Οδυσσέας Ελύτης «Το Άξιον Εστί», Η Γένεσις
Στον τρίτο ύμνο της Γενέσεως, από όπου και το απόσπασμα που ακολουθεί, ο ποιητής υμνεί τη δημιουργία των νησιών και της θάλασσας. Οι περιγραφές παραπέμπουν σε εικόνες του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου, το οποίο δοξολογείται συχνά στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος γεννήθηκε στην Κρήτη και κατάγεται από τη Λέσβο.
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος
Ο Οδυσσέας Ελύτης λαμβάνει το αρχικό ερέθισμα για τη σύνθεση του Άξιον Εστί από τα δεινά που πέρασε ο ελληνικός λαός εξαιτίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Κατοχή, η απόλυτη εξαθλίωση των ανθρώπων, ο Εμφύλιος πόλεμος κι η διάλυση κάθε ίχνους συνοχής στον ελληνικό τόπο, εξωθούν τον Ελύτη στο να «δημιουργήσει» τον κόσμο απ’ την αρχή. Η βαθιά απογοήτευση κι η οδύνη που αισθάνεται για την αποκτήνωση των ανθρώπων και για την αδυναμία τους να παραμείνουν άνθρωποι τις στιγμές ακριβώς που η ανθρωπιά είναι περισσότερο αναγκαία, δίνουν το έναυσμα για μια νέα «κοσμογονία», ποιητική αυτή τη φορά.
Έτσι, στην ενότητα της Γένεσις, ο ποιητής αναλαμβάνει την εκ του μηδενός δημιουργία του κόσμου, με την ελπίδα πως οι άνθρωποι θα κατανοήσουν αυτή τη φορά ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που οφείλουν πραγματικά να εκτιμούν και να επιδιώκουν. Η απληστία, το μίσος, η δίψα για εξουσία και δύναμη, δεν έχουν θέση στο νέο αυτό κόσμο. Οι άνθρωποι καλούνται να ιεραρχήσουν εκ νέου τις αξίες τους και να δώσουν προτεραιότητα σ’ εκείνες που τους ενώνουν⸱ σ’ εκείνες που θα επιτρέψουν στο νέο αυτό ξεκίνημα της ανθρωπότητας να οδηγήσει σ’ έναν κόσμο ειρήνης, αποδοχής και αλληλοσεβασμού.
Η Γένεσις παραπέμπει σαφέστατα στο αντίστοιχο κομμάτι της Δημιουργίας στην Παλαιά Διαθήκη, όπως συνολικά το Άξιον Εστί συνομιλεί τόσο με την Παλαιά όσο και με την Καινή Διαθήκη, κι έχει εμφανείς συσχετίσεις με την εκκλησιαστική υμνογραφία. Η χριστιανική πίστη διαδραματίζει, άλλωστε, κύριο ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας.
«Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα»
Ο λόγος του Θεού, η απλή του βούληση, αποτελεί το γενεσιουργό αίτιο και της νέας αυτής δημιουργίας του κόσμου. Ο Θεός «λέει» κι η θάλασσα αμέσως γεννιέται, προκαλώντας τον εύλογο θαυμασμό του ποιητικού υποκειμένου.
Στο ποίημα συνυπάρχουν δύο φωνές⸱ εκείνη του Θεού, που έχει κυρίαρχο ρόλο στο συγκεκριμένο απόσπασμα κι η φωνή του ποιητή, που καλύπτει συγκριτικά πολύ λιγότερους στίχους.
«Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:»
Στη μέση της θάλασσας ο Θεός σπέρνει μικρούς κόσμους, τα νησιά, που δημιουργούνται κατ’ εικόνα και ομοίωση όχι του θεϊκού δημιουργού τους, αλλά του ποιητή και κατ’ επέκταση των ανθρώπων. Ο νέος αυτός κόσμος φτιάχνεται στα μέτρα του ανθρώπου πλέον, και όχι κατ’ εικόνα και ομοίωση του ίδιου του Θεού, εφόσον τη φορά αυτή οι άνθρωποι καλούνται να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν εγκαίρως πως ο κόσμος τους δεν είναι τέλειος. Έχει ελλείψεις και ελαττώματα, όπως καθετί το ανθρώπινο. Αν, επομένως, οι άνθρωποι θέλουν να συνυπάρξουν ειρηνικά στο νέο αυτό κόσμο θα πρέπει να συμβιβαστούν με την ιδέα πως οτιδήποτε υπάρχει γύρω τους είναι ανθρώπινο και, άρα, γεμάτο ατέλειες.
