Ο Οδυσσέας χάρηκε με την πρόταση της Καλυψούς.
Η σχεδία ήταν γι' αυτόν μέσο ελευθερίας.
Επιτέλους, θα μπορούσε ξανά να βγει στο πέλαγος,
να παλέψει με τα ατίθασα κύματα, να αναπνεύσει αδάμαστο αέρα,
να βιώσει στο έπακρο όλα τα πάθη της ζωής,
όπως τα γύρευε από τότε που αποφάσισε
ν' αφήσει τη βαρετή ζωή του και να εγκαταλείψει
γυναίκα, παιδί, υπηκόους και παλάτι.
Όλη τη μέρα εργαζόταν σκληρά
να φτιάξει το μέσον διαφυγής του.
Έκοψε χοντρούς κορμούς, πελέκησε μαδέρια, ύψωσε δοκάρια.
Το βράδυ που έφτασε στο σπήλαιο της θεάς
αποκαμωμένος από την αδιάκοπη εργασία
το μόνο που γύρευε ήταν να βρει μια ζεστή γωνιά
και να κοιμηθεί εξανδραποδισμένος για τελευταία φορά.
Τότε η θεά εμφανίστηκε ολόγυμνη μπροστά του
και τον κοίταζε με φλόγες μες τα μάτια,
που έβγαιναν και κατέκαιγαν σκέψεις και αντιστάσεις.
Και σαν η λογική του έγινε στάχτη, ο Οδυσσέας όρμησε πάνω της
και παρασύρθηκε σε ολονύχτιο χορό στο θεϊκό κορμί της.
Με τις πρώτες ακτίνες του ηλίου κι ενώ βρισκόταν ξαπλωμένος
πάνω στο στήθος της, αποκαμωμένος από τον ακατάπαυστο χορό
ο άνθρωπος ψέλλισε τα παρακάτω λόγια απελπισίας:
"Μην μ' αφήσεις να φύγω.
Πότισέ με το νέκταρ των χειλιών σου
και τάισέ με την αμβροσία του κορμιού σου,
ν' αποκτήσω ο έρμος ο θνητός μερίδιο στην αθανασία".
Μέσα στα χίλια πάθη του,
ο άνδρας κατάλαβε
πως το μεγαλύτερό του
ήταν η γυναίκα.
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Περισσότερα έργα μου εδώ.
Η σχεδία ήταν γι' αυτόν μέσο ελευθερίας.
Επιτέλους, θα μπορούσε ξανά να βγει στο πέλαγος,
να παλέψει με τα ατίθασα κύματα, να αναπνεύσει αδάμαστο αέρα,
να βιώσει στο έπακρο όλα τα πάθη της ζωής,
όπως τα γύρευε από τότε που αποφάσισε
ν' αφήσει τη βαρετή ζωή του και να εγκαταλείψει
γυναίκα, παιδί, υπηκόους και παλάτι.
Όλη τη μέρα εργαζόταν σκληρά
να φτιάξει το μέσον διαφυγής του.
Έκοψε χοντρούς κορμούς, πελέκησε μαδέρια, ύψωσε δοκάρια.
Το βράδυ που έφτασε στο σπήλαιο της θεάς
αποκαμωμένος από την αδιάκοπη εργασία
το μόνο που γύρευε ήταν να βρει μια ζεστή γωνιά
και να κοιμηθεί εξανδραποδισμένος για τελευταία φορά.
Τότε η θεά εμφανίστηκε ολόγυμνη μπροστά του
και τον κοίταζε με φλόγες μες τα μάτια,
που έβγαιναν και κατέκαιγαν σκέψεις και αντιστάσεις.
Και σαν η λογική του έγινε στάχτη, ο Οδυσσέας όρμησε πάνω της
και παρασύρθηκε σε ολονύχτιο χορό στο θεϊκό κορμί της.
Με τις πρώτες ακτίνες του ηλίου κι ενώ βρισκόταν ξαπλωμένος
πάνω στο στήθος της, αποκαμωμένος από τον ακατάπαυστο χορό
ο άνθρωπος ψέλλισε τα παρακάτω λόγια απελπισίας:
"Μην μ' αφήσεις να φύγω.
Πότισέ με το νέκταρ των χειλιών σου
και τάισέ με την αμβροσία του κορμιού σου,
ν' αποκτήσω ο έρμος ο θνητός μερίδιο στην αθανασία".
Μέσα στα χίλια πάθη του,
ο άνδρας κατάλαβε
πως το μεγαλύτερό του
ήταν η γυναίκα.
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Περισσότερα έργα μου εδώ.