Μια φορά και ένα καιρό, είχε έρθει το καλοκαίρι και ήταν υπέροχο. Στο κάμπο οι αγρότες είχαν μαζέψει το άχυρο και το'χαν βάλει σε μεγάλους σωρούς. Ψηλά στον ουρανό πετούσε ένας πελαργός με κόκκινα πόδια και τιτίβιζε. Γύρω από το κάμπο και τα χωράφια, υπήρχαν απέραντα δάση και στη μέση του κάμπου κρυστάλιζαν βαθιές λίμνες.
Κάτω από τον ζεστό ήλιο, ξεπρόβαλε ένας επιβλητικός πύργος που είχε ολόγυρα τάφρους γεμάτες νερό. Από το νερό μέχρι ψηλά πάνω στα τείχη του πύργου ανέβαιναν αναρριχώμενα φυτά, τόσο ψηλά που από κάτω τους χωρούσαν να σταθούν όρθια μικρά παιδιά. Η βλάστηση ήταν πολύ έντονη εκεί, όση σχεδόν και στο πιο πυκνό δάσος. Εδώ είχε κάνει τη φωλιά της μια πάπια που κλωσούσε τα αυγά για να βγουν τα μικρά της. Όμως η πάπια είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της, γιατί είχε περάσει πολύς καιρός που τα κλωσούσε και ήταν συνέχεια μόνη της.
Ώσπου μια μέρα, επιτέλους, άρχισαν να σπάζουν τα αυγά, το ένα μετά το άλλο. Από τα αυγά προεξείχαν κεφαλάκια.
«Πι, πι!» έλεγαν τα παπάκια και έβγαιναν με κόπο έξω.
«Ραπ, ραπ, γρήγορα, γρήγορα!» φώναζε η πάπια.
Τα παπάκια σκουντουφλούσαν και έβαζαν όλες τις δυνάμεις τους να τρέξουν κοντά της. Όλα γύρω τους φαίνονταν περίεργα και κοιτούσαν τα πάντα με ενθουσιασμό.
«Πόσο μεγάλος που είναι ο κόσμος» έλεγαν. Βλέπετε, τώρα είχαν πολύ περισσότερο χώρο να κινηθούν απ' όταν ήταν μέσα στο αυγό!
«Ακόμα δεν βγήκατε από το αβγό και νομίζετε ότι είδατε τον κόσμο ολάκερο!» έλεγε γελώντας η μαμά-πάπια. «Ο κόσμος πάει πιο πέρα και από την άλλη πλευρά του κήπου που είναι το κτήμα του παπά, αλλά εκεί δεν έχω πάει ούτε εγώ!» Και καμάρωνε τα παιδάκια της λέγοντας: «Τι όμορφα που είσαστε όλα μαζί!».
Όμως ξάφνου είδε κάτι στη φωλιά και είπε:
«Α, όχι δεν έχω ακόμα όλα τα παπιά μου! Το μεγαλύτερο αυγό είναι ακόμη στη φωλιά. Πόσο άραγε θα χρειαστεί ακόμη; Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι!»
Τι να κάνει όμως, η πάπια κάθισε πάλι να το κλωσήσει.
Τότε ήρθε μια γριά πάπια για επίσκεψη και της λέει:
«Λοιπόν τι κάνεις;»
«Να, ένα από τα αυγά μου έχει καθυστερήσει να σπάσει» της απάντησε η πάπια, συνεχίζοντας να κλωσάει. «Ούτε μια τρυπούλα σε αυτό το αυγό. Αλλά για δες τα άλλα τα παπιά μου. Είναι τα ομορφότερα παπάκια που έχω δει ποτέ!»
«Για να δω κι εγώ αυτό το αβγό που δεν λέει να ανοίξει» λέει η γριά και συνεχίζει:
«Να δεις που είναι αβγό γαλοπούλας. Έτσι με κορόιδεψαν και μένα μια φορά και είδα και έπαθα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο φοβόταν το νερό εκείνο το γαλόπουλο. Και δεν μπορούσα να το χορτάσω όσο και να μάζευα, όσο κι αν το τάιζα, όσο και να μάλωνα όσο και να βοηθούσα. Για να το δω και το δικό σου το αβγό! Μα, ναι αυτό είναι σίγουρα αυγό γαλοπούλας! Παράτησε το αμέσως και άντε να μάθεις τα άλλα τα παιδιά σου να κολυμπάνε!»