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, πάντως, ο κόσμος δημιουργείται κατ’ εικόνα και ομοίωση του ποιητή, προσδίδοντας σε αυτόν την πρωτοκαθεδρία, μιας κι ο δικός του ρόλος είναι εξόχως σημαντικός. Ο ποιητής είναι εκείνος που καλείται να εξυμνήσει τον νέο κόσμο και να φανερώσει σε όλους τις εμφανείς ή λιγότερο εμφανείς ομορφιές του. Είναι, συνάμα, εκείνος που έχει τη δύναμη να δώσει νέο νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη, εφόσον χάρη στη δική του παρέμβαση οι άνθρωποι θα κληθούν να αναδιαμορφώσουν τη στάση τους απέναντι στη ζωή και να αποκτήσουν ένα νέο ήθος.
«Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες»
Με τρεις διαδοχικές παρομοιώσεις ο ποιητής παρουσιάζει με λόγο έντονα μεταφορικό την ποικιλία που λαμβάνουν οι μορφές των νησιών, που μόλις δημιούργησε ο Θεός. Όπως ένας άνθρωπος παρατηρώντας τα σύννεφα επιχειρεί να προσδιορίσει με τι μοιάζει το σχήμα που λαμβάνουν κάθε φορά, έτσι κι ο ποιητής καταγράφει τις εικόνες που του φέρνουν στη σκέψη τα διάφορα σχήματα των ελληνικών νησιών.
Κάποια μοιάζουν με πέτρινα άλογα, που έχουν ανασηκωμένη τη χαίτη τους. Η ορθή χαίτη παραπέμπει, πιθανώς, στην παρουσία βουνών, πάνω σε νησιά στα οποία κυριαρχεί εν γένει το στοιχείο της πέτρας κι απ’ τα οποία απουσιάζει προφανώς ο πλούτος εκείνος της βλάστησης, που θα μπορούσε να απαλύνει τη σκληρή αίσθηση του ορεινού και πετρώδους τοπίου.
Κάποια νησιά μοιάζουν με γαλήνιους αμφορείς. Η αναφορά στα αγγεία παραπέμπει στην αρχαιοελληνική τέχνη, συνδέοντας το παρόν του ελληνισμού με τη μακραίωνη παράδοσή του. Ενώ, το επίθετο «γαλήνιος» τονίζει ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία των νησιών⸱ τη γαλήνη που προσφέρουν στους επισκέπτες τους χάρη στην ομορφιά του τοπίου, αλλά και την απουσία των έντονων εκείνων ρυθμών που παρατηρούνται στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Κάποια νησιά παρομοιάζονται με λοξές ράχες δελφινιών, φέρνοντας στη σκέψη την εικόνα της καμπύλης που έχει η πλάτη του θηλαστικού αυτού. Τα δελφίνια συμπληρώνουν το κάλλος του θαλάσσιου περιβάλλοντος, κι ο ποιητής υπενθυμίζει έμμεσα τον τον ενθουσιασμό που προκαλούν όταν εμφανίζονται να κολυμπούν πλάι σε κάποιο καράβι, παίζοντας με τα κύματα που προκαλεί η κίνηση του καραβιού.
«η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος»
Η επιλογή των ονομάτων γίνεται κυρίως με ηχητικό κριτήριο, καθώς στις λέξεις αυτές δημιουργείται παρήχηση του «σ», η οποία μεταδίδει ένα αίσθημα πνοής ανέμου, θυμίζοντας ένα ακόμη στοιχείο της ζωής στα νησιά.
