Ξενοφώντος «Ελληνικά» Βιβλίο 2. Κεφαλαίο 2. §16-23 (κείμενο, μετάφραση, ασκήσεις σχολικού)
[16]Τοιούτων δὲ ὄντων Θηραμένης εἶπεν ἐν ἐκκλησίᾳ ὅτι εἰ βούλονται αὐτὸν πέμψαι παρὰ Λύσανδρον, εἰδὼς ἥξει Λακεδαιμονίους πότερον ἐξανδραποδίσασθαι τὴν πόλιν βουλόμενοι ἀντέχουσι περὶ τῶν τειχῶν ἢ πίστεως ἕνεκα. Πεμφθεὶς δὲ διέτριβε παρὰ Λυσάνδρῳ τρεῖς μῆνας καὶ πλείω, ἐπιτηρῶν ὁπότε Ἀθηναῖοι ἔμελλον διὰ τὸ ἐπιλελοιπέναι τὸν σῖτον ἅπαντα ὅ τι τις λέγοι ὁμολογήσειν. [17] Ἐπεὶ δὲ ἧκε τετάρτῳ μηνί, ἀπήγγειλεν ἐν ἐκκλησίᾳ ὅτι αὐτὸν Λύσανδρος τέως μὲν κατέχοι, εἶτα κελεύοι εἰς Λακεδαίμονα ἰέναι· οὐ γὰρ εἶναι κύριος ὧν ἐρωτῷτο ὑπ’ αὐτοῦ, ἀλλὰ τοὺς ἐφόρους. Μετὰ ταῦτα ᾑρέθη πρεσβευτὴς εἰς Λακεδαίμονα αὐτοκράτωρ δέκατος αὐτός.
Μετάφραση: Ενώ τα πράγματα βρίσκονταν σ’ αυτό το σημείο, ο Θηραμένης είπε στη Συνέλευση ότι θελήσουν να τον στείλουν στο Λύσανδρο, θα επιστρέψει γνωρίζοντας, αν οι Λακεδαιμόνιοι επιμένουν στο ζήτημα της κατεδάφισης των τειχών, επειδή θέλουν να υποδουλώσουν την πόλη ή για να έχουν κάποια εγγύηση καλής πίστης. Όταν όμως τον έστειλαν, έμεινε κοντά στο Λύσανδρο καθυστερώντας για περισσότερο από τρεις μήνες, περιμένοντας πότε οι Αθηναίοι, εξαιτίας της παντελούς έλλειψης τροφίμων, θα αποδέχονταν οποιουσδήποτε όρους τους πρότεινε κάποιος. Αφού, λοιπόν, επέστρεψε τέσσερις μήνες μετά, ανέφερε στη Συνέλευση ότι τάχα τον κρατούσε αρχικά ο Λύσανδρος, και στη συνέχεια τον διέταξε να πάει στη Λακεδαίμονα, γιατί δεν ήταν ο ίδιος αρμόδιος να δώσει απαντήσεις στα ζητήματα για τα οποία τον ρωτούσε, αλλά οι έφοροι. Μετά από αυτά εκλέχτηκε για να σταλεί μαζί με άλλους εννέα ως πρεσβευτής στη Λακεδαίμονα με απόλυτη πληρεξουσιότητα.
[18]Λύσανδρος δὲ τοῖς ἐφόροις ἔπεμψεν ἀγγελοῦντα μετ’ ἄλλων Λακεδαιμονίων Ἀριστοτέλην, φυγάδα Ἀθηναῖον ὄντα, ὅτι ἀποκρίναιτο Θηραμένει ἐκείνους κυρίους εἶναι εἰρήνης καὶ πολέμου. [19] Θηραμένης δὲ καὶ οἱ ἄλλοι πρέσβεις ἐπεὶ ἦσαν ἐν Σελλασίᾳ, ἐρωτώμενοι δὲ ἐπὶ τίνι λόγῳ ἥκοιεν εἶπον ὅτι αὐτοκράτορες περὶ εἰρήνης, μετὰ ταῦτα οἱ ἔφοροι καλεῖν ἐκέλευον αὐτούς. Ἐπεὶ δ’ ἧκον, ἐκκλησίαν ἐποίησαν, ἐν ᾗ ἀντέλεγον Κορίνθιοι καὶ Θηβαῖοι μάλιστα, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι τῶν Ἑλλήνων, μὴ σπένδεσθαι Ἀθηναίοις, ἀλλ’ ἐξαιρεῖν.
Μετάφραση: Ο Λύσανδρος έστειλε στους εφόρους, μαζί με άλλους Λακεδαιμονίους, τον Αριστοτέλη, ο οποίος ήταν Αθηναίος εξόριστος, για να τους ενημερώσει ότι απάντησε στο Θηραμένη πως αυτοί είχαν τη δικαιοδοσία να αποφασίζουν για πόλεμο και ειρήνη. Όταν, λοιπόν, ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις έφτασαν στη Σελλασία και τους ρώτησαν για ποιο λόγο είχαν έρθει, αυτοί απάντησαν ότι είχαν έρθει με απόλυτη πληρεξουσιότητα να διαπραγματευτούν την ειρήνη. Τότε οι έφοροι διέταξαν να τους καλέσουν στη Σπάρτη. Όταν έφτασαν εκεί συγκάλεσαν συνέλευση, στην οποία και άλλοι πολλοί από τους Έλληνες, προπάντων όμως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι αντιπρότειναν να μην συνθηκολογήσουν με τους Αθηναίους, αλλά να τους αφανίσουν.