«Θα μείνω να το κλωσήσω λίγο ακόμη!» απάντησε με πείσμα η μαμά πάπια. «Τόσο καιρό κάθησα σε αυτό το αβγό, δεν πειράζει να καθίσω λιγάκι ακόμη!»
«Όπως θες!» της είπε η γριά πάπια και έφυγε.
Κάποια στιγμή, όμως, άνοιξε και το μεγάλο αβγό και εμφανίστηκε το μικρό από μέσα.
«Πι, πι!» είπε το μικρό και βγήκε από το τσόφλι του. Ήταν όμως πολύ μεγάλο και άσχημο πουλάκι.
«Υπερβολικά μεγάλο παπάκι» σκέφτηκε η μαμά πάπια όταν το είδε. «Κανένα από τα άλλα παπιά μου δεν μοιάζει με αυτό. Μήπως είναι πραγματικά μία μικρή γαλοπούλα; Σύντομα θα το μάθω. Θα πρέπει σύντομα να πέσει στο νερό. Και αν δεν θέλει, θα το ρίξω εγώ η ίδια μέσα!»
Ο καιρός την επόμενη μέρα ήταν υπέροχος και ο ήλιος έκαιγε πάνω στις πρασινάδες. Η μαμά πάπια εμφανίστηκε με όλη την οικογένεια της στη λίμνη.
«Πλατς!» έδωσε μια και πήδηξε μέσα στο νερό.
«Ραπ, ραπ!» φώναξαν τα παπάκια και το ένα μετά το άλλο έπεφταν στο νερό ξοπίσω της. Στην αρχή έπεσαν με το κεφάλι μέσα, αλλά αμέσως ξεπρόβαλλαν στην επιφάνεια και άρχισαν να κολυμπάνε περήφανα. Τα πόδια τους πήγαιναν πέρα δώθε από μόνα τους και όλα φαίνονταν ότι βρίσκονται στο στοιχείο τους. Ακόμη και το μικρό ασχημόπαπο που κολυμπούσε μαζί τους κολυμπούσε μια χαρά.
«Είδες; Τελικά δεν είναι γαλόπουλο!» σκέφτηκε περήφανα η μαμά πάπια. «Και κοίτα πόσο όμορφα χρησιμοποιεί τα πόδια του και πόσο ίσια κρατάει το κορμί του».
Και τότε είπε στα παπάκια της:
«Ραπ, ραπ, πάμε νας σας παρουσιάσω στην αυλή με τις πάπιες. Μόνο προσέξτε να μείνετε κοντά μου μη σας πατήσει κανείς και μακρυά από τη γάτα!»
Έτσι όλη η οικογένεια μπήκε στην αυλή με τις πάπιες. Εκεί επικρατούσε μεγάλη φασαρία. Δύο φαμίλιες τσακωνόντουσαν για ένα ψαροκόκκαλο αλλά τελικά το πήρε η γάτα.
«Βλέπετε, έτσι είναι ο κόσμος!» είπε η μαμά πάπια στα παιδιά της. «Να χρησιμοποιείτε τα πόδια σας, να περπατάτε γρήγορα και να σκύψετε μπροστά στη γριά πάπια που βλέπετε εκεί πέρα. Αυτή είναι η πιο αξιοσέβαστη από όλες. Στις φλέβες τις ρέει ισπανικό αίμα. Όπως βλέπετε φοράει ένα όμορφο κόκκινο πανί γύρω από το πόδι της. Αυτό είναι η μεγαλύτερη αναγνώριση που μπορεί να πάρει μία πάπια. Σκύψτε τώρα τον σβέρκο σας και πείτε: Ραπ!»
Αυτό ακριβώς έκαναν τα παπάκια, ενώ οι άλλες πάπιες τα παρατηρούσαν και έλεγαν:
«Για κοιτάξτε! Μας έφερε και τα καινούρια παπάκια της, σαν να μην ήμασταν ήδη αρκετοί! Και πόσο άσχημο είναι εκείνο το παπί! Αυτό δεν θα το ανεχτούμε!»
Αμέσως μία πάπια πήγε κοντά στο ασχημόπαπο και το τσίμπησε στον σβέρκο!
