Τι δείχνουν τα στοιχεία της έρευνας της ΕΥ για λογαριασμό του ΕΒΕΑ για τις κατηγορίες προϊόντων που ενισχύουν την εξωστρέφεια της χώρας.
Τρόφιμα και ποτά, ορυκτά και μέταλλα κατέχουν εξέχουσα θέση στις 12 πιο ανταγωνιστικές κατηγορίες προϊόντων για τις ελληνικές εξαγωγές. Αυτό προκύπτει από έρευνα της ΕΥ για το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (ΕΒΕΑ) με θέμα: «Η μεγέθυνση των ελληνικών επιχειρήσεων θα συμβάλει σημαντικά στην περαιτέρω ενίσχυση των εξαγωγών».
Από τις κατηγορίες αυτές ξεχωρίζουν οι ακόλουθες τέσσερις ως περισσότερο δυναμικές, καθώς κατάφεραν να αυξήσουν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα και το μερίδιο αγοράς τους κατά την τελευταία δεκαετία (2008-2017):
* Ρητίνες φυτών και φυτικά εκχυλίσματα
* Λίπη και λάδια φυτικής και ζωικής παραγωγής
* Αλάτι, θείο, πέτρες, γύψος, ασβέστης και τσιμέντο και
* Αλουμίνιο
Οι υπόλοιπες οκτώ κατηγορίες, ενώ αύξησαν την αξία των εξαγωγών, απώλεσαν μέρος του συγκριτικού τους πλεονεκτήματος και μερίδιο αγοράς.
Οι 12 πιο ανταγωνιστικές κατηγορίες προϊόντων είναι:
1. Ψάρια και οστρακοειδή
Η αξία των ελληνικών εξαγωγών σε ψάρια το 2017 ανήλθε σε 660 εκατ. ευρώ, κατέχοντας το 0,63% των παγκόσμιων εξαγωγών. Η Ιταλία είναι ο κυριότερος προορισμός των ελληνικών ψαριών, με 38,49% των εξαγωγών να καταλήγουν εκεί. Οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης και της ιβηρικής χερσονήσου αποτελούν τους κύριους ανταγωνιστές της Ελλάδας στα ψάρια. Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μπορεί να ενισχυθεί περαιτέρω με επενδύσεις που θα στοχεύουν στην αύξηση της παραγωγής και βελτίωση της τυποποίησης των προϊόντων.
2. Φρούτα και καρποί
Η αξία των εξαγωγών σε φρούτα και καρπούς το 2017 ανήλθε σε 848 εκατ. ευρώ.
Η Ελλάδα είναι μια οικονομία που παραδοσιακά στηρίζεται στον πρωτογενή τομέα παραγωγής και, συνεπώς, στην κατηγορία αυτή υπάρχουν πολλά προϊόντα που έχουν καλές εξαγωγικές επιδόσεις.
Κατέχουν το 0,80% των παγκόσμιων εξαγωγών.
Οι κυριότεροι προορισμοί των ελληνικών εξαγωγών είναι η Γερμανία, η Ρουμανία, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Βουλγαρία.
Σημαντικότεροι ανταγωνιστές είναι η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ισπανία.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να στραφούν προς την εξυπηρέτηση εξειδικευμένων αγορών (niche markets) του κλάδου.
3. Ρητίνες φυτών και φυτικά εκχυλίσματα
Κατέχουν το 0,22% των παγκόσμιων εξαγωγών, με αξία 13 εκατ. ευρώ για το 2017.
Οι κυριότεροι προορισμοί των ελληνικών εξαγωγών είναι οι ΗΠΑ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, η Γερμανία και η Τουρκία.
Κατά την τελευταία δεκαετία, οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν αναλογικά περισσότερο από τις παγκόσμιες και αύξησαν το μερίδιο αγοράς τους και το συγκριτικό τους πλεονέκτημα.
4. Λίπη και λάδια ζωικής και φυτικής παραγωγής
Η αξία των εξαγωγών για το 2017 σε λίπη και λάδια ήταν 594 εκατ. ευρώ και καλύπτει το 0,68% των παγκόσμιων εξαγωγών.
Είναι μία από τις πιο ανταγωνιστικές κατηγορίες για την Ελλάδα.
Ο κυριότερος προορισμός είναι η Ιταλία, με μεγάλη διαφορά από τους υπόλοιπους.
Η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει σε στρατηγικές διαφοροποίησης του προϊόντος και στην προσπάθεια δημιουργίας περαιτέρω ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.
5. Παρασκευάσματα λαχανικών, καρπών και φρούτων.
