Ο όρος λογοτεχνική γενιά γεννήθηκε στη Γαλλία , όπου οι σπουδές της Λογοτεχνίας , στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, προσανατολίστηκαν στην ιστορική προσέγγιση της Λογοτεχνίας. Ο Albert Thibaudet ( κριτικός και ιστορικός της Λογοτεχνίας ) καθιέρωσε τον όρο genetation litteraire, θέλοντας να σημειώσει και να αποδώσει τη σημαντικότητα της ιστορικής εξέλιξης για τη μελέτη της γαλλικής λογοτεχνίας.
Στην Ελλάδα ο όρος αυτός εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1920 , αλλά εδραιώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 , αφού τον χρησιμοποίησε ο εικοσιτετράχρονος τότε Γ.Θεοτοκάς, πολλές φορές, στο βιβλίο του « Ελεύθερο Πνεύμα» το 1929 , που θεωρείται από όλους το πνευματικό μανιφέστο της γενιάς του 1930. Βέβαια να σημειώσουμε ότι πολλοί κριτικοί έχουν εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις για τον κατακερματισμό της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε γενιές, περίπου ανά δεκαετία.
απαισιοδοξία, μελαγχολία, αίσθηση του ανικανοποίητου του αδιεξόδου
απουσία ιδανικών, θρήνος για την απώλειά τους
στροφή στο άτομο
καταφύγιο στην ονειροπόληση και τη φυγή
περιφρόνηση της κοινωνίας
επίδραση από τον γαλλικό συμβολισμό
προσπάθειες ανανέωσης της παραδοσιακής ποίησης τόσο σε στιχουργικό επίπεδο ("παραβίαση" της αυστηρής μορφής του παραδοσιακού στίχου), όσο και σε επίπεδο περιεχομένου (σταδιακή χαλάρωση της λογικής, εμφάνιση του συνειρμού στη σύνθεση των ποιημάτων).
Η γενιά του 1920 στην Ελλάδα επηρεάστηκε από το νέο λογοτεχνικό ρεύμα που γεννήθηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα, το ρεύμα του Συμβολισμού.
Ο Συμβολισμός
- χρησιμοποιεί σύμβολα για να εκφράσει ιδέες, ψυχικές καταστάσεις και συναισθήματα
- χαρακτηρίζεται από μουσικότητα, υποβλητικότητα και μελαγχολική διάθεση που δημιουργούν ένα κλίμα ρευστότητας και ασάφειας
- αποσύνδεση των λέξεων από το αρχικό νόημά τους και επανασημασιοδότησή τους
- κλίμα μελαγχολίας
- χαλάρωση στην αυστηρή μετρική
- αφθονία εκφραστικών τρόπων
Οι ποιητές που συγκαταλέγονται στη γενιά του 1920 διαμόρφωσαν καθοριστικά τον εσωτερικό τους κόσμο από τις δραματικές ιστορικές εξελίξεις : Εθνικός διχασμός, Μικρασιατική καταστροφή, διάψευση εθνικών οραμάτων, ανατροπή αξιών και κοινωνική αναστάτωση , αστάθεια της πολιτικής ζωής. Το μοναχικό άτομο ,που βρίσκει παρηγοριά στις αναμνήσεις του παρελθόντος, εγκλωβισμένο στην εχθρική πραγματικότητα με την οποία θέλει να διαρρήξει τις σχέσεις του , σκιαγραφεί την ποιητική φυσιογνωμία των ποιητών αυτής της γενιάς.
Οι ποιητές της γενιάς του 1920 μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες :
1900-1910
Γ.Καμπύσης, Κ.Χατζόπουλος, Μ.Μαλακάσης, Λ.Πορφύρας, Ι.Γρυπάρης κ.ά
Διατηρούν περισσότερους δεσμούς με την παράδοση
Χρήση συμβόλων για την έκφραση ψυχικών καταστάσεων
Μουσικότητα
Υπαινικτική διαδοχή λέξεων και εικόνων
Β' ΟΜΑΔΑ - ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΤΕΣ Ή ΝΕΟΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ
1910 - 1920
Ποίηση χαμηλόφωνη και αδιέξοδη
Έκφραση της γενικής κόπωσης και της αίσθηση του ανικανοποίητου
Ανατροπή της λογικής συγκρότησης του ποιήματος
Aνανέωση των τρόπων έκφρασης πεζολογικά στοιχεία
Ποιήματα με σαφέστατο κοινωνικό περιεχόμενο , όπως του Κ.Καρυωτάκη
Το περιοδικό Μούσα (19201923) θεωρήθηκε ως το κατεξοχήν όργανο της έκφρασης των νέων ποιητών της δεκαετίας του ’20. Μέσα από τις σελίδες του υποστηριζόταν η ανεξαρτησία της τέχνης και οι φιλοσοσιαλιστικές ιδέες των ποιητών που έχουν επηρεαστεί από την επανάσταση των Μπολσεβίκων , όπως και όλοι οι νέοι λογοτέχνες της Ευρώπης εκείνη την εποχή.