«Άσ’ το ήσυχο!» φώναξε η μαμά πάπια, «δεν πείραξε κανέναν!»
«Μα είναι τόσο μεγάλο και τόσο παράξενο,» είπε η πάπια που το είχε δαγκώσει. «Πρέπει να το διώξουμε μακριά!»
«Όμορφα παιδάκια έχει η μανούλα!» είπε τότε με στόμφο η γριά πάπια με το πανί γύρω από το πόδι της. «Όλα εκτός απο εκείνο το μεγάλο, το κακορίζικο!»
Αλλά η μαμά πάπια υπερασπίστηκε αμέσως το μικρό της:
«Δεν είναι όμορφο, αλλά έχει καλό χαρακτήρα και κολυμπάει το ίδιο καλά όπως και τα υπόλοιπα. Μπορώ να πω καλύτερα κι από τα υπόλοιπα. Πιστεύω ότι με το καιρό και όσο θα μεγαλώνει θα φτιάξει το μέγεθος και το σουλούπι του. Έτσι και αλλιώς παπί είναι δεν θα το ενοχλήσει ιδιαίτερα η ασχήμια του!»
«Τα άλλα παπάκια είναι γλυκύτατα!» απάντησε η γριά. «Κάντε σαν να είστε στο σπίτι σας κι αν βρείτε κανένα ψαροκόκαλο, να μου το φέρετε!»
Και έτσι η αυλή έγινε το σπίτι τους.
Ωστόσο το φτωχό παπί που είχε βγει τελευταίο από το αυγό του και ήταν τόσο μα τόσο άσχημο, δεν περνούσε καθόλου καλά. Όλο το δάγκωναν, το έφτυναν και το κορόιδευαν οι άλλες πάπιες αλλά και οι κότες.
«Είναι πολύ μεγάλο» έλεγαν όλες.
Ακόμη και ένας τρελός γάλος που νόμιζε πως είναι ο καίσαρας, φύσηξε και ξεφύσηξε σαν ιστιοφόρο και μετά όρμηξε προς το μικρό ασχημόπαπο φωνάζοντας: «γλου, γλου, γλου».
Το παπάκι δεν ήξερε που να σταθεί και που να βρεθεί. Ήταν θλιμμένο που ήταν τόσο άσχημο και είχε γίνει ο περίγελος όλης της αυλής.
Η συμπεριφορά όλων προς το ασχημόπαπο γινόταν κάθε μέρα και χειρότερη. Οι πάπιες το δάγκωναν, οι κότες το τσιμπούσαν ακόμη και το κορίτσι που έφερνε την τροφή το κλοτσούσε. Τώρα όλοι το κυνηγούσαν το καημένο. Ακόμη και τα αδέρφια του το περιγελούσαν και του έλεγαν: «Μακάρι να σε έπαιρνε η γάτα αηδιαστικό πλάσμα!». Και η μητέρα αναστέναζε: «Μόνο να είχες φύγει μακριά!»
Έτσι μια μέρα το ασχημόπαπο πέταξε πάνω από τον φράκτη. Τα πουλάκια που ήταν στους θάμνους φοβήθηκαν και πέταξαν ψηλά. «Η ασχήμια μου τα τρόμαξε!» σκέφτηκε το παπάκι με πίκρα και έκλεισε τα μάτια του. Παρόλα αυτά συνέχισε να τρέχει. Έτσι έφτασε σε ένα μεγάλο βάλτο όπου έμεναν αγριόπαπιες. Εκεί έμεινε την νύχτα, γιατί ήταν πολύ κουρασμένο και στεναχωρημένο.
Το πρωί πέταξαν οι αγριόπαπιες ψηλά και αντίκρισαν τον νέο τους συγκάτοικο.
«Τι μέρους του λόγου είσαι εσύ;» το ρώτησαν.
Το παπάκι γυρνούσε προς όλες τις πλευρές και χαιρετούσε όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
«Είσαι αποκρουστικά άσχημο» είπαν οι αγριόπαπιες «αλλά αυτό δεν πειράζει όσο δεν παντρεύεσαι μέλος της οικογένειάς μας!»
Το καημένο το ασχημόπαπο είχε βέβαια άλλες έννοιες από την παντρειά. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να μπορεί να ξαπλώνει στην ακτή και να πίνει λίγο από το νερό του βάλτου.