[20]Λακεδαιμόνιοι δὲ οὐκ ἔφασαν πόλιν Ἑλληνίδα ἀνδραποδιεῖν μέγα ἀγαθὸν εἰργασμένην ἐν τοῖς μεγίστοις κινδύνοις γενομένοις τῇ Ἑλλάδι, ἀλλ’ ἐποιοῦντο εἰρήνην ἐφ’ ᾧ τά τε μακρὰ τείχη καὶ τὸν Πειραιᾶ καθελόντας καὶ τὰς ναῦς πλὴν δώδεκα παραδόντας καὶ τοὺς φυγάδας καθέντας τὸν αὐτὸν ἐχθρὸν καὶ φίλον νομίζοντας Λακεδαιμονίοις ἕπεσθαι καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν ὅποι ἂν ἡγῶνται.[21] Θηραμένης δὲ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πρέσβεις ἐπανέφερον ταῦτα εἰς τὰς Ἀθήνας.
Μετάφραση: Οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, αρνήθηκαν να υποδουλώσουν πόλη ελληνική, η οποία είχε προσφέρει πολύ μεγάλες υπηρεσίες στην Ελλάδα, όταν διέτρεχε τον έσχατο κίνδυνο. αλλά ήταν διατεθειμένοι να συνάψουν ειρήνη υπό τον όρο οι Αθηναίοι, αφού γκρεμίσουν τα Μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά και παραδώσουν όλα τα πλοία τους, εκτός από δώδεκα και φέρουν πίσω τους εξόριστους, έχοντας τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους να ακολουθούν αυτούς και στη στεριά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί. Ο Θηραμένης και οι πρέσβεις που ήταν μαζί του επέστρεψαν με αυτούς τους όρους στην Αθήνα.
[22] Εἰσιόντας δ’ αὐτοὺς ὄχλος περιεχεῖτο πολύς, φοβούμενοι μὴ ἄπρακτοι ἥκοιεν· οὐ γὰρ ἔτι ἐνεχώρει μέλλειν διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀπολλυμένων τῷ λιμῷ. Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἀπήγγελλον οἱ πρέσβεις ἐφ’ οἷς οἱ Λακεδαιμόνιοι ποιοῖντο τὴν εἰρήνην· προηγόρει δὲ αὐτῶν Θηραμένης, λέγων ὡς χρὴ πείθεσθαι Λακεδαιμονίοις καὶ τὰ τείχη περιαιρεῖν. Ἀντειπόντων δέ τινων αὐτῷ, πολὺ δὲ πλειόνων συνεπαινεσάντων, ἔδοξε δέχεσθαι τὴν εἰρήνην.[23] Μετὰ δὲ ταῦτα Λύσανδρός τε κατέπλει εἰς τὸν Πειραιᾶ καὶ οἱ φυγάδες κατῇσαν καὶ τὰ τείχη κατέσκαπτον ὑπ’ αὐλητρίδων πολλῇ προθυμίᾳ, νομίζοντες ἐκείνην τὴν ἡμέραν τῇ Ἑλλάδι ἄρχειν τῆς ἐλευθερίας.
Μετάφραση: Καθώς έμπαιναν στην πόλη τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, επειδή φοβόταν μήπως είχαν επιστρέψει άπρακτοι· γιατί δεν χωρούσε πια άλλη αναβολή, καθώς ήταν πολλοί αυτοί που πέθαιναν από την πείνα. Την επόμενη μέρα οι πρέσβεις ανακοίνωσαν με ποιους όρους οι Λακεδαιμόνιοι θα έκαναν την ειρήνη· και εξ ονόματός τους μίλησε ο Θηραμένης που υποστήριξε ότι πρέπει να αποδεχτούν τους όρους των Λακεδαιμονίων και να γκρεμίσουν τα τείχη. Μερικοί διαφώνησαν μαζί του, οι περισσότεροι όμως επιδοκίμασαν τις προτάσεις του και αποφασίστηκε να δεχτούν την ειρήνη. Μετά από αυτά ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά και οι εξόριστοι επέστρεψαν στην Αθήνα και πανηγυρίζοντας υπό τον ήχο των αυλών, άρχισαν με μεγάλη προθυμία να γκρεμίζουν τα τείχη, γιατί θεωρούσαν ότι εκείνη η μέρα ήταν η πρώτη της ελευθερίας στην Ελλάδα.
Ερωτήσεις - Ασκήσεις
1) Γιατί ζήτησε ο Θηραμένης να σταλεί ως πρεσβευτής στους Λακεδαιμονίους; Γιατί άργησε να επιστρέψει από την αποστολή;
Ο Θηραμένης προέβαλε ως επιχείρημα στους Αθηναίους πως αν τον έστελναν στον Λύσανδρο, θα επέστρεφε γνωρίζοντας ποιες ακριβώς ήταν οι προθέσεις των Σπαρτιατών, και για ποιο λόγο επέμεναν τόσο στο γκρέμισμα των τειχών της Αθήνας. Θα γνώριζε, δηλαδή, αν οι Σπαρτιάτες ήθελαν να γκρεμιστούν τα τείχη προκειμένου να υποδουλώσουν την πόλη ή αν το ζητούσαν απλώς ως ένδειξη καλής θέλησης απ’ την πλευρά των Αθηναίων∙ ως εγγύηση πως ήταν πράγματι πρόθυμοι να γίνουν σύμμαχοι των Σπαρτιατών. Οι ίδιοι οι Αθηναίοι, άλλωστε, είχαν προσεγγίσει τον βασιλιά των Σπαρτιατών Άγι, λέγοντας πως ήταν έτοιμοι να συνθηκολογήσουν και να γίνουν σύμμαχοί τους. Ίσως, οπότε, το αίτημα της Σπάρτης να ήταν μια σκληρή, μα βασική προϋπόθεση, για να μπορέσουν να πιστέψουν την ειλικρίνεια των Αθηναίων.
Η καθυστέρηση, ωστόσο, του Θηραμένη -που παρέμεινε περισσότερο από τρεις μήνες κοντά στον Λύσανδρο-, ερμηνεύεται με αρνητικό τρόπο από τον Ξενοφώντα. Ο ιστορικός θεωρεί πως ο Θηραμένης σκόπιμα παρέμεινε ανενεργός για τόσο μεγάλο διάστημα, περιμένοντας επί της ουσίας πότε οι Αθηναίοι θα εξαντλούνταν πλήρως από την έλλειψη τροφίμων και θα ήταν άρα έτοιμοι να δεχτούν όλους τους όρους των Σπαρτιατών, όσο επώδυνοι κι αν ήταν αυτοί.
