Ήθελε να παίξει. Φόρεσε τα πιο προκλητικά της κόκκινα ρούχα και με άτακτη διάθεση βγήκε να αντροκαλέσει.
Στο πρώτο της σεργιάνι βρήκε το κατάλληλο θύμα. Τον άντρα που το πάθος του υπερνικά κάθε λογική αντίσταση.
Ίσιωσε την κόκκινη φούστα της και -τάχα σαν να μην τον είδε- έσκυψε μπροστά του να μαζέψει λουλούδια.
Η φωνή της λογικής του ψιθύριζε την παγίδα, μα η κραυγή του πάθους του ούρλιαζε να παίξει στο παιχνίδι. Δεν έχασε άλλο χρόνο συζητώντας με τις φωνές του και εμφανίστηκε μπροστά της.
Εκείνη χαμογέλασε. Όχι για της άρεσε μήτε η πρωτοβουλία μήτε η όψη του. Απεναντίας ήταν αρκετά τριχωτός και απεριποίητος, σωστός λύκος.
Δεν εκτίμησε το μειδίαμά της σωστά κι έπιασε ευθύς κουβέντα μαζί της, χαμηλώνοντας ολοκληρωτικά -έστω και- τον μικρό ψίθυρο της λογικής.
"Ξέρεις...Για τις επόμενες ώρες θα είμαι σε αυτό το μεγάλο σπίτι. Είναι της γιαγιάς μου. Η καημένη είναι κατάκοιτη στο κρεβάτι. Έτσι, υπάρχουν πολλά ελεύθερα δωμάτια..." του τόνισε κλείνοντάς του πονηρά το μάτι.
Ξεχνώντας τη λογική στην αθόρυβη λειτουργία, παρασύρθηκε ξοπίσω της. Μπήκε στα κλεφτά σε ένα από τα άδεια δωμάτια και την περίμενε ενθουσιασμένος.
Λίγα λεπτά αργότερα, εμφανίστηκε κι εκείνη απαλλαγμένη από τα προκλητικά κόκκινα ρούχα, για να ντυθεί το προκλητικότερο γυμνό κορμί της.
Αναψοκοκκινισμένος έπεσε πάνω της, προκαλώντας μια ορμητική τριβή στα σώματα που τα έκανε να κοκκινίσουν τόσο ώστε να μην καταλαβαίνει κανείς αν ήταν ακόμα γυμνή ή αν ξαναφόρεσε την κόκκινη φούστα της.
Κι όταν το παιχνίδι της αυτό έλαβε τέλος, τυλίχτηκε με το άσπρο σεντόνι του κρεβατιού, κινήθηκε προς το ανοιχτό παράθυρο και σαν αγνή και άμεμπτη ιέρεια έβαλε τα κλάματα.
Τον οδυρμό της άκουσε ένας περαστικός κυνηγός, τον οποίο -τάχα- δεν είχε δει πως διέβαινε το κατώφλι της.Οπλισμένος με το δικό του πάθος τη ρώτησε τι συνέβη. Κι όταν εκείνη με δάκρυα στα μάτια υπέδειξε τον κακό λύκο που την ατίμασε, ο κυνηγός δεν έχασε χρόνο. Σημάδεψε με την καραμπίνα του το παλιό παιχνίδι και με ένα πάτημα της σκανδάλης έγινε το νέο παιχνίδι της κοκκινοσκουφίτσας.
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Περισσότερα έργα μου εδώ.
Στο πρώτο της σεργιάνι βρήκε το κατάλληλο θύμα. Τον άντρα που το πάθος του υπερνικά κάθε λογική αντίσταση.
Ίσιωσε την κόκκινη φούστα της και -τάχα σαν να μην τον είδε- έσκυψε μπροστά του να μαζέψει λουλούδια.
Η φωνή της λογικής του ψιθύριζε την παγίδα, μα η κραυγή του πάθους του ούρλιαζε να παίξει στο παιχνίδι. Δεν έχασε άλλο χρόνο συζητώντας με τις φωνές του και εμφανίστηκε μπροστά της.
Εκείνη χαμογέλασε. Όχι για της άρεσε μήτε η πρωτοβουλία μήτε η όψη του. Απεναντίας ήταν αρκετά τριχωτός και απεριποίητος, σωστός λύκος.
Δεν εκτίμησε το μειδίαμά της σωστά κι έπιασε ευθύς κουβέντα μαζί της, χαμηλώνοντας ολοκληρωτικά -έστω και- τον μικρό ψίθυρο της λογικής.
"Ξέρεις...Για τις επόμενες ώρες θα είμαι σε αυτό το μεγάλο σπίτι. Είναι της γιαγιάς μου. Η καημένη είναι κατάκοιτη στο κρεβάτι. Έτσι, υπάρχουν πολλά ελεύθερα δωμάτια..." του τόνισε κλείνοντάς του πονηρά το μάτι.
Ξεχνώντας τη λογική στην αθόρυβη λειτουργία, παρασύρθηκε ξοπίσω της. Μπήκε στα κλεφτά σε ένα από τα άδεια δωμάτια και την περίμενε ενθουσιασμένος.
Λίγα λεπτά αργότερα, εμφανίστηκε κι εκείνη απαλλαγμένη από τα προκλητικά κόκκινα ρούχα, για να ντυθεί το προκλητικότερο γυμνό κορμί της.
Αναψοκοκκινισμένος έπεσε πάνω της, προκαλώντας μια ορμητική τριβή στα σώματα που τα έκανε να κοκκινίσουν τόσο ώστε να μην καταλαβαίνει κανείς αν ήταν ακόμα γυμνή ή αν ξαναφόρεσε την κόκκινη φούστα της.
Κι όταν το παιχνίδι της αυτό έλαβε τέλος, τυλίχτηκε με το άσπρο σεντόνι του κρεβατιού, κινήθηκε προς το ανοιχτό παράθυρο και σαν αγνή και άμεμπτη ιέρεια έβαλε τα κλάματα.
Τον οδυρμό της άκουσε ένας περαστικός κυνηγός, τον οποίο -τάχα- δεν είχε δει πως διέβαινε το κατώφλι της.Οπλισμένος με το δικό του πάθος τη ρώτησε τι συνέβη. Κι όταν εκείνη με δάκρυα στα μάτια υπέδειξε τον κακό λύκο που την ατίμασε, ο κυνηγός δεν έχασε χρόνο. Σημάδεψε με την καραμπίνα του το παλιό παιχνίδι και με ένα πάτημα της σκανδάλης έγινε το νέο παιχνίδι της κοκκινοσκουφίτσας.
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Περισσότερα έργα μου εδώ.