Γιάννης Ρίτσος «Σάρκινος λόγος»
Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: κρύψου· γίνε αόρατη για όλους· ορατή μόνο σ᾿ εμένα· καλυμένη
απ᾿ τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ᾿ τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών.
Οι πόροι σου εκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα·
αρθρώνονται απόρρητες λέξεις· τριανταφυλλιές εκρήξεις απ᾿ την πράξη του έρωτα.
Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει πάνω απ᾿ τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ,
τα ναυτικά οινομαγειρεία·
πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο· μια γυάλινη σφαίρα
περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου. Ο μεθυσμένος τρεκλίζει
σε μια τρικυμία φυσημένη απ᾿ την αναπνοή του σώματός σου.
Μη φεύγεις. Μη φεύγεις. Τόσο υλική, τόσο άπιαστη.
Ένας πέτρινος ταύρος πηδάει απ᾿ το αέτωμα στα ξερά χόρτα.
Μια γυμνή γυναίκα ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό. Ο ατμός τής κρύβει το πρόσωπο.
Ψηλά στον αέρα ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία.
Φυλάξου. Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου.
Το τρίχωμα της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει
γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα.
Κάτω απ’ την κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα,
πέρα απ᾿ το χρόνο κι απ᾿ το θάνατο πέρα, σε μια μοναχική, παγκόσμιαν ένωση.
Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: κρύψου.
Αθήνα, 18.ΙΙ.81
Ο «Σάρκινος λόγος» του Γιάννη Ρίτσου δίνει φωνή στον έντονο εκείνο σαρκικό πόθο που αψηφά κάθε περιορισμό και κάθε επιφύλαξη της λογικής, διεκδικώντας την με κάθε τρόπο εκπλήρωσή του. Η επιθυμία του σώματος, δίχως τον χαλινό της λογικής να τη συγκρατεί, τρέπεται γοργά σε μια ανεξέλεγκτη δύναμη και ανάγκη που αποζητά να κατακτήσει πλήρως το αντικείμενο του πόθου της, αδιαφορώντας για τις όποιες επιπτώσεις ή για τις τρέχουσες υποχρεώσεις της ζωής.
«Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: κρύψου∙ γίνε αόρατη για όλους∙ ορατή μόνο σ᾿ εμένα∙ καλυμένη
απ᾿ τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ᾿ τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών.»
Η ομορφιά της αγαπημένης γυναίκας είναι τόσο αφοπλιστική και επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό το ποιητικό υποκείμενο, ώστε φτάνει στο σημείο να του προκαλεί φόβο∙ του είναι άγνωστο πόσες και ποιας έντασης ανάγκες είναι ικανή να ξυπνήσει μέσα του. Ο ποιητής μοιάζει, εντούτοις, να αφήνεται απόλυτα στον ερωτικό του πόθο και να αποζητά την αγαπημένη του ως απάντηση σε κάθε του ανάγκη. Μια ερωτική επιθυμία ακόρεστη και εγωιστική που τον ωθεί να ικετεύσει την αγαπημένη του να υπάρχει μόνο για εκείνον, κρυμμένη μ’ ένα πέπλο γεμάτο στεναγμούς ανοιξιάτικων φεγγαριών. Η εμφανώς ρομαντική έκκληση του ποιητή, έρχεται εδώ να καλύψει την κατ’ ουσία τρομακτική ένταση του πάθους που κυριεύει τη σκέψη του και τον οδηγεί σε μια απαίτηση πέρα για πέρα παράλογη: «Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους». Η ανάγκη του ερωτευμένου ποιητή να έχει την αγαπημένη του, μόνο για εκείνον, μακριά από τα βλέμματα των άλλων ανθρώπων, μακριά από τις βέβηλες σκέψεις τους, αποκαλύπτει ένα ερωτικό πάθος στην κορύφωσή του.