Ο ίδιος ο Θηραμένης, πάντως, όταν επέστρεψε στην Αθήνα ισχυρίστηκε πως άργησε τόσο πολύ γιατί ο Λύσανδρος τον κρατούσε ως αιχμάλωτο, και πως έπειτα τον διέταξε να μεταβεί στην Σπάρτη μιας και ο ίδιος δεν ήταν αρμόδιος να δώσει τις αναγκαίες απαντήσεις∙ καθώς αυτά ήταν ζητήματα που μόνο οι Έφοροι μπορούσαν να τα επιλύσουν.
Αν λάβουμε υπόψη μας πως στη συνέχεια οι Αθηναίοι εξέλεξαν τον Θηραμένη ως έναν από τους πρεσβευτές για τη διαπραγμάτευση της ειρήνευσης, τότε γίνεται αντιληπτό πως εξέλαβαν ως πειστικές τις εξηγήσεις του και πως δεν τον θεώρησαν υπεύθυνο για την πολύμηνη αργοπορία του.
2) Ποια δικαιοδοσία είχαν ως πρεσβευτές ο Θηραμένης και οι άλλοι;
Στον Θηραμένη και στους υπόλοιπους εννέα πρεσβευτές δόθηκε απ’ τους Αθηναίους απόλυτη δικαιοδοσία να διαπραγματευτούν με τους Σπαρτιάτες τους όρους της ειρήνευσης. Απόφαση που δήλωνε με σαφή τρόπο την απόγνωση στην οποία είχαν περιέλθει οι πολίτες της Αθήνας και τη συνεπαγόμενη θέλησή τους να ολοκληρωθούν όσο γινόταν πιο γρήγορα οι διαπραγματεύσεις, ώστε να καταστεί εφικτή η διάσωση του πληθυσμού απ’ την πλήρη έλλειψη τροφίμων. Άλλωστε, ήταν σαφές πως οι Έφοροι της Σπάρτης δεν επρόκειτο να συζητήσουν με ανθρώπους που δεν είχαν την αναγκαία και πλήρη εξουσιοδότηση για τις διαπραγματεύσεις.
3) Ποιους όρους έθεσαν οι Λακεδαιμόνιοι;
Οι όροι που έθεταν οι Λακεδαιμόνιοι ήταν οι ακόλουθοι: οι Αθηναίοι όφειλαν α) να γκρεμίσουν τα μακρά τείχη, όπως και αυτά του Πειραιά, β) να παραδώσουν τα πλοία τους, εκτός από δώδεκα, γ) να δεχτούν πίσω τους πολίτες που είχαν εξορίσει απ’ την πόλη∙ εκείνους δηλαδή που είχαν διώξει λόγω των ολιγαρχικών τους φρονημάτων, και δ) να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες σε όλες τις πολεμικές τους δραστηριότητες είτε στη θάλασσα είτε στην ξηρά, έχοντας πλέον τους ίδιους φίλους και εχθρούς μ’ εκείνους∙ να γίνουν δηλαδή οι Αθηναίοι πιστοί σύμμαχοι των Σπαρτιατών.
4) το κείμενο (§ 16-19) να γραφεί με τις αλλαγές:
Θηραμένης = πρέσβεις, Λύσανδρος = στρατηγοί (Λακεδαιμονίων)
Τοιούτων δὲ ὄντων πρέσβεις εἶπον ἐν ἐκκλησίᾳ ὅτι εἰ βούλονται αὐτούς πέμψαι παρὰ στρατηγούς, εἰδότες ἥξουσι Λακεδαιμονίους πότερον ἐξανδραποδίσασθαι τὴν πόλιν βουλόμενοι ἀντέχουσι περὶ τῶν τειχῶν ἢ πίστεως ἕνεκα. Πεμφθέντες δὲ διέτριβον παρὰ (τοῖς) στρατηγοῖς τρεῖς μῆνας καὶ πλείω, ἐπιτηροῦντεςὁπότε Ἀθηναῖοι ἔμελλον διὰ τὸ ἐπιλελοιπέναι τὸν σῖτον ἅπαντα ὅ τι τις λέγοι ὁμολογήσειν. [17] Ἐπεὶ δὲ ἧκον τετάρτῳ μηνί, ἀπήγγειλαν ἐν ἐκκλησίᾳ ὅτι αὐτούς στρατηγοί τέως μὲν κατέχοιεν, εἶτα κελεύοιεν εἰς Λακεδαίμονα ἰέναι· οὐ γὰρ εἶναι κύριοι ὧν ἐρωτῷντο ὑπ’ αὐτῶν, ἀλλὰ τοὺς ἐφόρους.
5) Να καταγραφούν οι ονοματικές προτάσεις και να δηλωθεί η εξάρτηση, ο συντακτικός τους ρόλος και η εκφορά τους. (§ 16-17)
ὅτι εἰδὼς ἥξει Λακεδαιμονίους: Δευτερεύουσα ειδική πρόταση ως αντικείμενο του ρήματος της κύριας πρότασης (εἶπεν). Εκφέρεται με οριστική (και όχι ευκτική του πλαγίου λόγου), παρά την εξάρτησή της από ιστορικό χρόνο, για να δηλωθεί με έμφαση η έννοια του πραγματικού.
πότερον ἐξανδραποδίσασθαι τὴν πόλιν βουλόμενοι ἀντέχουσι περὶ τῶν τειχῶν ἢ πίστεως ἕνεκα: Δευτερεύουσα πλάγια ερωτηματική, διμελής, ολικής άγνοιας, ως αντικείμενο στη μετοχή εἰδὼς της ειδικής πρότασης, από την οποία και εξαρτάται. Εκφέρεται ομαλά με οριστική μιας και εξαρτάται από αρκτικό χρόνο (εἰδὼς, μετοχή ενεστώτα).
