Γεώργιος Βιζυηνός «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» (ερωτήσεις)
Μέσα από το διάλογο αποκαλύπτονται οι χαρακτήρες των προσώπων και η σχέση και οι δεσμοί ανάμεσά τους. Να τους βρείτε και να παρακολουθήσετε πώς γίνεται αυτό.Από τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στο απόσπασμα του διηγήματος κυριαρχεί η μητέρα του αφηγητή, ο χαρακτήρας της οποίας αποκαλύπτεται τόσο μέσα από το διάλογό της με τον αφηγητή όσο και στην εκτενέστερη σκηνή με τον αδερφό του αφηγητή, το Μιχαήλο. Η πρώτη εντύπωση που λαμβάνουμε για τη μητέρα είναι πως έχοντας βιώσει ανείπωτο πόνο από τη δολοφονία του γιου της, του Χρηστάκη, επιθυμεί πλέον, όσο τίποτε άλλο, να εκδικηθεί το φονιά του γιου της. Η μητέρα, μάλιστα, δε θέλει απλώς να τιμωρηθεί ο φονιάς, θέλει να βρίσκεται η ίδια εκεί όταν θα απαγχονίζεται ο φονιάς, ώστε να μπορέσει να τραβήξει με τα χέρια της το σχοινί που θα αφαιρέσει τη ζωή του. Η ανάγκη αυτή για εκδίκηση, βέβαια, δεν υποδηλώνει πως η μητέρα είναι ένας σκληρός άνθρωπος, δείχνει κυρίως την ένταση του πόνου που έχει υποστεί και την ανάγκη της να διοχετεύσει κάπου όλη αυτή την πίκρα. Η μητέρα του αφηγητή είναι πάνω απ’ όλα μια μητέρα που έχει χάσει το παιδί της και υποφέρει, όχι μόνο για το θάνατο του παιδιού της αλλά και γιατί γνωρίζει πως δεν στάθηκε ικανή να προστατέψει το γιο της, γι’ αυτό έστω και τώρα, θέλει να κάνει κάτι για το παιδί της, θέλει να συμμετάσχει στην τιμωρία του φονιά του.
Το βασικό επομένως στοιχείο που αντλούμε για το χαρακτήρα της μητέρας είναι η δίχως όρια αγάπη που αισθάνεται για τα παιδιά της, στοιχείο που ενισχύεται και μέσα από το διάλογο που έχει με τον άλλο της γιο, το Μιχαήλο, όταν ο αφηγητής απουσίαζε στο εξωτερικό και η μητέρα υπέφερε, μη γνωρίζοντας που βρίσκεται το παιδί της και αν είναι καλά στην υγεία του. Για άλλη μια φορά η μητέρα είναι ανήμπορη να βοηθήσει το παιδί της που λείπει κι αυτό την ωθεί σε μια αδιάκοπη προσπάθεια να μάθει νέα του, αλλά και να προσφέρει βοήθεια σε όποιον την έχει ανάγκη, με την ελπίδα ότι κάποιος άλλος, στα πλαίσια μιας συμπαντικής ισορροπίας, θα συντρέξει το παιδί της, όπου κι αν βρίσκεται αυτό. Η μητέρα ρωτά με αγωνία τους διαβάτες αν έχουν ακούσει κάτι για το γιο της και παράλληλα σπεύδει να βοηθήσει όποιον βρίσκεται σε ανάγκη, έστω κι αν αυτός είναι ένας Τούρκος. Από τον τρόπο, άλλωστε, που η μητέρα προσφωνεί και αντιμετωπίζει τον Κιαμήλη, συνειδητοποιούμε πως η αγάπη που έχει να προσφέρει, όχι μόνο στα παιδιά της, αλλά και στους συνανθρώπους της, είναι ανεξάντλητη.
Το επόμενο πρόσωπο που μπορούμε να διακρίνουμε είναι ο ίδιος ο αφηγητής, ο οποίος βλέποντας πόσο βασανίζεται η μητέρα του με σκέψεις και αισθήματα μίσους για το φονιά του αδερφού του, επιχειρεί να καθησυχάσει τις εκδικητικές της διαθέσεις μιλώντας της για την αξία της δημόσιας δικαιοσύνης και προσφέροντάς της μια πιο ψύχραιμη ματιά στο θέμα της εκδίκησης. Ο αφηγητής προβάλλει εδώ σαφώς πιο συγκρατημένος και με μεγαλύτερο έλεγχο στα συναισθήματά του, γεγονός που οφείλεται στις μακροχρόνιες σπουδές του που του επιτρέπουν να εκλογικεύει σε μεγαλύτερο βαθμό όσα αισθάνεται. Το κίνητρο του αφηγητή, βέβαια, για τις προσπάθειές του αυτές είναι η αγάπη που έχει για τη μητέρα του και η επιθυμία του να τη δει να ηρεμεί και να μην αφήνει το μίσος της για το δολοφόνο να ταράζει την ψυχή της.
