Κώστας Καρυωτάκης «Πρέβεζα»
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
Πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψώνει σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Σχετικά με την γένεση του ποιήματος, άμεσο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ακόλουθη περικοπή επιστολής του ποιητή προς τον εξάδελφό του Θ. Δ. Καρυωτάκη, που γράφηκε στην Πρέβεζα στις 22 Ιουνίου 1928:
«Απόψε το βαπόρι ήρθε σημαιοστολισμένο. Μέγας θόρυβος μέσα στη Νομαρχία, όταν το είδαμε. Ο κ. Α΄ Γραμματεύς επήγαινε δώθε-κείθε ανήσυχος. Ποιος είναι μέσα; Ο Νομάρχης; Ο Γεν. Διοικητής ή καμιά άλλη προσωπικότης; Επιτέλους τώρα εξηκριβώθη ότι του πλοίου επέβαινε ο Σεβασμιότατος Ιωαννίνων (την ευχήν του να ‘χεις). Και τότε επέσαμε πάλι στη νάρκη μας.
Αυτά είναι τα νεώτερα της Πρεβέζης. Άλλη είδηση, η οποία ελπίζω να σ’ ενδιαφέρει εξ ίσου, είναι ότι προχθές ο κ. Ειρηνοδίκης απήγαγε την μερίδα που του έφεραν στο ξενοδοχείο [= εστιατόριο], επειδή την ήβρε ελλιπή, αφού την ετύλιξε πρώτα σ’ ένα καθαρό χαρτί. Την εζύγισε στην Αστυνομία, την έφερε πάλι, την εξεδίπλωσε, την έβαλε στο πιάτο του και την έφαγε». [Γ. Π. Σαββίδης]
Ο Κώστας Καρυωτάκης θα φτάσει στην Πρέβεζα τον Ιούνιο του 1928 και θα αυτοκτονήσει εκεί ένα μήνα μετά (21 Ιουλίου 1928). Ο ποιητής καταλήγει στην Πρέβεζα ύστερα από μία ακόμη δυσμενή απόσπαση, διότι η προσπάθειά του να φέρει στο φως τη διαφθορά και τη διασπάθιση χρήματος πίσω από τα προγράμματα μέριμνας για τους πρόσφυγες είχε προκαλέσει την οργή του τότε υπουργού Προνοίας Μιχ. Κύρκου. Ο ποιητής εργαζόμενος στο συγκεκριμένο υπουργείο είχε διαπιστώσει πλήθος παρατυπιών, όπως ήταν για παράδειγμα η πίστωση υπέρογκων ποσών για βοηθήματα που υποτίθεται ότι προορίζονταν για τους άπορους πρόσφυγες, αλλά κατέληγαν στα χέρια άλλων.
Πρέβεζα: Σχετικά με τον τίτλο του ποιήματος ο Γ. Π. Σαββίδης σημειώνει τα ακόλουθα: «Τελικός τίτλος του ποιήματος (σε αυτόγραφο αντίγραφο που δεν μπόρεσα να ιδώ) φαίνεται πως ήταν: Επαρχία, δηλαδή εξέφραζε την αντικειμενικότερη κρίση του εξόριστου ποιητή για την πόλη που είχε το βαρύ προνόμιο να τον φιλοξενήσει τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Ωστόσο δεν έκρινα θεμιτό, χωρίς να έχω ιδεί το αντίγραφο εκείνο, να αλλάξω τον τίτλο του γνωστότερου ίσως ποιήματος του Καρυωτάκη.
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Ακόμη κι αν δεχτούμε πως η αυτοκτονία του ποιητή δεν ήταν αποτέλεσμα της κατάθλιψής του ή έστω πως δεν οφειλόταν μόνο σε αυτή του την ψυχολογική κατάσταση, είναι δύσκολο να παραγνωρίσουμε την έντονη δυσθυμία που χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο ποίημα.
Θάνατος, σχολιάζει ο ποιητής, είναι οι κάργιες που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια∙ θάνατος, δηλαδή, είναι να συνοδεύει το μοναχικό σου βίο ο ήχος από τα πουλιά αυτά που, έχοντας φτιάξει τη φωλιά τους στα κεραμίδια, ακούγονται να έρχονται και να φεύγουν, με το φτερούγισμά τους πάνω στους πολυκαιρισμένους και φθαρμένους τοίχους να δημιουργεί ένα δυσοίωνο συναίσθημα.
Θάνατος είναι να βλέπεις γύρω σου γυναίκες, οι οποίες δίνονται στον έρωτα με την ίδια απάθεια και αδιαφορία που έχουν όταν καθαρίζουν κρεμμύδια. Γυναίκες που βλέπουν τον έρωτα σαν αγγαρεία και μεταφέρουν αυτή ακριβώς την αίσθηση ανηδονίας σε κάθε πράξη της καθημερινότητάς τους.
