Ο Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι διοίκησε την πιο επιτυχημένη στρατιωτική δύναμη της νεότερης ιταλικής Ιστορίας και πρωτοστάτησε στις προσπάθειες που ενοποίησαν τη χώρα του.
Ως δεξιοτέχνης του ανταρτοπολέμου, ο Γκαριμπάλντι αναδείχθηκε σε λαοφιλή επαναστατικό ηγέτη για περισσότερο από σαράντα χρόνια, στα οποία διεξήγαγε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην ιταλική χερσόνησο και στη Νότιο Αμερική. Η Μεγάλη Βρετανία τίμησε τον Γκαριμπάλντι ως «ήρωα των δύο κόσμων» και ο Αβραάμ Λίνκολν πρότεινε στον ιταλό πατριώτη να αναλάβει την διοίκηση στρατιωτικών μονάδων της Ένωσης, στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο.Ο Γκαριμπάλντι γεννήθηκε στη Νίκαια της Γαλλίας, στις 4 Ιουλίου 1807. Η οικογένειά του ήταν ναυτικοί και ο νεαρός Γκαριμπάλντι μπάρκαρε με τον πατέρα του σε ηλικία δεκαπέντε ετών. Το 1832 έγινε καπετάνιος και απέκτησε δικό του καράβι, αλλά τα πραγματικά του ενδιαφέροντα στρέφονταν στο ιταλικό επαναστατικό κίνημα, που ήταν γνωστό ως «Νέα Ιταλία» και του οποίου ηγέτης ήταν ο Τζιουζέπε Ματσίνι, του Πεδεμόντιου και της Σαρδηνίας. Την εποχή εκείνη η Ιταλία δεν αποτελούσε ένα ενιαίο κράτος. Στην πραγματικότητα υπήρχαν πολλά κρατίδια, μερικά από τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή ξένων δυνάμεων. Το 1834, ο Γκαριμπάλντι πήρε μέρος ως καπετάνιος μιας φρεγάτας σε μια πρώτη εξέγερση στη Γένοβα. Η επανάσταση απέτυχε και ο Γκαριμπάλντι, που καταδικάστηκε σε θάνατο, διέφυγε στη Νότιο Αμερική.
Ο επαναστατικός ζήλος του Γκαριμπάλντι δεν μειώθηκε στη νέα του πατρίδα. Από το 1836 ως το 1843 έδρασε ως κυβερνήτης ενός πλοίου στην υπηρεσία της πολιτείας του Ρίο Γκράντε ντελ Σουλ εναντίον της Βραζιλίας. Στη συνέχεια πολέμησε στην υπηρεσία της Ουρουγουάης στις εχθροπραξίες με την Αργεντινή. Σ΄αυτό το διάστημα, ο Γκαριμπάλντι διοίκησε δυνάμεις ξηράς και ανέπτυξε τις τακτικές μεθόδους που έμελλε να εφαρμόσει αργότερα. Στρατολόγησε συμπατριώτες του ιταλούς εξόριστους και τους οργάνωσε σε μονάδες που μπορούσαν να συγκεντρώνονται γρήγορα για αιφνιδιαστικές επιθέσεις και στη συνέχεια να σκορπίζονται μέσα στον άμαχο πληθυσμό. Μια και βρισκόταν σχεδόν πάντα αντιμέτωπος με δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες από τις δικές του, εφήρμοσε τεχνικές ανταρτοπολέμου, με κεραυνοβόλες επιδρομές, ενώ απέφευγε να εμπλακεί σε μάχη κατά μέτωπον. Ο Γκαριμπάλντι επίσης έντυσε τους άνδρες του με απλά κόκκινα πουκάμισα, κι αυτή η «στολή» σύντομα έδωσε το χαρακτηριστικό όνομα στον στρατό του στη Νότιο Αμερική και αργότερα, στην Ιταλία.
Η επιστροφή στην Ιταλία και η παράδοση της Ρώμης
Μετά από δώδεκα χρόνια στη Νότιο Αμερική, ο Γκαριμπάλντι άκουσε για το νέο επαναστατικό κίνημα στην Ιταλία, με την ονομασία «Αναγέννηση» (Risorgimento) και επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου οργάνωσε ένα σώμα από τρεις χιλιάδες εθελοντές «ερυθροχίτωνες».