Ο χαρακτήρας, πάντως, που διαγράφεται πιο ανάλαφρος και αποκαλύπτει μια ελαφρύτερη διάθεση απέναντι στα τραγικά γεγονότα που έπληξαν την οικογένεια του αφηγητή, είναι ο αδερφός του ο Μιχαήλος, ο οποίος μοιάζει πάντοτε έτοιμος να αστειευτεί και να γελάσει, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αγαπά λιγότερο την οικογένειά του. Ο Μιχαήλος ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής με χιούμορ, χρησιμοποιώντας τους αστεϊσμούς ως μηχανισμό άμυνας απέναντι στην πραγματικότητα που συχνά δείχνει το σκληρό της πρόσωπο στους ανθρώπους. Είναι πάντοτε έτοιμος να βρει την αστεία πλευρά των πραγμάτων και δε διστάζει να διακωμωδεί ακόμη και τις συμπεριφορές της μητέρας του, την οποία όμως σέβεται απόλυτα και δεν τολμά ποτέ να της αντιταχθεί.
Τέλος, ο Κιαμήλης και η μητέρα του, που στο απόσπασμα αυτό παρουσιάζονται σε μικρότερο βαθμό, βρίσκονται κοντά στην οικογένεια του αφηγητή για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους, αποδεικνύοντας πως η καλοσύνη και η ανθρωπιά δε γνωρίζουν φυλετικές διακρίσεις και φέρνουν τους ανθρώπους κοντά, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη εθνική τους κουλτούρα και θρησκεία.
Στην πρώτη σελίδα του αποσπάσματός μας ο συγγραφέας προσπαθεί να καθησυχάσει τη μάνα του. Γιατί δεν μπορεί να το πετύχει;Η μητέρα του αφηγητή θέλει να εκδικηθεί το φονιά του γιου της, κι αν αυτό είναι δυνατό θέλει να συμμετέχει και η ίδια στον απαγχονισμό του, καθώς μόνο έτσι θα μπορέσει να καταλαγιάσει το μίσος που φουντώνει μέσα της για τον άνθρωπο που της στέρησε το παιδί της. Ο πόνος που αισθάνεται για το χαμό του παιδιού της θολώνει την κρίση της και ξυπνά μέσα της βίαιες διαθέσεις εκδίκησης και μια ασίγαστη ανάγκη να δει το δολοφόνο του παιδιού της να πληρώνει το τίμημα για το έγκλημα που διέπραξε. Παράλληλα, η μητέρα ίσως αισθάνεται και ενοχές που δεν ήταν εκεί να προστατέψει το παιδί της και που δεν μπόρεσε να αποτρέψει το χαμό του, καθώς οι γονείς είναι πάντοτε έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε για τα παιδιά τους και αισθάνονται απίστευτο πόνο όταν δεν τους δίνεται καν η ευκαιρία να προσπαθήσουν να σώσουν το παιδί τους, όταν συνειδητοποιούν πως κάποια γεγονότα βρίσκονται έξω από το δικό τους έλεγχο κι από τις δικές του δυνάμεις. Άλλωστε, η μητέρα του αφηγητή ένιωθε από την πρώτη στιγμή πως ο γιος της ο Χρηστάκης δεν έπρεπε να αναλάβει το ταχυδρομείο στη θέση του Χαραλάμπη και ενώ τότε προσπάθησε να τον αποτρέψει, τώρα ίσως σκέφτεται ότι θα έπρεπε να είχε επιμείνει περισσότερο στην άρνησή της.
