Λογοτεχνικά κείμενα με ερωτήσεις κατάλληλες για τη συνεξέταση Γλώσσας - Λογοτεχνίας στις Πανελλαδικές εξετάσεις

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0





ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

Ερώτηση: Λαμβάνοντας υπόψη τους κειμενικούς δείκτες (λεξιλόγιο, ρηματικό πρόσωπο, ρηματικοί τύποι ή εγκλίσεις κ.ά.) να παρουσιάσετε το μήνυμα που προβάλλεται στο ποίημα. Πιστεύετε ότι το μήνυμα αυτό έχει κάποια αξία στον σημερινό κόσμο των διαδικτυακών σχέσεων; (100-200 λέξεις)
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ - Η ΝΕΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το πέμπτο κεφάλαιο του πεζογραφήματος 
Αναφορά στον Γκρέκο (1961), που δημοσιεύτηκε ύστερα από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Στην πραγματικότητα είναι η αυτοβιογραφία του συγγραφέα, πολύ χρήσιμη για να κατανοήσουμε την προσωπικότητα και το λογοτεχνικό έργο του. Oλόκληρο το πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεται στις συχνά επώδυνες εμπειρίες του νεαρού Ν. Καζαντζάκη από το δημοτικό σχολείο, σε εποχές (τέλη του 19ου αιώνα) που οι εφαρμοζόμενες παιδαγωγικές μέθοδοι ήταν ιδιαίτερα αυταρχικές. Ειδικότερα, στο απόσπασμα παρακολουθούμε την πρώτη του μέρα στο δημοτικό σχολείο αλλά και τις αναμνήσεις του από το δάσκαλο της τετάρτης τάξης, που τότε ήταν και η τελευταία, αφού το δημοτικό ήταν τετρατάξιο.

Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ ένα κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μού είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό να τον μυρίζουμαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό.
— Με την ευκή του Θεού και με την ευκή μου…, μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.
Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο· μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευούμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ-Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιάν αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα· το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
O πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάδεψε· τινάχτηκα· ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαδέψει· σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
— Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος· κάμε το σταυρό σου.
O δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι· κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα· μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
— Ετούτος είναι ο γιος μου, του ’πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παρέδωκε στο δάσκαλο.
— Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
— Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη· έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.


Από το Δημοτικό Σκολειό απομένει ακόμα στη θύμησή μου ένας σωρός παιδικά κεφάλια, κολλητά το ένα πλάι στο άλλο, σαν κρανία· τα πιο πολλά θα ’χουν γίνει κρανία. Μα απάνω από τα κεφάλια αυτά απομένουν μέσα μου αθάνατοι οι τέσσερις δασκάλοι.
[...]
Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ' ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης. «Δε θωράς, μωρέ, τα πόδια του», λέγαμε ο ένας στον άλλο σιγά να μη μας ακούσει, «δε θωράς, μωρέ, πώς τυλιγαδίζουν τα πόδια του; και πώς βήχει; Δεν είναι Κρητικός». Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θα 'ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική· μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος· η Παιδαγωγική έλειπε, θα 'ταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ' ένα χαρτί γεμάτο κουκκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα· αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα· και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά, να του φιλούμε το χέρι. «Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώς, κοιτάχτε εδώ!», είπε και μας έδειξε το βούρδουλα. «Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!» Κι αλήθεια είδαμε· όταν κάναμε καμιά αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια του, μας ξεκούμπωνε, μας κατέβαζε τα πανταλονάκια και μας έδερνε κατάσαρκα με το βούρδουλα· κι όταν βαριόταν να ξεκουμπώσει, μας έδινε βουρδουλιές στ' αυτιά, ωσότου έβγαινε αίμα.
Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:
— Πού είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;

Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα.
— Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου.
Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.
— Να, να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει.
Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.
— Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός!
Ήταν όμως και πονηρούτσικος ο σύζυγος της Νέας Παιδαγωγικής. Μια μέρα μας λέει: «Αύριο θα σας μιλήσω για το Χριστόφορο Κολόμβο, πώς ανακάλυψε την Αμερική. Μα για να καταλάβετε καλύτερα, να κρατάει καθένας σας κι από ένα αυγό· όποιος δεν έχει αυγό, ας φέρει βούτυρο!».
Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο,
Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη

Ερώτηση:

Ο συγγραφέας  περιγράφει ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο στηρίζεται στην αρχή του φόβου και της σωματικής τιμωρίας του μαθητή και σε έναν ανιαρό και καταπιεστικό τρόπο διδασκαλίας. Να διατυπώσετε τις σκέψεις σας για αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα. Με βάση τις εμπειρίες σας, να εξηγήσετε εάν αυτές οι αρχές και λειτουργίες συναντώνται και στη σημερινή εκπαίδευση (100-200 λέξεις).


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑΝ ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μού έδωσαν ελληνική· 
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου. 
Εκεί σπάροι και πέρκες

ανεμόδαρτα ρήματα 
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια

όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε 
σφουγγάρια, μέδουσες

με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων 
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρη ρίγη. 
Εκεί ρόδια, κυδώνια

θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι 
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια·

και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας 
λυγαριά και σχίνο

σπάρτο και πιπερόριζα 
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων,

ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα σοι. 
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα σοι!

Εκεί δάφνες και βάγια 
θυμιατό και λιβάνισμα

τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια. 
Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα

κνίσες, τσουγκρίσματα 
και Χριστός Ανέστη

Με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων. 
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!

Ερώτηση: Το χρέος του ποιητικού υποκειμένου είναι η διαφύλαξη της ελληνικής γλώσσας. Εσείς με ποιους τρόπους θα μπορούσατε να τη διαφυλάξετε; (100-200 λέξεις).


ΛΕΟ ΜΠΟΥΣΚΑΛΙΑ - Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

Το γκραν φινάλε σε κάθε γεύμα, η στιγμή που φοβόμαστε περισσότερο, ήταν όταν επρόκειτο να ανακοινώσουμε τις καινούργιες μας γνώσεις. Το πνευματικό «αποτύπωμα» αυτών των «συνεδριάσεων» το έχω ακόμη μπροστά στα μάτια μου σαν μια οικογενειακή ταινία ολοζώντανη και ζωτική.

Ο πατέρας, στην κεφαλή του τραπεζιού, έσπρωχνε ελαφρώς πίσω την καρέκλα του, με μια κίνηση που σήμαινε το τέλος του φαγητού και την αρχή της νέας δραστηριότητας. Γέμιζε το ποτηράκι του με κόκκινο κρασί, άναβε ένα λεπτό και δυνατό ιταλικό τσιγάρο, τραβούσε μια βαθιά ρουφηξιά, φύσαγε τον καπνό και μας κοίταζε έναν-έναν εξεταστικά. Για κάποιο λόγο, αυτό πάντα μας προξενούσε μια μικρή ανησυχία, καθώς περιμέναμε τον πατέρα να μας μιλήσει. Που και που, μας εξηγούσε γιατί το έκανε. Μας έλεγε ότι μας κοιτάζει για να αποτυπώσει στο μυαλό του την τωρινή μας εικόνα, δεν ήθελε να την χάσει καθώς μεγαλώναμε. Έτσι μας κοίταζε προσεχτικά τον ένα μετά τον άλλο.

Τελικά η προσοχή του σταματούσε σ' έναν απ' όλους μας. «Φελίτσε», μου έλεγε, «πες μου τι έμαθες σήμερα». «Έμαθα ότι ο πληθυσμός του Νεπάλ είναι...». Σιωπή. Ησυχία. Με άφηνε πάντα έκπληκτο και ενίσχυε την πεποίθησή μου ότι ο πατέρας μου ήταν λίγο παλαβός το γεγονός ότι τίποτα απ' όσα του έλεγα δεν ήταν γι' αυτόν ασήμαντο. Σταματούσε και σκεφτόταν αυτό που είχε ειπωθεί, λες και όλη η σωτηρία του κόσμου κρεμόταν από κει.

«Ο πληθυσμός του Νεπάλ... χμ... καλά». Τότε κοίταζε στην άλλη άκρη του τραπεζιού τη μητέρα, που εκείνη την ώρα βουτούσε τελετουργικά το αγαπημένο της φρούτο στο κρασί που είχε μείνει στο ποτήρι της. «Το ήξερες αυτό, μητέρα;».

Οι απαντήσεις της μαμάς ήταν πάντα εκπληκτικές και ελάφραιναν την κάπως επίσημη ατμόσφαιρα. «Του Νεπάλ;», έλεγε, «Νεπάλ; Όχι μόνο δεν ξέρω τον πληθυσμό του, αλλά ούτε καν πού στην ευχή του Θεού είναι αυτό το μέρος». Βεβαίως αυτό για τον πατέρα μας ήταν παιγνιδάκι. «Φελίτσε», μου έλεγε, «φέρε παιδί μου τον Άτλαντα να δείξουμε στη μαμά σου πού βρίσκεται το Νεπάλ!». Και έτσι άρχιζε το ψάξιμο. Όλοι έπρεπε να καταλάβουμε πού βρίσκεται το Νεπάλ. Κανένα γεύμα στο σπίτι μας δεν τελείωνε, αν δεν ρίχναμε φως σε μια ντουζίνα τουλάχιστον τέτοια θέματα.

Όσο είμαστε παιδιά, πολύ λίγη σημασία δίναμε στην εκπαιδευτική τακτική του πατέρα μας και στα «θαύματα» της γνώσης. Ακόμη λιγότερο συνειδητοποιούσαμε τα οφέλη που μας προσέφερε μια τέτοια διαδικασία. Για την ακρίβεια, δεν δίναμε πεντάρα για όλα αυτά. Ανυπομονούσαμε να τελειώσουμε το γεύμα και να βρεθούμε έξω με τα λιγότερο μορφωμένα από μας γειτονόπουλα, που ήδη χαλούσαν τον κόσμο παίζοντας ποδόσφαιρο με τενεκεδάκια.

Εκ των υστέρων, μετά από χρόνια σπουδών πάνω στη διαδικασία αφομοίωσης της γνώσης από τον άνθρωπο, συνειδητοποιώ πόσο δυναμική εκπαιδευτική εφάρμοζε ο πατέρας μου, με το να ενισχύει καθημερινά την αξία της συνεχούς μαθήσεως. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε, η οικογένειά μας μεγάλωσε ενωμένη, με κοινές εμπειρίες και με τη συμμετοχή του ενός στην εκπαίδευση του άλλου. Ο πατέρας μας, χωρίς καλά-καλά να το ξέρει και ο ίδιος, μας «εκπαίδευσε» με την πιο βαθιά και αληθινή έννοια του όρου.

Κοιτάζοντάς μας, ακούγοντάς μας, σεβόμενος τη γνώμη μας, επιβεβαιώνοντας την αξία μας, δίνοντάς μας την αίσθηση της αξιοπρέπειας, υπήρξε χωρίς αμφιβολία ο δάσκαλος που μας επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλον...

Από πολύ νωρίς, από τα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια, είχα πάρει την απόφαση να ακολουθήσω την καριέρα του δασκάλου. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, είχα ως καθηγητές μερικούς από τους γνωστότερους παιδαγωγούς σ' αυτή τη χώρα. Όταν τελικά αποφοίτησα από την Ακαδημία, έχοντας αφομοιώσει διάφορες θεωρίες και τεχνικές και μπορώντας να χρησιμοποιήσω όλο το στομφώδες λεξιλόγιο των ακαδημαϊκών σπουδών, ανακάλυψα προς μεγάλη μου διασκέδαση, ότι οι επαγγελματίες παιδαγωγοί μάς μάθαιναν ό,τι ο πατέρας μου ήξερε ήδη από καιρό. Δηλαδή, ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα από την ανθρώπινη ικανότητα για γνώση και ότι το παραμικρό μόριο γνώσης είναι τόσο σημαντικό που έχει τη δύναμη να μας αλλάξει προς το καλύτερο. «Το πόσο θα ζήσουμε έχει όρια», έλεγε ο πατέρας μου, «αλλά το πόσα θα μάθουμε, όχι». Είμαστε αυτό που μαθαίνουμε και κανείς μας δεν πρέπει να αδιαφορεί για τη μόρφωσή του.

Ο πατέρας ήταν επιτυχημένος παιδαγωγός. Η τεχνική του με ωφέλησε πολύ και μου χρησίμευσε σε όλη μου τη ζωή. Ακόμη και τώρα, όταν γυρνώ στο σπίτι μου μετά από την περιπέτεια μιας μακριάς ημέρας εργασίας, πριν το κεφάλι μου αγγίξει το μαξιλάρι, ακούω καθαρά τη φωνή του στο δωμάτιο μου. «Φελίτσε», με ρωτά, «τι καινούργιο έμαθες σήμερα;».

Ερώτηση: «Δηλαδή ότι δεν υπάρχει... κανείς μας δεν πρέπει να αδιαφορεί για τη μόρφωσή του.» Να σχολιάσετε το απόσπασμα. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, δεν πρέπει να αδιαφορεί κανείς για τη μόρφωσή του; Εσείς τι κάνετε ώστε να αισθάνεστε ότι δεν αδιαφορείτε για τη μόρφωσή σας; (100-200 λέξεις).


