Κωνσταντίνος Καβάφης «Έτσι πολύ ατένισα –»
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.
Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.
Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα∙
πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι,
και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα της αγάπης, όπως τα ‘θελεν
η ποίησίς μου... μες στες νύχτες της νεότητός μου,
μες στες νύχτες μου, κρυφά συναντημένα.......
Ένα σημαντικό μέρος της ποίησης του Καβάφη είναι αφιερωμένο στην εξύμνηση του έρωτα και της ομορφιάς. Ο ποιητής παρατηρεί, θαυμάζει και αποτυπώνει τα ερωτικά του ινδάλματα στην ποίησή του, επιθυμώντας να τα διαφυλάξει απ’ τη φθορά ή τη λήθη που κατ’ ανάγκη φέρνει το πέρασμα του χρόνου.
Η ομορφιά του ανθρώπινου σώματος προσφέρει αισθητική απόλαυση, αλλά κι έμπνευση στον ποιητή, ο οποίος δε διστάζει να εκφράσει το θαυμασμό του, έστω κι αν γνωρίζει πως η ιδιαιτερότητα των προτιμήσεών του θα προκαλέσει την αντίδραση της συντηρητικής κοινωνίας.
Στο αρχικό δίστιχο του ποιήματος ο Καβάφης δηλώνει πως έχει τόσο πολύ και με τέτοια ένταση -έτσι πολύ- ατενίσει την ομορφιά, ώστε η όρασή του είναι πια γεμάτη από αυτή. Σκόπιμα αφήνει απροσδιόριστη την έννοια της ομορφιάς, επιτρέποντας στον αναγνώστη να της δώσει το νόημα που ο ίδιος επιθυμεί, μιας και επί της ουσίας η ομορφιά αποτελεί πηγή έμπνευσης σε κάθε πιθανή της έκφανση.
Στη δεύτερη κι εκτενέστερη στροφή, θα προσδιορίσει ειδικότερα πως μιλά για την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος, υπονοώντας αλλά μη δηλώνοντας το φύλο στο οποίο αναφέρεται. Η ασάφεια αυτή αφήνει το ποίημα ανοιχτό σε μια διπλή ανάγνωση, διευρύνοντας τους αποδέκτες του και αναγνωρίζοντας εμμέσως πως το ανθρώπινο κάλλος δε γνωρίζει διακρίσεις.
Οι γραμμές του καλοσχηματισμένου σώματος, τα κόκκινα χείλη, τα άρτια μέλη πλασμένα για την ηδονή. Η περιγραφή ξεκινά παρουσιάζοντας αδρομερώς την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος, συνεχίζει όμως με την προσοχή του ποιητή να εστιάζεται στα μαλλιά των αγαπημένων προσώπων. Σα να είναι παρμένα από αρχαιοελληνικά αγάλματα, όμορφα και αχτένιστα, πέφτουν λίγο επάνω στα άσπρα μέτωπα. Η επιμονή στην περιγραφή των μαλλιών και η αναφορά στα ελληνικά αγάλματα, λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός με μια προγενέστερη εποχή, όπου η εξύμνηση της ανδρικής ομορφιάς υπήρξε απενοχοποιημένη και διατηρούσε κεντρικό ρόλο στην τέχνη.
Ο θαυμασμός του ποιητή για την ηδονική αρτιότητα και την ομορφιά του ανδρικού σώματος, που στην εποχή του θεωρείται κατακριτέα, στην αρχαία ελληνική τέχνη αποτελούσε διαρκή πηγή έμπνευσης και είχε προσφέρει έργα που έμειναν διαχρονικά σύμβολα του ωραίου.
Τα πρόσωπα αυτά της αγάπης «όπως τα ήθελε η ποίησή μου» -ο Καβάφης με μια τριπλή χρήση της κτητικής αντωνυμίας (η ποίησή μου, η νεότητά μου, οι νύχτες μου), θα καταστήσει σαφές πως μιλά για τη δική του έκφανση του ωραίου και για την ομορφιά που συγκινεί τον ίδιο-, τα συναντούσε κρυφά τις νύχτες της νεότητάς του. Η επανάληψη του χρονικού προσδιορισμού «νύχτες» και το τροπικό επίρρημα «κρυφά», υποδηλώνουν τον μη ηθικό χαρακτήρα των επιλογών του -σύμφωνα πάντα με τις επιταγές της τρέχουσας ηθικής- και τη συνεπαγόμενη ανάγκη να συναντά τα αγαπημένα του πρόσωπα κρυφά μέσα στη νύχτα.
Ο ποιητής φυσικά δε μετανιώνει και δεν απολογείται για τις επιλογές του, αντιθέτως τονίζει πολύ συχνά πως μέσα από αυτές τις ερωτικές συναντήσεις και μέσα από τη θέαση αυτή της ομορφιάς γεννήθηκε η Τέχνη του. Τα χρόνια της νεότητάς του, που αφέθηκε στην ηδονή, όπως ο ίδιος την κατανοούσε και την επιθυμούσε, θα αποτελέσουν στη συνέχεια την αστείρευτη πηγή ποιητικής έμπνευσης και θα προσφέρουν στον Καβάφη το υλικό για να δημιουργήσει το ιδιαίτερο ποιητικό του έργο.