ὁπότε Ἀθηναῖοι ἔμελλον διὰ τὸ ἐπιλελοιπέναι τὸν σῖτον ἅπαντα ὁμολογήσειν: Δευτερεύουσα πλάγια ερωτηματική, μερικής άγνοιας, ως αντικείμενο στη μετοχή ἐπιτηρῶν της κύριας πρότασης. Εκφέρεται με οριστική παρά τον ιστορικό χρόνο της κύριας πρότασης, για να δηλωθεί με έμφαση η έννοια του πραγματικού.
ὅ τι τις λέγοι: Δευτερεύουσα αναφορικοϋποθετική πρόταση. Εκφέρεται με ευκτική του πλαγίου λόγου, καθώς το απαρέμφατο ὁμολογήσειν (απαρέμφατο μέλλοντα), από το οποίο εξαρτάται εκλαμβάνεται ως ιστορικός χρόνος μιας και εξαρτάται από τον Παρατατικό ἔμελλον. Με την ευκτική του πλαγίου λόγου τονίζεται το υποκειμενικό στοιχείο.
ὅτι αὐτὸν Λύσανδρος τέως μὲν κατέχοι, εἶτα κελεύοι εἰς Λακεδαίμονα ἰέναι: Δευτερεύουσες ειδικές προτάσεις, ως αντικείμενα του ρήματος ἀπήγγειλεν της κύριας πρότασης. Εκφέρονται με ευκτική του πλαγίου λόγου καθώς εξαρτώνται από ιστορικό χρόνο και τονίζεται έτσι το υποκειμενικό στοιχείο του περιεχομένου τους.
ὧν ἐρωτῷτο ὑπ’ αὐτοῦ: Δευτερεύουσα αναφορική πρόταση ως γενική αντικειμενική στη λέξη κύριος. Εκφέρεται με ευκτική του πλαγίου λόγου γιατί εξαρτάται από ιστορικό χρόνο (το εννοούμενο ἔλεγε της κύριας πρότασης) και δηλώνει έτσι κάτι το υποκειμενικό και αβέβαιο.
6) Γιατί οι Αθηναίοι εξέλεξαν το Θηραμένη, έναν ολιγαρχικό, να διαπραγματευθεί την ειρήνη με τους Λακεδαιμονίους;
Ο Θηραμένης, όπως παρουσιάζεται από τον Αριστοτέλη στο έργο Αθηναίων Πολιτεία, υπήρξε ένας μετριοπαθής ολιγαρχικός που εξέφραζε ειλικρινές ενδιαφέρον για τα συμφέροντα της πόλης του. Ο Αριστοτέλης τον κατατάσσει μάλιστα στους σημαντικότερους ηγέτες που γνώρισε η Αθήνα εκείνη την περίοδο, τονίζοντας την φιλοπατρία του, και κυρίως το γεγονός πως παρά τις ολιγαρχικές του πεποιθήσεις σεβόταν πάντοτε την τήρηση των νόμων.
Είναι, επομένως, πιθανό πως οι Αθηναίοι εκτιμούσαν θετικά τις προθέσεις του Θηραμένη και πως θεωρούσαν ως πλεονέκτημα -στη συγκεκριμένη συγκυρία- το γεγονός ότι ήταν ολιγαρχικός, καθώς θα γινόταν πιο ευνοϊκά δεκτός από τους Σπαρτιάτες. Προφανώς θεώρησαν πως, αν έστελναν στην Σπάρτη έναν υπέρμαχο της δημοκρατικής παράταξης, οι Λακεδαιμόνιοι θα τον αντιμετώπιζαν εχθρικά και δεν θα ήταν διατεθειμένοι ν’ ακούσουν τις δικές του προτάσεις.
Οι Αθηναίοι, επομένως, έλαβαν υπόψη τους τη σημαντική πρότερη δράση του Θηραμένη ως στρατηγού, τα ολιγαρχικά του φρονήματα που τον καθιστούσαν φιλικό απέναντι στον Λύσανδρο και τους Σπαρτιάτες, αλλά και τη γενικότερη αίσθηση πως ήταν αφοσιωμένος στην πατρίδα του.
7) Να καταγραφούν τα απαρέμφατα που εξαρτώνται από λεκτικούς και κελευστικούς ρηματικούς τύπους· δίπλα στο κάθε απαρέμφατο να γραφεί η οριστική του ίδιου χρόνου στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. (§ 18-19)
ἀποκρίναιτο (λεκτικό): εἶναι (ειδικό, ενεστώτα) = ἐσμέν
ἐκέλευον (κελευστικό): καλεῖν (τελικό, ενεστώτα) = καλοῦμεν
ἀντέλεγον (κελευστικό): σπένδεσθαι / ἐξαιρεῖν (τελικά, ενεστώτα) =
σπενδόμεθα / ἐξαιροῦμεν
ἔφασαν (λεκτικό): ἀνδραποδιεῖν (ειδικό, μέλλοντα) = ἀνδραποδιοῦμεν
8) Πώς δικαιολογείτε τη στάση των Κορινθίων-Θηβαίων απέναντι στους Αθηναίους μετά την ήττα τους; (Με βάση όσα ιστορικά δεδομένα έχετε υπόψη σας καθώς και τη γεωγραφική θέση της Κορίνθου και της Θήβας).
Σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες που έδειξαν σεβασμό απέναντι στην Αθήνα και στη σπουδαία βοήθεια που αυτή προσέφερε στους Περσικούς πολέμους, οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι επιδίωκαν τον αφανισμό της Αθήνας. Η έντονη αυτή εμπάθεια των δύο πόλεων απέναντι στην Αθήνα έχει φυσικά την εξήγησή της στον μεταξύ τους οικονομικό ανταγωνισμό και στην επιθυμία τους να αποτρέψουν οποιαδήποτε πιθανότητα αναβίωσης της μέχρι πρότινος πανίσχυρης Αθήνας.