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ - ΠΩΣ ΕΓΙΝΑ ΔΑΣΚΑΛΟΣ

[...]Κοίταζα τα περασμένα κι έβλεπα ένα παιδί ολοζώντανο με πηγαία ενδιαφέροντα άλλοτε να παίζει τρελά και άλλοτε ανήσυχο και ακούραστο να δοκιμάζει, να σκέπτεται, να συνδυάζει, να επιχειρεί, να συγκεντρώνεται ώρες και μέρες σε δικά του προβλήματα, να διψά τη γνώση και το φως. Και τώρα; Άκουα φιλοσοφία και άλλα μαθήματα στο ξένο πανεπιστήμιο, και όπου κατόρθωνα να συγκεντρωθώ και να προσέξω, τα καθηγητικά λόγια μού ξέφευγαν σαν να 'ταν ιερογλυφικά σημεία. Και όμως είχα ζήσει παιδί ακόμα στο δικό μου κόσμο και με το δικό μου τρόπο, κάτι απ' αυτά που έφταναν τώρα στ' αυτιά μου. Ποιο χέρι πήρε ένα θεόρατο σφουγγάρι κι' έκαμε την ίδια ψυχή τάμπουλα ράζα, τι της στέγνωσε έτσι κάθε δροσιά;

Κι έβλεπα τότε ξέχωρα από το δικό μου κόσμο ένα πελώριο και άδειο κτίριο, σωστό «νησί των νεκρών», αποκλεισμένο με ψηλά, πυκνά και μαύρα κυπαρίσσια απ' όλη τη ζωή. Ήταν το ελληνικό σχολείο και το γυμνάσιο, όπου είχα περάσει εφτά χρόνια, πέντε και έξι ώρες την ημέρα. Αν από το δημοτικό δε μου είχαν απομείνει παρά ένα δυο σκηνές και μια θολή εικόνα, το νησί των νεκρών το ξαναζούσα ολόκληρο:

Το παιδί του Παρνασσού ακούει Γεωγραφία. Ο σχολάρχης, μην μπορώντας να περπατήσει, καθόταν στην έδρα του με μια βέργα μακριά. Ένας χάρτης κρεμόταν κοντά στον πίνακα, κι εκεί φώναζε ένα ένα τα παιδιά με ονόματα ειδικά το καθένα: «κουτσουκέρα γίδα» ή «ρούσικο στιβάλι»3 ή «καλαπόδι» και άλλα παρόμοια. Τα φώναζε να ειπούν και να δείξουν το μάθημα. Αλίμονο αν ξεχνιόταν ένα ποτάμι της Αμερικής ή ο αριθμός των κατοίκων από κάποια πόλη της. Η βέργα έπεφτε βροχή μαζί με τις βρισιές. Κι αυτό ήταν το μόνο που συγκέντρωνε την προσοχή όλων μας. Μόλις τελείωνε όμως και φώναζε για μάθημα άλλο παιδί, γυρίζαμε αμέσως στη δουλειά μας. Άλλοι διάβαζαν κλεφτά κάτω από το θρανίο το παρακάτω, άλλοι παίζαμε με κλωτσιές αθόρυβες, ώσπου να συγκεντρωθούμε πάλι με νέο ξύλο και νέες βρισιές. Και συλλογιζόμουν τώρα τη Γεωγραφία που την είχα όλη μάθει απ' έξω, κι έβρισκα μονάχα πλήθος αριθμούς και ατελείωτα μπερδεμένα ονόματα και ποταμούς, βουνά και πόλεις...

Το μικρό ταχτικό καλλιεργητή του δικού του περιβολιού τον έπαιρνε η σχολική Φυτολογία και η διδασκαλία της. Αποστήθιζε πώς αναπτύσσονται και ζουν τα φυτά, διάβαζε για «υπέρους, στήμονας, θρίδακας» και τα παρόμοια, και δεν καταλάβαινε τίποτα, αν και ήτανε τα ίδια φυτά και λουλούδια, που τόσο αγαπούσε και τα φρόντιζε στο σπίτι του. Και την άλλη μέρα θα το έλεγε το μάθημα νεράκι, αν τον «έβγαζε έξω» ο δάσκαλος, ένας άνθρωπος αγέλαστος με μεγάλη επιβολή, αλλά και με μάτι που δεν του ξέφευγε τίποτα. Σ' αυτόν ήμαστε αρνάκια· αρνάκια όμως που έτρεμαν και παπαγάλιζαν ή μάθαιναν το πολύ ορθογραφία και κάποια σύνταξη.

Ερώτηση: Η τιμωρία αποτελούσε για το δάσκαλο παιδαγωγικό τρόπο. Συμφωνείτε μ' αυτή την τακτική ή νομίζετε ότι υπάρχουν άλλες πιο αποτελεσματικές μέθοδοι; Να αναφέρετε παραδείγματα (100-200 λέξεις).


ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ - ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΦΡΑΝΚ

Κυριακή, 21 Ιουνίου 1942

Αγαπητή Κίτυ,

Ολόκληρη η Πέμπτη τάξη τρέμει περιμένοντας το συμβούλιο των καθηγητών. Οι μισοί μαθητές περνούν τον καιρό τους βάζοντας στοιχήματα για το ποιοι ή ποιες θα περάσουν. Οι δυο γείτονές μας, ο Βιμ και ο Ζακ, που στοιχημάτισαν ο ένας εναντίον του άλλου όλο τους το κεφάλαιο των διακοπών, μας κάνουν ν' αρρωσταίνουμε από τα γέλια, τη Μιπ ντε Ζονγκ κι εμένα. Από το πρωί ως το βράδυ δεν ακούς άλλο από το: «Θα περάσεις;», «Όχι». «Ναι». Ούτε τα βλέμματα της Μιπ, που ικετεύουν για ησυχία, ούτε οι δικοί μου παροξυσμοί οργής μπορούν να καλμάρουν αυτούς τους δυο δαιμονισμένους.

Κατά τη γνώμη μου, το ένα τέταρτο της τάξης μας θα 'πρεπε ν' απορριφθεί, με τα τούβλα που βρίσκονται 'κει μέσα, αλλά οι καθηγητές είναι οι πιο ιδιότροποι άνθρωποι του κόσμου· ίσως, για μια φορά, να φανούν ιδιότροποι από τη σωστή άποψη.

Για τις φίλες μου κι εμένα δε φοβάμαι πολύ, πιστεύω πως θα τα καταφέρουμε. Για τον εαυτό μου δεν είμαι και τόσο σίγουρη στα μαθηματικά. Όπως και να 'χει δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτ' άλλο παρά να περιμένουμε. Στο μεταξύ, έχουμε την ευκαιρία να ενθαρρύνουμε ο ένας τον άλλο.

Συνεννοούμαι αρκετά καλά με τους καθηγητές μου, εννέα συνολικά, εφτά άντρες και δύο γυναίκες. Ο γηραιός κύριος Κέπλερ, καθηγητής των μαθηματικών, ήταν πολύ στεναχωρημένος μαζί μου για κάμποσο καιρό, γιατί φλυαρούσα πολύ στο μάθημα· μου σύστηνε κατ' επανάληψη να είμαι προσεκτική, ώσπου στο τέλος με τιμώρησε. Υποχρεώθηκα να γράψω ένα δοκίμιο με θέμα: «Μια φλύαρη γυναίκα». Μια φλύαρη γυναίκα! Αλήθεια, τι μπορούσε να γράψει κανείς πάνω σ' αυτό; Ας είναι, θα σκεφτόμουν αργότερα· αφού το σημείωσα στο πρόχειρο μου, προσπάθησα να καθήσω ήσυχη.

Το βράδυ, στο σπίτι, αφού ετοίμασα όλα μου τα μαθήματα, το μάτι μου έπεσε στη σημείωση με το θέμα της τιμωρίας. Άρχισα να συλλογιέμαι δαγκώνοντας την άκρη του στυλογράφου μου. Ασφαλώς μπορούσα, γράφοντας μεγάλα γράμματα και αραιώνοντας τις λέξεις όσο γινόταν περισσότερο, ν' αραδιάσω μερικές ιδέες στις καθορισμένες σελίδες· ήταν το πιο εύκολο πράγμα· εκείνο που δυσκολευόμουν να βρω ήταν το επιχείρημα που θ' αποδείκνυε την αναγκαιότητα της «πάρλας». Σκέφτηκα ακόμη και ξαφνικά – «εύρηκα!» Τι ικανοποίηση, να γεμίσω τρεις σελίδες χωρίς πολύ κόπο! Επιχείρημα: η φλυαρία είναι ένα γυναικείο ελάττωμα, που θα έβαζα τα δυνατά μου να το διορθώσω λίγο, δίχως πάντως να μπορώ να το κόψω εντελώς, γιατί και η μητέρα μου μιλά όσο κι εγώ, για να μην πω περισσότερο· κατά συνέπεια, δεν μπορώ να κάνω και μεγάλα πράγματα, μια και πρόκειται για κληρονομικό ελάττωμα.

Το επιχείρημά μου έκανε τον κύριο Κέπλερ να γελάσει με την καρδιά του, μα όταν στο επόμενο μάθημα επανέλαβα την φλυαρία μου, μου επέβαλε μια δεύτερη τιμωρία. Θέμα: «Μια αδιόρθωτη φλύαρη». Έκανα αυτό που έπρεπε· εξάλλου, ο κύριος Κέπλερ δεν είχε λόγους να παραπονεθεί στα δύο επόμενα μαθήματα. Στο τρίτο όμως το παράκανα.

– Άννα, θα σας επιβάλω ακόμη μια τιμωρία για τη φλυαρία σας: Το θέμα της θα είναι: «Η κυρία Παρλαπίπα λέει πάντα πα πα πα».

Έσκασαν όλοι στα γέλια. Άρχισα κι εγώ να γελώ μαζί τους· τι άλλο μπορούσα να κάνω άλλωστε; Όμως ήξερα πως η φαντασία μου είχε εξαντληθεί πάνω σ' αυτό το θέμα. Έπρεπε να βρω κάτι, οπωσδήποτε κάτι και μάλιστα πρωτότυπο. Η τύχη με βοήθησε. Η φίλη μου Σάνε, που ήταν καλή ποιήτρια, μου πρόσφερε τις υπηρεσίες της για να συντάξω το δοκίμιο σε στίχους απ' την αρχή ως το τέλος. Ένιωθα πραγματική αγαλλίαση. Ο Κέπλερ ήθελε να με κατατροπώσει. Ε, λοιπόν, θα τον εκδικιόμουν, κατατροπώνοντάς τον εγώ.

Το δοκίμιο σε στίχους ήταν πολύ επιτυχημένο και υπέροχο. Επρόκειτο για μια πάπια-μητέρα κι έναν κύκνο-πατέρα, με τα τρία μικρά τους παπάκια· αυτά τα παπάκια ο πατέρας τους τα δάγκωσε στο λαιμό και τα έπνιξε γιατί τον είχαν παραζαλίσει κάνοντας αδιάκοπα «πα πα πα». Για καλή μου τύχη , το αστείο άρεσε στον ευαίσθητο Κέπλερ. Διάβασε το δοκίμιο στην τάξη μας και σε πολλές άλλες, με ευνοϊκά σχόλια. Ήταν κάτι που δεν το περίμενα.

Ύστερ' απ' αυτό το γεγονός δεν ξανατιμωρήθηκα πια για φλυαρία. Αντίθετα, ο Κέπλερ είναι πάντα ο πρώτος που θα πει ένα αστείο σχετικά μ' αυτό το θέμα.

Δική σου,
Άννα
Ερώτηση: Ποια τιμωρία επιβάλλεται στην Άννα, και γιατί, από τον κ. Κέπλερ; Να τον χαρακτηρίσετε ως δάσκαλο από την τιμωρία που επέλεξε και τις αντιδράσεις του απέναντι στην υλοποίησή της από τη μαθήτρια (100-200 λέξεις).


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

[...]
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν1 στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν' απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη

ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Τα σπίτια μας είναι χτισμένα πάνω σ' άλλα σπίτια
ευθύγραμμα, μαρμάρινα,

κι εκείνα πάνω σε άλλα. Τα θεμέλιά τους

κρατιούνται πάνω στα κεφάλια όρθιων αγαλμάτων
δίχως χέρια.

Έτσι, όσο χαμηλά, στον κάμπο, κάτω απ' τις ελιές,
κι αν απαγκιάζουν τα καλύβια μας,

μικρά, καπνισμένα, με μια στάμνα μονάχα πλάι στην
πόρτα,

θαρρείς πως μένεις στα ψηλά, και σου φέγγει ολοτρόγυρα
ο αέρας

ή κάποτε θαρρείς πως είσαι έξω απ' τα σπίτια, πως
δεν έχεις

κανένα σπίτι, και πορεύεσαι ολόγυμνος,

μονάχος κάτω απόναν ουρανό τρομαχτικά γαλάζιο ή
άσπρο

κ' ένα άγαλμα, καμιά φορά, ακουμπά ελαφρά το χέρι
του στον ώμο σου.

Ερώτηση: Ποια στοιχεία της φύσης και της πολιτισμικής παράδοσης του ελληνικού χώρου αναδεικνύονται μέσα από το απόσπασμα του «Άξιον Εστί» του Οδ. Ελύτη και την «Προοπτική» του Γ. Ρίτσου; Πιστεύετε πως τα στοιχεία αυτά έχουν επιδράσει στη φυσιογνωμία του Έλληνα; (100-200 λέξεις).



ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ - Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα 
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε τ' αποτσίγαρα οι τουρίστες 
και το καινούργιο παν να δουν διϋλιστήριο.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία 
κι είταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Ερώτηση: Η Περσεφόνη αναφέρεται στο ποίημα ως τυχαίο πρόσωπο ή σχετίζεται άμεσα με το περιεχόμενο του; Προσέξτε και σχολιάστε την τελευταία στροφή του ποιήματος (100-200 λέξεις).



ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ - 1984

Ήταν μια λαμπρή κρύα μέρα του Απρίλη, και τα ρολόγια έδειχναν μία η ώρα το μεσημέρι. Ο Ουίνστον Σμιθ, με το πηγούνι χωμένο στο στήθος του προσπαθώντας ν' αποφύγει τον απαίσιο άνεμο, γλίστρησε μέσ' από τις γυάλινες πόρτες του Μεγάρου της Νίκης, κουβαλώντας μαζί του κι ένα στρόβιλο σκόνης ανακατεμένης με άμμο.

Ο διάδρομος ανάδινε μια ανάμικτη μυρωδιά από βρασμένο λάχανο και παλιά κουρελιασμένα χαλιά. Στην άκρη του διαδρόμου ήταν καρφωμένη στον τοίχο μια πελώρια χρωματιστή αφίσα. Έδειχνε ένα γιγάντιο πρόσωπο πλάτους περισσότερο από ένα μέτρο: ήταν το πρόσωπο ενός ανθρώπου γύρω στα σαράντα πέντε, μ' ένα παχύ μαύρο μουστάκι και τραχιά όμορφα χαρακτηριστικά. [...] Σε κάθε πάτωμα απέναντι από το ασανσέρ, υπήρχε η ίδια αφίσα με το γιγάντιο πρόσωπο που σε παρατηρούσε από τον τοίχο. Ήταν μια απ' αυτές τις φωτογραφίες που είναι έτσι φτιαγμένες ώστε τα μάτια να δίνουν την εντύπωση πως σε παρακολουθούν όπου κι αν βρίσκεσαι. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ, έγραφε η λεζάντα από κάτω.

Μέσα στο διαμέρισμα, μια γλυκιά φωνή διάβαζε δυνατά ένα κατάλογο στοιχείων που αφορούσαν την παραγωγή χυτοσιδήρου. Η φωνή ερχόταν από μια μακρόστενη μετάλλινη πλάκα σαν θαμπό καθρέφτη που αποτελούσε μέρος της επιφάνειας του δεξιού τοίχου. Ο Ουίνστον γύρισε ένα διακόπτη και η φωνή εξασθένησε κάπως, αν και οι λέξεις διακρίνονταν ακόμα. Η συσκευή αυτή (τηλεοθόνη την έλεγαν) μπορούσε μεν να σκοτεινιάσει, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να την κλείσει κανείς εντελώς. Προχώρησε προς το παράθυρο. [...]