Μετά από μια σύντομη και αποτυχημένη εκστρατεία στη Βόρειο Ιταλία και τη Νότιο Ελβετία, εναντίον των αυστριακών δυνάμεων κατοχής, ο Γκαριμπάλντι οδήγησε τις δυνάμεις του στη Ρώμη, το 1849, για να υποστηρίξει τον παλιό του φίλο, Ματσίνι, στην άμυνα της πόλης εναντίον των γαλλικών δυνάμεων που επιζητούσαν να επαναφέρουν τον Πάπα στην εξουσία. Ο Γκαριμπάλντι ανέλαβε την διοίκηση της άμυνας της Ρώμης και υπερασπίστηκε την πόλη με επιτυχία για τρεις μήνες ενάντια σε πολύ ισχυρότερες γαλλικές δυνάμεις, πριν αναγκαστεί να διαπραγματευθεί την παράδοση. Στις 3 Ιουλίου, οι Γάλλοι μπήκαν στη Ρώμη και ο Γκαριμπάλντι με τους πέντε χιλιάδες πιστούς του την εκκένωσαν.
Οι όροι της παράδοσης παρείχαν εγγυήσεις μόνο για την ασφαλή έξοδο των δυνάμεών του από τη Ρώμη και λίγο πιο έξω τους περίμεναν δυνάμεις της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Νάπολης, που επιτέθηκαν στους επαναστάτες και σκότωσαν ή αιχμαλώτισαν τους περισσότερους «ερυθροχίτωνες».
Ο ίδιος ο Γκαριμπάλντι κατάφερε να διαφύγει και τελικά έφθασε εξόριστος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά από μια σύντομη παραμονή στην πόλη της Νέας Υόρκης, όπου εργάστηκε ως κηροπλάστης, μπάρκαρε για το Περού, όπου εργάσθηκε πάλι ως καπετάνιος του εμπορικού ναυτικού. Το 1854 επέστρεψε στην Ιταλία, και συγκεκριμένα στο νησί Καπρέρα, έξω από τη Σαρδηνία. Εκείνη την εποχή έγινε ο πρώτος κυβερνήτης ιταλικού ελικοκίνητου ατμόπλοιου.
Η διεθνής αναγνώριση
Το 1859 ξεκίνησε ένας νέος πόλεμος με την Αυστρία και ο Γκαριμπάλντι συγκέντρωσε και πάλι ένα σώμα από εθελοντές ερυθροχίτωνες. Αφού πολέμησε για λίγο στις Άλπεις εναντίον των Αυστριακών, ο Γκαριμπάλντι απέπλευσε με δύο ατμόπλοια επανδρωμένα με χίλιους άνδρες και με προορισμό τη Σικελία, προκειμένου να υποστηρίξει μια τοπική εξέγερση εναντίον του βασιλιά Φραγκίσκου 2ου της Νάπολης. Τον Μάιο του 1860, οι ερυθροχίτωνες κατέλαβαν ολόκληρη τη Σικελία και πέρασαν στην ηπειρωτική Ιταλία. Τον Φεβρουάριο του 1861, μπήκαν στη Νάπολη και εξασφάλισαν την κατοχή του νότιου μέρους της ιταλικής χερσονήσου. Τότε ο Γκαριμπάλντι ανεδείχθη σε μεγάλο ήρωα για τους Ιταλούς, καθώς παραχώρησε τις κατακτημένες περιοχές στον βασιλιά Βίκτορα Εμμανουήλ 2ο, ο οποίος ανακήρυξε την περιοχή σε βασίλειο της Ιταλίας, στις 18 Φεβρουαρίου 1861.