Ποιον τρόπο ακολουθεί στην αφήγησή του ο αδελφός του συγγραφέα; Ποια είναι τα αποτελέσματα της μεθόδου αυτής;Ο Μιχαήλος δίνει την αφήγησή του παραθέτοντας τους διαλόγους της μητέρας με τον περαστικό αλλά και με τον ίδιο, προσφέροντας έτσι στο διήγημα ζωντάνια, παραστατικότητα αλλά και τονίζοντας τη θεατρικότητα του κειμένου. Με τον αφηγηματικό αυτό τρόπο ο Μιχαήλος μας παρέχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε με λεπτομέρεια τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα της μητέρας, η οποία από την ανησυχία και τη στεναχώρια που έχει για το γιο της που λείπει στα ξένα, φτάνει σε ακραίες συμπεριφορές. Μέσα από τα λόγια της μητέρας αποκαλύπτεται η ένταση των συναισθημάτων της και γίνεται πλήρως αντιληπτός ο καημός της για τον ξενιτεμένο γιο της, ενώ παράλληλα μας παρουσιάζεται η μεγαλόψυχη στάση της απέναντι στον άρρωστο Κιαμήλη και εξηγείται πλέον η ευγνωμοσύνη που έχουν ο νεαρός Τούρκος και η μητέρα του προς τη μητέρα του αφηγητή.
Πώς κατορθώνει ο συγγραφέας να δημιουργήσει κωμική κατάσταση μέσα από την τραγικότητα του πληγωμένου Τούρκου;
Μέσα από το διάλογο αποκαλύπτονται οι χαρακτήρες των προσώπων και η σχέση και οι δεσμοί ανάμεσά τους. Να τους βρείτε και να παρακολουθήσετε πώς γίνεται αυτό.Από τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στο απόσπασμα του διηγήματος κυριαρχεί η μητέρα του αφηγητή, ο χαρακτήρας της οποίας αποκαλύπτεται τόσο μέσα από το διάλογό της με τον αφηγητή όσο και στην εκτενέστερη σκηνή με τον αδερφό του αφηγητή, το Μιχαήλο. Η πρώτη εντύπωση που λαμβάνουμε για τη μητέρα είναι πως έχοντας βιώσει ανείπωτο πόνο από τη δολοφονία του γιου της, του Χρηστάκη, επιθυμεί πλέον, όσο τίποτε άλλο, να εκδικηθεί το φονιά του γιου της. Η μητέρα, μάλιστα, δε θέλει απλώς να τιμωρηθεί ο φονιάς, θέλει να βρίσκεται η ίδια εκεί όταν θα απαγχονίζεται ο φονιάς, ώστε να μπορέσει να τραβήξει με τα χέρια της το σχοινί που θα αφαιρέσει τη ζωή του. Η ανάγκη αυτή για εκδίκηση, βέβαια, δεν υποδηλώνει πως η μητέρα είναι ένας σκληρός άνθρωπος, δείχνει κυρίως την ένταση του πόνου που έχει υποστεί και την ανάγκη της να διοχετεύσει κάπου όλη αυτή την πίκρα. Η μητέρα του αφηγητή είναι πάνω απ’ όλα μια μητέρα που έχει χάσει το παιδί της και υποφέρει, όχι μόνο για το θάνατο του παιδιού της αλλά και γιατί γνωρίζει πως δεν στάθηκε ικανή να προστατέψει το γιο της, γι’ αυτό έστω και τώρα, θέλει να κάνει κάτι για το παιδί της, θέλει να συμμετάσχει στην τιμωρία του φονιά του.
Το βασικό επομένως στοιχείο που αντλούμε για το χαρακτήρα της μητέρας είναι η δίχως όρια αγάπη που αισθάνεται για τα παιδιά της, στοιχείο που ενισχύεται και μέσα από το διάλογο που έχει με τον άλλο της γιο, το Μιχαήλο, όταν ο αφηγητής απουσίαζε στο εξωτερικό και η μητέρα υπέφερε, μη γνωρίζοντας που βρίσκεται το παιδί της και αν είναι καλά στην υγεία του. Για άλλη μια φορά η μητέρα είναι ανήμπορη να βοηθήσει το παιδί της που λείπει κι αυτό την ωθεί σε μια αδιάκοπη προσπάθεια να μάθει νέα του, αλλά και να προσφέρει βοήθεια σε όποιον την έχει ανάγκη, με την ελπίδα ότι κάποιος άλλος, στα πλαίσια μιας συμπαντικής ισορροπίας, θα συντρέξει το παιδί της, όπου κι αν βρίσκεται αυτό. Η μητέρα ρωτά με αγωνία τους διαβάτες αν έχουν ακούσει κάτι για το γιο της και παράλληλα σπεύδει να βοηθήσει όποιον βρίσκεται σε ανάγκη, έστω κι αν αυτός είναι ένας Τούρκος. Από τον τρόπο, άλλωστε, που η μητέρα προσφωνεί και αντιμετωπίζει τον Κιαμήλη, συνειδητοποιούμε πως η αγάπη που έχει να προσφέρει, όχι μόνο στα παιδιά της, αλλά και στους συνανθρώπους της, είναι ανεξάντλητη.