Το πρόσωπο με το μεγάλο μουστάκι δέσποζε σε κάθε καίριο σημείο των δρόμων. Υπήρχε μια τέτοια αφίσα στην πρόσοψη του απέναντι σπιτιού. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ, έγραφε η λεζάντα, ενώ τα σκοτεινά μάτια κοίταζαν βαθιά, διαπεραστικά μέσα στα μάτια του Ουίνστον. Κάτω, στο δρόμο μια άλλη αφίσα, ξεσχισμένη στη μια γωνιά παράδερνε σπασμωδικά στον άνεμο, σκεπάζοντας και ξεσκεπάζοντας διαδοχικά τη μοναδική λέξη ΑΓΓΣΟΣ (Αρχικά του Αγγλικός Σοσιαλισμός). Σε μακρινή απόσταση ένα ελικόπτερο έκανε βουτιές ανάμεσα στις στέγες, αιωρείτο στον αέρα σαν μύγα, κι ορμούσε ξανά προς τα εμπρός με μια καμπυλωτή κίνηση. Ήταν η Αστυνομική περίπολος που κατασκόπευε μέσα στα παράθυρα του κόσμου. Οπωσδήποτε, οι περιπολίες δεν είχαν σημασία. Μόνο η Αστυνομία της Σκέψης είχε σημασία.

Πίσω από την πλάτη του Ουίνστον, η φωνή από την τηλεοθόνη φλυαρούσε ακόμα για το σίδερο, και για την υπερκάλυψη του Ενάτου Τρίχρονου Σχεδίου. Η τηλεοθόνη ήταν ταυτόχρονα πομπός και δέκτης. Μπορούσε να συλλάβει κάθε θόρυβο που προερχόταν από τον Ουίνστον, και που ήταν πάνω από το επίπεδο ψιθύρου. Επί πλέον, όσο βρισκόταν μέσα στο οπτικό πεδίο της μετάλλινης πλάκας, οι κινήσεις του μπορούσαν να παρακολουθούνται όπως και ν' ακούγονται. Βεβαίως, δεν υπήρχε τρόπος να ξέρει κανείς ποια ακριβώς στιγμή παρακολουθούσαν. Το πόσο συχνά ή με ποιο σύστημα συνδεόταν η Αστυνομία της Σκέψης με την κάθε συσκευή, μόνο να το μαντέψει μπορούσε κανείς. Θα μπορούσε ακόμα να διανοηθεί κανείς ότι παρακολουθούσαν τους πάντες συνεχώς. Οπωσδήποτε πάντως μπορούσαν να συνδεθούν με τη συσκευή σου όποτε ήθελαν. Έπρεπε να ζεις –συνήθισες να ζεις (αυτή η συνήθεια είχε καταλήξει να γίνει ένστικτο) με την προϋπόθεση ότι κάθε ήχος που έβγαζες ακουγόταν, και ότι κάθε σου κίνηση παρακολουθείτο, εκτός αν ήταν σκοτάδι.

Ο Ουίνστον εξακολουθούσε να έχει την πλάτη του γυρισμένη στην τηλεοθόνη. Ήταν πιο ασφαλές· παρ' όλο, που, όπως ήξερε πολύ καλά, ακόμα και μια πλάτη μπορεί να είναι αποκαλυπτική. Ένα χιλιόμετρο μακριά το Υπουργείο Αλήθειας, όπου εργαζόταν, υψωνόταν τεράστιο και άσπρο πάνω από το γυμνό τοπίο. [...]

Το Υπουργείο Αλήθειας –ΥΠΑΛ, στη Νέα Ομιλία2– είχε χτυπητή διαφορά από κάθε τι που το περιστοίχιζε. Ήταν μια πελώρια πυραμιδοειδής οικοδομή από άσπρο αστραφτερό μπετόν, που από πάτωμα σε πάτωμα υψωνόταν τριακόσια μέτρα στον αέρα. Από τη θέση που στεκόταν ο Ουίνστον, μόλις μπορούσε να διαβάσει στην άσπρη πρόσοψη του κτιρίου τα κομψά γράμματα που σχημάτιζαν τα τρία συνθήματα του Κόμματος:

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ
Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΗ

Το Υπουργείο Αλήθειας, είχε –όπως λεγόταν– τρεις χιλιάδες δωμάτια πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, και αντίστοιχες υπόγειες διακλαδώσεις. Σκορπισμένα μέσα στο Λονδίνο βρίσκονταν τρία ακόμα κτίρια με παρόμοια εμφάνιση και όγκο. Με τον όγκο τους δέσποζαν τόσο πολύ σ' όλη την αρχιτεκτονική της πόλης που αν βρισκόσουν στη στέγη του Μεγάρου της Νίκης μπορούσες να τα δεις και τα τέσσερα ταυτόχρονα. Στέγαζαν τα τέσσερα Υπουργεία στα οποία είχε διαιρεθεί ολόκληρος ο Κυβερνητικός μηχανισμός. Το Υπουργείο Αλήθειας, που ασχολείτο με τα νέα, την ψυχαγωγία, την εκπαίδευση και τις καλές τέχνες. Το Υπουργείο Ειρήνης, που ασχολείτο με τον πόλεμο. Το Υπουργείο Αγάπης, που αγρυπνούσε για την τήρηση της τάξης. Και το Υπουργείο της Αφθονίας, που ήταν υπεύθυνο για τα οικονομικά θέματα. Τα ονόματά τους στην Νέα Ομιλία ήταν: ΥΠΑΛ, ΥΠΕΙΡ, ΥΠΑΓ, και ΥΠΑΦ. [...]

Ο Ουίνστον γύρισε απότομα. Έντυσε τα χαρακτηριστικά του μ' εκείνη την έκφραση της ήσυχης αισιοδοξίας που έπρεπε να έχει όταν ατένιζε την τηλεοθόνη. Διέσχισε το δωμάτιο για να πάει στη μικροσκοπική κουζίνα. [...]

Ξαναγύρισε στο λίγινγκ ρουμ, και κάθισε σ' ένα μικρό τραπέζι που βρισκόταν στ' αριστερά της τηλεοθόνης. Έβγαλε από το συρτάρι του τραπεζιού ένα κοντυλοφόρο, ένα μελανοδοχείο, κι ένα χοντρό άγραφο τετράδιο, με σκληρό εξώφυλλο και κόκκινη ράχη.

Για κάποιο άγνωστο λόγο, η τηλεοθόνη στο λίβιγνκ ρουμ ήταν τοποθετημένη ασυνήθιστα. Αντί να τοποθετηθεί όπως θα ήταν φυσικό στον ακρινό τοίχο, απ' όπου θα μπορούσε να επιθεωρεί όλο το δωμάτιο, βρισκόταν στο μακρύτερο τοίχο, απέναντι απ' το παράθυρο. Στη μια πλευρά του υπήρχε μια μικρή εσοχή στην οποία καθόταν τώρα ο Ουίνστον, και που όταν χτιζόταν το διαμέρισμα, φαίνεται ότι προοριζόταν για ράφια βιβλιοθήκης. Με το να κάθεται σ' αυτή την εσοχή, και προς τα πίσω, ο Ουίνστον κατάφερνε να βρίσκεται έξω από το οπτικό πεδίο της τηλεοθόνης. Μπορούσαν βέβαια να τον ακούν αλλά, όσο βρισκόταν σ' αυτή τη θέση, δεν μπορούσαν να τον δουν. Αυτή η ασυνήθιστη διαρρύθμιση του δωματίου απ' τη μια, και τούτο το τετράδιο που μόλις έβγαλε από το συρτάρι απ' την άλλη, του είχαν δώσει την ιδέα να κάνει αυτό που τώρα ετοιμαζόταν να κάνει.

Ήταν ένα παράξενο όμορφο τετράδιο. Τα φύλλα του ήταν από ένα λείο κρεμ χαρτί, κιτρινισμένο από το χρόνο, ένα είδος που δεν κατασκευαζόταν πια εδώ και σαράντα χρόνια το λιγότερο. Ο Ουίνστον μπορούσε πάντως να υποθέσει ότι το τετράδιο ήταν πιο παλιό. Το είχε δει πεταμένο στην βιτρίνα ενός πανάθλιου μικρού παλαιοπωλείου σε μια βρωμερή συνοικία (σε ποια ακριβώς δε θυμόταν) και κυριεύτηκε αμέσως από την ακατανίκητη επιθυμία να το αποκτήσει. Τα μέλη του Κόμματος υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να πηγαίνουν σε συνηθισμένα μαγαζιά («να συναλλάσσονται με την ελεύθερη αγορά», έλεγαν), αλλά ο κανόνας δεν τηρείτο αυστηρά, γιατί υπήρχαν διάφορα πράγματα, όπως κορδόνια παπουτσιών και ξυραφάκια, που ήταν αδύνατον να προμηθευτεί κανείς με άλλο τρόπο. Είχε ρίξει μια γρήγορη ματιά πάνω-κάτω στο δρόμο, μετά γλίστρησε στο μαγαζί, και αγόρασε το τετράδιο για δυόμισι δολάρια. Εκείνη τη στιγμή δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι το ήθελε για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Το μετέφερε σπίτι του μέσα στο χαρτοφύλακά του, έχοντας ένα αίσθημα ενοχής. Ακόμη και άγραφο τον εξέθετε σε κίνδυνο.

Αυτό που επρόκειτο να κάνει, ήταν ν' αρχίσει να κρατάει ημερολόγιο. Τούτη η πράξη δεν ήταν παράνομη (τίποτα δεν ήταν παράνομο, αφού δεν υπήρχαν πια νόμοι) αλλά αν τον ανακάλυπταν ήταν σίγουρο πως θα τον τιμωρούσαν με θάνατο, ή τουλάχιστον με είκοσι πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα. Ο Ουίνστον έβαλε μια πένα στον κοντυλοφόρο και την καθάρισε. Η πένα ήταν αρχαϊκό εργαλείο που σπάνια το χρησιμοποιούσαν ακόμα και για υπογραφές· την είχε προμηθευτεί κρυφά, και με δυσκολία, απλώς και μόνο επειδή είχε το αίσθημα ότι αυτό το όμορφο χαρτί άξιζε να γραφτεί με μια αληθινή πένα αντί να γρατζουνιστεί από ένα στυλό. Πραγματικά, δεν ήταν συνηθισμένος να γράφει με το χέρι. Εκτός από πολύ σύντομες σημειώσεις, συνήθιζε να υπαγορεύει τα πάντα στο φωνογράφο, πράγμα που αποκλειόταν φυσικά σε τούτη την περίπτωση. Βούτηξε την πένα και το μελάνι και δίστασε για ένα δευτερόλεπτο. Μια τρεμούλα συντάραξε τα σωθικά του. Το παν ήταν ν' αρχίσει να γράφει στο χαρτί. [...]

Ερώτηση: Περιγράψτε το συγκεκριμένο τρόπο, με τον οποίο το καθεστώς εκμεταλλεύεται την τεχνολογία για τον έλεγχο της ζωής των πολιτών και την εισβολή στο χώρο της ιδιωτικής τους ζωής. Μπορείτε να εντοπίσετε ανάλογες χρήσεις της τεχνολογίας σήμερα από φορείς εξουσίας (και ποιους;) για την επίτευξη παρόμοιων στόχων; (100-200 λέξεις).


ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

Χαίρε, ω χαίρε
ποίημα
από τα σπλάχνα του υπολογιστή βγαλμένο
με δύο κλικ σε κατεδαφίζω
και σε τρεις μέρες σε χτίζω
σε κάνω κάθετο
σε οριζοντιώνω
σε επιλέγω
και σε ακυρώνω
σε ανατρέπω
και σε μετατρέπω
Αν θέλω, το στυλ σού αλλάζω
τώρα τα γράμματά σου πλαγιάζω

τα μεγαλώνω, τα κάνω δεκάρια

Τα μικραίνω, τα κάνω εφτάρια.

Εκδικούμαι για τους ποιητές που ικετέψαν
κι ένα νεύμα σου μάταια γυρέψαν.
Λοιπόν, τα άειδε και τα έννεπε τέλος.
Θα σε σβήσω απ' την μνήμη αν δεν θέλω.
Έχω επάνω σου μια εξουσία·
όσο ανθίστασαι, θ' αλλάζω στοιχεία.
Σωρό με πεσσούς θα σε κάνω

Να σωριάσω τα κομμάτια μου επάνω.

Ερώτηση: Σχολιάστε το ρόλο του υπολογιστή ως διαμεσολαβητή ανάμεσα στην ποιήτρια και την ποιητική δημιουργία, απαντώντας στα εξής:
Τι υποκαθιστά ο υπολογιστής, όσον αφορά τις πηγές της ποιητικής έμπνευσης;(προσέξτε ιδιαίτερα τους τρεις πρώτους στίχους)
Πού οφείλεται η αίσθηση της ποιήτριας ότι μπορεί να ασκήσει έλεγχο πάνω στο αντικείμενο της δημιουργίας της;
Η αίσθηση αυτή ανταποκρίνεται στα πράγματα ή αποτελεί εκ μέρους της ειρωνική υπογράμμιση των προσδοκιών για τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών στην καλλιτεχνική δημιουργία; (100-200 λέξεις)


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΑΣ ΦΡΟΝΤΙΖΑΝ

Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.

Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ' έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ' είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.

Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.

Σ' ό,τι δουλειά με βάλλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν' η πρόθεσίς μου.
Αν πάλι μ' εμποδίσουνε με τα συστήματά τους –
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ' εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.

Θ' απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα, 
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ' εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλο του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.

Θα με θελήσει πάντως ένας απ' τους τρεις.

Κ' είν' η συνείδησις μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ' οι τρεις τους τη Συρία το ίδιο.

Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλοθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ' αυτόν.

Ερώτηση: Πιστεύετε ότι η περίπτωση του νέου στο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη έχει αναλογίες με σύγχρονες πολιτικές συμπεριφορές; Αν ναι, να τις περιγράψετε και να αιτιολογήσετε τη θετική σας απάντηση (100-200 λέξεις).


ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ - ΠΑΘΗ

Ποιο πάθος λες;
Αυτό ν' αφήνεσαι ρευστός
σε κάθε ερεθισμό του χώρου σου;
Το πάθος ν' απαντάς σα στρείδι;
Το πάθος να παλεύεις με τα πάθη σου
δε λογαριάζεις;
Κι έπειτα,
για ποια λευτεριά του αδέσμευτου μιλάς;
Μες στη σκλαβιά τη θέλω εγώ τη λευτεριά σου.
Μες στη σκλαβιά, που για να καταλύσεις,
αναγνωρίζεις πρώτα κι αποδέχεσαι.