Μπορούμε, πιθανώς, να φανταστούμε τον ποιητή να συναναστρέφεται στο νέο του περιβάλλον με γυναίκες που λόγω ακριβώς του απαθούς ύφους τους να του δημιουργούν την εντύπωση πως ακόμη και την ώρα του έρωτα θα έχουν μια παρόμοια έκφραση αδιαφορίας.
Είναι εύλογο, βέβαια, πως κάθε αναφορά που εμπεριέχεται στο συγκεκριμένο ποίημα είναι μια παραποιημένη εικόνα της πραγματικότητας, η οποία προκύπτει από την κατάθλιψη που ταλανίζει την ψυχή του.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
Θάνατος είναι να περπατάς στους βρόμικους και ασήμαντους δρόμους μιας πόλης στην οποία έχεις βρεθεί χωρίς να το θέλεις∙ στους βρόμικους δρόμους με τα λαμπρά και τα μεγάλα ονόματα, που κάνουν ακόμη πιο έντονα αισθητή την αντίθεση ανάμεσα στο τι θα μπορούσε να γίνει αυτός ο τόπος και στο που κατέληξε. Λαμπρά ονόματα ηρωικών προσώπων που αγωνίστηκαν με σθένος για να κερδίσει την ελευθερία της αυτή η χώρα, μόνο και μόνο για να γίνει τόπος που γεννά και συντηρεί καιροσκόπους, απατεώνες και διεφθαρμένους. Κι ας μην ξεχνάμε πως ο ποιητής κατέληξε εξόριστος στην επαρχιακή αυτή πόλη, ακριβώς γιατί προσπάθησε να έρθει αντιμέτωπος με την κλεψιά και την κατασπατάληση που μαστίζει τα κρατικά ταμεία.
Ο ποιητής βρισκόμενος στην Πρέβεζα χωρίς να το θέλει, αισθάνεται να τον καταπιέζει κάθε πτυχή αυτής της πόλης. Θάνατος για τον ποιητή είναι και ο μεγάλος ελαιώνας και η θάλασσα γύρω του, και πολύ περισσότερο ο ίδιος ο ήλιος, που χαρακτηρίζεται θάνατος μέσα στους θανάτους. Ο ήλιος, που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν πηγή ευτυχίας, αφού με το φως του θα φανέρωνε την ομορφιά αυτής της πόλης, για τον ποιητή είναι μια ακόμη πηγή θλίψης και πόνου, καθώς έρχεται να αποκαλύψει όλη τη μιζέρια και τη φθορά αυτού του τόπου που αποτελεί την τιμωρία του ποιητή. Ο Καρυωτάκης αισθάνεται εγκλωβισμένος στην απραξία της Πρέβεζας∙ αισθάνεται παροπλισμένος σ’ έναν τόπο όπου δεν μπορεί να συνεχίσει την προσπάθειά του να αποκαλύψει τα οικονομικά σκάνδαλα που απρόσκοπτα συνεχίζονται στην Αθήνα.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Θάνατος είναι η μιζέρια που ωθεί τον αστυνομικό να διπλώσει και να ζυγίσει την «ελλιπή» μερίδα, αφού η δική του ανώφελη τυπολατρία κι η αστεία επίδειξη εξουσίας του το πολύ να αποτρέψουν μια ασήμαντη διάθεση κερδοσκοπίας, τη στιγμή που στην πρωτεύουσα οι «μεγάλοι» κλέβουν ανενόχλητοι εκατομμύρια. Θάνατος είναι κι η ανούσια προσπάθεια της νοικοκυράς να στολίσει το μπαλκόνι της, αφού τόσο η ασχήμια της πόλης και των ανθρώπων, όσο και η ματαιότητα της δικής της ύπαρξης δεν μπορούν να εξορκιστούν μ’ όσα ζουμπούλια κι αν το φορτώσει.