Μετά από δύο μέρες, ήρθαν και δύο άγριες χήνες. Για την ακρίβεια ήταν δύο χηνόπουλα, που δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που βγήκαν από αυγό τους.
«Άκου, είσαι τόσο άσχημο αλλά εμείς μπορούμε να σε ανεχτούμε. Θέλεις να έρθεις μαζί μας και να γίνεις ο οδηγός του σμήνους μας;» ρώτησαν το παπάκι.
«Μπαμ, μπαμ!» ακούστηκαν τότε δύο πυροβολισμοί και τα χηνόπουλα έπεσαν νεκρά. Το νερό κοκκίνισε από το αίμα.
«Μπαμ, μπαμ» ξανακούστηκαν πυροβολισμοί, και σμήνη ολόκληρα από αγριόχηνες σηκώθηκαν από τον βάλτο. Μετά ξανακούστηκαν πυροβολισμοί. Οι κυνηγοί καθόταν κρυμμένοι δεξιά αριστερά γύρω από τον βάλτο και πυροβολούσαν. Μερικοί είχαν ανεβεί πάνω στα κλαδιά των δέντρων.
Ο μπλε καπνός από μπαρούτι περνούσε σαν σύννεφο μέσα από τα δέντρα και στάθηκε ψηλά πάνω από το νερό. Τα κυνηγόσκυλα στριμώχνονταν να μπουν μέσα στον βάλτο.
Πόσο τρόμαξε στ' αλήθεια το παπάκι! Γύρισε το κεφάλι για να το κρύψει μέσα στη φτερούγα του. Τότε ένας τεράστιος σκύλος στάθηκε μπροστά του. Η γλώσσα του σκύλου του κρεμόταν μέχρι κάτω και τα απαίσια μάτια του γυάλιζαν. Σχεδόν ακουμπούσε το παπί με την μουσούδα του, έδειξε τα κοφτερά του δόντια αλλά αποτραβήχτηκε χωρίς να το πειράξει.
«Δόξα τον Θεό» αναστέναξε το παπί, «είμαι τόσο άσχημο που ακόμη και ο σκύλος δεν θέλει να με δαγκώσει!»
Έτσι έμεινε ξαπλωμένο ενώ από παντού ακουγόταν τουφεκιές και τα σκάγια διέσχιζαν τον αέρα.
Αργά το μεσημέρι ησύχασε η κατάσταση, αλλά το καημένο το παπάκι δεν τολμούσε να σηκωθεί. Κάθισε και περίμενε για αρκετές ώρες ακόμη πριν κοιτάξει τριγύρω και μετά άρχισε να τρέχει με όλες του τις δυνάμεις να φύγει μακρυά από τον βάλτο.
Κατά το απόγευμα, το ασχημόπαπο έφτασε σε μια φτωχική αγροικία. Ήταν τόσο άθλια η κατάσταση της, που και η ίδια δεν ήξερε από ποια πλευρά να πέσει και έτσι έμενε όρθια. Εκείνη τη στιγμή έπεφτε βροχή και ο αέρας φυσούσε έντονα. Έτσι το παπάκι έπρεπε να καθίσει για να μην το παρασύρει ο αέρας, ενώ η κακοκαιρία ολοένα και χειροτέρευε.
Το παπάκι παρατήρησε ότι η πόρτα είχε ανασηκωθεί και κρεμόταν στραβά από τον ένα μεντεσέ. Έτσι κάτω από την πόρτα έμενε μια χαραμάδα απ' όπου ίσα-ίσα θα μπορούσε το παπί να μπει στην αγροικία. Και αυτό ακριβώς έκανε.
Μέσα στο φτωχικό σπίτι, έμενε μια γριά με τον γάτο και την κότα της. Ο γάτος, τον οποίο η γριά έλεγε γιόκα, μπορούσε να σχηματίσει με την πλάτη του γέφυρα και να πλέκει. Κι αν του χάιδευαν το τρίχωμα, πετούσε σπίθες! Η κότα είχε πολύ κοντά πόδια και για αυτό την έλεγε κοντοποδαρού.
Όταν ξημέρωσε, είδαν το ξένο παπί και ο γάτος άρχισε να πλέκει και η κότα να κακαρίζει.
«Τι είναι αυτό πάλι;» αναρωτήθηκε η γριά και καθώς δεν έβλεπε καλά, νόμιζε ότι το παπάκι ήταν μια παχιά πάπια.