Ερώτηση: Σύμφωνα με το Σωκράτη, η επίγνωση της άγνοιας από τον άνθρωπο αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάκτηση της γνώσης (Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα). Για τον Τίτο Πατρίκιο, τι αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάκτηση της ελευθερίας; (100-200 λέξεις).


ΜΠΕΡΛΤΟΤ ΜΠΡΕΧΤ - ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μετά από τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη της Νότιας Γαλλίας, τη La Ciotat, βρεθήκαμε σε κάποια γιορτή που γινόταν για την καθέλκυση ενός πλοίου και είδαμε στην κεντρική πλατεία, ανάμεσα σ' ένα ολόκληρο πλοίο που σπρωχνόταν, το μπρούτζινο άγαλμα ενός στρατιώτη του γαλλικού στρατού.

Πλησιάσαμε κ' εμείς κοντά και ανακαλύψαμε πως ήταν ένας αληθινός άνθρωπος. Στεκόταν ακίνητος, τυλιγμένος σ' ένα χακί παλτό, το ατσάλινο κράνος στο κεφάλι, μια ξιφολόγχη στο χέρι, κάτω απ' τον καυτό ήλιο του Ιουνίου και πάνω σ' ένα πέτρινο βάθρο. Το πρόσωπο του και τα χέρια του ήταν βαμμένα στο χρώμα του μπρούντζου. Δεν κούναγε τον παραμικρό μυώνα και τα βλέφαρα του δεν πετάρισαν ούτε μια φορά. Στα πόδια του βρισκόταν ένα κομμάτι χαρτόνι που έγραφε:

Ο άνθρωπος άγαλμα

(Homme Statue)

«Εγώ, ο Τσαρλς Λουί Φρανκάρντ, στρατιώτης στο τάδε σύνταγμα πεζικού, σε ένα βομβαρδισμό που έγινε στη μάχη του Verdum έμεινα για πολλές ώρες θαμμένος ζωντανός κάτω από τα χώματα μαζί με τα πτώματα. Όταν με ξέθαψαν, είχα αποκτήσει την ασυνήθιστη ικανότητα να παραμένω ακίνητος, σαν άγαλμα, και όση ώρα θέλω. Αυτή μου η τέχνη έχει εξεταστεί από πολλούς δόκτορες και έχει χαρακτηριστεί σαν μια ανεξήγητη αρρώστια. Βοηθήστε, σας παρακαλώ, έναν άνεργο οικογενειάρχη και πατέρα αμέτρητων τέκνων, με ό,τι έχετε ευχαρίστηση».

Ρίξαμε ένα νόμισμα στο πιάτο που βρισκόταν δίπλα στην επιγραφή και συνεχίσαμε πιο κάτω κουνώντας το κεφάλι μας. Εδώ λοιπόν, σκεφτήκαμε, στέκεται Αυτός, οπλισμένος μέχρι τα δόντια, ο ακατανίκητος και άφθαρτος Στρατιώτης πολλών χιλιετηρίδων, αυτός που είναι καμωμένος από Ιστορία, αυτός που πραγματοποίησε τα εκπληκτικά κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Καίσαρα, του Ναπολέοντα, για τους οποίους έχουμε τόσα πολλά διαβάσει στα σχολικά βιβλία. Αυτός είναι. Δεν κουνάει ούτε τα βλέφαρά του. Αυτός είναι ο τοξότης του Κύρου, ο αρματηλάτης του Καμβύση που η άμμος της ερήμου δεν κατάφερε τελικά να τον θάψει, ο λεγεωνάριος του Καίσαρα, ο λογχοφόρος καβαλάρης του Τζέγκινς Χαν, ο Ελβετός του Λουδοβίκου του δέκατου τέταρτου και ο γρεναδιέρος του Ναπολεόντα του Πρώτου. Κατέχει την όχι και τόσο ασυνήθιστη ικανότητα να κάνει πως δεν καταλαβαίνει τίποτα, όταν δοκιμάζουν επάνω του όλα τα πιθανά και απίθανα μέσα καταστροφής. Όπως μια πέτρα, δίχως αισθήματα (λέει ο ίδιος) στέκεται ακλόνητος, όταν τον στέλνουμε στο θάνατο. Κατατρυπημένος από τα δόρατα των κάθε εποχών, πέτρινων, χάλκινων, σιδερένιων, τσαλαπατημένος από τα άρματα του Αρταξέρξη κ' εκείνα του στρατηγού Λούντεντορφ, διαλυμένος από τους ελέφαντες του Αννίβα και το ιππικό του Αττίλα. Κατατρυπημένος από τα βέλη όλο και πιο εκσυγχρονισμένων τόξων αμέτρητων αιώνων, από τα ιπτάμενα κοτρώνια του καταπέλτη, καταξεσκισμένος από τις σφαίρες, μεγάλες σαν αυγά περιστεριών και μικρές σαν μέλισσες. Στέκεται αυτός, πάντοτε καινούργιος, διαταζόμενος σε αμέτρητες γλώσσες, δίχως να ξέρει το γιατί. Τις χώρες που κατάκτησε δεν τις πήρε ποτέ στα χέρια του, σαν το χτίστη που δεν κατοικεί στο σπίτι που έχτισε ο ίδιος. Μα ούτε και η χώρα τού ανήκει, την οποία υπερασπίστηκε με τόσο σθένος. Ούτε το όπλο μα ούτε και η στολή που φοράει του ανήκει. Εκείνος όμως προχωρεί πάντοτε μπροστά, από πάνω του η θανατερή βροχή των αεροπλάνων και το καυτό λάδι που πέφτει από τις επάλξεις, κάτω από τα πόδια του οι νάρκες και οι παγίδες, γύρω του η πανούκλα και τα δηλητηριώδη αέρια. Σάρκινη τροφή για τα δόρατα και τα τόξα, ο στόχος, ματωμένη λάσπη κάτω από τα τανκς, μπροστά του ο εχθρός και πίσω του ο στρατηγός. Αμέτρητα χέρια υφαίνουν το αμπέχωνό του, σφυρηλατούν το θώρακά του, κόβουν και ράβουν τις μπότες του. Και αμέτρητες οι τσέπες που χάρη σε αυτόν ξεχειλίζουν από χρήμα. Αμέτρητες οι κραυγές σε όλες τις γλώσσες του κόσμου τον εμψυχώνουν να προχωρήσει. Δεν υπάρχει κανένας Θεός που να μην τον ευλογεί. Αυτόν, που είναι μιασμένος από τη φρικιαστική λέπρα της υπομονής, ποτισμένος ως το κόκαλο από την αγιάτρευτη αρρώστια της αναισθησίας.

Τι είδους θάψιμο ήταν αυτό κάτω από τα χώματα, σκεφτήκαμε, που τον έκανε να ευχαριστεί την τύχη του γι' αυτή την τρομαχτική, απαίσια και τόσο κολλητική αρρώστια;

Δεν θα βρεθεί ποτέ άραγε, αναρωτιόμαστε εμείς, κάποιο φάρμακο για δαύτη;

Ερώτηση: Γιατί ο συγγραφέας επινοεί την ιστορία του «ανθρώπου αγάλματος»; Τον εξυπηρετεί σε σχέση με το μήνυμα που θέλει να μεταδώσει; Να απαντήσετε σχολιάζοντας ταυτόχρονα το ύφος του κειμένου (100-200 λέξεις).


ΡΕΑ ΒΙΤΑΛΗ - ΤΟ ΠΑΛΤΟ ΜΟΥ, ΜΑΜΑ

Τον συμπόνεσα τον Βασίλη «μου». Γεννήθηκε τη δεκαετία του ΄60. Στάθηκα μέσα του από τη γέννησή του. Είδα την απουσιοπαρουσία του πατέρα του να σκάβει έλλειψη και η έλλειψη να γραπώνεται από εξάρτηση. Κάποτε έγινε ναρκομανής. Τον είδα να πονάει, να αγωνιά, να αναζητά, να εκπλιπαρεί, να χαμηλώνει, να ψευτοψηλώνει, να πέφτει, να τσακίζεται, να εξευτελίζεται, να δικάζεται, να αντέχει και να μην αντέχει. Δεν άφησε συναίσθημα να μην το γευτεί.   

Είδα ούτε ξέρω πόσες απόπειρες αυτοκτονίας του μέχρι εκείνη, τη σημαδιακή, που πέρασε στις εφημερίδες της εποχής. Χώθηκα μαζί του στο ασθενοφόρο, δίπλα στη μάνα του που κρατούσε στα χέρια της ένα πανάκριβο παλτό, με γούνα από κάστορα στον γιακά του. Ο Βασίλης-Βασιλάκης, ειδική περίπτωση. Όσο τσαλακωμένα τα μέσα του τόσο ατσαλάκωτος παρουσιαζόταν. Η επιτομή του στιλ. Τον μελέτησα γυμνό αλλά και με την πανοπλία του. Δεν είναι αθώα υπόθεση τα ρούχα των ανθρώπων.   

Είδα και την εποχή του. Είδα την Αθήνα της αντιπαροχής, την Ερμού να παραδίδει τα σκήπτρα στο Κολωνάκι. Περπάτησα την πλατεία του, αγόρασα Lacoste, πέρασα και από του Μπίλι Μπο για να χαζέψω τη γοητεία του. Είδα και τη Μύκονο ως εναλλακτικό νησί, όπου το πλοίο παρέδιδε τον κόσμο σε λάντζα και οι λίγοι τουρίστες κοιμόντουσαν σε ταράτσες. Έζησα μαζί του την Αλλαγή, τον πράσινο ήλιο του ΠΑΣΟΚ, είδα και τον Κουτσόγιωργα να πεθαίνει. Αυριανισμό, αυτοκρατορία Κοσκωτά. Ξεφύλλισα το Κλικ. Έφτασα μέχρι τις χαρές! Πήραμε την Ολυμπιάδα!   

Ο Βασίλης-Βασιλάκης άκουσε τα νέα στο κρατητήριο της Ασφάλειας. Αλλά κι εμείς, τώρα που το σκέφτομαι, μπήκαμε σε ένα «κελί». Τζούφιας ευημερίας, ακοπίαστης. Εν δυνάμει «ναρκομανείς». Εξαρτημένοι της κατανάλωσης. Δίπλα στον Βασίλη…

Ερώτηση: Ο αφηγητής περιγράφει τις αλλαγές που έγιναν στην Ελλάδα όσον αφορά την καταναλωτική μανία. Ποια θέση έχουν σε αυτή την περιγραφή τα πρόσωπα και ποια τα αντικείμενα-αγαθά; Πώς αποτυπώνεται η σχέση προσώπων και αντικειμένων στη μεταφορική φράση: «Εν δυνάμει «ναρκομανείς». Εξαρτημένοι της κατανάλωσης; Αν ζούσατε σε αυτή την εποχή, πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να αποφύγετε το κλίμα και να διατηρήσετε μια διαφορετική προσωπική στάση; (150 - 200 λέξεις).


ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ - ΜΗΤΡΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ

Από τα Μακεδόνικα ακούγονται κάθε τόσο μοιρολόγια. Τους έρχονταν τα μαντάτα από το Γράμμο, το Βίτσι. Οι μανάδες μας κοιτάζονταν αμίλητες, κούναγαν το κεφάλι. Μαζεύουνε τα παιδιά. Θα μας στείλουν αλλού, χώρια απ' τους δικούς μας. Οι Μακεδόνισσες τα 'δωσαν τα δικά τους. Έκλαιγαν, τα φιλούσανε, δεν είπανε όχι. Οι δικές μας αγρίεψαν. Έσκουζαν, καταριόντανε, μας έσφιγγαν πάνω τους, μια δυο πέσανε στους υπεύθυνους με τα νύχια, βάλαμε κι εμείς τα κλάματα, μας αφήσανε. Πήραν τα μεγαλύτερα, από δέκα και πάνω. Μας φορτώνουν σε μεγάλα καμιόνια. Μετά στο βαπόρι, ένα πολωνέζικο φορτηγό, είπανε. Μας ανεβάζουν με βίντσι και τρέμουμε, κάποιος πέφτει στη θάλασσα. Κατεβάζουν το φαγητό με αλυσίδες, είμαστε μέσα στο αμπάρι πατείς με πατώ σε. Δεν μας αφήνουν να ξεμυτίσουμε. Ανέβηκε ο πάππους μια μέρα στο κατάστρωμα, περνούσε ένα βαπόρι, "Πέσε κάτω" του λένε, δεν έπεφτε, τον κατέβασαν με τη βία.

Ερώτηση: Στο κείμενο παρουσιάζεται ο αποχωρισμός των παιδιών από τους γονείς, ένα συχνό φαινόμενο κατά τη μετανάστευση σε προηγούμενες δεκαετίες. Να διατυπώσετε τις σκέψεις σας για αυτό το φαινόμενο και να το συγκρίνετε με τη μετακίνηση σήμερα πολλών νέων για εργασία ή σπουδές στο εξωτερικό. Να παρουσιάσετε τις σκέψεις σας σε ένα κείμενο 150-200 λέξεων.


ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ - ...ΚΑΛΑ ΕΣΥ, ΣΚΟΤΩΘΗΚΕΣ ΝΩΡΙΣ

Μόλις έκλεινε η φυλακή κι ετοιμαζόμασταν να φάμε, γκράγκα γκρούγκα οι σιδεριές, πλακώνανε τα καρακόλια. Ξέραμε ότι έρχονται να πάρουν για εκτέλεση. Άνοιγαν, που λες, το κελί απ’ το οποίο ήθελαν να πάρουν κάποιον, μας είχαν παστωμένους πέντ’ έξι σε κάθε κελί, που ήταν φτιαγμένο για έναν άνθρωπο, άσ’ τα, άνοιγαν που λες το κελί, στέκονταν στην πόρτα, και μας κοιτάζανε. Όλοι τώρα ήμαστε μελλοθάνατοι, ε; και ξέραμε ότι κάποιον από μας θα πάρουν. Κοιτάζανε που λες μια το χαρτί και μια εμάς… Αυτή η ιστορία μπορεί να κράταγε από πέντε λεπτά ως και ένα τέταρτο. Ύστερα, αφού έκριναν πως σιτέψαμε, λέγανε, ας πούμε, Γιώργο, έλα -μας ήξεραν, βλέπεις, και με τα μικρά μας ονόματα, οι χαμούρες. Τέλος, σηκωνόταν να πούμε ο Γιώργος, άφηνε το γράμμα του -όλοι μας είχαμε ένα γράμμα έτοιμο για τους δικούς μας- αγκαλιαζόμασταν, φιλιόμασταν, και την ώρα που έβγαινε από την πόρτα λέγανε, για στάσου μια στιγμή, α, λάθος, δεν είσαι συ, είναι ο Παύλος… Χαμούρες, σου λέω, εντελώς άνανδροι. Άλλες φορές πάλι, γράφανε σ’ ένα χαρτάκι τα ονόματα αυτών που θα ‘παιρναν το βράδυ για εκτέλεση, το έδεναν σ’ ένα σπαγκάκι και το ‘σερναν μέσα στο προαύλιο. Όλοι ήμασταν θανατηφόροι. Ε, άντε να μη συρθείς από πίσω να δεις αν είναι τ’ όνομά σου γραμμένο στο χαρτάκι… Εμείς φεύγαμε από το προαύλιο και κλεινόμασταν στα κελιά μας. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι είχαν παιδιά, είχαν φίλους, αγαπούσαν ίσως κάποιους ανθρώπους… Τι να πεις…

Ερώτηση: Να σχολιάσετε σε ένα κείμενο 100-200 λέξεων τη στάση των δεσμοφυλάκων απέναντι στους πολιτικούς κρατούμενους-μελλοθάνατους και να προσπαθήσετε να την ερμηνεύσετε λαμβάνοντας υπόψη ότι, όπως αναφέρει ο αφηγητής, «αυτοί οι άνθρωποι είχαν παιδιά, φίλους, αγαπούσαν ίσως κάποιους ανθρώπους...».


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΕΙΣΑΙ ΝΕΟΣ


Είσαι νέος –το ξέρω– και δεν υπάρχει τίποτε.
Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
Όμως είσαι. Και την ώρα που
Φεύγεις με το 'να πόδι σου έρχεσαι με τ' άλλο
Ερωτοφωτόσχιστος
Περνάς θέλεις – δε θέλεις
Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.

Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις
Πάλλονται κάτω απ' το δέρμα σου οι μυώνες
Ή τα ζώα που πίνουν κι ύστερα κοιτούν
Πώς σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ
Παραλαμβάνεις απ' τους Δίες τον κεραυνό
Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα η άνοιξη εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή

Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.




ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ

Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

.... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

Ερώτηση: Να διατυπώσετε τις σκέψεις σας για τις προτροπές του Ελύτη προς τους νέους. Πιστεύετε ότι ο γέρος στο ποίημα του Κ.Π. Καβάφη έζησε σύμφωνα με τις προτροπές του Ελύτη, όταν ήταν νέος;
(100-200 λέξεις)


ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ - ΤΟ ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Στα ομαδικά αθλήματα μαθαίνεις να 'σαι έτοιμος, να συγκρατιέσαι, να περιμένεις στην κατάλληλη στιγμή, να θυσιάζεις τις ατομικές χαρές ή προτιμήσεις για τα συμφέροντα της ομάδας. Μαθαίνεις να προσαρμόζεις τις ιδιότητες σου στις ανάγκες του συνόλου, να εκμεταλλεύεσαι, όσο μπορείς, για τη νίκη τα ελαττώματα και τα προτερήματά σου. Με τη μέθοδο αυτή μονάχα μπορείς ν' ασκηθείς για το μεγάλο παιχνίδι, αργότερα, της δημόσιας ζωής.

Για να φτάσεις στο υψηλό αυτό κορύφωμα της άσκησης, πρέπει καλά να ξέρεις τον εαυτό σου, να ξέρεις το διπλανό σου, να ξέρεις κι ολάκερη την ομάδα, όπου ανήκεις. Κι όχι μονάχα αυτό· να ξέρεις και την αντίπαλή σου ομάδα. Να μην την περιφρονάς, να τη σπουδάζεις με αμεροληψία και σέβας, να ξέρεις καλά τις αρετές και τις δυνάμεις της, για να οργανώσεις ανάλογα και συ τις αρετές και τις δυνάμεις σου και να μην χάσεις το παιχνίδι.

Κι ακόμα τούτο το σημαντικότατο, που αποτελεί το πιο κρυφό, το πιο πανάρχαιο τέρμα του παιχνιδιού: να ξέρεις πως κι η αντίθετη ομάδα στο βάθος δεν είναι αντίμαχη, συνεργάζεται μαζί σου, γιατί χωρίς αυτή δε θα υπήρχε παιχνίδι.

Ό,τι αγνότατα ηθικό μπορεί να μας μάθει το παιχνίδι είναι τούτο: ο ανώτατος σκοπός του παιχνιδιού δεν είναι η νίκη, παρά πώς, από ποιους δρόμους, με ποια προπόνηση, με τι πειθαρχία, ακολουθώντας αυστηρά τους νόμους του παιχνιδιού, να μάχεσαι για τη νίκη.

Έτσι που κοίταζα στο ήσυχο τούτο δειλινό τους ωραίους έφηβους του Ήτον, άλλους με τα γαλάζια άλλους με τ' άσπρα κασκέτα τους να πολεμούν, λυγεροί, συγκεντρωμένοι, έτοιμοι, με τον αλαφρό κραδασμό του λιγνού ατσαλένιου σπαθιού, προσπαθούσα να βρω τους θεμελιακούς νόμους της άσκησης· βρήκα τέσσερις:

1.  Να ασκείς το σώμα και την ψυχή ως άτομο, ανεξάρτητα από την ομάδα·
2.  ν' ασκείς το σώμα και την ψυχή ως άτομο μέσα στην ομάδα τη δική σου·
3.  ν' ασκείς το σώμα και την ψυχή αναφορικά με την αντίπαλη ομάδα·
4.  ν' ασκείται ολάκερη η μια ομάδα αναφορικά με ολάκερη την άλλη ομάδα.

Η ζωή είναι παιχνίδι σαν το τένις, σαν το γκολφ. Δεν παίζεις μόνος σου, παίζεις με άλλους. Έχεις ευθύνη απέναντι σε όλους τους συντρόφους σου, όλοι σου οι σύντροφοι έχουν ευθύνη απέναντι σου. Άτομο κι ομάδα είναι ένα. Το παιχνίδι έχει νόμους· όποιος θέλει να παίζει, οφείλει να ξέρει τους νόμους αυτούς και να τους σέβεται. Αν δεν ξέρει τους νόμους ή αν δεν θέλει να τους σέβεται, δεν είναι άξιος να λάβει μέρος στο παιχνίδι. Μέσα στον κύκλο που χαράζουν οι νόμοι είναι απόλυτα λεύτερος· κανένας, μήτε ο βασιλιάς, δεν έχει δικαίωμα να επέμβει. Μπορεί οι νόμοι αυτοί να είναι παλιωμένοι ή στραβοί ή αυθαίρετοι· δεν έχει σημασία· το σπουδαίο είναι, κι αυτό γυμνάζει την ψυχή του ανθρώπου, να τους υπακούς.

Δεν πρέπει να ντρέπεσαι πως νικήθηκες πρέπει να ντρέπεσαι μονάχα όταν έπαιξες κακά και γι' αυτό νικήθηκες ή –κι αυτό είναι το χειρότερο– πρέπει να ντρέπεσαι όταν νίκησες παίζοντας κακά ή άτιμα.

Ερώτηση: Να περιγράψεις την εμπειρία σου από τη συμμετοχή σου σε ένα ομαδικό άθλημα και να αναφέρεις τους γενικούς κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή του. Πιστεύεις ότι η τήρηση αυτών των κανόνων συντελεί στην ομαλή ένταξή σου στην κοινωνία; (100-200 λέξεις)


ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ - ΝΥΧΤΕΣ

Καλά, θ' απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θα 'σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα 'σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ' τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ' τη δουλειά σου και τους φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά 'ρθεις, δεν γίνεται. Είν' τόσο σίγουρη γι' αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.

Ερώτηση: Ποιο πρόβλημα απασχολεί τον ποιητή; Ποια είναι η διέξοδος στο πρόβλημα; Είναι αποτελεσματική; Σε ποιους ανθρώπους νομίζετε ότι παρουσιάζονται τέτοια προβλήματα; (100-200 λέξεις).


Τ. ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ - Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ

Το Φαινομενο της αυτοπυρπόλησης αποτέλεσε στην εποχή μας την έσχατη μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας των διαφόρων απελπισμένων ιδεολόγων. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μεταίχμιο Β' (1957).

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Ερώτηση: Ποια είναι η στάση του πλήθους απέναντι στη μαρτυρική πράξη του καιόμενου; Εσείς θα αντιδρούσατε το ίδιο; (100-200 λέξεις).


ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ - ΙΔΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ο Αστείος

Ο χαρακτήρας του αστείου είναι ένας αξιοζούμενος χαρακτήρας. Στη συναναστροφή του ο νους μας, βαρεμένος από έγνοιες, λαβαίνει κάθε τόσο ένα δρόσισμα που μας κάνει να αναφυλλιάζωμε. [...]

Ο αστείος απεικάζει το ενόν, ή δυνατόν αστείον σε κάθε πράγμα, και το εκφράζει με χάρη και με πνεύμα, ώστε να κεντά μ' επιτηδειότητα, και χωρίς να βάνη στα λόγια του πικρίαν.

Ο αστείος είναι περιβόλι. Περιβόλι ανθοστόλιστο και χαρμόσυνο· με νόστιμες διασκέδασες· με αγαπητά ξεδόματα· με τόσα και με τόσα δια τα οποία μας γένετ' επιθυμητός και ευπρόσδεχτος.

Συνηθάμε να τον θεωρούμεν ως ελαφρόν άνθρωπον, και απατώμεθα. Ο χρωματισμός του πνεύματος είναι ανεξάρτητος από την δύναμιν του νοός. Ώστε, και σοβαροί ανόητοι θα είναι τόσοι, και νουνεχείς αστείοι άλλοι τόσοι.

Δυστυχώς όμως ο αστείος κάποτε πιάνει αγάπη στον χρωματισμόν τούτον του πνεύματος του, εμψυχωνόμενος από την αρέσκεια των άλλων· και απλώνεται και παρέκει από το φυσικό και αυθόρμητο. Μα τούτο είναι ένα αληθινό γλύστρημα, μία πραγματική πτώση, την οποίαν ο αστείος πρέπει να προσέχη να αποφεύγη.

Ο αστείος είναι κάποτε τέτοιος και εις τα έργα του. Και τότε κάμνει χωρατά πολύ νόστιμα.

Είναι δε ως επί το πλείστον εύθυμος· και συνήθως γεννιέται και αναπτύσσεται εις τον κόλπον ευθύμων κοινωνιών, οι οποίες λαβαίνουν ίσως τον χαρακτήρα τους από τα άλατα της γης των, τα οποία θα έχουν επιρροήν απάνου στους χαρακτήρας, καθώς την έχουν και εις τα φαγώσιμα.

Είναι δε παρατηρημένο, και ειπώθηκε ότι, «η αστειότης δια να είναι κλασική, πρέπει να βγαίνη από νουν σοβαρόν».Τούτο μπορεί να πωθή και περισσότερο διά τη σάτυρα.

Οποίος ο σατυριστής

Ο σατυριστής, ποιητής ή πεζογράφος είναι ο ηθικός εισαγγελεύς της κοινωνίας του. Η δικαιοδοσία του αρχίζει εκείθεν όπου η δικαιοδοσία του νομικού εισαγγελέως παύει. Ο νομικός εισαγγελεύς καταδιώκει τις κακίες τις προβλεμμένες από τον νόμον. Ο σατυριστής καταδιώκει τις λοιπές κακίες όσες ο νομοθέτης δεν έθεσεν υπό την επαγρύπνησιν του εισαγγελέως του. Έτσι, και οι δύο τούτοι εισαγγελείς καταδιώκουν τα στραβά της κοινωνίας, καθένας εντός του κύκλου της δικαιοδοσίας του.

Και οι δύο τούτοι εισαγγελείς γίνουνται φοβεροί στην κοινωνίαν εκείνην εις την οποία εξασκούν το έργον τους. Και οι δύο εκθέτονται εις το μίσος των από αυτούς καταδιωκομένων· αλλά με τη διαφορά που ο ένας είναι ασφαλής υπό την σκέπην της εξουσίας, ενώ ο άλλος εκθέτεται εις την ευθύνην όπου ο νόμος του επιβάλλει. Έτσι ο νομικός εισαγγελεύς ημπορεί ελευθέρως και αφόβως να μετέρχεται το έργον του· ενώ ο ηθικός εισαγγελεύς πρέπει να το περιστέλλη σε τρόπον ώστε να μην προσκρούη εις τον νόμον. Το έργον ακολούθως του ηθικού εισαγγελέως είναι δυσχερέστερον από το του νομικού· αλλ' είναι και υψηλότερον και αξιοτιμότερον, ως εξασκούμενον αυθορμήτως και αυταπαρνήτως προς όφελος της κοινωνίας, με κίνδυνόν του, και με παντοίες ζημίες του· επειδή καθένας, καίτοι κατακρίνων την κακίαν των άλλων, αγαπά όμως τη ιδικήν του κακίαν, και μισεί τον κατακριτήν του.

Βέβαια, –αν ο Χριστός ήθελε σατυρίσει την κακοήθειαν των Ελλήνων εις τας Αθήνας, καμμία αμφιβολία ότι οι Έλληνες ήθελε του δώσουν το κώνειον· και οι Εβραίοι στα Ιεροσόλυμα ήθελε τον αποθεώσουν. Αν ο Σωκράτης ήθελε σατυρίσει την υποκρισίαν των Φαρισαίων εις τα Ιεροσόλυμα, καμμία αμφιβολία ότι οι Εβραίοι ήθελε τον σταυρώσουν, και οι Έλληνες εις τας Αθήνας ήθελε τον τιμήσουν. Και δεν αμφιβάλλω ότι αν και οι δύο τούτοι ημπορούσανε να ξανάλθουνε στον κόσμο, να έλθουνε στην Κεφαλονιά, να κάμουνε σ' εμάς το μέρος όπου εκάμανε τότε ο καθένας στον τόπο του, δεν αμφιβάλλω, ότι ο κύριος Κοσονάκος ήθελε διαταχθεί από την Γενική μας Κυβέρνηση, τη αιτήσει της Ιεράς Συνόδου, να συλλάβη Χριστόν και Σωκράτην, και να τους ενάξη στο Κακουργοδικείον· ενώ οι απ' έξω μακράν ιστάμενοι ήθελε τους θαυμάζουν.