Θάνατος είναι κι ο αργόσχολος δάσκαλος που κάθεται με την εφημερίδα του, πιθανώς, στο ίδιο πάντοτε σημείο, απολαμβάνοντας τον ευτελή σεβασμό που του διασφαλίζουν οι μετρημένες του γνώσεις.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
Πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Με τρόπο ειρωνικό ο ποιητής επιχειρεί να παρουσιάσει μια υποτιμητική εικόνα της πόλης που τον έχουν «εξορίσει», θέλοντας επί της ουσίας να τονίσει πως τίποτε το ουσιαστικό δεν μπορεί να επιτύχει κανείς όταν βρίσκεται τόσο μακριά από το κέντρο εξουσίας, την Αθήνα. Τι έχει λοιπόν να επιδείξει η Πρέβεζα; Μια στρατιωτική βάση με φρουρά, γεγονός που σημαίνει ότι η πόλη έχει το δικό της στρατιωτικό διοικητικό κέντρο, το οποίο παρουσιάζεται εντούτοις λειψό «Εξηκονταρχία» (αντί για εκατονταρχία). Κι ακόμη πιο έντονη ειρωνεία, αφού η στρατιωτική δύναμη φαίνεται πως υπάρχει για να διασκεδάζει απλώς τον κόσμο∙ την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Ασήμαντη η Πρέβεζα, αφού τίποτε το ουσιώδες δεν αποφασίζεται και δε διαδραματίζεται εκεί, αλλά ακόμη πιο ασήμαντος ο ίδιος ο ποιητής, η πρώτη τραπεζική κατάθεση του οποίου είναι μόλις τριάντα δραχμές. Ένα μηδαμινό χρηματικό ποσό, που κατατίθεται ωστόσο, διότι ο ποιητής οφείλει ως άνθρωπος της εργατικής τάξης να αποταμιεύει χρήματα για να αντιμετωπίζει τις τρέχουσες ανάγκες του.
Ο ποιητής έχει πλήρη επίγνωση της ασημαντότητάς του, ιδίως αν συγκρίνει τη δική του ζωή με τα οικονομικά μέσα και τις πολιτικές διασυνδέσεις εκείνων που θέλησε να αντιμετωπίσει και κατέληξε τελικά σ’ αυτή την επαρχιακή πόλη.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψώνει σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
Ο αποσπασμένος δημόσιος υπάλληλος με την ασήμαντη θέση περπατά αργά στην προκυμαία της πόλης, θέλοντας να γνωρίσει τον νέο τόπο διαμονής του, μα και για να περάσει την ώρα του∙ ίσως και για να αποδιώξει κάπως τη μελαγχολική του διάθεση. Οι υπαρξιακές ανησυχίες του οποίου είναι απολύτως ενδεικτικές της ψυχολογικής του κατάστασης. Ο ποιητής περπατά και αναρωτιέται αν υπάρχει, αν έχει κάποια έστω αξία, κι αν μπορεί η δική του ζωή να μετρήσει σε κάτι∙ ερωτήματα που τα απαντά μόνος του με τη συντριπτική διαπίστωση πως δεν υπάρχει! Το γεγονός ότι ζει, δεν σημαίνει κιόλας πως έχει μια ύπαρξη ουσίας. Με αυστηρούς όρους ιδωμένη η ζωή του είναι μια απλή επιβίωση∙ μια βιολογική κατάσταση, χωρίς πραγματικό νόημα σε σχέση με το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής του.
Κινείται σε μια αδρανή πόλη, όπου τίποτε δεν έχει σημασία. Το μόνο γεγονός που φαίνεται να διακόπτει την πλήρη απραξία είναι η άφιξη του πλοίου, το οποίο έχει υψώσει τη σημαία του ως ένδειξη ότι μεταφέρει κάποια σημαίνουσα προσωπικότητα. Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης, σχολιάζει ο ποιητής, χωρίς να αποκρύπτεται η ειρωνεία του γεγονότος πως ακόμη κι αν στο πλοίο επιβαίνει ο νομάρχης, αυτό δεν αποτελεί δα και τίποτε το σπουδαίο.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Η καταληκτική στροφή είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική για τα συναισθήματα του ποιητή. Η σκέψη του πως αν τουλάχιστον ένας από αυτούς τους ανθρώπους πέθαινε από αηδία, φανερώνει με πόση περιφρόνηση αντικρίζει τον τόπο γύρω του. Ο ποιητής είναι σαν να προσδοκά μια ένδειξη πως δεν είναι ο μόνος που αντιλαμβάνεται τη μιζέρια και την ασημαντότητα της επαρχιακής αυτής πόλης. Μιας πόλης που ζει στην απόλυτη απραξία και για την οποία η έλευση ενός ήσσονος σημασίας προσώπου, όπως είναι αυτό του νομάρχη, θα αποτελούσε αίφνης κάτι το ιδιαίτερο∙ μιας πόλης που προφανώς αγνοεί πόσα γίνονται στην Αθήνα και ποιας έκτασης είναι η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος∙ μιας πόλης που λειτουργεί περισσότερο ως χώρος αποπομπής ανθρώπων παρά ως πραγματικά ζωντανός και με αξία τόπος διαβίωσης.