«Οι πόροι σου εκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα∙
αρθρώνονται απόρρητες λέξεις∙ τριανταφυλλιές εκρήξεις απ᾿ την πράξη του έρωτα.
Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει πάνω απ᾿ τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ,
τα ναυτικά οινομαγειρεία∙
πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο∙ μια γυάλινη σφαίρα
περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου. Ο μεθυσμένος τρεκλίζει
σε μια τρικυμία φυσημένη απ᾿ την αναπνοή του σώματός σου.»
Η ομορφιά της αγαπημένης γυναίκας, ο ερωτισμός που αποπνέει το σώμα της, η απόλαυση της ερωτικής πράξης, καταλαμβάνουν πλήρως την υπόσταση του ποιητή και του δημιουργούν την αίσθηση πως η αγαπημένη του κυριαρχεί απόλυτα και επηρεάζει όλον τον κόσμο γύρω του. Κάθε πόρος του σώματός της εκπέμπει φωνήεντα και σύμφωνα που διεγείρουν τον πόθο, αρθρώνοντας λέξεις μυστικές∙ λέξεις ικανές να παρασύρουν καθετί στο άκουσμά τους, με τη δύναμη της λαγνείας που ξυπνούν.
Η ερωτική της παρουσία, όπως συμβολικά δίνεται με το νυφικό ή ερωτικό της πέπλο, επεκτείνεται απεριόριστα και καλύπτει ολόκληρη την πόλη. Η λάμψη από το πέπλο της φωτίζει το νυχτερινό αστικό τοπίο και του προσδίδει πρωτόφαντες διαστάσεις. Παραδομένος ο ποιητής στην ερωτική του ζάλη βλέπει ακόμη και τα πιο συνηθισμένα σημεία της πόλης να αποκτούν μια τελείως διαφορετική εικόνα∙ τα νιώθει να ζωντανεύουν και να αποκτούν μια μαγική ομορφιά. Ακόμη κι ο μεθυσμένος άντρας που τρεκλίζει στο δρόμο, του δημιουργεί την εντύπωση πως έχει αφεθεί κι εκείνος στην ηδονική τρικυμία που προκαλεί η αναπνοή του σώματός της.
Το ερωτικό πάθος έχει καθυποτάξει τον ποιητή, ωθώντας τον να αντικρίζει καθετί γύρω του ριζικά μεταλλαγμένο. Κανείς και τίποτε δεν είναι πια όπως ήταν πριν∙ όλα έχουν αποκτήσει μια νέα γοητεία κι όλα μοιάζουν να παρασύρονται από τον ερωτισμό της αγαπημένης γυναίκας.
«Μη φεύγεις. Μη φεύγεις. Τόσο υλική, τόσο άπιαστη.
Ένας πέτρινος ταύρος πηδάει απ᾿ το αέτωμα στα ξερά χόρτα.
Μια γυμνή γυναίκα ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό. Ο ατμός τής κρύβει το πρόσωπο.»
Ο ποιητής παρασυρμένος από τη δύναμη που ασκεί πάνω του η ηδονική της παρουσία, τρέμει στη σκέψη πως θα μπορούσε κάποια στιγμή να κληθεί να αντιμετωπίσει τον κόσμο χωρίς εκείνη πλάι του. Φοβάται μήπως τη χάσει, μήπως φύγει μακριά του, αφού όσο κι αν η παρουσία της είναι απολύτως υλική, δεν παύει να του δημιουργεί την αίσθηση πως είναι ανέφικτο στον οποιονδήποτε να την κρατήσει κοντά του για πολύ ή, όπως θα ήθελε ο ίδιος, να τη φυλακίσει δίπλα του για πάντα.