Τέτοια είναι η φύση των πραγμάτων. Καθένας θαυμάζει τον θαρραλέον εκείνον αυταπάρνητον οπού ρίπτεται απροφυλάκτως κατά της κακοηθείας των άλλων· αλλά τον σταυρώνει, ή του δίνει το κώνειον, όταν του προσβάλη την ιδικήν του κακοήθειαν. Έτσι, κανένας προφήτης, κανένας σατυριστής, δεν ετιμήθηκε ποτέ στον τόπο του, αλλά εμισήθηκε πάντα, εδιώχθηκε, εκαταστράφηκε.

Βέβαια –αν ήτο δεδομένον εις τους ανθρώπους να πλάθουν τον εαυτόν τους όπως θέλουνε, κανένας δεν έπλαθε τον εαυτόν του σατυριστήν· επειδή, σατυριστής θα πη ατυχής. Αλλά τούτο δεν αφέθηκε εις τον άνθρωπον· και είναι η φύση που μας πλάθει καθώς θέλει εκείνη. Μας πλάθει διαφορετικούς όλους, και με προορισμούς διαφέροντας. Εις τον Σαρίπολον, πλάθει δικηγόρον· εις τον Τρικούπη, πολιτικόν· εις τον Λασκαράτο, σατυριστήν κτλ. κτλ.· και καθένας μας πρέπει να χρησιμέψη στη ζωή σ' εκείνο δια το οποίον τον έπλασε η φύση· και ο σατυριστής πρέπει του να τρέχη αιωνίως κατόπιν της κακοηθείας, να τη μαστιγώνη, κ' εκείνη με τον όγκο της να πέφτη επάνω του να τόνε ζουπάη.

Τέτοιος είναι ο σατυριστής! Ο σατυριστής είναι κατ' εξοχήν ηθικολόγος, είναι ευεργέτης της κοινωνίας, και είναι ως επί το πλείστον θύμα της καλής του προαιρέσεως, και της κακής του τύχης.

Ω φίλοι σύγχρονοι! Να ηξέρετε, το φυσικό μου τούτο μερτίκωμα πόσο μου στοιχίζει σε οικονομικές ζημίες, και πίκρες...

Ερώτηση: Ποια είναι η συνηθισμένη στάση ανθρώπων και κοινωνιών απέναντι στο «σατυριστή» σύμφωνα με το συγγραφέα; Πού την αποδίδει αυτή; Ποιες κοινωνίες, κατά τη γνώμη σας, ανέχονται περισσότερο το «σατυριστή» ή τον επιζητούν; (100-200 λέξεις).



ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ - TRAGICOMEDIA

ΙΟΥΛΙΟΣ Καίσαρ 
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ Αυτοκράτωρ

«ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΔΕΝ υπάρχουν ειδήσεις...»

«Ποιος το 'πε αυτό;» 
«Ο Eco...» 
«Και τον Ιούλιο...;»
«Ελάχιστες... μια και προηγείται του Αυγούστου...» 
«Το είπε ο ίδιος;»
«Συνάγεται...»
«Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο δεν συνεχίζεται η ζωή;»
«Ασφαλώς...» 
«Δεν υπάρχουν συμβάντα, γεγονότα;» 
«Υπάρχουν, αλλά δεν συνυπολογίζονται...»
«Επομένως, οι ειδήσεις έχουν προστιθέμενη συναισθηματική αξία...;»
«Ναι, γιατί οι ειδήσεις υπάρχουν μόνον εφόσον υπάρχει δέκτης...»
«Θες να πεις ότι, και τον Ιανουάριο ακόμα, αν δεν υπήρχαν δέκτες, δεν θα υπήρχαν ειδήσεις;»
«Μάλλον...»
«Μήπως οι ειδήσεις κατασκευάζονται;»
«Η παρουσίαση και μόνο εμπεριέχει αναγκαστικώς και την κατασκευή.» 
«Οι ειδήσεις δεν είναι τα νέα;»
«Μόνο με την έννοια των παλιών που επαναλαμβάνονται... Κάθε δελτίο ειδήσεων εμπεριέχει κάτι που έχει συμβεί και στο παρελθόν, και τώρα επανεμφανίζεται...» 
«Και σε τι χρησιμεύουν;»
«Προσφέρουν τη θαλπωρή της επανάληψης... τη σιγουριά ότι μπορούμε ν' αντέξουμε ό,τι έχουν υποστεί, δει, ακούσει άλλοι πριν από μας...» 
«Άρα, τι είναι ειδήσεις;»
«Όλα όσα θέλουμε ν' ακούσουμε...»


Ερώτηση: Ποιες απόψεις διατυπώνει ο συγγραφέας για τις ειδήσεις; Συμφωνείτε; Να σχολιάσετε τον τρόπο με τον οποίο τις εκθέτει (100-200 λέξεις).


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΩ ΤΟΣΑ

ΓΥΜΝΟΣ, ΙΟΥΛΙΟ ΜΗΝΑ, το καταμεσήμερο. Σ' ένα 
στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, 
ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου 
που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του. 
Κοιτάζω τον ασβέστη αντίκρυ στον τοίχο της 
μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα 
δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω 
αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, 
τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η 
καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ' άσπρα 
και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. 
Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. 
Γεννήθηκα για να 'χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να 
παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο 
σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που 'ναι πιο δύσκολο. 
Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά 
θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σού 
υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να 
της αφαιρέσεις την αγκίδα της.

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ - ΜΕΣ ΣΤΗ ΛΕΗΛΑΣΙΑ

Ο χρόνος μου λεηλατημένος 
Οι χίλιες καθημερινές ανάγκες 
σαν πεινασμένα αγριόσκυλα 
του ξεκολλάν κι ένα κομμάτι.

Ερώτηση: Στο κείμενο του Ο. Ελύτη και στο ποίημα του Τ. Πατρικίου περιγράφονται δύο τελείως αντίθετες υπαρξιακές καταστάσεις. Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό και ποιοι οι παράγοντες διαμόρφωσης της κάθε μιας; (100-200 λέξεις).


ΛΕΟ ΜΠΟΥΣΚΑΛΙΑ - Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

Η πικρή γνωριμία με τον ρατσισμό

Δεν είναι εύκολο να είναι κανείς διαφορετικός, ιδίως όταν είναι παιδί. Η φυσική διαδικασία του μεγαλώματος παρουσιάζει ήδη αρκετά προβλήματα, τα οποία επιτείνονται αν ανακαλύψουμε ότι κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποκλίνουμε από το μέσο όρο.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικογένειά μου ήταν διαφορετική. Οι γονείς μου μιλούσαν λίγα αγγλικά και αυτά με μια βαριά ιταλική προφορά. Το στυλ της ζωής μας ήταν ολοφάνερα διαφορετικό, ένα μικρό κομμάτι Μεσογείου στις ακτές της Αμερικής. Τρώγαμε διαφορετικά εξωτικά φαγητά. Οι συζητήσεις μας ήταν πιο ζωντανές και οι φωνές μας λίγο πιο δυνατές. Οι κινήσεις μας πιο έντονες. Ο κόσμος στον οποίο ζούσαμε ήταν σίγουρα πιο ξένος.

Σαν μικρό παιδί, ούτε ήξερα, ούτε με ενδιέφεραν, οι πολλές διαφορές μας. Τα παιδιά, από τη φύση τους, παραδέχονται τα πράγματα όπως είναι, λιγότερο έτοιμα να προσέξουν και πολύ περισσότερο να κρίνουν τις διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους. Εκτός κι' αν έχουν επηρεαστεί από τους μεγάλους. Αυτό, όμως, άλλαξε όταν μπήκα στο Γυμνάσιο και ήμουν πια έφηβος.

Εκείνο τον καιρό ο πατέρας και η μητέρα, τους οποίους μέχρι τότε αγαπούσα χωρίς καμιά αμφισβήτηση, ξαφνικά με ενοχλούσαν. Γιατί δεν μπορούσαν να είναι σαν τους άλλους γονείς; Γιατί μιλούσαν με αυτή την αποκαλυπτική προφορά; Γιατί δεν μπορούσα να τρώω κορνφλέικς για πρωινό, αντί για φραντζολάκια και καφέ με γάλα; Γιατί δεν μπορούσα να παίρνω μαζί μου στο σχολείο, για κολατσιό, φυστικοβούτυρο και σάντουιτς με μαρμελάδα, αντί για καλαμαράκια; («Μπλιαξ», έλεγαν τα άλλα παιδιά, «Ο Μπουσκάλια τρώει τα πόδια του χταποδιού!»). Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να γλιτώσω από το επώδυνο στίγμα να είμαι Ιταλός και γιος του Τούλιο και της Ρόζας Μπουσκάλια, ακόμη και το όνομά μου έγινε πηγή στενοχώριας για μένα.

Ήταν συνηθισμένο εκείνο τον καιρό να μας κολλάνε τις ταμπέλες «μακαρονάς» και «μετανάστης». Ποτέ δεν ήμουν απολύτως σίγουρος για το τι σήμαιναν αυτές οι δυο λέξεις, παρ' όλα αυτά ένιωθα το κεντρί τους. Πρωτόνιωσα αυτόν τον πόνο μια μέρα καθώς έφευγα από το σχολείο. Βρέθηκα ξαφνικά περικυκλωμένος από μια ομάδα παιδιών που μου φώναζαν αυτά τα λόγια.

Ένα απ' αυτά τα παιδιά μού πέταξε ένα κέικ. Η κρέμα και η ζάχαρή του έσκασαν πάνω στο πρόσωπο, τα μαλλιά και τα ρούχα μου. «Βρωμομετανάστη», φώναζαν. «Ο πατέρας σου είναι γκάνγκστερ στο Σικάγο και η μητέρα σου μασάει σκόρδα και συ είσαι γιος μακαρονά! Γιατί δεν τα μαζεύετε να πάτε από κει που ήρθατε;»

Μου φάνηκε ότι πέρασε μια αιωνιότητα ώσπου να απελευθερωθώ από τον κύκλο τους, αφού είχα φάει αρκετές σπρωξιές και μπουνιές. Ταπεινωμένος και κλαίγοντας έσπασα τον κλοιό και όρμησα σπίτι μου. Καθώς έτρεχα γεμάτος θυμό και πικρία, έκπληκτος και μπερδεμένος, ανακάλυψα ότι δεν είχα κάνει την παραμικρή προσπάθεια να τους ανταποδώσω τα χτυπήματα.

Μόλις έφτασα στο σπίτι κλειδώθηκα στο μπάνιο για να μη με δουν. Δεν μπορούσα ν' αντέξω την πιθανότητα να με δουν οι γονείς μου σ' αυτή την έξαλλη κατάσταση. Έπλυνα τις κρέμες που είχαν κολλήσει επάνω μου. Δεν μπορούσα να σταματήσω τα κλάματα και τα δάκρυά μου ανακατεύονταν με το αίμα στο πρόσωπο μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που μου συνέβη. Όλα φαίνονταν τόσο λάθος κι όμως τελικά ήμουν ανίκανος να κάνω ο,τιδήποτε γι' αυτό.

Τελικά ο πατέρας χτύπησε την πόρτα του μπάνιου. «Τι κάνεις εκεί μέσα; τι συμβαίνει;», με ρώτησε. Μόνο αφού εξάντλησε όλη του την ευγένεια και την πειθώ άνοιξα επιτέλους την πόρτα και τον άφησα να μπει.

«Τι συνέβη;», με ρώτησε αγκαλιάζοντάς με, «τι έχεις; τι σου συμβαίνει;». Μέσα στα προστατευτικά του χέρια, επέτρεψα στον εαυτό μου την ανακούφιση, που τόσο πολύ χρειαζόμουν. Έκλαψα με λυγμούς χωρίς να μπορώ να σταματήσω. Κάθησε μαζί μου στην άκρη της μπανιέρας και περίμενε ώσπου να ξαναβρώ τον έλεγχο μου. Ένα συντετριμμένο «εγώ» χρειάζεται πολύ περισσότερο χρόνο να γιατρευτεί από μια ανοιγμένη μύτη. «Τώρα πες μου τι συνέβη», μου είπε.

Του εξήγησα. Τελείωσα την ιστορία και περίμενα. Περίμενα ότι ο πατέρας μου θα έκανε ένα σχόλιο που θα με γιάτρευε αυτομάτως, ή ότι με μια άμεση ενέργεια θα με γαλήνευε και θα έλυνε το πρόβλημα. Τον φανταζόμουν να φεύγει αμέσως για να βρει τους ψευτοπαλικαράδες που με είχαν πληγώσει ή το λιγότερο για να βρει τους γονείς τους και να ζητήσει την τιμωρία τους. Αλλά ο πατέρας μου δεν κουνήθηκε.

«Εντάξει», είπε ήσυχα, «έγινε κι αυτό. Σε βρήκαν και σένα οι άνθρωποι που μας πληγώνουν και μας κάνουν να κλαίμε. Δεν μας ξέρουν κι' όμως μας μισούν. Οι δειλοί, που κάνουν τους δυνατούς μόνο όταν είναι πολλοί και τα βάζουν μαζί μας, γιατί ξέρουν ότι είμαστε λίγοι και δεν είμαστε σε θέση να τους αντιμετωπίσουμε. Ξέρω ότι σε πλήγωσαν, αλλά αυτό που έγινε δεν είχε εσένα σαν στόχο. Εσύ απλώς έτυχε να βρίσκεσαι εκεί. Μπορούσε να συμβεί στον καθένα μας.»

«Μισώ που είμαι Ιταλός», του εξομολογήθηκα θυμωμένα, «θα ήθελα να είμαι οτιδήποτε άλλο!».

Ο πατέρας μου με κράτησε σφιχτά και η φωνή του ήταν τώρα δυνατή και απειλητική. «Να μη σε ξανακούσω να το λες αυτό ποτέ! Έπρεπε να είσαι περήφανος γι' αυτό που είσαι. Σκέψου λιγάκι ότι η Αμερική ανακαλύφθηκε και πήρε το όνομά της από ένας Ιταλό! Οι Ιταλοί κάνουν γλυκιά μουσική, τραγουδούν υπέροχα, ζωγραφίζουν τους ωραιότερους πίνακες, γράφουν αριστουργήματα και κτίζουν όμορφα κτίρια. Πώς μπορεί να μην είσαι περήφανος που είσαι Ιταλός; Και είσαι ακόμα πιο τυχερός, γιατί είσαι επίσης και Αμερικανός».

«Όμως όλ' αυτά δεν τα ξέρουν οι άλλοι», του αντιμίλησα, «θα προτιμούσα να είμαι σαν όλους τους άλλους».