Την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει η γενιά του ’20 την περιγράφει ο Άγγελος Τερζάκης: «ποίηση, κοινωνική επανάσταση, έρωτας, μπερδεύονταν στο μυαλό μας, έκαναν την περπατησιά μας ζαλισμένη και σαν υπνοβατική» . Είναι η εποχή κατά την οποία η Αθήνα αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας προβληματικής μεγαλούπολης και η ακτινοβολία της Οκτωβριανής Επανάστασης είναι έντονη στους πνευματικούς κύκλους. Οι μαρξιστικές εκδόσεις πολλαπλασιάζονται, η ποίηση του Καβάφη κερδίζει την αθηναϊκή νεολαία, ο Λαπαθιώτης δεν κρύβει την ομοφυλοφιλία του δηλώνοντας ταυτόχρονα οπαδός του κομμουνιστικού οράματος, η Πολυδούρη κάνει πράξη τις ιδέες του φεμινιστικού κινήματος, ο Καρυωτάκης γράφει τις ανατρεπτικές του σάτιρες.
Σ΄όλα τα φιλολογικά και φοιτητικά στέκια συζητούν και οραματίζονται μια κοινωνία χωρίς αντιθέσεις και πολέμους, πιστεύοντας πως η λογοτεχνία μπορεί και πρέπει να συντελεί στο «ξέφτισμα των αστικών αξιών» και να καταγγείλει την υποκρισία της αστικής τάξης.
(1899-1944)
Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ι. Ιωάννου, ποιητή και κριτικού της λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στην Καλαμπάκα και σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Εργάστηκε στο υπουργείο Γεωργίας και στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Πέρασε δύσκολα τα χρόνια της γερμανικής κατοχής , με πείνα και πολλές κακουχίες και την τελευταία μέρα της Κατοχής χτυπήθηκε από μια αδέσποτη σφαίρα που τελικά του προκάλεσε γάγγραινα και του στοίχισε τη ζωή.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ
- Επηρεάστηκε από το πνεύμα του γαλλικού συμβολισμού και του αισθητισμού ( Moreas, Laforgue, Verlain, Mallarme, Baudelaire) αλλά και της ελληνικής ποιητικής παράδοσης από το δημοτικό τραγούδι ως τον Ιωάννη Πολέμη, τον Κωστή Παλαμά, το Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
- Ποίηση εσωτερική, της μελαγχολίας και της απαισιοδοξίας
- χαμηλόφωνος τόνος
- ειδυλλιακή ενατένιση του παρελθόντος, τάση φυγής
- υποβολή ψυχικών καταστάσεων με μουσικότητα
- κίνηση ανάμεσα στα μικρά φθαρτά πράγματα της καθημερινής ζωής, που παίρνουν την προέκταση συμβόλων
- στίχος τεχνικά άψογος, με επιμονή στην ομοιοκαταληξία και συχνά ανορθόδοξη σύνταξη
Ήταν, μες στον κόσμο...
Ήταν, μες στον κόσμο, ένα παιδί
όλο δείλια κι’ όλο ανορεξιά·
τα παλιά τα σπίτια, τη σπουδή
αγαπούσε, και τη μοναξιά.
Αγαπούσε οι άλλοι ν’ αγαπούν,
τα όργανα αγαπούσε, από μακρυά,
και τα μάτια που θαμποκοπούν
μια κρυφή, βαθειά παρηγοριά.
Τα κατάρτια επρόσεχε πολύ,
κάθε που έπιανε, ώρες, να φυσά
και μακρυά, στο τζάμι, στην αχλύ,
χόρευαν, κομμένα τα μισά.