Για το 2017, η αξία των εξαγωγών σε παρασκευάσματα λαχανικών και φρούτων ανήλθε σε 971 εκατ. ευρώ. Κατέχουν 1,78% των παγκόσμιων εξαγωγών.
Κυριότεροι προορισμοί είναι οι ΗΠΑ και η Γερμανία, παρότι τα προϊόντα αυτά εξάγονται σε πάνω από 23 χώρες.
Οι επιχειρήσεις του κλάδου είναι ιδιαίτερα εξωστρεφείς και έχουν περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης.
6. Καπνά και βιομηχανικά υποκατάστατα καπνού
Η καπνοβιομηχανία υπήρξε στο παρελθόν βασικός στυλοβάτης της ελληνικής οικονομίας και μία από τις πιο εξαγωγικές βιομηχανίες. Παρόλο που αυτή η εικόνα φαίνεται να έχει αλλάξει αρκετά, καθώς πολλές βιομηχανίες έχουν κλείσει, η εξαγωγική δυναμική των καπνών παραμένει σημαντική.
Κατέχουν το 1,20% των παγκόσμιων εξαγωγών, το οποίο αντιστοιχεί σε αξία 484 εκατ. ευρώ για το έτος 2017.
Το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών καταλήγει σε αγορές της Ευρώπης, ενώ σημαντικούς προορισμούς, επίσης, αποτελούν οι μεγάλες αγορές του υπόλοιπου κόσμου, όπως είναι αυτές της Κίνας, της Κορέας και των ΗΠΑ.
7. Αλάτι, θείο, πέτρες, γύψος, ασβέστης και τσιμέντο
Σε αυτή την κατηγορία, η Ελλάδα φαίνεται να διαθέτει ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αφού οι ελληνικές εξαγωγές την περίοδο 2008- 2017 αυξήθηκαν αναλογικά περισσότερο σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο (62,4% και 15,1% αύξηση, αντίστοιχα).
Συνεπώς, το μερίδιο της Ελλάδας στις παγκόσμιες αγορές αυξήθηκε, φτάνοντας το 1,6% το 2017, το οποίο αντιστοιχεί σε 580 εκατ. ευρώ αξία εξαγωγών.
Η γεωγραφική διασπορά των ελληνικών εξαγωγών εκτείνεται και στις πέντε ηπείρους, αφού δεν αποτελούν ευπαθή προϊόντα και μεταφέρονται σχετικά εύκολα μέσω θαλάσσης.
Μεγάλα πλεονεκτήματα αποτελούν η κομβική γεωγραφική θέση της Ελλάδας, καθώς και ο σημαντικός ορυκτός της πλούτος.
Με τις ανάλογες επενδύσεις, ο κλάδος έχει πολλά περιθώρια ανάπτυξης.
8. Γούνες και τεχνητές γούνες
Οι γούνες είναι μια κατηγορία προϊόντων στην οποία η Ελλάδα έχει παράδοση.
Η αξία των εξαγωγών σε γούνες για το 2017 ανήλθε σε 234 εκατ. ευρώ.
Αυτό αποτυπώνεται και στο παγκόσμιο μερίδιο αγοράς που κατέχει στην κατηγορία αυτή (2,9%).
Παρόλο που οι παγκόσμιες εξαγωγές εμφάνισαν αύξηση, οι ελληνικές εξαγωγές κατέγραψαν πτώση 19,1% μέσα στην τελευταία δεκαετία.
Πιο σημαντική χώρα προορισμού παραμένει η Ρωσία, παρόλο που η Ελλάδα έχει χάσει σημαντικό μερίδιο αγοράς εκεί. Το γεγονός ότι, το 2008 το μερίδιο αγοράς της Ελλάδας στη Ρωσία ήταν 25% και το 2017 έπεσε στο 2%, πρέπει να αποτελέσει σημείο προβληματισμού.
Βασική προτεραιότητα, επομένως, θα πρέπει να αποτελέσει η επανάκτηση του μεριδίου αγοράς στη Ρωσία.
Ο κλάδος χρειάζεται επαναχάραξη της στρατηγικής, η οποία να ανταποκρίνεται στις νέες παγκόσμιες εξελίξεις.
9. Βαμβάκι
Η Ελλάδα παραδοσιακά παρουσιάζει μεγάλη εξαγωγική δραστηριότητα στο βαμβάκι και έχει υψηλό μερίδιο στην παγκόσμια αγορά (0,8%), με αξία εξαγωγών για το 2017 στα 400 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, κατά την περίοδο 2008-2017, ο ρυθμός αύξησης των ελληνικών εξαγωγών αποτελούσε μόλις το 1/8 του ρυθμού αύξησης των παγκόσμιων εξαγωγών (4,5% και 39,8% αντίστοιχα).
