο σημείο αυτό, πάντως, ο ήρωας επιχειρεί να κατεβάσει τους τόνους, γεγονός που υποδηλώνει πως πρόκειται για τομείς με τους οποίους δεν είναι και τόσο εξοικειωμένος, γι’ αυτό και δεν εμφανίζει την ίδια υπερφίαλη αυτοπεποίθηση, όπως όταν αναφερόταν στο πόσο θαυμάσια γνωρίζει την ελληνική. Έτσι, σε ό,τι αφορά τα διοικητικά, που είναι το επόμενο προσόν του, δηλώνει πως είναι «καμπόσο μπασμένος», αφού πέρσι είχε την ευκαιρία να μείνει για έξι μήνες στην Αλεξάνδρεια και γνώρισε τις επιδιώξεις και τις παλιανθρωπιές του Πτολεμαίου Η΄. Έχει, άρα, μια κάποια γνώση του πώς οι κρατούντες επιτυγχάνουν τους στόχους τους και του πόσο αδιάφοροι είναι απέναντι σε ζητήματα ηθικής και δικαιοσύνης. Τίποτε, άλλωστε, δεν μπορεί να θεωρηθεί για εκείνους σημαντικότερο ή «ιερότερο» από το να επιβάλουν τη θέλησή τους.
Ὅθεν φρονῶ πώς εἶμαι στά γεμάτα
ἐνδεδειγμένος γιά νά ὑπηρετήσω αὐτήν τήν χώρα,
τήν προσφιλῆ πατρίδα μου Συρία.
Με βάση, λοιπόν, το πλήθος των ικανοτήτων και γνώσεών του, ο νεαρός πιστεύει πως είναι «στα γεμάτα» κατάλληλος για να υπηρετήσει αυτή τη χώρα· την αγαπημένη του, δηλαδή, πατρίδα, τη Συρία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ το γεγονός ότι αποκαλεί «προσφιλή» την πατρίδα του, διότι αν λάβουμε υπόψη τα όσα ακολουθούν μοιάζει να δίνει έναν μάλλον περίεργο ορισμό στην έννοια του πατριωτισμού και της αγάπης για την πατρίδα. Ο στόχος του, άλλωστε, να υπηρετήσει τη χώρα του, ταυτίζεται στη δική του σκέψη με το να διασφαλίσει κάποια καλοπληρωμένη κρατική θέση· επιδίωξη που φαίνεται να εξυπηρετεί πρωτίστως το δικό του συμφέρον.
Σ’ ὅ,τι δουλειά μέ βάλουν θά πασχίσω
νά εἶμαι στήν χώρα ὠφέλιμος. Αὐτή εἶν’ ἡ πρόθεσίς μου.
Πέρα, πάντως, από το δεδομένο ότι θέλει να ενταχθεί στον κρατικό μηχανισμό, ο νεαρός δεν έχει καμία άλλη αξίωση σε σχέση με το είδος της εργασίας που θα του προσφέρουν. Όπως, μάλιστα, δηλώνει χαρακτηριστικά, σε ό,τι δουλειά κι αν τον βάλουν εκείνος θα πασχίσει να φανεί ωφέλιμος στη χώρα του. Αυτή ακριβώς είναι η πρόθεσή του!
Ἄν πάλι μ’ ἐμποδίσουνε μέ τά συστήματά τους –
τούς ξέρουμε τούς προκομένους: νά τά λέμε τώρα;
ἄν μ’ ἐμποδίσουνε, τί φταίω ἐγώ.
Ο νεαρός αυτός, με τις τόσες γνώσεις και ικανότητες, που θα μπορούσε να φανεί εξαιρετικά χρήσιμος στην πατρίδα του, γνωρίζει πως ίσως δεν κατορθώσει τελικά να επιτύχει το στόχο του -να αποκατασταθεί, δηλαδή, σε κάποια κρατική θέση-, κι αυτό όχι γιατί ο ίδιος δεν είναι αξιόλογος και με καλές προθέσεις, αλλά λόγω της τακτικής που ακολουθούν οι κρατούντες. Αναφέρεται -προφανώς- στην τάση όσων βρίσκονται στην εξουσία να προσφέρουν θέσεις εργασίας στους «δικούς» τους ανθρώπους· δεν το επεξηγεί, ωστόσο, εφόσον θεωρεί πως είναι κάτι που το γνωρίζουν όλοι (να τα λέμε τώρα;).
Οποιοδήποτε, λοιπόν, ενδεχόμενο αποτυχίας των σχεδίων του, δεν θα βαρύνει τον ίδιο -εκείνος δεν έχει καμία απολύτως ευθύνη για ό,τι του συμβαίνει-, θα είναι αποτέλεσμα των εμποδίων που θα του θέσουν εκείνοι, με τη μικρόνοιά τους και με τον αναξιοκρατικό τρόπο προώθησης όσων ανήκουν στον κύκλο τους.
Θ’ ἀπευθυνθῶ πρός τόν Ζαβίνα πρῶτα,
κι ἄν ὁ μωρός αὐτός δέν μ’ ἐκτιμήσει,
θά πάγω στόν ἀντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι ἄν ὁ ἠλίθιος κι αὐτός δέν μέ προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στόν ‘Υρκανό.