«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Ο Θεός έχοντας δημιουργήσει τα νησιά, λέει στον ποιητή πως το όνομα κάθε νησιού θα είναι κι από ένα χελιδόνι, για να φέρνει σ’ αυτόν και κατ’ επέκταση σ’ όλους τους ανθρώπους, την άνοιξη μέσα στο καλοκαίρι. Θα λειτουργεί, δηλαδή, το όνομα κάθε νησιού ως φορέας ελπίδας και θετικής προσμονής, εφόσον θα σηματοδοτεί την ανανέωση, τον έρωτα και την προσδοκία μιας αναγέννησης.
Τα νησιά με την ομορφιά και τη γαλήνη που αποπνέουν θα αποτελούν ψυχικά στηρίγματα για τους δοκιμαζόμενους ανθρώπους. Θα κατορθώνουν, έτσι, στο μέσο του καλοκαιριού να προμηνύουν διαρκώς μια επερχόμενη άνοιξη. Πάνω ακριβώς στην κορύφωση της ευτυχίας και της αναζωογονητικής ανάπαυσης, ο άνθρωπος θα λαμβάνει το μήνυμα πως παρά την επικείμενη έλευση του χειμώνα, παρά τις όποιες επικείμενες δυσκολίες, η άνοιξη και, άρα, η ελπίδα, θα έρθει ξανά.
Αν και το αναμενόμενο θα ήταν το μήνυμα της άνοιξης που φέρνουν αυτά τα «χελιδόνια» να έρχεται στους ανθρώπους το χειμώνα, ο ποιητής τοποθετεί τον ερχομό τους το καλοκαίρι, μιας και τότε είναι που οι άνθρωποι επισκέπτονται τα νησιά κι έρχονται σ’ επαφή με την πραγματικά ευεργετική φύση τους.
«Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου»
Τα λιόδεντρα θα είναι πολλά, για να κρησάρουν⸱ για να κοσκινίζουν με τα χέρια τους το φως, ώστε αυτό να απλώνεται ελαφρό στον ύπνο του ανθρώπου. Τα λιόδεντρα προσωποποιούνται εδώ προκειμένου να παρουσιαστεί η ευεργετική σκιά που δημιουργούν ως συνειδητή επιλογή τους. Τα δέντρα -και κατ’ επέκταση η φύση-, εμφανίζονται να ενδιαφέρονται ενεργά για τον άνθρωπο και να κάνουν ό,τι μπορούν για να τον προφυλάξουν και να του προσφέρουν τη δυνατότητα να κοιμηθεί με άνεση κάτω απ’ τα κλαδιά τους. Ο άνθρωπος, επομένως, δεν θα πρέπει να αντικρίζει τη σκιά των δέντρων ως κάτι που δημιουργούν συμπωματικά, αλλά ως μια προσφορά αγάπης, που θα πρέπει να την εκτιμήσει και να την ανταποδώσει σεβόμενος το φυσικό περιβάλλον.
«και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου»
Στα νησιά θα είναι πολλά τα τζιτζίκια, ώστε ο άνθρωπος να συνηθίσει το καθημερινό και συνεχές τραγούδι τους, σε σημείο που να μην το νιώθει καν, όπως ακριβώς δε νιώθει και την αδιάκοπη κίνηση του αίματος στις φλέβες και τις αρτηρίες του. Με την παρομοίωση αυτή ο ποιητής υπενθυμίζει την τάση των ανθρώπων να συνηθίζουν και να αποδέχονται ως αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους οτιδήποτε το βιώνουν συνεχώς. Έτσι, το «τραγούδι» των τζιτζικιών, που θα μπορούσε να φανεί ενοχλητικό στον αμύητο επισκέπτη, δεν θα δημιουργεί καμία ενόχληση στους κατοίκους του νησιού, αφού θα ζουν συνεχώς μ’ αυτό.
«αλλά λίγο το νερό
για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του»
Η αντίθεση ανάμεσα στην πληθώρα των τζιτζικιών και την έλλειψη του νερού τονίζει με μεγαλύτερη ενάργεια τη σημασία που οφείλουν να δίνουν οι άνθρωποι στο στοιχείο αυτό που είναι απολύτως αναγκαίο για την ύπαρξή τους. Ο άνθρωπος θα πρέπει, επομένως, να έχει το νερό σαν Θεό του, αναγνωρίζοντας κι αποδεχόμενος πόσο άμεσα εξαρτάται η ζωή του από αυτό. Κάτι που γίνεται πληρέστερα κατανοητό σε περιοχές όπου το πόσιμο νερό δεν επαρκεί για τις ανάγκες των κατοίκων, όπως συμβαίνει σε αρκετά από τα ελληνικά νησιά.