Μες στου κόσμου την οχλαγωγή,
τι ν’ απόγινε τ’ ωχρό παιδί,
δίχως μοναξιά και συλλογή,
όνειρα, ταξίδια, ούτε σπουδή;
Καθημερινές, 1923-1930
Σκοπός Χαμένος
Σ’ εκείνες τις αστροφεγγιές
που προμηνούν καλοκαιριές
μα που τ’ αχείλι πάει να φρίξη,
και που όλη η ψύχρα απ’ τη βραδυά
γίνεται μέσα στην καρδιά
πίκρα και κάματος και πλήξη,
εγώ δεν έμοιασα ποτές
με τους μικρούς τραγουδιστές
που – κάθε βράδυ σα σχολάνε –
απ’ τα παράθυρα περνούν
–που άξαφνοι ανέμοι τα σφαλνούν–
και τραγουδούν, πολλοί, και πάνε...
Κάτω απ’ τον έντονο ουρανό,
τι μ’ είχε κάνει να πονώ
κι’ ως τόσο να σωπαίνω, εμένα;
και να γυρεύω μοιρασιά
απ’ τη δική τους ζεστασιά
μες στα τραγούδια, εγώ, τα ξένα;
Δουλεύω μέσα μου να πω
κ’ εγώ (ποιος ξέρει!) έναν σκοπό;
Αχ, κι’ όσο αν τρίβη κι’ αν μαζώνη
τα χέρια μου, όμως δεν μπορεί
ακόμα η φούχτα σου να βρη
και την ψυχή μου, που κρυώνει...
Καθημερινές, 1923-1930.
Ναπολέων Λαπαθιώτης
(1888-1944)
Γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη, αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε επίσης μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Αποφοίτησε από τη Νομική σχολή , δεν άσκησε όμως ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου.
Το 1917 συμμετείχε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας και υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στους Βαλκανικούς πολέμους . Μετά τα Νοεμβριανά γεγονότα του 1920 κατέφυγε για λίγο καιρό με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, όπου γνωρίστηκε με τον Καβάφη. Το 1937 πέθανε η μητέρα του και τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας του, ο θάνατος του οποίου είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή του ποιητή.
Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε ήταν " Τα πρώτα ποιήματα" (1939). Εθισμένος στις ναρκωτικές ουσίες αναγκάστηκε να ξεπουλήσει τη βιβλιοθήκη του και αυτοπυροβολήθηκε το 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ
- Αναζητούσε παντού την ομορφιά, στη ζωή και στην τέχνη
- Απόδραση, μέσα από την ποίηση, στην απόλαυση και τη μακαριότητα της παιδικής ηλικίας
- τρυφερός συναισθηματισμός
- άκρατος αισθησιασμός που συχνά φέρνει την πεζολογία
- Έντονα μελαγχολικός τόνος
- Επιμελημένη μορφή των ποιημάτων
- Με τη μελωδική χρήση περιορισμένου αριθμού λέξεων και συνήθως των υποκοριστικών τους μας αφηγείται ποιητικά – και μέσω έντονων εικόνων - ό,τι βαραίνει τη ζωή τη δική του ή των άλλων .Η μουσική άρθρωση των ποιημάτων του
Βρήκα στο δρόμο μου, προχτές...
Βρήκα στο δρόμο μου, προχτές, ένα κομμένο ρόδο·
δεν ξαίρω πώς μου τράβηξε μεμιάς την προσοχή.
Το περιβόλι ήταν υγρό, παντού μοσκοβολούσε
και μύριζε βροχή.
Το είδα μονάχο και βουβό, σε μια γωνιά του δρόμου·
κι’ όμως αν και θανάσιμα πεσμένο καταγής,
με το λευκό το χρώμα του θαρρείς κι’ αναπολούσε
το χρώμα της αυγής...
Ίσως, αφού το κόψανε δυο δάχτυλα με πόθο,
και το χιλιομαδήσανε δυο χείλη τρυφερά,
νάπεσε, και να τόσυραν, εδώ, σ’ αυτή τη θέση,
τα βραδυνά νερά...
Μα ίσως ακόμα – ποιος μπορεί να ξαίρει τι συμβαίνει; –
και κάποιοι που περάσανε τη νύχτα βιαστικοί,
να το σπαράξαν άδικα, κι’ αφού το τυραννήσαν,
να τ’ άφησαν εκεί...
Στάθηκα και το κοίταξα, δεν ξαίρω πόσην ώρα,
κ’ έπειτα πάλι τράβηξα στο δρόμο σιωπηλά,
γιατί το συναπάντημα του πεθαμένου ρόδου,
μου θύμισε πολλά...