«Αυτό είναι καταπληκτική μπάζα» είπε. «Τώρα θα έχω αυγά πάπιας. Αρκεί να μην είναι αρσενικιά! Αυτό θα το δούμε σύντομα.»
Έτσι αποφάσισε να κρατήσει το παπάκι, δοκιμαστικά. Αλλά βέβαια το παπάκι δεν έκανε ούτε ένα αβγό.
Επειδή ο γάτος ήταν ο κύριος του σπιτιού και η κότα η κυρία, η κότα το ρώτησε:
«Μπορείς να κάνεις αυγά;»
«Όχι» απάντησε το παπί.
«Τότε δεν έχεις δουλειά σε αυτό το σπίτι» ανταπάντησε η κότα.
Ο γάτος το ρώτησε:
«Μπορείς να κάνεις γέφυρα με την πλάτη σου; Μπορείς να πλέκεις; Μπορείς να πετάς σπίθες;»
«Όχι» απάντησε σε όλα το παπί.
«Ε, τότε δεν μπορείς να έχεις άποψη όταν μιλάνε μεταξύ τους νοήμονα άτομα!» είπε με στόμφο ο γατούλης.
Το παπάκι στεναχωριόταν και καθόταν στη γωνιά του. Τότε αυθόρμητα σκέφτηκε τον καθαρό αέρα και την λιακάδα. Νοστάλγησε να κολυμπήσει στο νερό και είπε την επιθυμία του στο κοτόπουλο.
«Τι είναι αυτά που λες;» απάντησε αυτό, «τι περίεργες σκέψεις είναι αυτές; Άρχισε να κάνεις αυγά ή να πλέκεις να δεις για πότε θα σου περάσουν!»
«Μα είναι υπέροχα να κολυμπάς στο νερό!» διαμαρτυρήθηκε το παπάκι, «υπέροχα να δροσίζεις το κεφάλι σου στα κύματα ή να βουτάς μέχρι τον βυθό!»
«Ναι, θα πρέπει να είναι καταπληκτική διασκέδαση!» είπε το κοτόπουλο ειρωνικά. «Καλά, έχεις χαζέψει! Ρώτα τον γάτο που είναι ο εξυπνότερος από όσους γνωρίζω, αν του είναι τόσο ευχάριστο να κολυμπάει στο νερό ή να κάνει βουτιές!»
«Δεν με καταλαβαίνετε!» είπε το παπάκι.
«Αν δεν σε καταλαβαίνουμε εμείς, τότε ποιος μπορεί να σε καταλάβει! Δεν θα πιστεύεις βέβαια ότι είσαι εξυπνότερο από τον γάτο και από μένα. Κοίταξε να μάθεις να κάνεις αβγά, να πλέκεις και να πετάς σπίθες!»
«Νομίζω ότι θα βγω να περιπλανηθώ στον κόσμο!» απάντησε το παπάκι.
«Αυτό να κάνεις!» ανταπάντησε η κότα.
Έτσι το παπάκι έφυγε μακρυά. Έκανε βουτιές σε μια λίμνη και κολυμπούσε στο νερό, αλλά, λόγω της ασχήμιας του, όλα τα υπόλοιπα ζώα το απέφευγαν.
Όταν έφθασε το φθινόπωρο, τα φύλλα στα δέντρα κιτρίνισαν και οι καταιγίδες τα έπαιρναν και τα στριφογυρνούσαν στον αέρα. Το κρύο άρχισε να γίνεται αισθητό. Τα σύννεφα κρέμονταν βαριά, φορτωμένα με βροχή, χιόνι και χαλάζι. Πάνω στον φράχτη στεκόταν ένα κοράκι που έκρωζε από το κρύο «κρα, κρα!».
Ο χειμώνας ερχόταν και πάγωνες και μόνο με την ιδέα. Η κατάσταση για το παπάκι δεν ήταν καθόλου καλή.