Οι εξαγωγές βάμβακος κατευθύνονται κυρίως προς τις χώρες παραγωγής ενδυμάτων χαμηλού κόστους, όπως είναι η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Ινδονησία, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές και άλλες.
10. Ειδικά νήματα, σπάγκοι και σχοινιά
Κατέχουν το 0,58% των παγκόσμιων εξαγωγών, με αξία εξαγωγών για το 2017 129 εκατ. ευρώ.
Οι επιδόσεις των εξαγωγών σε αυτή την κατηγορία φαίνεται να είναι ικανοποιητικές τα τελευταία χρόνια, δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει αυξήσει το ποσοστό διείσδυσής της στο 70% των χωρών στις οποίες εξάγει (Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Πολωνία).
Κυριότεροι ανταγωνιστές της Ελλάδας στην κατηγορία αυτήν είναι η Ιταλία, η Ισπανία και το Βέλγιο.
11. Χαλκός
Ο κλάδος των μετάλλων βρίσκεται σε μια αυξανόμενη εξαγωγικά πορεία.
Οι ελληνικές εξαγωγές χαλκού κατέχουν μερίδιο 0,5% στην παγκόσμια αγορά και η αξία εξαγωγών σε χαλκό για το 2017 ανέρχεται σε 599 εκατ. ευρώ.
Κατά την τελευταία δεκαετία, οι εξαγωγές χαλκού σημείωσαν μικρή αύξηση 5,4%, τη στιγμή που οι παγκόσμιες εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 26,7%.
Οι κυριότερες χώρες προορισμού είναι η Ιταλία, η Ρουμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Βουλγαρία και η Γαλλία, ενώ οι σημαντικότεροι ανταγωνιστές στην αγορά του χαλκού είναι η Γερμανία και η Τουρκία.
12. Αλουμίνιο
Η αξία των εξαγωγών για την κατηγορία του αλουμινίου το 2017 ανήλθε σε 1,6 δισ. ευρώ
Το αλουμίνιο αποτελεί την αιχμή του δόρατος στις εξαγωγές μετάλλων και φαίνεται να κατέχει ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Ο ρυθμός αύξησης των ελληνικών εξαγωγών ξεπέρασε κατά πολύ τον παγκόσμιο (59,1% και 36,9% αντίστοιχα), με αποτέλεσμα να αυξηθεί το συγκριτικό πλεονέκτημα και το μερίδιο αγοράς για τα ελληνικά αλουμίνια.
Ο κύριος όγκος των ελληνικών αλουμινίων καταλήγει σε χώρες της Ευρώπης, όπου, στις περισσότερες από αυτές τις αγορές, η Ελλάδα αύξησε τον βαθμό διείσδυσής της από το 2008 μέχρι σήμερα.
Λοιπά ανταγωνιστικά προϊόντα
Παρόλο που οι λοιπές κατηγορίες προϊόντων δεν είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικές, υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα ανταγωνιστικά προϊόντα που εμπίπτουν στις κατηγορίες αυτές και παρουσιάζονται συνοπτικά παρακάτω:
• Τα φάρμακα είναι ένα από τα προϊόντα στα οποία θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, λαμβάνοντας υπόψη πως στην Ελλάδα υπάρχει σημαντική φαρμακοβιομηχανία, με πολλά περιθώρια για ανάπτυξη και εξαγωγές, κυρίως γενοσήμων φαρμάκων. Η Ελλάδα πραγματοποιεί σημαντικές εξαγωγές σε φάρμακα, οι οποίες ανέρχονται σε περίπου 860 εκατ. ευρώ, κατατάσσοντάς τα ως το τρίτο περισσότερο εξαγώγιμο ελληνικό προϊόν.
• Η Ελλάδα διατηρεί μεγάλη εξειδίκευση και ανταγωνιστικότητα στα πλακάκια στέγασης και στα κατασκευαστικά τούβλα.
• Συγκριτικό πλεονέκτημα διατηρούν, επίσης, τα προϊόντα από μάρμαρο, τραβερτίνη και αλάβαστρο, ο πετροβάμβακας, τα προκατασκευασμένα δομικά κομμάτια από τσιμέντο και ο επεξεργασμένος σχιστόλιθος.
• Μερικά ακόμα ανταγωνιστικά προϊόντα είναι οι μετρητές ηλεκτρικού ρεύματος, οι ηλεκτρικοί συσσωρευτές και οι ηλεκτρικοί αγωγοί υψηλής τάσης.