Και τη δική μου τη χαρά, που κάποτε γελούσε,
και για να ζήσει γύρευε του κάκου να κρυφτεί,
κάποιος διαβάτης, κάποτε, στο δρόμο που περνούσε,
τη σκότωσε κι’ αυτή...
(1890-1953)
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη .Το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νέαρχος. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Λεωνίδιο Αρκαδίας. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη (Ροβέρτειος Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου).
Έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη, ζώντας μια κοσμοπολίτικη ζωή.Προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύτηκε δυο χρόνια στην Ελβετία σε σανατόριο του Νταβός. Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισαβόνα και επέστρεψε τέσσερα χρόνια αργότερα στην Αθήνα, όπου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος .Ταξίδεψε πολύ, όμως η κατάσταση της υγείας του και πέθανε το 1953 από καρδιακή προσβολή .
Η επίσημη εμφάνιση του όμως στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1909, με τη νεανική ποιητική συλλογή του «Σαν Όνειρα», την οποία αποκήρυξε αργότερα, θεωρώντας ως πρώτη δημιουργία του τη συλλογή Spleen, που τύπωσε το 1912.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
- έντονες συμβολιστικές επιρροές με κυρίαρχο τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, το μελαγχολικό τόνο,
- αίσθημα της ανεκπλήρωτης ευτυχίας, της νοσταλγίας, της πλήξης της διάθεσης για φυγή
- ρεμβαστική νωχελικότητα
Η αγάπη
Α! Τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα1·
αν είναι να ’ρθει, θε να ᾿ ρθεί, δίχως να νιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα.
Θε να2 σου κλείσει απαλά, με τ᾿ άσπρα χέρια της τα δυο,
τα μάτια που κουράστηκαν στους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: «ποια είμ᾿ εγώ;»
απ᾿ της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια ’ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί.
Κλειστά όλα να ’ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρός σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ᾿ αγκαλιάσει.
Ειδέ, κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να τη δεχθείς,
και σαν φανεί τρέξεις σ᾿ αυτήν, κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί - αλλιώς θα προσπεράσει.
Αποδημίες, 1953
(1889-1942)
Ψευδώνυμο του Ιωάννη Οικονομόπουλου. Γεννήθηκε στο Κιάτο Κορινθίας και το 1902 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Από το 1903, μαθητής του Γυμνασίου ακόμη, άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά της εποχής ("Νουμάς", "Ακρόπολις", "Πρόοδος", "Νέα Ελλάς", "Πατρίς", κ.α.), όπου δημοσίευσε κυρίως χρονογραφήματα και παρουσιάσεις βιβλίων. Το 1916 διορίστηκε αρχικά αρχειοφύλακας και στη συνέχεια γραφέας στο στρατό, έφτασε ως το βαθμό του υπολοχαγού και κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων πολέμησε στη Μακεδονία και την Ήπειρο, όπου έπαθε κρυοπαγήματα. Αποτάχθηκε το 1924 λόγω ανίατης αφροδίσιας πάθησης. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του στα περιοδικά "Ηγησώ", "Νέα Εστία", "Κύκλος", "Ξεκίνημα" και ως το 1927, οπότε κλείστηκε στο Δρομοκαΐτειο θεραπευτήριο ως το θάνατό του. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του παραμένει αθησαύριστο στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο της εποχής του
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ
- Επηρεάστηκε έντονα από το ρεύμα του συμβολισμού
- Η γλωσσική του έκφραση είναι υποταγμένη στην ανάγκη να μεταδώσει τα συναισθήματά του με άμεσα αντιληπτό τρόπο. Έντονα λυρικός τόνος
- Παρουσία πολλών ποιητικών εικόνων που μπορεί να φαίνονται αταίριαστες μεταξύ τους, αλλά είναι λανθανόντως ενωμένες με τη συναισθηματική φόρτιση του ποιητή και άκρως εικαστικές .
- Διαρρηγνύει τα παραδοσιακά μετρικά σχήματα, στα οποία νιώθει να ασφυκτιά, και πλησιάζει το μοντερνισμό
- Συνδυασμός θλίψης και ειρωνείας
- Οραματική διάθεση , με έντονο το μυθολογικό και παραμυθιακό στοιχείο. Συχνά τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας στην ποίησή του είναι ρευστά. Η αναζήτηση του ιδανικού παραμένει ο πρώτος στόχος του.