Το επόμενο πρόσωπο που μπορούμε να διακρίνουμε είναι ο ίδιος ο αφηγητής, ο οποίος βλέποντας πόσο βασανίζεται η μητέρα του με σκέψεις και αισθήματα μίσους για το φονιά του αδερφού του, επιχειρεί να καθησυχάσει τις εκδικητικές της διαθέσεις μιλώντας της για την αξία της δημόσιας δικαιοσύνης και προσφέροντάς της μια πιο ψύχραιμη ματιά στο θέμα της εκδίκησης. Ο αφηγητής προβάλλει εδώ σαφώς πιο συγκρατημένος και με μεγαλύτερο έλεγχο στα συναισθήματά του, γεγονός που οφείλεται στις μακροχρόνιες σπουδές του που του επιτρέπουν να εκλογικεύει σε μεγαλύτερο βαθμό όσα αισθάνεται. Το κίνητρο του αφηγητή, βέβαια, για τις προσπάθειές του αυτές είναι η αγάπη που έχει για τη μητέρα του και η επιθυμία του να τη δει να ηρεμεί και να μην αφήνει το μίσος της για το δολοφόνο να ταράζει την ψυχή της.
Ο χαρακτήρας, πάντως, που διαγράφεται πιο ανάλαφρος και αποκαλύπτει μια ελαφρύτερη διάθεση απέναντι στα τραγικά γεγονότα που έπληξαν την οικογένεια του αφηγητή, είναι ο αδερφός του ο Μιχαήλος, ο οποίος μοιάζει πάντοτε έτοιμος να αστειευτεί και να γελάσει, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αγαπά λιγότερο την οικογένειά του. Ο Μιχαήλος ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής με χιούμορ, χρησιμοποιώντας τους αστεϊσμούς ως μηχανισμό άμυνας απέναντι στην πραγματικότητα που συχνά δείχνει το σκληρό της πρόσωπο στους ανθρώπους. Είναι πάντοτε έτοιμος να βρει την αστεία πλευρά των πραγμάτων και δε διστάζει να διακωμωδεί ακόμη και τις συμπεριφορές της μητέρας του, την οποία όμως σέβεται απόλυτα και δεν τολμά ποτέ να της αντιταχθεί.
Τέλος, ο Κιαμήλης και η μητέρα του, που στο απόσπασμα αυτό παρουσιάζονται σε μικρότερο βαθμό, βρίσκονται κοντά στην οικογένεια του αφηγητή για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους, αποδεικνύοντας πως η καλοσύνη και η ανθρωπιά δε γνωρίζουν φυλετικές διακρίσεις και φέρνουν τους ανθρώπους κοντά, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη εθνική τους κουλτούρα και θρησκεία.
Στην πρώτη σελίδα του αποσπάσματός μας ο συγγραφέας προσπαθεί να καθησυχάσει τη μάνα του. Γιατί δεν μπορεί να το πετύχει;Η μητέρα του αφηγητή θέλει να εκδικηθεί το φονιά του γιου της, κι αν αυτό είναι δυνατό θέλει να συμμετέχει και η ίδια στον απαγχονισμό του, καθώς μόνο έτσι θα μπορέσει να καταλαγιάσει το μίσος που φουντώνει μέσα της για τον άνθρωπο που της στέρησε το παιδί της. Ο πόνος που αισθάνεται για το χαμό του παιδιού της θολώνει την κρίση της και ξυπνά μέσα της βίαιες διαθέσεις εκδίκησης και μια ασίγαστη ανάγκη να δει το δολοφόνο του παιδιού της να πληρώνει το τίμημα για το έγκλημα που διέπραξε. Παράλληλα, η μητέρα ίσως αισθάνεται και ενοχές που δεν ήταν εκεί να προστατέψει το παιδί της και που δεν μπόρεσε να αποτρέψει το χαμό του, καθώς οι γονείς είναι πάντοτε έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε για τα παιδιά τους και αισθάνονται απίστευτο πόνο όταν δεν τους δίνεται καν η ευκαιρία να προσπαθήσουν να σώσουν το παιδί τους, όταν συνειδητοποιούν πως κάποια γεγονότα βρίσκονται έξω από το δικό τους έλεγχο κι από τις δικές του δυνάμεις. Άλλωστε, η μητέρα του αφηγητή ένιωθε από την πρώτη στιγμή πως ο γιος της ο Χρηστάκης δεν έπρεπε να αναλάβει το ταχυδρομείο στη θέση του Χαραλάμπη και ενώ τότε προσπάθησε να τον αποτρέψει, τώρα ίσως σκέφτεται ότι θα έπρεπε να είχε επιμείνει περισσότερο στην άρνησή της.