Ένα απόγευμα, ενώ το ηλιοβασίλεμα φώτιζε ακόμα με υπέροχα χρώματα τον ουρανό, ένα σμήνος από μεγάλα άσπρα πουλιά ξεπρόβαλε πίσω από τους θάμνους. Το παπάκι δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφα πουλιά. Ήταν ολόλευκα και αστραφτερά με μεγάλους λυγερούς λαιμούς. Λέγονταν κύκνοι. Έβγαζαν μία παράξενη κραυγή, άπλωναν τις φανταχτερές φτερούγες τους και πετούσαν από τις κρύες περιοχές στις θερμότερες πάνω από ανοιχτές θάλασσες. Πετούσαν τόσο ψηλά που το ασχημόπαπο αισθανόταν πολύ παράξενα και μόνο που τα έβλεπε.
Το ασχημόπαπο δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του αυτά τα φανταχτερά, όμορφα πουλιά. Μόλις χάθηκαν στον ορίζοντα βούτηξε μέχρι τον βυθό και όταν ξεπρόβαλε πάλι στην επιφάνεια αισθάνθηκε περίεργα. Δεν ήξερε βέβαια πως τα λέγανε αυτά τα πουλιά, ούτε για το που πήγαιναν αλλά τα αγάπησε όσο δεν είχε αγαπήσει ποτέ κανέναν. Αλλά αισθάνθηκε αμέσως άσχημα. Πως αλήθεια τόλμησε να ευχηθεί να αποκτήσει τέτοια ομορφιά; Θα ήταν ευτυχισμένο αν το ανεχόταν καμιά πάπια τόσο άσχημο που ήταν το καημένο...
Όσο περνούσε ο καιρός, ο χειμώνας αγρίευε και η λίμνη πάγωνε σιγά σιγά! Το παπάκι έπρεπε να κολυμπάει ακατάπαυστα για να μην αφήσει το νερό να παγώσει γύρω του. Κάθε νύχτα όμως η τρύπα μέσα στην οποία κολυμπούσε μίκραινε όλο και περισσότερο.
Το κρύο έγινε τσουχτερό και το παπάκι έπρεπε να χρησιμοποιεί συνεχώς τα πόδια του για να εμποδίσει το πάγωμα του νερού. Κάποτε κουράστηκε όμως και έμεινε ακίνητο. Τότε όλο το νερό πάγωσε και το παπάκι έμεινε εγκλωβισμένο μέσα στον πάγο.
Την επόμενη μέρα το πρωί, ένας περαστικός αγρότης παρατήρησε το φτωχό ζώο. Πήγε κοντά, έσπασε τον πάγο με το παπούτσι του, πήρε στα χέρια του το παπάκι και το πήγε στη γυναίκα του. Το φτωχό παπάκι ξαναζωντάνεψε και τα παιδιά του αγρότη θέλανε να παίξουν μαζί του. Αλλά το φοβισμένο παπάκι νόμιζε ότι θα το πονέσουν. Από τον φόβο του πήδηξε πάνω στην κούπα με το γάλα και το γάλα πιτσίλισε όλο το σπιτικό. Μετά πέταξε πάνω στο ράφι με το βούτυρο και από κει στο βαρέλι με το αλεύρι και μετά πετούσε τρομαγμένο στο αέρα. Η γυναίκα φώναζε και το κυνηγούσε με την τσιμπίδα του τζακιού, και τα παιδιά έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο κυνηγώντας το παπάκι ενώ όλοι γελούσαν και φώναζαν. Ευτυχώς που ήταν ανοιχτή η πόρτα. Έτσι το παπάκι πετάχτηκε έξω και μπόρεσε να σωθεί ανάμεσα στους θάμνους. Εκεί λοιπόν έμεινε ξαπλωμένο και εξουθενωμένο στο απάτητο χιόνι.
Το παπάκι έμεινε μόνο του και δυσκολεύτηκε αφάνταστα μέχρι να περάσει ο χειμώνας. Ώσπου μια μέρα, ενώ στεκόταν μέσα στις καλαμιές ενός βάλτου, άρχισε πάλι να εμφανίζεται η ζεστασιά του ήλιου. Οι κορυδαλλοί τραγουδούσαν ότι η άνοιξη είχε πια καταφθάσει.
Τότε το παπάκι άνοιξε τα φτερά του και άρχισε να τα χτυπάει πιο δυνατά από ποτέ. Το σώμα του εκτοξευόταν με κάθε χτύπημα όλο και πιο μακριά. Πριν καν το καταλάβει, είχε βρεθεί σε έναν μεγάλο κήπο με κανάλια και λιμνούλες. Εκεί υπήρχαν ανθισμένες μηλιές και μοσχοβολούσαν πασχαλιές. Ω, πόσο υπέροχος ήταν ο ανοιξιάτικος καιρός.