Ας έχουμε υπόψη μας πως στα τέλη των Περσικών πολέμων, κατά το 478 π.Χ., η Αθήνα είχε δημιουργήσει την Αττική-Δηλιακή συμμαχία που της προσέφερε τεράστια πλεονεκτήματα τόσο απέναντι στους παραδοσιακούς της αντιπάλους, τους Σπαρτιάτες, όσο και απέναντι στις γειτονικές της πόλεις, την Κόρινθο και τη Θήβα. Η κυριαρχία της Αθήνας απειλούσε τα εμπορικά συμφέροντα των Κορινθίων, ενώ αντίστοιχα οι Θηβαίοι αισθάνονταν διαρκώς ευάλωτοι απέναντι στην ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας. Η Βοιωτία, άλλωστε, μετά το πέρας των Περσικών πολέμων είχε περιέλθει υπό τον έλεγχο της Αθήνας, αφού οι Θηβαίοι στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) είχαν προδώσει τους υπόλοιπους Έλληνες κι είχαν συμμαχήσει με τους Πέρσες. Έτσι, η Θήβα είχε υπομείνει την επικυριαρχία της Αθήνας για αρκετές δεκαετίες, ενώ στη μάχη της Τανάγρας το 457 π.Χ. και με τη βοήθεια της Σπάρτης είχε καταφέρει για πρώτη φορά να νικήσει τους Αθηναίους. Μια πρόσκαιρη, βέβαια, νίκη, καθώς λίγους μήνες μετά στα Οινόφυτα οι Αθηναίοι θα κερδίσουν εκ νέου και θα κατοχυρώσουν για μια ακόμη δεκαετία την κυριαρχία τους στη Βοιωτία. Μόλις το 447 π.Χ. με τη μάχη της Κορώνειας θα κατορθώσουν οι Θηβαίοι να αποδεσμευτούν από τον έλεγχο των Αθηναίων.
Χαρακτηριστικό, μάλιστα, για τις προθέσεις της Κορίνθου και της Θήβας απέναντι στην Αθήνα είναι και το γεγονός πως οι δύο αυτές πόλεις δεν είχαν καν επικυρώσει τη συνθήκη ειρήνης του Νικία το 421 π.Χ., που τερμάτιζε το πρώτο μέρος του Πελοποννησιακού πολέμου (τον Αρχιδάμειο πόλεμο 431-421 π.Χ.), με τη σύναψη πεντηκονταετούς ειρήνης. Η Κόρινθος δεν είχε πάρει πίσω την Κέρκυρα και την Ποτίδαια, ενώ η ομοσπονδία των Βοιωτικών πόλεων με προεξάρχουσα τη Θήβα αποζητούσε τη δυνατότητα να εδραιώσει τη δύναμή της. Εύλογα, λοιπόν, τόσο η Κόρινθος όσο και η Θήβα, δεν ήθελαν απλώς μια συμβιβαστική συνθήκη με τους Αθηναίους, αλλά την πλήρη καταστροφή τους, ώστε να έχουν το ελεύθερο να εξυπηρετήσουν τα οικονομικά και επεκτατικά τους σχέδια.
9) Υπογραμμίστε τη σωστή απάντηση:
α) το ρήμα ἕπομαι (§20) σημαίνει:
προηγούμαι
ακολουθώ
υποτάσσομαι
επαναστατώ
β) ο κύριος ρηματικός τύπος της προτάσεως «ἐφ’ ᾦ... θάλαττα» (§20) είναι:
καθελόντας
νομίζοντας
ἕπεσθαι
ἡγοῦνται
10. Οι όροι της ειρήνης: α) Ποιοι ήταν οι όροι σύμφωνα με το κείμενο του Ξενοφώντος, β) Οι ρηματικοί τύποι που δηλώνουν τους όρους βρίσκονται άλλοι στον ενεστώτα και άλλοι στον αόριστο. Ποια είναι η σημασία αυτής της διαφοράς; γ) Ποιος είναι ο στόχος καθενός από τους όρους; δ) Ποιον όρο θεωρεί κύριο ο Ξενοφών και ποιοι όροι αποτελούν προϋπόθεση για τον κύριο όρο;
α) Οι όροι που έθεταν οι Λακεδαιμόνιοι ήταν οι ακόλουθοι:
1) να γκρεμίσουν τα μακρά τείχη, όπως και αυτά του Πειραιά,
2) να παραδώσουν τα πλοία τους, εκτός από δώδεκα,
3) να δεχτούν πίσω τους πολίτες που είχαν εξορίσει απ’ την πόλη∙ εκείνους δηλαδή που είχαν διώξει λόγω των ολιγαρχικών τους φρονημάτων,
4) να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες σε όλες τις πολεμικές τους δραστηριότητες είτε στη θάλασσα είτε στην ξηρά, έχοντας πλέον τους ίδιους φίλους και εχθρούς μ’ εκείνους∙ να γίνουν δηλαδή οι Αθηναίοι πιστοί σύμμαχοι των Σπαρτιατών.
β) Οι όροι που αναφέρονται στο γκρέμισμα των τειχών (καθελόντας), στην παράδοση των πλοίων (παραδόντας) και στην επιστροφή των πολιτικών εξόριστων (καθέντας), δίνονται σε αόριστο χρόνο, καθώς αφενός αποτελούν πράξεις που θα γίνουν μία φορά και αφετέρου γιατί επί της ουσίας είναι οι δευτερεύοντες όροι σε σχέση με τον βασικό όρο που είναι να έχουν στο εξής (νομίζοντας) τους ίδιους φίλους και εχθρούς με τους Σπαρτιάτες, και να τους ακολουθούν (ἕπεσθαι) σε κάθε τους πολεμική δραστηριότητα. Οι τελευταίοι αυτοί και βασικότεροι όροι δίνονται με ενεστώτα για να τονιστεί η διάρκειά τους, μιας και αφού ολοκληρώσουν οι Αθηναίοι τις αρχικές προϋποθέσεις, στην πορεία θα είναι πιστοί σύμμαχοι της Σπάρτης και θα τη συνοδεύουν σε κάθε της νέα επεκτατική ή αμυντική αναμέτρηση.