Αν, λοιπόν, ένας άνθρωπος πέθαινε από αηδία, θα έβρισκαν όλοι οι υπόλοιποι μια ευκαιρία να γλιτώσουν από την αδιανόητη πλήξη που βιώνουν, αφού σιωπηλοί μεν και θλιμμένοι, θα κατόρθωναν ωστόσο να διασκεδάσουν στην κηδεία του.
Ο άνθρωπος, βέβαια, που θα προβεί σ’ αυτή την πράξη είναι ο ίδιος ο ποιητής, ο οποίος θα αυτοκτονήσει λίγες εβδομάδες μετά τη σύνθεση αυτού του ποιήματος.
Αξίζει εδώ να καταγραφεί μια επιφυλλίδα του Άγγελου Τερζάκη σχετική με το κλίμα της εποχής, που δημοσιεύτηκε στο Βήμα (18/1/1967) με τίτλο «Η ανώνυμη ιστορία», την οποία παραθέτει ο Γ. Π. Σαββίδης στην έκδοση των ποιημάτων και πεζών του Καρυωτάκη:
«Πιστεύω πως, όχι κάθε γενιά (όπως συχνά λέγεται), αλλά κάθε συνομοταξία ανθρώπων έρχεται μ’ ένα δικό της αστέρι στη ζωή, στρατεύεται κάτω από το σημείο του. Όσοι πίστεψαν, αργότερα, πως η απαισιοδοξία μας, ο «ρομαντισμός» μας, ήταν πόζες ή απομιμήσεις, δεν αδικούν εμάς, αδικούν τον εαυτό τους: Αυτοκαταγγέλονται ως ηθικά αδιαπέραστοι. Η νεολαία εκείνη που θερίστηκε γύρω μου τότε [δηλ. 1925-1930], που την ήπιε σα σταγόνα νερό ένας θανάσιμος ήλιος, η επαρχία, η φτώχεια, η καταδίωξη, η εξορία, η αρρώστια, η αστοχία, η προδοσία των άλλων, είχε ένα δράμα εσωτερικό∙ και το δράμα είναι το μόνο που καταξιώνει τον άνθρωπο ηθικά, τον κάνει αξιοσέβαστο. Μπορεί να έχεις τάλαντο και να πετύχεις, τύχη και να ευνοηθείς, καπατσοσύνη και να επιπλεύσεις, πλάτες και να ξεκινήσεις. Μπορεί να μπεις στη φωτεινή ζωή μόνο και μόνον επειδή σ’ ευνόησαν οι εξωτερικές συνθήκες στην αφετηρία σου.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
Μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.
Αναθυμάμαι όχι μόνο τους ποιητές μας∙ αναθυμάμαι τους στρατευμένους στην κοινωνική επανάσταση: Ήταν θεωρητικά αισιόδοξοι, ψυχικά όμως, δίχως να το ξέρουν, απεγνωσμένοι της αισιοδοξίας. Δε δίνεις τη ζωή σου, τα νιάτα σου, την υγεία σου, όταν όλα τα βλέπεις ωραία. Χρειάζεται μια τραγική προδιάθεση για να γίνεις παρανάλωμα ενός ονείρου. Και το τραγικό πνεύμα μπορεί να είναι λυτρωμένο, δεν είναι όμως ποτέ μακάριο.
Μακάριοι ήταν αυτοί που ήρθαν εκεί στα 1930 ν’ αντικρούσουν, να διασύρουν με την εύκολη κριτική τους, τη δική μας αρητόρευτη κοσμοθεωρία. Έρχονταν πίσω με τα καράβια του εξωτερικού, στιλβωμένοι, ατσαλάκωτοι, και ήταν μεγαλοαστοί: Δεν είχαν ποτέ τους αντικρίσει κανένα βιοτικό πρόβλημα∙ είχαν φιλοδοξίες, αξιώσεις, χωρίς να έχουν θητεία. Μας κατηγόρησαν για επαρχιακή μεμψιμοιρία και πεισιθάνατη κατήφεια, επειδή ήταν ανύποπτοι κι επειδή όλα τους έταζαν πως θα περάσουν τη ζωή τους αβρόχοις ποσί. Θυμάμαι την αγανάκτησή μας. Έφερναν μια αισιοδοξία διατεταγμένη, μιαν ιδεολογία ανέξοδη, έναν εθνικισμό γεμάτον τουριστική γραφικότητα. Σ’ εμάς που ξενυχτούσαμε χρόνια πριν στους δρόμους με στίχους του Καρυωτάκη στα χείλη μας, η εμφάνιση αυτή έκανε εντύπωση βλάσφημη. Αλλά την ιστορία τη γράφουν οι νικητές, και νικητές είναι οι επιζώντες. Ποιος είχε περισσότερες πιθανότητες να επιζήσει: οι ταλαιπωρημένοι ή οι ανέπαφοι;»