• Εξίσου επιτυχημένα προϊόντα στις διεθνείς αγορές είναι οι ανελκυστήρες και οι ανυψωτές φορτίων με μερίδιο αγοράς 1,2%, καθώς και οι κυλιόμενες σκάλες με μερίδιο αγοράς 1,4%.
• Η Ελλάδα διαθέτει επιπλέον σημαντική εξειδίκευση στους μη ηλεκτρικούς θερμαντήρες νερού και τα αλιευτικά σκάφη.
• Τέλος, σημαντική εξαγωγική παρουσία έχει, επίσης, το λευκό χαρτί, οι κουβαρίστρες, τα πηνία και τα παρόμοια στηρίγματα χαρτιού.
Όπως σημειώνεται στην έρευνα, «από την παραπάνω χαρτογράφηση των ελληνικών εξαγωγών είναι προφανές ότι η Ελλάδα έχει πλεονέκτημα στην εξαγωγή κατά βάση προϊόντων του πρωτογενούς τομέα παραγωγής, υστερώντας στις εξαγωγές προϊόντων εντάσεως τεχνολογίας. Από τη στιγμή που η πλειοψηφία των ελληνικών εξαγωγών δεν αφορά σε προϊόντα του μεταποιητικού τομέα, η προστιθέμενη αξία που πηγάζει από τις εξαγωγές αυτές είναι χαμηλή».
Ακόμη υπογραμμίζεται ότι: «Παρόλο που το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου περιορίστηκε, η Ελλάδα αδυνατεί να μεγεθύνει το μερίδιό της στο αυξανόμενο παγκόσμιο εμπόριο, διατηρώντας το ποσοστό της κατά μέσο όρο σταθερό στο 0,18%. Ανεξάρτητα από τους κλάδους, οι οποίοι συνεισφέρουν σημαντικά σε αξία εξαγωγών, θα πρέπει η ελληνική οικονομία να επικεντρωθεί σε επιμέρους προϊόντα και προορισμούς, με στόχο τη μεγιστοποίηση της προστιθέμενης αξίας».
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, ο Τάσος Ιωσηφίδης, εταίρος και επικεφαλής του τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε: «Η αύξηση της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων αποτελεί σήμερα το μεγάλο στοίχημα για την εθνική οικονομία. Ενώ οι εξαγωγικές μας επιδόσεις έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, η σημαντική μείωση του κόστους εργασίας δεν μετουσιώθηκε, στον βαθμό που θα έπρεπε, σε ουσιαστική αύξηση μεριδίου αγοράς στο διεθνές εμπόριο. Μια σειρά από εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια στέκονται στον δρόμο των επιχειρήσεων, στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν τις διεθνείς αγορές. Στο τέλος της ημέρας, όμως, κλειδί για την ενίσχυση των εξαγωγών αποτελεί η μεγέθυνση των ελληνικών επιχειρήσεων. Οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει οι ίδιες να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και, μέσα από συνεργασίες, συγχωνεύσεις και συμπράξεις, να πετύχουν τη μεγέθυνσή τους και, άρα, μια καλύτερη θέση στο διεθνές εμπόριο».
Από την πλευρά του ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Κωνσταντίνος Μίχαλος αναφερόμενος στα αποτελέσματα της έρευνας επισήμανε μεταξύ άλλων:
«Η ενίσχυση της εξωστρέφειας αποτελεί βασική στρατηγική επιλογή στο πλαίσιο του στόχου για αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας, για τη διαμόρφωση συνθηκών ταχύτερης και διατηρήσιμης ανάπτυξης, μετά την κρίση. Τα τελευταία χρόνια, μέσα σε ένα αντίξοο οικονομικό περιβάλλον, έχουμε δει τις εξαγωγές προϊόντων να αυξάνονται σταθερά. Θα έλεγε κανείς ότι η εξωστρέφεια λειτούργησε, για πολλές ελληνικές επιχειρήσεις, ως αντίδοτο απέναντι στις συνέπειες της ύφεσης, κυρίως απέναντι στην κάθετη πτώση της εγχώριας ζήτησης.
Ωστόσο, για την επίτευξη των στόχων εξωστρέφειας της χώρας, ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς. Υπάρχουν ακόμη σημαντικές διαρθρωτικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις, μέσα στην καρδιά της κρίσης, έδειξαν ότι έχουν ικανότητες και επιμονή. Έδειξαν ότι μπορούν να αξιοποιήσουν κάθε θετική παρέμβαση, κάθε μέτρο προς τη σωστή κατεύθυνση, ώστε να ενισχύσουν τη θέση τους στις διεθνείς αγορές. Τώρα, θα πρέπει να διαμορφωθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε να μπορέσουν να κάνουν το μεγάλο άλμα μπροστά».