Ποιον τρόπο ακολουθεί στην αφήγησή του ο αδελφός του συγγραφέα; Ποια είναι τα αποτελέσματα της μεθόδου αυτής;Ο Μιχαήλος δίνει την αφήγησή του παραθέτοντας τους διαλόγους της μητέρας με τον περαστικό αλλά και με τον ίδιο, προσφέροντας έτσι στο διήγημα ζωντάνια, παραστατικότητα αλλά και τονίζοντας τη θεατρικότητα του κειμένου. Με τον αφηγηματικό αυτό τρόπο ο Μιχαήλος μας παρέχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε με λεπτομέρεια τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα της μητέρας, η οποία από την ανησυχία και τη στεναχώρια που έχει για το γιο της που λείπει στα ξένα, φτάνει σε ακραίες συμπεριφορές. Μέσα από τα λόγια της μητέρας αποκαλύπτεται η ένταση των συναισθημάτων της και γίνεται πλήρως αντιληπτός ο καημός της για τον ξενιτεμένο γιο της, ενώ παράλληλα μας παρουσιάζεται η μεγαλόψυχη στάση της απέναντι στον άρρωστο Κιαμήλη και εξηγείται πλέον η ευγνωμοσύνη που έχουν ο νεαρός Τούρκος και η μητέρα του προς τη μητέρα του αφηγητή.
Πώς κατορθώνει ο συγγραφέας να δημιουργήσει κωμική κατάσταση μέσα από την τραγικότητα του πληγωμένου Τούρκου;
Ο Μιχαήλος όταν αντικρίζει τον Κιαμήλη για πρώτη φορά, βλέπει έναν άνθρωπο που δεν έχει συνείδηση των πράξεών του, από τη μία να γλυκομιλά σ’ ένα βάτο και από την άλλη να απειλεί μια αγριαγκινάρα. Η εικόνα αυτή είναι βέβαια κωμική καθώς ο Μιχαήλος αγνοούσε την ιστορία του Κιαμήλη κι έβλεπε απλώς τις παραληρηματικές πράξεις ενός ανθρώπου, αλλά υποδηλώνει παράλληλα και την ένταση στην οποία βρισκόταν ο πληγωμένος Τούρκος, ο οποίος από τη μία εκδήλωνε την τρυφερότητα που αισθανόταν για την κοπέλα που αγαπούσε κι από την άλλη εξέφραζε το μίσος του για εκείνον που είχε σκοτώσει τον αδελφοποιτό του φίλο.
Με ποιες φράσεις, στις δυο τελευταίες σελίδες, προοικονομεί ο συγγραφέας ότι ο Κιαμήλης είναι ο φονιάς;Ο συγγραφέας προοικονομεί το γεγονός ότι ο Κιαμήλης είναι ο φονιάς του Χρηστάκη, όταν μας αποκαλύπτει ότι οι δυο τους δε συναντήθηκαν ποτέ, καθώς ο Χρηστάκης απουσίαζε όταν έφεραν για πρώτη φορά τον Κιαμήλη στο σπίτι τους κι έπειτα όταν έμαθε για τον άρρωστο Τούρκο δεν παρουσιάστηκε καθόλου στο σπίτι και προτίμησε να μείνει σε μια θεία τους. «Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με τες πραμάτειες επάνω στ’ άλογο... Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κι έρριψε την κάπα του εις της θείας μας το σπίτι, στο Κρυονερό... Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιό μας.» Ο Χρηστάκης έμεινε μακριά από το σπίτι της οικογένειας για εφτά ολόκληρους μήνες, γεγονός που σημαίνει ότι ο Κιαμήλης δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να τον δει και να αντιληφθεί έτσι την τραγική ομοιότητα που υπήρχε ανάμεσα στο Χρηστάκη και το Χαραλάμπη.