Προσέχουμε πως πέρα από την εύλογη αξία του νερού, η προσπάθεια του ποιητή να στρέψει την προσοχή του αναγνώστη σε αυτό προκύπτει από τη θέλησή του να καθοδηγήσει τους ανθρώπους σε μια νέα πιο ουσιαστική ιεράρχηση των αξιών τους. Έτσι, αντί οι άνθρωποι να αναλώνονται σ’ ένα ανούσιο κυνήγι του πλούτου ή της εξουσίας, οφείλουν να εκτιμήσουν το πόσο λίγα πράγματα έχουν πραγματική σημασία στη ζωής τους. Κι είναι, μάλιστα, εκείνα ακριβώς που φανερώνουν την κοινή φύση όλων των ανθρώπων και υποδηλώνουν το μάταιο των μεταξύ τους αντιπαραθέσεων. Το νερό υπ’ αυτή την έννοια λειτουργεί ως υπόμνηση πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τις ίδιες ακριβώς ανάγκες, αφού είναι πλασμένοι για να είναι ίδιοι και ίσοι. Καμία θέση δεν έχουν, άρα, ακραίες αντιλήψεις, όπως αυτές που προκάλεσαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σχετικά με την υποτιθέμενη υπεροχή κάποιων έναντι όλων των άλλων. Η απουσία του νερού θα ήταν εξίσου επιζήμια για όλους κι αυτό συνιστά απόδειξη της απόλυτης ομοιότητας και ισότητας μεταξύ των ανθρώπων.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, καλείται να καταλαβαίνει τι σημαίνει ο λόγος του νερού, αναγνωρίζοντας την απόλυτη κυριαρχία του στην ανθρώπινη ζωή. Το νερό είναι αυτό που μπορεί να συντηρήσει με την παρουσία του τη ζωή των ανθρώπων ή να την τερματίσει με την απουσία του. Σε συμβολικό επίπεδο, πάντως, ο λόγος του νερού σχετίζεται με τον Λόγο του Θεού, που είναι σε θέση να ικανοποιήσει κάθε ψυχική και πνευματική ανάγκη των ανθρώπων.
«και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα»
Πέρα από τη σπανιότητα του νερού, άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα των ελληνικών νησιών είναι η απουσία πυκνής βλάστησης. Τα δέντρα που κοσμούν τον ηπειρωτικό ελληνικό χώρο, βρίσκονται σε έλλειψη στο νησιωτικό χώρο. Έτσι, ο άνθρωπος καλείται να κάνει φίλο του το μοναχικό δέντρο και να εκτιμήσει πλήρως την αξία και τη σημασία του. Καλείται να γνωρίσει το ακριβό, το πολύτιμο όνομά του⸱ αίτημα που φέρνει στη σκέψη τη σύνδεση ανάμεσα στη γνώση του ονόματος και την κατοχή του όντος, που προκύπτει απ’ τη γνώση αυτή.
Το προσωποποιημένο δέντρο που στέκει μονάχο του, χωρίς να έχει κοπάδι, παραπέμπει όχι μόνο στην έννοια της έλλειψης, αλλά και στην έννοια της ατομικότητας και κατ’ επέκταση της μοναδικότητας. Το άτομο στον ελληνικό χώρο δεν οδηγείται στη μαζοποίηση, όπως συμβαίνει σε περιοχές όπου επικρατεί η άγνοια κι η απροθυμία ατομικής πρωτοβουλίας και σκέψης. Το άτομο στέκει μόνο του, προβάλλοντας την εμπιστοσύνη που έχει στη δική του σκέψη και στην ικανότητά του να κρίνει αυτόνομα την κοινωνική του πραγματικότητα. Υπήρξε ανέκαθεν γνώρισμα του ελληνικού κόσμου η εκτίμηση που έτρεφε στην αξία του ατόμου, καθώς και στη δύναμη της ανεξάρτητης σκέψης να οδηγήσει σε ουσιαστικά επιτεύγματα. Γνώρισμα καίριο του δημοκρατικού τρόπου λειτουργίας, όπου το άτομο γίνεται σεβαστό και δεν εξωθείται σε μια συντριπτική εξομοίωση, όπως συμβαίνει σε δεσποτικά ή ολοκληρωτικά καθεστώτα.
«φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα»
Το χώμα των ελληνικών νησιών είναι φτενό (λεπτό), δεν έχει τη γονιμότητα εκείνη που διακρίνει άλλες περιοχές του ηπειρωτικού χώρου, όπου η καλλιέργεια της γης είναι πλούσια και αποδοτική. Οι κάτοικοι των νησιών δεν μπορούν να βασιστούν στη δυνατότητα της γης να τους θρέφει και δεν έχουν, έτσι, το προνόμιο ν’ απλώσουν τις ρίζες τους, όπως θα συνέβαινε αν είχαν την αίσθηση πως το μέλλον τους είναι διασφαλισμένο. Πρόκειται για μια ουσιώδη δυσκολία, η οποία λειτουργεί θετικά για τους ανθρώπους, εφόσον τους αναγκάζει να προσπαθούν όλο και περισσότερο για την επιβίωσή τους και τους καθιστά κατ’ αυτό τον τρόπο ολοένα και πιο ώριμους.
Οι δυσκολίες της ζωής είναι ευεργετικές για τους ανθρώπους υπό την έννοια ότι τους αναγκάζουν να εμβαθύνουν στα πράγματα και να αποκτούν μια πιο συγκροτημένη και μεστή σκέψη. Μια ζωή χωρίς δυσκολίες θα είχε ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να είναι επιφανειακοί τόσο στη σκέψη, όσο και στα συναισθήματά τους. Θα τους έλειπε το ψυχικό εκείνο σθένος των Ελλήνων που τους επιτρέπει να επιβιώνουν όσο κι αν δυσκολεύουν οι συνθήκες γύρω τους.
Η ανασφάλεια, άρα, που προκύπτει απ’ την απουσία αφθονίας πόρων, οδηγεί τους ανθρώπους να γίνονται πιο εφευρετικοί, πιο πείσμονες, πιο εργατικοί και, κυρίως, πιο ώριμοι στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα πράγματα. Δεν επιτρέπουν στην κάθε δυσκολία να τους κάμπτει, εφόσον γνωρίζουν πως με υπομονή και με συνεχή προσπάθεια είναι σε θέση να ξεπεράσουν οποιοδήποτε εμπόδιο και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
«και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.»
Πέρα από το εξαιρετικά ουσιώδες μάθημα που προσφέρουν οι δυσκολίες στον άνθρωπο, ένα ακόμη πολύτιμο μάθημα του δίνει ο πλατύς ελληνικός ουρανός, στον οποίο έχει τη δυνατότητα να διαβάζει την απεραντοσύνη. Το άτομο αντικρίζοντας την απεραντοσύνη του σύμπαντος συνειδητοποιεί εγκαίρως τη δική του ασημαντότητα και εκτιμά την αξία της ταπεινότητας. Κατανοεί πως τα πεπερασμένα όρια του σύντομου και δύσκολου ανθρώπινου βίου δεν αφήνουν περιθώρια για εγωισμούς και ανούσια υπεροψία. Ο κάθε άνθρωπος δεν είναι παρά ένα εφήμερο πλάσμα μέσα σ’ ένα δίχως όρια σύμπαν. Η προσωρινότητα της ύπαρξής του δεν επιτρέπει, επομένως, την παρέκκλιση σε σκέψεις μεγαλομανίας ή στην αίσθηση πως υπερέχει έναντι άλλων.
Καθημερινά ο κάτοικος των ελληνικών νησιών μπορεί να μελετά το άπειρο της θεϊκής δημιουργίας και να προβληματίζεται γόνιμα σε σχέση με το πλήθος όσων αγνοεί για το χώρο στον οποίο κινείται, αλλά και για την παντοδυναμία του Δημιουργού.