Ο νεαρός σκοπεύει να απευθυνθεί κατά σειρά και στους τρεις ισχυρούς άνδρες της εποχής του, χωρίς να έχει, ωστόσο, καμία απολύτως εκτίμηση για κανέναν τους. Πρώτα θα πάει στον Ζαβίνα -που για ένα σύντομο διάστημα βρέθηκε στην εξουσία-, κι αν αυτός ο ανόητος δεν εκτιμήσει το πλήθος των προσόντων του, θα απευθυνθεί στον αντίπαλό του, τον Γρυπό· κι αν αυτός ο ηλίθιος δεν τον προσλάβει, τότε θα πάει αμέσως στον Υρκανό.
Με πλήρη αδιαφορία για το ήθος τους, τις προθέσεις και τις τακτικές τους, ο νεαρός σκοπεύει να προσφέρει τις υπηρεσίες του και στους τρεις -Θά μέ θελήσει πάντως ἕνας ἀπ’ τους τρεῖς-, ώστε να είναι σίγουρος πως θα πετύχει αυτό που θέλει. Ό,τι προέχει, άλλωστε, για τον νεαρό ήρωα είναι το να εξασφαλίσει τον εαυτό του κι όχι το να προσφέρει κάποια σημαντική υπηρεσία στην πατρίδα του, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται. Έτσι, παρά το γεγονός ότι τους θεωρεί ανόητους, δεν έχει κανέναν απολύτως δισταγμό να τους ζητήσει να τον προσλάβουν, αφού είναι οι μόνοι που μπορούν να του διασφαλίσουν κάποια αξιόλογη θέση στον κρατικό τομέα και να τον γλιτώσουν από το ενδεχόμενο κάποιας άλλης κοπιώδους απασχόλησης.
Κ’ εἶν’ ἡ συνείδησίς μου ἥσυχη
γιά τό ἀψήφιστο τῆς ἐκλογῆς.
Βλάπτουν κ’ οἱ τρεῖς τους τήν Συρία τό ἴδιο.
Ο νεαρός έχει πλήρη επίγνωση πως η προθυμία του να συνεργαστεί με οποιονδήποτε από τους τρεις -έστω κι αν η ανηθικότητά τους είναι προφανής- αποτελεί ένδειξη πλήρους επιπολαιότητας, αλλά δεν τον πτοεί αυτό. Είναι, άλλωστε, έτοιμος να δικαιολογήσει τον εαυτό του· βλάπτουν κι οι τρεις τους τη Συρία το ίδιο, οπότε ελάχιστη σημασία έχει το για ποιον θα δουλέψει!
Αν ζητούμενο για τον νεαρό ήρωα ήταν πράγματι το να υπηρετήσει τη χώρα του, τότε σίγουρα θα περίμενε κανείς να επιλέξει έναν από αυτούς –ή και κανέναν. Εφόσον, όμως, είναι δεδομένο πως εκείνος νοιάζεται μόνο για το πώς θα βολευτεί, τότε μοιάζει περιττό να αναμένουμε να ελέγξει το ποιος από αυτούς έχει κάτι να προσφέρει στη Συρία. Δεν νιώθει, επομένως, ο νεαρός πως έχει κάποια ευθύνη για το πόσο αδιάφορα αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να προσφέρει τις υπηρεσίες του ακόμη και σε κάποιον που μπορεί να ζημιώσει τη χώρα του. Ως προς αυτό είναι βέβαιος, συνιστούν κι οι τρεις τους μια επιζήμια επιλογή.
Ἀλλά, κατεστραμμένος ἄνθρωπος, τί φταίω ἐγώ.
Ζητῶ ὁ ταλαίπωρος να μπαλωθῶ.
Ἀς φρόντιζαν οἱ κραταιοί θεοί
να δημιουργούσαν ἕναν τέταρτο καλό.
Μετά χαρᾶς θά πήγαινα μ’ αὐτόν.
Αποποιείται την ευθύνη που του αναλογεί για τη στήριξη που τόσο πρόθυμα θέλει να προσφέρει ακόμη και σε ηγέτες που βλάπτουν τη χώρα του, επικαλούμενος το τραγικό της κατάστασής του. Ο ίδιος είναι ένας απελπισμένος άνθρωπος, δεν έχει ευθύνη για το τι συμβαίνει. Εκείνο που πρωτίστως τον απασχολεί· εκείνο που επείγει είναι να βολευτεί σε κάποια θέση. Όλα τ’ άλλα δεν αποτελούν δικό του πρόβλημα.
Αν ήθελαν οι ισχυροί θεοί ας είχαν φροντίσει να δημιουργήσουν έναν τέταρτο διεκδικητή της εξουσίας που να ήταν καλός, κι εκείνος θα πήγαινε μετά χαράς μ’ αυτόν. Φταίνε, λοιπόν, οι θεοί που δεν μερίμνησαν να υπάρχει μια ακόμη επιλογή, ένας καλός ηγέτης, ώστε να έχουν κι οι πολίτες κάποιον σωστό να διαλέξουν!
Τώρα, βέβαια, το αν όντως ο νεαρός αυτός θα επέλεγε πράγματι να συμπαραταχθεί μ’ έναν καλό ηγέτη, αν εκείνος δεν είχε την πρόθεση να εξαγοράζει τη στήριξη των πολιτών προσφέροντας αφειδώς θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, αποτελεί ένα ανοιχτό ερώτημα.