«Ε λοιπόν, δεν είσαι! Ο θεός δεν θέλησε να μας κάνει όλους ίδιους. Μας έκανε διαφορετικούς για να μπορεί ο καθένας να είναι ο εαυτός του. Ποτέ να μη φοβάσαι τις διαφορές. Η διαφορά είναι καλό. Θα σου άρεσε να είσαι σαν τα παιδιά που σ' έδειραν και σου φώναζαν αυτά τα πράγματα; Θα σου άρεσε να κάνεις τους άλλους να υποφέρουν και να κλαίνε; Δεν χαίρεσαι που διαφέρεις απ' αυτούς;» Θυμάμαι ότι το επιχείρημά του μου είχε φανεί αδύνατο, αλλά έμεινα σιωπηλός.

«Λοιπόν θα σου άρεσε;», επέμενε ο πατέρας μου, «θα ήθελες να είσαι σαν κι' αυτούς, σαν κι' αυτούς που σε πλήγωσαν;»

«Όχι».

«Τότε σκούπισε τα δάκρυά σου και να είσαι περήφανος γι' αυτό που είσαι. Μπορείς να είσαι βέβαιος ότι δεν θα είναι αυτή η τελευταία φορά που θα συναντήσεις τέτοιους ανθρώπους. Υπάρχουν παντού. Να τους λυπάσαι, αλλά να μην τους φοβάσαι. Πρέπει να είμαστε δυνατοί και πάντα περήφανοι για το ποιοι και το τι είμαστε, τότε κανείς δεν μπορεί να μας κάνει κακό».

Μου σκούπισε τα μάτια, έπλυνε το πρόσωπο μου, και μου είπε: «έλα τώρα, πάμε να πάρουμε λίγο ψωμί με βούτυρο και να το φάμε στον κήπο».

Αν και δεν βρήκα την εξήγηση του πατέρα μου πολύ ικανοποιητική, κατά κάποιο τρόπο μ' έκανε να νιώσω καλύτερα. Ίσως το γεγονός ότι με πήρε στην αγκαλιά του, με άκουσε και με αγαπούσε να ήταν αρκετό. Ήμουν ακόμη απογοητευμένος από τους ανθρώπους που είχαν την ικανότητα να είναι τόσο σκληροί, που επέμεναν να χρησιμοποιούν τους άλλους σαν αποδιοπομπαίους τράγους για τις δικές τους ανεπάρκειες, και ακόμη περισσότερο γιατί τους αφήναμε ατιμώρητους.

Αργότερα, η εμπειρία μου μού δίδαξε ότι δεν ήμουν μόνος, ότι αυτές οι επώδυνες συγκρούσεις, και ακόμη χειρότερες, είχαν συμβεί και στους Εβραίους φίλους μου, τους Μεξικανούς φίλους μου, τους Μαύρους, τους Καθολικούς, τους Προτεστάντες και τους ανάπηρους φίλους μου.

Ο πατέρας μου είχε δίκιο, όταν μου μάθαινε ότι όσο υπάρχει άγνοια θα υπάρχει και αδικία, όσο υπάρχουν αυτοί που ασυνείδητα μισούν τον εαυτό τους θα υπάρχουν και διώξεις. Έτσι είναι δυστυχώς η ζωή, οι αποδιοπομπαίοι τράγοι ανήκουν συνήθως σε μια μειονότητα.

Όμως ο πατέρας θεωρούσε σαν τη μεγαλύτερη πρόκληση να μπορείς να αγαπάς τους εχθρούς σου. «Φέρ' τους στο σπίτι Φελίτσε», μου έλεγε, «όταν μας γνωρίσουν δεν θα μπορούν να μην μας αγαπούν».

Βεβαίως ο πατέρας μου δεν έλυσε το πρόβλημα της μισαλλοδοξίας, εκείνο το ηλιόλουστο καλιφορνέζικο απόγευμα που τρώγαμε ψωμί με βούτυρο στον κήπο. Αλλά κάτι στην εξήγησή του, στη δύναμη και την αποφασιστικότητά του, συνέχισε πάντα να με βοηθά να δω τη μισαλλοδοξία και τις διακρίσεις όπως πραγματικά είναι: ένα καταφύγιο για την αδυναμία και την άγνοια. Την παραδοχή και την κατανόηση τις περιμένουμε μόνο από τους δυνατούς.

Ερώτηση: Με ποια στάση και ποια επιχειρήματα προσπαθεί ο πατέρας να ανατρέψει τα αρνητικά συναισθήματα που τείνει να δημιουργήσει ο γιος του για την ταυτότητά του; Εσείς πώς θα αντιδρούσατε αν ήσασταν στη θέση του πατέρα; (100-200 λέξεις).



ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ - ΦΡΟΝΤΙΣΕ

Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν
με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων.
Πάσχισε νάναι προεκτάσεις της πραγματικότητας
όπως κάθε δάχτυλο είναι μια προέκταση στο δεξί σου χέρι.
Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού
να συνεφέρουν με χαστούκια
όσους λιποθύμησαν
μπροστά στο άδειο πρόσωπο τους.

Ερώτηση: Ποια είναι η έγνοια του ποιητή κατά τη δημιουργία του ποιήματος και ποια λειτουργία της τέχνης υπαινίσσονται οι στίχοι του Α. Αλεξάνδρου; (100-200 λέξεις).


ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ - Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Το Ποιημα Ανηκει στη συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο (1958) κι εκφράζει το αισθήματα της φρίκης και του φόβου, που κυριαρχούν στην ποίηση του Σαχτούρη και δίνουν μια ζωντανή εικόνα της εποχής του.
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου
5Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου
10Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω

Ερώτηση: Ποια είναι τα συναισθήματα του ποιητή και πώς κατορθώνει ο ποιητής να τα εκφράσει με το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί; (100 - 200 λέξεις).


ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ - ΠΩΣ ΕΓΙΝΑ ΚΑΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος

Απο τη Συλλογη Του κόσμου (1978).
Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του vα πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει


Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε vα παίξει με τους άρχοντες
Αρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας

Ερώτηση: Ο τίτλος δίνει και το θέμα του ποιήματος. Αφού μελετήσετε τις διαδοχικές φάσεις, από τις οποίες περνά ο «μικρός άνθρωπος» ώσπου να γίνει κακός, να απαντήσετε στις ερωτήσεις:
α) Γιατί στην αρχή ο άνθρωπος του ποιήματος χαρακτηρίζεται «μικρός» και «καλός»;
β) Ποια είναι η αιτία των μεταλλαγών του;
γ) Ποιες είναι οι δικαιολογίες που επικαλείται κάθε φορά και ποιον εξυπηρετούν;


ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ - ΟΤΑΝ


Το Ποιημα Ανηκει στη συλλογή Κατά Σαδδουκαίων την πιο σημαντική ποιητική συλλογή του Μ. Κατσαρού. Τα ποιήματά της εκφράζουν την ανεξάρτητη και αντιεξουσιαστική στάση του ποιητή.
Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ' ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ' ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.

Ερώτηση: Από το ποίημα εξάγεται μια αντίληψη του ποιητή για την ποίηση και το ρόλο της. Ποια είναι αυτή η αντίληψη; Συμφωνείτε με αυτήν; (100-200 λέξεις).


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - ΚΑΝΤΑΤΑ


Η Καντατα Ειναι ενα Συνθετικο ποίημα με θεατρική, θα λέγαμε, σύνθεση. Ο ίδιος ο ποιητής δίνει στην αρχή το σκηνικό και τα πρόσωπα. Σκηνικό: Συνοικιακός δρόμος σύγχρονης πόλης. Αρχίζει να βραδιάζει. Πρόσωπα: Ποιητής. Ο άνθρωπος με το κασκέτο. Διάφοροι περαστικοί. Χορός από γυναίκες και άνδρες (οι γυναίκες μαζεμένες σε μια εξώπορτα· οι άντρες αριστερά, πλάι στη σκαλωσιά μιας οικοδομής). Στο απόσπασμά μας μιλάει ο άνθρωπος με το κασκέτο. Είναι η δεύτερη φορά που παίρνει το λόγο. Την πρώτη φορά αφηγήθηκε τη σύλληψη ενός φτωχού ανθρώπου — «επιγραφοποιός το επάγγελμα». «Συχνά» λέει ο ποιητής, «του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό».
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ
16.Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
17.Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο.
18.Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
19.Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν' απαντήσει,
20.έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21.Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
22.Κι οι άνθρωποι που 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί.
23.Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
24.Ημέρες σαράντα.
25.Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
26.Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε
ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
27.Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
28.Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ' άρχιζε ξανά.
29.Εις τους αιώνας των αιώνων.

Ερώτηση: Ποιος είναι ο ρόλος της αράχνης μέσα στο απόσπασμά μας; Τι εννοεί ο ποιητής λέγοντας ότι «τον έσωσε μια αράχνη»; Εσείς αν ήσασταν στη θέση του, πώς θα αντιδρούσατε;


ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΗΣ - ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ

Το Ποιημα Ανηκει στην ποιητική συλλογή Ο Στόχος (1970), που περιέχει ποιήματα γραμμένα στην περίοδο της δικτατορίας (1967-1974).
Πέθανες — κι έγινες και συ: ο καλός.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Δε θα 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

Ερώτηση: Ποια είναι τα κυρίαρχα αισθήματα του ποιητή; Να παρακολουθήσετε τις διακυμάνσεις τους και να βρείτε σε ποιους στίχους κορυφώνονται. Τι νομίζετε ότι προκαλεί αυτά τα αισθήματα; Εσείς στη θέση του τι συναισθήματα θα είχατε; (100-200 λέξεις).


ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ - ΝΕΟΙ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ, 1970

Το Ποιημα Ανηκει στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Είναι γραμμένο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και εκφράζει την πίκρα του ποιητή για κάποιους νέους, που η συμπεριφορά τους του θυμίζει τους Σιδώνειους νέους του Καβάφη.
Κανονικά δεν πρέπει να 'χουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα.
Κορίτσια δροσερά — αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην ήπειρο
Για ήρωες που σκοτώθηκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό — κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)

Ερώτηση: Ποια είναι η συμπεριφορά των νέων του ποιήματος;
Τι ενοχλεί κυρίως τον ποιητή; Τι θα ήθελε από τους νέους εκείνη την εποχή; Εσείς, αν ήσασταν νέος εκείνη την εποχή, πώς θα αντιδρούσατε; (100-200 λέξεις).


ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ - ΟΦΕΙΛΗ

Το Ποιημα Ανηκει στη συλλογή Μαθητεία, που περιέχει ποιήματα της περιόδου 1952-1962. Τα δεινά που συσσωρεύει ο ποιητής στους πρώτους στίχους δεν είναι εφευρήματα της φαντασίας του, αλλά χαρακτηριστικά της ταραγμένης εποχής που ακολούθησε στον τόπο μας μετά τον πόλεμο του '40 (Κατοχή - Εμφύλιος).
Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες
είναι σαν να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή των άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.

Ερώτηση: Αν πούμε ότι στο ποίημα υπολανθάνει ένα αίσθημα ενοχής μπορείτε να βρείτε α) από πού απορρέει και β) με ποιες εκφράσεις κυρίως εκδηλώνεται;


ΒΑΝΙΑ ΣΥΡΜΟΥ - ΤΕΡΜΑΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ

15.42. ΣΤΑΘΜΟΣ ΒΙΚΤΩΡΙΑ. Τὸ τρέ­νο μὲ κα­τεύ­θυν­ση τὸν Πει­ραι­ὰ φθά­νει σὲ δύ­ο λε­πτά. Ἡ πλατ­φόρ­μα γε­μί­ζει κό­σμο. Στέ­κε­ται κον­τὰ στὴν κί­τρι­νη γραμ­μή. Οἱ μύ­τες τῶν πα­που­τσι­ῶν της μό­λις ποὺ τὴν ἀγ­γί­ζουν. Πε­ρι­μέ­νει τὸ τρέ­νο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς. Δὲν κοι­τά­ζει τὸ ρο­λό­ι, εἶ­ναι σί­γου­ρη πὼς θὰ­ ’ρ­θεῖ στὴν ὥ­ρα του. Τὸ ἴ­διο συμ­βαί­νει εἴ­κο­σι χρό­νια τώ­ρα χω­ρὶς κα­μιὰ ἐ­ξαί­ρε­ση. Κά­θε ἐρ­γά­σι­μη στὶς 15.40 βρί­σκε­ται στὸ σταθ­μό. Τὴν ὁ­δη­γοῦν τὰ πό­δια της, χω­ρὶς πάν­τα νὰ τὸ θέ­λει. Μὲ σκυμ­μέ­νο κε­φά­λι καὶ ὤ­μους κυρ­τοὺς κοι­τά­ζει τὸ ὅ­ριο τῆς κί­τρι­νης γραμ­μῆς. Τὸ βά­ρος της γέρ­νει πρὸς τὰ μπρός. Πε­ρι­μέ­νει νὰ ἀ­κού­σει τὸν ἦ­χο τοῦ τρέ­νου, ν’ ἀ­νοί­ξουν οἱ πόρ­τες καὶ νὰ κρυ­φτεῖ στὸ βα­γό­νι.

         Τὸ τρέ­νο φθά­νει στὴν ὥ­ρα του. Οἱ πόρ­τες ἀ­νοί­γουν. Κά­θε­ται κον­τὰ στὸ πα­ρά­θυ­ρο. Τὴν προ­τι­μᾶ αὐ­τὴ τὴ θέ­ση. Μὲ τὸ κε­φά­λι ἐ­λα­φρὰ ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο στὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ βα­γο­νιοῦ, μπο­ρεῖ νὰ ξε­χνᾶ τὸ στι­βαγ­μέ­νο πλῆ­θος ποὺ κρέ­με­ται ἀ­πὸ τὶς χει­ρο­λα­βές, πα­ρα­δο­μέ­νο στὴν κού­ρα­ση τοῦ ἀ­πο­με­σή­με­ρου. Στὸ πρό­σω­πό της δι­α­κρί­νεις μιὰ σύ­σπα­ση πό­νου. Τὸ βλέμ­μα της ἄ­δει­ο πλα­νι­έ­ται ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ βα­γό­νι. Ὁ ἕ­νας σταθ­μὸς δι­α­δέ­χε­ται τὸν ἄλ­λο χω­ρὶς νὰ τὸ κα­τα­λα­βαί­νει. Οἱ πο­λυ­κα­τοι­κί­ες, τὰ δέν­τρα, τὰ κα­τα­στή­μα­τα, οἱ δρό­μοι τρέ­χουν μπρο­στά της χω­ρὶς νὰ τὰ βλέ­πει. Κλεί­νει τὰ μά­τια σφι­χτὰ καὶ προ­σπα­θεῖ ν’ ἀ­δειά­σει τὴ σκέ­ψη της προ­ση­λώ­νον­τας τὴν προ­σο­χή της στὸν ἦ­χο τοῦ τρέ­νου.