γ) - Το γκρέμισμα των τειχών έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς με τον τρόπο αυτό η Αθήνα και ο Πειραιάς θα είναι ευάλωτοι σε μελλοντικές επιθέσεις/επεμβάσεις των Σπαρτιατών, και άρα θα τίθενται πιο εύκολα υπό τον έλεγχό τους. Η ισχυρή οχύρωση της Αθήνας την προστάτευε πλήρως και την καθιστούσε έναν εξαιρετικά δύσκολο αντίπαλο. Παράλληλα, τα ισχυρά αυτά τείχη ήταν και σε συμβολικό επίπεδο μια ένδειξη οικονομικής και στρατιωτικής ευρωστίας, γι’ αυτό κι οι Σπαρτιάτες ήθελαν με το γκρέμισμά τους να καταστεί σαφής η ήττα και η ταπείνωση των Αθηναίων.
- Ο στόλος των Αθηναίων αποτελούσε, μαζί με τα τείχη, ένα από τα ισχυρότερα όπλα τους, που τους βοηθούσαν όχι μόνο στις πολεμικές αναμετρήσεις, αλλά τους διασφάλιζαν και μεγάλο πλούτο με τη διεξαγωγή του εμπορίου. Επομένως, η παράδοση των πλοίων εκμηδένιζε αυτομάτως τόσο τη στρατιωτική όσο και την οικονομική υπεροχή της Αθήνας.
- Οι εξόριστοι Αθηναίοι ήταν πολίτες ολιγαρχικών φρονημάτων και άρα, ως ένα βαθμό, ήταν φιλικά προσκείμενοι στη Σπάρτη και στις οικονομικές και πολιτικές αντιλήψεις που εκείνη πρέσβευε. Η επιστροφή τους, οπότε, θα ενίσχυε την αντιπολιτευτική μερίδα και θα δυσχέραινε οποιαδήποτε προσπάθεια συνασπισμένης και σύσσωμης αντίδρασης κατά της Σπάρτης.
- Η απόλυτη υποταγή της Αθήνας στην Σπάρτη, όπως αυτή προκύπτει τόσο από το αίτημα να έχουν πια τους ίδιους φίλους και εχθρούς, και φυσικά από την υποχρέωση των Αθηναίων να συνοδεύουν τους Σπαρτιάτες στις μελλοντικές τους πολεμικές δράσεις, επισφραγίζει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την ήττα των Αθηναίων. Με τους όρους αυτούς η Αθήνα έπαυε εκ των πραγμάτων να ηγείται της αθηναϊκής συμμαχίας, και ήταν αναγκασμένη να λειτουργεί ως επικουρικό σώμα των Σπαρτιατών, αναγνωρίζοντας έτσι την κυριαρχία της Σπάρτης και την ηγετική της θέση στον ελληνικό χώρο.
δ) Ο Ξενοφώντας θεωρεί ως βασικό όρο την υποχρέωση των Αθηναίων να έχουν στο εξής τους ίδιους φίλους και τους ίδιους εχθρούς με τους Σπαρτιάτες, καθώς και την υποχρέωσή τους να τους συνοδεύουν σε κάθε πολεμική δραστηριότητα τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά. Ενώ, το γκρέμισμα των τειχών, την παράδοση των πλοίων και την επιστροφή των εξόριστων, τα θεωρεί ως προϋποθέσεις για την εφαρμογή του βασικού όρου.
11. Στο κείμενο τονίζεται ο πρωταγωνιστικός ρόλος του Θηραμένη. Να καταγραφούν οι λέξεις που δείχνουν τον ιδιάζοντα ρόλο του (φανερό/αφανή, επίσημο/ανεπίσημο): των ρημάτων να γραφεί το γ' εν. πρόσ. ενεστώτα και παρατατικού (π.χ. πέμψαι —> πέμπει, ἔπεμπε), των ονομάτων η ονομ. και γεν. ενικού (π.χ. πρεσβευτής, πρεσβευτοῦ).
Ρήματα – Ρηματικοί τύποι
εἶπεν → λέγει / ἔλεγε(ν)
πέμψαι → πέμπει / ἔπεμπε
εἰδὼς → οἴδε / ᾔδει(ν)
ἥξει → ἥκει / ἧκε
πεμφθεὶς → πέμπεται / ἐπέμπετο
διέτριβε → διατρίβει / διέτριβε
ἐπιτηρῶν → ἐπιτηρεῖ / ἐπετήρει
ἧκε → ἥκει / ἧκε
ἀπήγγειλεν → ἀπαγγέλλει / ἀπήγγελλε
κατέχοι → κατέχει / κατεῖχε
κελεύοι → κελεύει / ἐκέλευε
ἰέναι → εἶσι / ᾔει
ἐρωτῷτο → ἐρωτᾶται / ἠρωτᾶτο
ᾑρέθη → αἱρεῖται / ᾑρεῖτο
ἦσαν → ἐστί / ἦν
ἐρωτώμενοι → ἐρωτᾶται / ἠρωτᾶτο
ἥκοιεν → ἥκει / ἧκε
εἶπον → λέγει / ἔλεγε(ν)
καλεῖν → καλεῖ / ἐκάλει
ἧκον → ἥκει / ἧκε
ἐπανέφερον → ἐπαναφέρει / ἐπανέφερε
εἰσιόντας → εἴσεισι / εἰσῄει
περιεχεῖτο → περιχεῖται / περιεχεῖτο
ἥκοιεν → ἥκει / ἧκε
ἀπήγγελλον → ἀπαγγέλλει / ἀπήγγελλε
προηγόρει → προηγορεῖ / προηγόρει
λέγων → λέγει / ἔλεγε
ἀντειπόντων → ἀντιλέγει / ἀντέλεγε
συνεπαινεσάντων → συνεπαινεῖ / συνεπῄνει
Ονόματα
ἐν ἐκκλησίᾳ → ἐκκλησία / ἐκκλησίας
μῆνας → μήν / μηνός
πρεσβευτὴς → πρεσβευτής / πρεσβευτοῦ
αὐτοκράτωρ → αὐτοκράτωρ / αὐτοκράτορος
δέκατος → δέκατος / δεκάτου
ἐπὶ τίνι λόγῳ → λόγος / λόγου
πρέσβεις → πρεσβευτής / πρεσβευτοῦ
αὐτοκράτορες → αὐτοκράτωρ / αὐτοκράτορος
περὶ εἰρήνης → εἰρήνη / εἰρήνης
ἄπρακτοι → ἄπρακτος / ἀπράκτου
Θέματα για συζήτηση
Πώς δικαιολογείται η στάση των Λακεδαιμονίων απέναντι στην ηττημένη Αθήνα;
Παρόλο που οι Λακεδαιμόνιοι ήταν διαχρονικά αντίπαλοι των Αθηναίων και είχαν κάθε λόγο να θέλουν την καταστροφή της Αθήνας, εντούτοις αντέδρασαν με ιδιαίτερη αποφασιστικότητα απέναντι στις ολέθριες αυτές προτάσεις των Κορινθίων και των Θηβαίων και προστάτευσαν στο βαθμό που μπορούσαν τους Αθηναίους. Η δική τους θέση ήταν πως ποτέ δεν θα επιδίωκαν την υποδούλωση μιας ελληνικής πόλης που είχε προσφέρει τόσο σημαντικές υπηρεσίες στις δύσκολες στιγμές που έζησαν όλοι οι Έλληνες, όταν δέχονταν επίθεση από τους Πέρσες.