Συνάμα, η θέα του ανοιχτού ουρανού αποτελεί πηγή παραμυθίας για τον άνθρωπο που αισθάνεται εγκλωβισμένος στην καθημερινότητα και τα προβλήματά του. Η απεραντοσύνη του ουρανού είναι ένα συνεχές κάλεσμα για το άνοιγμα της ανθρώπινης σκέψης, καθώς και για τη βαθιά εκτίμηση του αισθήματος ελευθερίας που προσφέρει στους ανθρώπους. Ο κόσμος είναι δίχως όρια κι ο άνθρωπος έχει πάντοτε την ευκαιρία να ταξιδέψει -νοητά ή κυριολεκτικά- οπουδήποτε θέλει, προκειμένου να ξεφύγει, έστω και προσωρινά, από τα προβλήματα εκείνα που τον πληγώνουν.
Η ικανότητα του ατόμου να διαβάζει την απεραντοσύνη στον ελληνικό ουρανό σχετίζεται και με την ηπιότητα του καιρού στον ελληνικό χώρο, αλλά και με την ψυχοσύνθεση των Ελλήνων. Ο καθαρός ουρανός συνδέεται με την καθαρότητα της σκέψης και του πνεύματος των ανθρώπων αυτού του τόπου.
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
Οι στίχοι αυτοί, στους οποίους κορυφώνεται ο θαυμασμός του ποιητή για τη γένεση του νέου κόσμου, εμπεριέχουν μια φαινομενική αντίφαση, η οποία αίρεται αν ληφθεί υπόψη ως προς τι συγκρίνεται κάθε φορά η ελληνική γη. Η Ελλάδα είναι μικρή σε ό,τι αφορά τη γεωγραφική της έκταση, αν συγκριθεί με άλλες πολύ μεγαλύτερες χώρες, είναι, εντούτοις μεγάλη, αν εξεταστεί ως προς την προσφορά της στον πνευματικό και πολιτιστικό τομέα. Η χώρα αυτή που έχει γεννήσει έννοιες όπως είναι η φιλοσοφία κι η δημοκρατία, κι έχει προσφέρει κορυφαίους πνευματικούς δημιουργούς, όπως είναι ο Όμηρος, ο Πλάτωνας κι ο Αριστοτέλης, δεν μπορεί παρά να εκλαμβάνεται ως σπουδαία και μεγάλη.
Κατά παρόμοιο τρόπο, το σύνολο της γης μπορεί να θεωρηθεί ένας μικρός κόσμος, αν συγκριθεί με την απεραντοσύνη του σύμπαντος, αλλά μεγάλος, αν ιδωθεί ως προς τις δυνατότητες που παρέχει στους ανθρώπους και την εκπληκτική ποικιλία που παρουσιάζει το τοπίο της από χώρα σε χώρα κι από περιοχή σε περιοχή. Εντυπωσιάζει, μάλιστα, όχι μόνο με τις παραλλαγές του τοπίου, αλλά και με το πόσο πολυποίκιλη παρουσιάζεται η ανθρώπινη σκέψη και φύση στις διάφορες περιοχές της.
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για κάθε άνθρωπο χωριστά. Την ίδια στιγμή είναι μικρός, αν ιδωθεί σε σχέση με την απεραντοσύνη του κόσμου, αλλά και μεγάλος, αν ληφθεί υπόψη το πόσο σημαντικός είναι για τους ανθρώπους που τον αγαπούν, καθώς κι οι δυνατότητες που του παρουσιάζονται να προσφέρει σημαντικό έργο στους συνανθρώπους του. Ο ένας άνθρωπος μπορεί, έστω και στα περιορισμένα όρια του βίου του, να επηρεάσει θετικά τη ζωή χιλιάδων συνανθρώπων του.
Ας σημειωθεί δε, πως ο μικρόκοσμος της ελληνικής γης είναι μια μικρογραφία του κόσμου ολόκληρου, αφού σε αυτή ενυπάρχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορεί κανείς να εντοπίσει σε κάθε άλλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου.
Βιβλιογραφία:
Τάσος Λιγνάδης, «Το Άξιον Εστί του Ελύτη», Εκδόσεις Πορεία