Μετά από λίγο, ήρθαν κολυμπώντας τρεις πανέμορφοι, λευκοί κύκνοι. Με τα λαμπερά φτερά τους, γλυστρούσαν ανάλαφρα πάνω στο νερό. Το παπάκι αναγνώρισε τα όμορφα πουλιά και αισθάνθηκε μια περίεργη ζήλεια.
«Θα πετάξω κονστά σε αυτά τα όμορφα πουλιά να με δαγκώσουν μέχρι να πεθάνω. Δεν θα μου συγχωρέσουν που ενώ είμαι είμαι τόσο άσχημο θα τολμήσω να τα πλησιάσω. Αλλά καλύτερα να σκοτώσουν αυτά παρά να με δαγκώνουν οι πάπιες, να με τσιμπάνε οι κότες, να με κλοτσάνε οι άνθρωποι και να περνάω τα πάνδεινα όλο τον χειμώνα!»
Αμέσως πέταξε πάνω στο νερό και πήγε προς τα λαμπερά πουλιά. Αυτά όρμηξαν κατά πάνω του με ανοιγμένα τα φτερά τους!
«Σκοτώστε με, εμπρός σκοτώστε με» φώναξε το καημένο το ζώο και έγειρε το κεφάλι του στο νερό περιμένοντας. Όμως τι ήταν αυτό που αντίκρισε να καθρεφτίζεται στο νερό; Είδε την εικόνα του να σχηματίζεται στο νερό, αλλά δεν ήταν πια ένα γκρίζο πουλί, άσχημο και αποκρουστικό. Όχι ήταν το ίδιο ένας κάτασπρος κύκνος με υπέροχα φτερά!
Αν βγήκες από αυγό κύκνου, κύκνος θα γίνεις ακόμη και αν έχεις γεννηθεί σε μια αυλή γεμάτη με πάπιες! Χάρη στις κακουχίες που είχε υποστεί και την απόρριψη που είχε νιώσει, το νεαρό ζώο εκτίμησε την τύχη του να γίνει τόσο όμορφο και η ομορφιά του να είναι ευπρόσδεκτη από όλους.
Οι μεγάλοι κύκνοι φτάσανε στο νεαρό κύκνο και τον χάιδευαν με το ράμφος τους. Τότε ήρθαν μερικά παιδιά στον κήπο. Πετούσαν ψωμί και σπόρους στο νερό, και το μικρότερο φώναζε:
«Κοιτάξτε εκεί, είναι ένας καινούριος κύκνος!»
Και τα υπόλοιπα παιδάκια συμφώνησαν πανηγυρίζοντας: «Ναι, ένας νέος, ένας νέος κύκνος εμφανίστηκε!»
Χειροκροτούσαν και χόρευαν και μετά έφεραν τη μητέρα και τον πατέρα τους να τον δουν. Έριχναν όλοι ψωμί στο νερό και έλεγαν:
«Ο νέος είναι ο ομορφότερος, τόσο νέος και τόσο αρχοντικός!»
Όλοι οι υπόλοιποι κύκνοι υποκλίνονταν μπροστά στο ασχημόπαπο που έγινε κύκνος.
Εκείνος αισθάνθηκε ντροπή και έκρυψε το κεφάλι του μέσα στις φτερούγες του. Αισθανόταν όμως μεγάλη ευτυχία χωρίς καθόλου υπερηφάνεια, γιατί μία καλή καρδιά δεν αισθάνεται ποτέ υπερηφάνεια. Θυμόταν όταν όλοι τον κορόιδευαν πριν λίγο καιρό. Και τώρα άκουγε όλους να λένε ότι είναι το ωραιότερο από όλα τα ωραία πουλιά.
Ο ήλιος έλαμπε ζεστός και δροσιστικός, τα ανθισμένα λουλούδια χρωμάτιζαν τον κήπο και όλα ήταν υπέροχα. Ο κύκνος τίναξε τα φτερά του, ο λεπτός λαιμός του σηκώθηκε και από καρδιάς είπε:
«Τόση τύχη δεν τολμούσα ούτε να την ονειρευτώ όταν ήμουν ακόμη ασχημόπαπο!»