Οι Σπαρτιάτες έλαβαν υπόψη τους και τον όρκο που είχαν δώσει μαζί με τους Αθηναίους πριν από τη μάχη των Πλαταιών, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο πως δεν έθεταν τα όποια συμφέροντά τους πάνω από την ιερότητα μιας τόσο σημαντικής δέσμευσης. Ο όρκος αυτός, δεν δέσμευε τους Θηβαίους, μιας και αυτοί είχαν ήδη προδώσει τους υπόλοιπους Έλληνες∙ δέσμευε ωστόσο τους Κορίνθιους, οι οποίοι όμως μιας και βρίσκονταν τόσο κοντά στην Αθήνα τη θεωρούσαν πάντοτε ως μια απειλή που πρέπει να εκμηδενιστεί.
Σημαντικό ρόλο, επίσης, στην απόφαση των Σπαρτιατών έπαιξαν και τα επιμέρους οικονομικά και πολιτικά συμφέροντά τους, καθώς αντιλαμβάνονταν πως μια ενδεχόμενη καταστροφή της Αθήνας θα άφηνε πράγματι ανοιχτό το πεδίο για την ισχυροποίηση της Κορίνθου και της Θήβας, προκαλώντας στο μέλλον νέες πηγές ανησυχίας και νέους πιθανούς αντιπάλους για την ίδια τη Σπάρτη. Η διατήρηση, επομένως, της Αθήνας εξυπηρετούσε μακροπρόθεσμα τα συμφέροντα των Λακεδαιμονίων, μιας και θα μπορούσε σύντομα να λειτουργήσει εκ νέου ως ανάχωμα στις φιλοδοξίες των Κορινθίων και των Θηβαίων.
Να εντοπίσετε στο κείμενο του λεγόμενου «ὅρκου τῶν Πλαταιῶν» (που έκαναν οι Έλληνες πριν από τη μάχη, 479 π.Χ.) τα σημεία, στα οποία πιθανώς στήριξαν οι Λακεδαιμόνιοι τις αποφάσεις τους για την τύχη των Αθηναίων.
Ὅρκος ὅν ὤμοσαν Ἀθηναίοι ὅτε ἤμελλον μάχεσθαι πρὸς τοὺς βαρβάρους.
Μαχοῦμαι ἕως ἄν ζῶ, καὶ οὐ περὶ πλέονος ποήσομαι τὸ ζῆν ἤ τὸ ἐλεύθερος εἶναι, καὶ οὐκ ἀπολείψω τὸν ταξίαρχον οὐδὲ τὸν ἐνωμοτάρχην οὔτε ζῶντα οὔτε ἀποθανόντα, καὶ οὐκ ἄπειμι ἐὰν μὴ οἱ ἡγεμόνες ἀφηγῶνται, καὶ ποιήσω ὅτι ἄν οἱ στρατηγοὶ παραγγείλωσιν, καὶ τοὺς ἀποθανόντας τῶν συμμαχεσαμένων θάψω ἐν τῷ αὐτῷ καὶ ἄθαπτον οὐδένα καταλείψω· καὶ νικήσας μαχόμενος τοὺς βαρβάρους δεκατεύσω τὴν Θηβαίων πόλιν, καὶ οὐκ ἀναστήσω Ἀθήνας οὐδέ Σπάρτην οὐδέ Πλαταιὰς οὐδέ τῶν ἄλλων πόλεων τῶν συμμαχεσαμένων οὐδεμίαν, οὐδέ λιμῷ περιόψομαι ἐργομένους οὐδέ ὑδάτων ναματιαίων εἴρξω οὔτε φίλους ὄντας οὔτε πολεμίους. Καὶ εἰ μὲν ἐμπεδορκοίην τἀ έν τῷ ὅρκῳ γεγραμμένα, ἡ πόλις ἡμή ἄνοσος εἴη, εἰ δὲ μή, νοσοίη· καὶ πόλις ἡμή ἀπόρθητος εἴη, εἰ δὲ μή, πορθοῖτο· καὶ φέροι ἡμή, εἰ δὲ μή, ἄφορος εἴη· καὶ γυναῖκες τίκτοιεν ἐοικότα γονεῦσιν, εἰ δὲ μή, τέρατα· καὶ βοσκήματα τίκτοι ἐοικότα βοσκήμασι, εἰ δὲ μή, τέρατα. Ταῦτα ὀμόσαντες, κατακαλύψαντες τὰ σφάγια ταῖς ἀσπίσιν ὑπὸ σάλπιγγος ἀρὰν ἐποιήσαντο, εἴ τι τῶν ὀμωμομένων παραβαίνοιεν καὶ μὴ ἐμπεδορκοῖ(ε)ν τὰ ἐν τῷ ὅρκῳ γεγραμμένα, αὐτοῖς ἄγος εἶναι τοῖς ὀμόσασιν.