         Ὅ­ταν τὰ ξα­να­νοί­γει, τὸ βλέμ­μα της συ­ναν­τᾶ τὸ χα­μό­γε­λο ἑ­νὸς νε­α­ροῦ ποὺ στέ­κε­ται στὴν ἀ­πέ­ναν­τι ἄ­κρη τοῦ βα­γο­νιοῦ. Κοι­τά­ζει ἀ­μέ­σως ἀλ­λοῦ προ­σπα­θών­τας νὰ τὸν ἀ­πο­φύ­γει. Βυ­θί­ζε­ται ξα­νὰ σὲ σκέ­ψεις χα­ζεύ­ον­τας ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο.

          «Συγ­γνώ­μη, γνω­ρι­ζό­μα­στε;» Μιὰ φω­νὴ στα­θε­ρὴ καὶ θερ­μὴ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τ’ ­ἀ­ρι­στε­ρά της. Ἀ­νοί­γει τὰ μά­τια ξαφ­νι­α­σμέ­νη. Ὁ νε­α­ρὸς ἀ­πὸ ἀ­πέ­ναν­τι κά­θε­ται τώ­ρα δί­πλα της , δι­α­τρέ­χει μὲ τὸ βλέμ­μα του τὸ πρό­σω­πό της καὶ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει: «Γνω­ρι­ζό­μα­στε;». «Σ’ ἐ­μέ­να μι­λᾶ­τε;» τοῦ ἀ­παν­τᾶ ἐ­νο­χλη­μέ­νη. «Ναί, σᾶς κοι­τά­ζω ἐ­δῶ καὶ ὥ­ρα καὶ προ­σπα­θῶ νὰ θυ­μη­θῶ ἀ­πὸ ποῦ σᾶς ξέ­ρω». Βρί­σκει τὸ κλι­σέ του συμ­πα­θη­τι­κό, για­τὶ συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο ἐ­κεῖ­νο φι­λι­κὸ χα­μό­γε­λο. Τὸ πρό­σω­πό της ἀρ­χί­ζει νὰ ξε­μου­διά­ζει. Τὰ φρύ­δια της βρί­σκουν ξα­νὰ τὴν ἤ­ρε­μη θέ­ση τους. Δι­α­τη­ρεῖ τὴ σο­βα­ρό­τη­τά της. «Δὲ νο­μί­ζω» ἀ­παν­τᾶ κο­φτὰ καὶ κοι­τά­ζει μπρο­στά. Μιὰ κυ­ρία στὸ ἀ­πέ­ναν­τι κά­θι­σμα πα­ρα­κο­λου­θεῖ ἀ­δι­ά­κρι­τα τὴ σκη­νή. Περ­νοῦν ἕ­να- δυ­ὸ λε­πτὰ ἀ­μη­χα­νί­ας.

         Και­ρὸ εἶ­χαν νὰ τὴν κοι­τά­ξουν ἔ­τσι στὰ μά­τια.Τό ‘χει σχε­δὸν ξε­χά­σει. Πρέ­πει νά ‘ναι κα­μιὰ εἰ­κο­σα­ριὰ χρό­νια νε­ό­τε­ρός της. Ἔ­χει τὴν ἄ­νε­ση καὶ τὴν αὐ­το­πε­ποί­θη­ση τῆς νε­ό­τη­τας. Θάρ­ρος, θρά­σος ἢ καὶ τὰ δυ­ὸ μα­ζί. «Λοι­πόν;». «Λοι­πὸν τί;». Φτιά­χνει ἀ­συ­ναί­σθη­τα τὰ ἀ­τη­μέ­λη­τα μαλ­λιά της. «Φαί­νε­στε λυ­πη­μέ­νη». «Ναί, μιὰ δυ­σά­ρε­στη εἴ­δη­ση» τοῦ ἀ­παν­τὰ μὲ μιὰ ἀ­πρό­σμε­να γιὰ ἐ­κεί­νη ἐ­ξο­μο­λο­γη­τι­κὴ δι­ά­θε­ση. «Ἴ­σως αὐ­τὸ νὰ σᾶς ἔ­κα­νε νὰ νι­ώ­σε­τε κα­λύ­τε­ρα». Ἀ­νοί­γει τὴν τσάν­τα του καὶ τῆς προ­σφέ­ρει ἕ­να λου­λού­δι στὸ σχῆ­μα τῆς κα­μέ­λιας, φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ κόκ­κι­νο γκο­φρὲ χαρ­τί. «Τὰ φτιά­χνω ὁ ἴ­διος». Δεύ­τε­ρη ἔκ­πλη­ξη. Μοιά­ζει μὲ τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γι­κὸ κόλ­πο. Τολ­μᾶ νὰ τὸν κοι­τά­ξει κα­τά­μα­τα. Βλέμ­μα ἤ­ρε­μο στὸ χρῶ­μα τοῦ με­λιοῦ. «Πο­λὺ ὄ­μορ­φο! Εὐ­χα­ρι­στῶ» τοῦ χα­μο­γε­λά. Δὲν ξέ­ρει για­τί, ἀλ­λὰ θέ­λει νὰ τολ­μή­σει. «Ὡ­ραῖ­ο χα­μό­γε­λο! Πρέ­πει νὰ χα­μο­γε­λᾶ­τε συ­χνό­τε­ρα». Κι ἄλ­λο κλι­σέ. Ἀ­κό­μα κι ἂν εἶ­ναι φάρ­σα ἀρ­χί­ζει νὰ τὸ δι­α­σκε­δά­ζει. «Ποῦ κα­τε­βαί­νε­τε;». «Καλ­λι­θέ­α». «Μὰ μό­λις πε­ρά­σα­με τὸ Πα­λαι­ὸ Φά­λη­ρο». Κά­νει νὰ ση­κω­θεῖ πα­νι­κό­βλη­τη μα­ζεύ­ον­τας τὴ τσάν­τα της. Τὴν στα­μα­τᾶ πι­ά­νον­τάς της τὸ χέ­ρι. «Τί θὰ ‘λε­γες γιὰ ἕ­να κα­φὲ στὸν Πει­ραι­ά; Πλη­σι­ά­ζου­με…». Ξαφ­νι­ά­ζε­ται. Ρί­χνει μιὰ ἀ­μή­χα­νη μα­τιὰ γύ­ρω της, μή­πως τοὺς κοι­τά­ζουν. Εὐ­τυ­χῶς τὸ βα­γό­νι ἔ­χει μι­σο­α­δειά­σει. Ξα­να­κά­θε­ται. Κοι­τά­ζει τὸ χάρ­τι­νο λου­λού­δι ποὺ κρα­τά­ει ἀ­κό­μα στὸ χέ­ρι της. Ἡ μο­να­ξιά της τὴν πε­ρι­μέ­νει σπί­τι εἴ­κο­σι χρό­νια τώ­ρα. Ἄς πε­ρι­μέ­νει λί­γο ἀ­κό­μα. Στὸ κά­τω-κά­τω δὲ σοῦ χα­ρί­ζουν κά­θε μέ­ρα… χάρ­τι­να λου­λού­δια. «Ναί, για­τί ὄ­χι;» Ἐ­ξάλ­λου, ἔ­χουν ἤ­δη φτά­σει στὸν τερ­μα­τι­κὸ σταθ­μό.

         Οἱ πόρ­τες ἀ­νοί­γουν. Βγαί­νουν μα­ζί. Ἐ­κεῖ­νος τὴν ἀγ­γί­ζει ἐ­λα­φρὰ στὴν πλά­τη δί­νον­τας τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς εἶ­ναι ζευ­γά­ρι. Προ­χω­ρών­τας πρὸς τὴν ἔ­ξο­δο αἰφ­νι­δι­ά­ζε­ται ἀ­πὸ μιὰ πα­ρέ­α τεσ­σά­ρων νε­α­ρῶν ποὺ τοὺς κλεί­νουν τὸ δρό­μο χει­ρο­κρο­τών­τας. Ὁ συ­νο­δός της φαί­νε­ται νὰ ἀν­τα­πο­δί­δει τὸν ἐν­θου­σια­σμὸ ση­κώ­νον­τας τὰ χέ­ρια ψη­λὰ σὲ στά­ση θριά­μβου.

         «Κα­λά, φί­λε δὲν παί­ζε­σαι! Μὲ τὴ ση­με­ρι­νή σου ἐ­πι­τυ­χί­α ἀ­νέ­βη­κες ἐ­πί­πε­δο στὸ ‘HUMAN CATCH’! Ὁ χρό­νος ποὺ τερ­μά­τι­σες ἦ­ταν κα­τα­πλη­κτι­κός!» Ἀ­κού­ει τὰ ἐν­θου­σι­ώ­δη σχό­λια τῆς πα­ρέ­ας ποὺ τὸν ἐ­πι­βρα­βεύ­ει γιὰ τὸ ὑ­ψη­λὸ σκόρ. Αὐ­τὸ ποὺ κα­τα­φέρ­νει νὰ δεῖ στὶς ὀ­θό­νες τῶν κι­νη­τῶν τους κα­θὼς τὰ κ­ρα­δαί­νουν θριαμ­βευ­τι­κὰ εἶ­ναι ὁ ἑ­αυ­τός της, ἀ­πα­θα­να­τι­σμέ­νος σὲ μιὰ κλεμ­μέ­νη στιγ­μὴ στὸ βα­γό­νι τοῦ τρέ­νου, μὲ τὸ σύ­νο­λο τῶν κερ­δι­σμέ­νων πόν­των κά­τω δε­ξιά. Μὲ βλέμ­μα ἀ­κί­νη­το τὸν κοι­τά­ζει στὰ μά­τια προ­σπα­θών­τας νὰ κα­τα­λά­βει. Δὲν τῆς ἀ­παν­τᾶ. Τὸν βλέ­πει νὰ ση­κώ­νει τοὺς ὤ­μους γε­λών­τας μὲ τὴν ἄ­νε­ση τοῦ νι­κη­τῆ.

         Χω­ρὶς νὰ ζη­τή­σει ἐ­ξη­γή­σεις, κα­τευ­θύ­νε­ται μὲ βῆ­μα ἀρ­γὸ πρὸς τὴν ἔ­ξο­δο τοῦ σταθ­μοῦ, ὅ­ταν συ­νει­δη­το­ποι­εῖ πὼς στὸ χέ­ρι της κρα­τά­ει ἀ­κό­μη τὸ χάρ­τι­νο λου­λού­δι. Δὲν τὸ πε­τᾶ. Τὸ κρα­τᾶ γιὰ νὰ τῆς θυ­μί­ζει τί δὲν πρέ­πει πιὰ νὰ πε­ρι­μέ­νει.

Ερώτηση: Λαμβάνοντας υπόψη τον συμβολισμό που εμπεριέχεται στη φράση «χάρτινο
λουλούδι» να παρουσιάσετε το μήνυμα που κατά την κρίση σας εκπέμπεται από
το κείμενο. Γιατί η ηρωίδα αποφασίζει στο τέλος να το κρατήσει; (100-200 λέξεις).


ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΑΡΛΑΣΗ - ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΑΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ

Στο μουσείο, το οποίο επισκεπτόταν η Αγγελίνα συχνά, αναζήτησε τον πατέρα της κι εκείνος την κοίταξε σοβαρά λέγοντάς της: «Να δεις που θα δώσουμε κι εμείς τις δικές μας μάχες γι’ αυτούς τους φίλους εδώ μέσα. Γιατί κι αυτοί θα κινδυνεύσουν». Είχε φωνή συλλογισμένη ενώ γύρω, σε όλες τις αίθουσες, υπήρχε πρωτοφανής αναστάτωση. Μεγάλα κιβώτια παντού και οι εργαζόμενοι ανήσυχοι. «Τι θα συνέβαινε στο μουσείο;» αναρωτιόταν η κοπέλα. Κανείς δεν της απευθυνόταν εκείνη την ημέρα, κι ας ήταν γνωστή και αγαπητή σε όλους. Όταν στράφηκε στον πατέρα της, εκείνος «μίλησε ήσυχα Η μητέρα σου θα ανησυχεί. Πήγαινε. Πήγαινε πες της πως... ξεκινήσαμε ήδη».
«Ακόμη μιλάς με τα αγάλματα; Ακόμη σου μιλάνε;» ρωτήθηκε η Αγγελίνα ένα κρύο πρωινό καθώς κατευθυνόταν προς το μουσείο όπου πλέον εργαζόταν κι εκείνη· ως καθαρίστρια. «Την κοίταξα στα μάτια... Ύστερα από εκείνη την ερώτησή της μου είχε καρφωθεί στο νου μια υποψία. Ήθελα να δω αν μπορούσα να διακρίνω τον πραγματικό λόγο που της άρεσε να είναι καθαρίστρια στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ήθελα να δω αν ήταν επειδή... μιλούσε κι εκείνη με τα αγάλματα. Αν είχε ακούσει κι εκείνη το τραγούδι τους τα απόβραδα που σφουγγάριζε στα τέσσερα. Την κοίταξα επίμονα. Όμως τα μάτια της εκείνη τη στιγμή ήταν καθρέφτες... Ήξερα πια πως τα όμορφα μυστικά που σε ορίζουν τα κρατάς για τον εαυτό σου. Αρκέστηκα να τη ρωτήσω αυτό που όλες τις μέρες στον ξύπνο αλλά και στον ύπνο μου αναρωτιόμουν. “Είναι ακόμη εδώ; Άθικτα;” To πρόσωπό της φωτίστηκε κι έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι. Ανάσανα ανακουφισμένη...».
Όλα άλλαζαν, εκείνες τις μέρες, τα πάντα σκοτείνιαζαν, ο φόβος, ο τρόμος, η αγωνία η στέρηση, οι απώλειες, τουλάχιστον κάτι μεγάλο, κάτι σπουδαίο και πανίερο είχε διασωθεί. Η ιστορία μας. Η παρουσία και η μνήμη του λαού μας. Η ψυχή μας, δηλαδή.

Ερώτηση: Η ηρωίδα φαντάζεται τα αγάλματα να έχουν ζωή, να επικοινωνούν μαζί της, να την ενθαρρύνουν κ.λπ. Να διατυπώσετε τις σκέψεις σας σχετικά με αυτή την επικοινωνία και το μήνυμα που εισπράττετε. Ποιες σκέψεις και συναισθήματα σας προκαλεί η περιήγησή σας σε ένα μνημείο του τόπου σας (αρχαίο ή μεταγενέστερο); (100-200 λέξεις).

Περισσότερο εκπαιδευτικό υλικό για το Λύκειο εδώ.


Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)