Ο Γκαριμπάλντι δεν έγινε ήρωας μόνο στην πατρίδα του, αλλά και στο εξωτερικό. Τον Ιούλιο του 1861, ο Αβραάμ Λίνκολν πρότεινε στον Γκαριμπάλντι να αναλάβει τη διοίκηση μονάδων του στρατού της Ένωσης, η οποία βρισκόταν σε πόλεμο με τη Συνομοσπονδία των Πολιτειών της Αμερικής. Ο Γκαριμπάλντι αρνήθηκε. Δεν θεώρησε την πρόταση ικανοποιητική, γιατί ο Λίνκολν δεν είχε ακόμη κηρύξει την κατάργηση της δουλείας και γιατί δεν του προσέφερε την ανώτατη διοίκηση των ομοσπονδιακών δυνάμεων. Λίγα χρόνια αργότερα, και η Μεγάλη Βρετανία αναγνώρισε τη σημασία του ιταλού απελευθερωτή, όταν επισκέφθηκε το Λονδίνο, τον Απρίλιο του 1864 και ένα τεράστιο ενθουσιώδες πλήθος τον ζητωκραύγασε, αποκαλώντας τον «ήρωα των δύο κόσμων».
Παρά τις τιμές που του έγιναν στο εξωτερικό, ο Γκαριμπάλντι δεν ήταν ευχαριστημένος με τις εξελίξεις στην πατρίδα του. Η Ρώμη βρισκόταν ακόμη κάτω από την κοσμική εξουσία του Πάπα και ο Γκαριμπάλντι ήθελε να αποκτήσει η Ιταλία τον πλήρη έλεγχο όλων των εδαφών της. Το 1862 και πάλι το 1866 επιτέθηκε στο παπικό κράτος, αλλά και στις δύο περιπτώσεις νικήθηκε από τις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις και πιάστηκε αιχμάλωτος. Και τις δύο φορές, αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στην Καπρέρα, χάρη στη μεγάλη φήμη του στην Ιταλία και στο εξωτερικό.
Οι προοδευτικές ιδέες
Ο Γκαριμπάλντι, μαζί με τους δυο γιους του, πήρε μέρος στον πόλεμο της Γαλλίας εναντίον της Πρωσίας το 1870, κι έτσι δεν ήταν παρών όταν οι ιταλικές δυνάμεις μπήκαν τελικά στη Ρώμη τον Οκτώβριο του ιδίου έτους. Το 1874, ο Γκαριμπάλντι εξελέγη μέλος του Ιταλικού Κοινοβουλίου, όπου υπηρέτησε για δύο χρόνια, και στη συνέχεια αποσύρθηκε από τον δημόσιο βίο, το 1876. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του υποστήριξε τον σοσιαλισμό και τα δικαιώματα της γυναίκας και των εργαζομένων. Ο Γκαριμπάλντι ήταν επίσης υπέρμαχος της φυλετικής ισότητας και αντίθετος με τη θανατική ποινή. Πέθανε στην Καπρέρα, στις 2 Ιουνίου 1882, σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων ετών.
Ο Γκαριμπάλντι εντυπωσίασε πάντοτε τους οπαδούς και τους εχθρούς του με την εντιμότητα και την ακεραιότητά του. Αρχίζοντας από τη Νότιο Αμερική και συνεχίζοντας τον αγώνα του στην Ιταλία, ανεδείχθη σε δεξιοτέχνη του ανταρτοπολέμου. Όμως, η έλλειψη επαγγελματικής στρατιωτικής κατάρτισης φάνηκε όσες φορές τόλμησε να εμπλακεί σε συμβατικές επιχειρήσεις και τις περισσότερες φορές ηττήθηκε όταν ξέφυγε από τις τακτικές του ανταρτοπολέμου.
Ο Γκαριμπάλντι δεν άφησε πίσω του μια συγκεκριμένη κληρονομιά στρατηγικών μεθόδων, αλλά ένα πνεύμα εθνικισμού και έναν αδάμαστο ενθουσιασμό για την ανεξαρτησία της πατρίδας του. Τιμάται μέχρι σήμερα ως μεγάλος πατριώτης και ως ο κύριος μοχλός για την ενοποίηση της Ιταλίας. Η γεμάτη αυτοθυσία αφοσίωσή του στον στόχο της απελευθέρωσης των συμπατριωτών του, εξασφάλισε στον Γκαριμπάλντι μια τιμητική θέση στην Ιστορία της πατρίδας του και τον καθιέρωσε ως σύμβολο για τους μελλοντικούς επαναστάτες σε όλον τον κόσμο, ανεξάρτητα από τους στόχους ή τις πεποιθήσεις τους.
Πηγή αρχικής φωτογραφίας: Wikimedia Commons
https://www.mixanitouxronou.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.