Η μορφή της είναι ικανή να δώσει ζωή στ’ άψυχα και να αποδώσει μια ερωτική αίσθηση σε κάθε πράξη, όπου κι αν αυτή συμβαίνει. Ο πέτρινος ταύρος αποκτά αίφνης ζωή, χάρη σ’ εκείνη, και πηδάει από το αέτωμα, που μέχρι τότε κοσμούσε, κάτω στα ξερά χόρτα, έτοιμος να τρέξει με τη νέα ζωώδη δύναμή του. Κι ακόμη περισσότερο, κάθε γυναίκα, όποια κι αν είναι αυτή, ταυτίζεται πλέον στη σκέψη του ποιητή με την αγαπημένη του∙ κάθε γυναίκα, που είναι έτοιμη να δοθεί στον έρωτα και στην ηδονή, χάνει την ταυτότητά της και γίνεται η δική του αγαπημένη.
Γι’ αυτό και η έκκληση του ποιητή περιέχει τη δύναμη του ερωτικού του συναισθήματος στην απόλυτη έντασή του: «Μη φεύγεις. Μη φεύγεις». Ο ποιητής αδυνατεί να σκεφτεί τη ζωή του μακριά της, τώρα που εκείνη έχει ζωντανέψει τα πάντα γύρω του και έχει χρωματίσει καθετί με τη δική της ομορφιά και το δικό της ερωτισμό.
«Ψηλά στον αέρα ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία.
Φυλάξου. Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου.
Το τρίχωμα της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει
γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα.
Κάτω απ’ την κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα,
πέρα απ᾿ το χρόνο κι απ᾿ το θάνατο πέρα, σε μια μοναχική, παγκόσμιαν ένωση.
Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: κρύψου.»
Η ανάγκη του ποιητή να κρατήσει την αγαπημένη του μόνο για εκείνον, προφυλάσσοντάς την από τον υπόλοιπο κόσμο, επανέρχεται καθώς ο ποιητής αισθάνεται πως δεν μπορεί να την κρατά διαρκώς κοντά του, χωρίς η απουσία της να γίνει αισθητή και οι άλλοι άνθρωποι να την αναζητήσουν. Ήδη ο ήχος του ανιχνευτικού ελικοπτέρου που ακούγεται ψηλά στον αέρα, φέρνει στην ψυχή του αισθήματα πανικού. Οι «άλλοι» την ζητούν, την ψάχνουν και θέλουν να την πάρουν μακριά από εκείνον.
Ο ποιητής κρατά για μια ακόμη φορά κοντά του την αγαπημένη του, κρύβοντάς την κάτω από την κουβέρτα τους, που έρχεται να γίνει το καταφύγιό τους. Το ζευγάρι ερωτεύεται απέραντα, με την ελπίδα πως η αγάπη τους θα τους οδηγήσει μαζί πέρα από το χρόνο και πέρα ακόμη κι από το θάνατο. Η ένταση της αγάπης δίνει στον ποιητή τη δυνατότητα να σκεφτεί, να ονειρευτεί, και να αποζητήσει μια αγάπη που μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και το βασικό εμπόδιο της θνητότητας και να υπάρξει για πάντα, πέρα από τα όρια του χρόνου. Είναι, άλλωστε, τέτοια η ένταση του ερωτικού συναισθήματος που δίνει κάποτε στους ερωτευμένους την αίσθηση πως η αγάπη τους μπορεί και πρέπει να διαρκέσει για πάντα.
Το ποιητικό υποκείμενο ξεχνά και πάλι τους φόβους του για τα αιτήματα και τις υποχρεώσεις της πραγματικής ζωής κι αφήνεται να θαυμάσει την εκπληκτική ομορφιά εκείνης. Μια ομορφιά που δεν μπορεί παρά να τον τρομάζει, αφού ξυπνά μέσα του επιθυμίες που είναι αδύνατο να ελεγχθούν και να συγκρατηθούν. Το σώμα κι η ψυχή του πονούν απ’ τη δύναμη του πόθου που εκείνη προκαλεί, γι’ αυτό κι η έκκλησή του επανέρχεται με την ίδια αγωνία «κρύψου». Κανείς και τίποτα δεν πρέπει να την απομακρύνει από κοντά του.
https://latistor.blogspot.com
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.