- Θεματικά η ποίησή του είναι ερωτική, φυσιολατρική, αστική του κλειστού χώρου. Η εποχή του έτους στην οποία αναφέρεται περισσότερο είναι η Άνοιξη · θέλγεται από την ομορφιά όπου κι αν τη συναντάει. Σ΄ όλα τα ποιήματά του φαίνεται ερωτευμένος με όλες τις όμορφες γυναίκες που συναντά · ερωτευμένος ιδεατά, αγνά με αθωότητα , συχνότατα χωρίς ανταπόκριση
Στον Έρωτα
Τι σε ξυπνάει απ´το βαρύ σου λήθαργο,
που ζώνει1 σε ως τα τώρα απ´το χειμώνα;
Ποιο φως, ποιο μάγι εγήτεψε2 τη νάρκη σου
κι αρχίζεις πάλιν τον ωραίον αγώνα;
Όλα τριγύρω ελάμψανε στην άνοιξη,
θάλασσες, ουρανοί, ρόδα και κρίνα...
Χαίρε κι Εσύ που μου ήρθες, γλυκοξύπνητε,
να χύσεις τη δική σου την αχτίνα...
Απρίλιος 1908
Δεν έφθασα ψηλά
Με τα λειψά μου τα φτερά, αχ δεν ανέβηκα ψηλά,
δεν έζησα πλατιά, γοερά, δεν έκραξα στ᾽ αστέρια,
δεν πέταξα σ᾽ άλληνε γη, δεν άκουσα να μου μιλά
κάποιο πουλί που φώναζε σ᾽ ουρανικά λημέρια.
Δεν έκρουσα την άρπα μου σ᾽ ουράνιους σκοπούς,
δε ρύθμισα το στίχο μου σε νότα μαγεμένη
και δεν απόσταξα χυμούς από καρπούς κι οπούς1
που2 σύνθεση πρωτόφαντη να φτιάξω ονειρεμένη.
18-1-1940 (δημ. 1974)
Για τον Κώστα Καρυωτάκη μπορείτε να δείτε σε προηγούμενες αναρτήσεις , εδώ
Αισθαντικότητα μόνιμη ταραγμένη, ανάγκη έκφρασης προσωπικών βιωμάτων , αίσθηση αδιεξόδου , ταύτιση της ζωής με την Τέχνη, ποιητική φωνή που πάλλεται από ευαισθησία:
αυτοί είναι οι ποιητές της γενιάς του 1920
"Δεν είν' άλλο στον κόσμο απ' την έμπνευση μόνο,
μόνο αυτή νανουρίζει τον πικρό μας τον πόνο
και μας σώνει απ' του χρόνου τον βαρύ τον κασμά.
Να σε βλέπω, να παίρνω τα όλα σου, όλα τα ωραία,
να τα λιώνω στου στίχου τον κυλούμενο γύρο,
να τα κλώθω, να γίνουν πολλά, ένα, μια ιδέα,
κι απ' της έμπνευσης όλα ραντισμένα το μύρο."
μόνο αυτή νανουρίζει τον πικρό μας τον πόνο
και μας σώνει απ' του χρόνου τον βαρύ τον κασμά.
Να σε βλέπω, να παίρνω τα όλα σου, όλα τα ωραία,
να τα λιώνω στου στίχου τον κυλούμενο γύρο,
να τα κλώθω, να γίνουν πολλά, ένα, μια ιδέα,
κι απ' της έμπνευσης όλα ραντισμένα το μύρο."
Ρώμος Φιλύρας
ΠΗΓΕΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Τα ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται στην ανάρτηση είναι από την Τράπεζα θεμάτων της Β΄Λυκείου
- Τ. Καρβέλης , Η νεότερη ποίηση, εκδ. Κώδικας
- Χ. Ντουνιά Η γενιά του 1920, Για μια ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης
- Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας
- Γιώργος Αράγης, Η μεταβατική περίοδος της ελλαδικής ποίησης, Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930, εκδόσεις Σοκόλη
- Κώστα Στεργιόπουλου, Η ανανεωμένη παράδοση. (Ανθολογία - Γραμματολογία Η Ελληνική ποίηση), εκδ. Σοκόλη
- Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
- Άγγελος Τερζάκης, «Ο ματωμένος λυρισμός», Οι Εκδόσεις των Φίλων
- Δ.Τζιόβας , Το ατομικιστικό μανιφέστο του Γ. Θεοτοκά
- Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