[Ο όρκος βρέθηκε το 1925 σε στήλη των Αχαρνών]
Όρκος τον οποίο έδωσαν οι Αθηναίοι πριν από τη μάχη με τους βαρβάρους.
Θα μάχομαι όσο ζω, και δε θα προτιμήσω τη ζωή από την ελευθερία, και δε θα εγκαταλείψω τον ταξίαρχο ούτε τον ενωματάρχη ούτε ζωντανό ούτε νεκρό, και δε θα φύγω αν δε με οδηγούν οι ανώτεροι μου, και θα εκτελέσω ό,τι διατάξουν οι στρατηγοί, και τους πεθαμένους συμπολεμιστές μου θα τους θάψω στο πεδίο της μάχης και δε θα αφήσω κανέναν άταφο· και, αφού νικήσω πολεμώντας τους βαρβάρους, θα επιβάλω τον φόρο της δεκάτης στην πόλη των Θηβαίων και δε θα ξεσπιτώσω τους πολίτες της Αθήνας ούτε της Σπάρτης ούτε των Πλαταιών ούτε καμιάς από τις άλλες πόλεις, που αγωνιστήκαμε μαζί, ούτε θα τους αφήσω να βασανίζονται από πείνα, ούτε θα τους εμποδίσω από τρεχούμενα νερά ούτε αν είναι φίλοι ούτε εχθροί. Και αν τηρώ και εφαρμόζω όσα είναι γραμμένα στον όρκο, η πόλη μου ας έχει υγεία, αν όχι, αρρώστια και η πόλη μου ας είναι απόρθητη, αλλιώς, ας κυριευθεί· και ας είναι εύφορη, αλλιώς, άφορη· και οι γυναίκες ας γεννάνε παιδιά που να μοιάζουν στους γονείς τους, αλλιώς, τέρατα· και ας γεννούν και τα ζώα όμοια με ζώα, αλλιώς, τέρατα. Αφού ορκίστηκαν αυτά και σκέπασαν τα σφάγια με τις ασπίδες τους, έριξαν κατάρα ενώ ηχούσε η σάλπιγγα, αν παραβούν κάτι από όσα ορκίστηκαν και δεν τηρούν τα γραμμένα στον όρκο, το κρίμα να πέσει απάνω τους.
Ο όρκος που δόθηκε από τους Έλληνες συμμάχους σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή, έπρεπε να αντανακλά την πρόθεσή τους να δεσμευτούν απόλυτα στη μεταξύ τους συνεργασία, γι’ αυτό και συνοδεύτηκε από βαριές ρήτρες εν είδει αναθέματος σε περίπτωση αθέτησής του, αλλά και από την κατάρα που έριξαν κατά την επισφράγισή του.
Παρατηρούμε, επομένως, πως ορκίζονται ότι στο μέλλον δεν θα διώξουν ποτέ από τα σπίτια τους τούς πολίτες της Αθήνας, της Σπάρτης και των λοιπών συμμάχων, ούτε θα τους αφήσουν να πεινάνε, ούτε θα τους στερήσουν το νερό είτε είναι φίλοι είτε εχθροί. Ορκίζονται, δηλαδή, πως θα παραμείνουν σταθερά φιλάνθρωποι απέναντι στις πόλεις με τις οποίες συνεργάζονται σ’ αυτή τη μάχη, ακόμη κι αν στην πορεία δε διατηρήσουν μια φιλική σχέση. Και για να ισχυροποιήσουν αυτή τη δέσμευση περιλαμβάνουν την ακόλουθη ευχή στον όρκο τους: «Και αν τηρώ και εφαρμόζω όσα είναι γραμμένα στον όρκο, η πόλη μου ας έχει υγεία, αν όχι, αρρώστια και η πόλη μου ας είναι απόρθητη, αλλιώς, ας κυριευθεί∙ και ας είναι εύφορη, αλλιώς, άφορη∙ και οι γυναίκες ας γεννάνε παιδιά που να μοιάζουν στους γονείς τους, αλλιώς, τέρατα∙ και ας γεννούν και τα ζώα όμοια με ζώα, αλλιώς, τέρατα.»
Οι Λακεδαιμόνιοι άρα θεώρησαν πως πρέπει να τηρήσουν τον όρκο τους και να μην επιδιώξουν την πλήρη καταστροφή της Αθήνας -να μην εκδιώξουν τους τότε συναγωνιστές στους απ’ τις εστίες τους-, κρίνοντας πως ο όρκος αυτός κι η μάχη που ακολούθησε προσέφεραν μια μεγάλη βοήθεια σε όλους τους Έλληνες.
Να επισημάνετε τις διαφορές ανάμεσα στο κείμενο του Ξενοφώντος για τους όρους τους ειρήνης και το κείμενο του Πλουτάρχου, που ακολουθεί:
Λακεδαιμονίων ἐστὶν ἀκοῦσαι λεγόντων, ὡς Λύσανδρος μὲν ἔγραψε τοῖς ἐφόροις τάδε· «Ἁλώκαντι ταὶ Ἀθᾶναι», Λυσάνδρῳ δ’ ἀντέγραψαν οἱ ἐφοροι· «'Ἄρκει τὸ γε ἑαλώκειν», ἀλλ’ εὐπρεπείας χάριν οὗτος ὁ λόγος πέπλασται, τὸ δ’ ἀληθινόν δόγμα τῶν ἐφόρων οὕτως εἶχε: «Τάδε τὰ τέλη τῶν Λακεδαιμονίων ἔγνω· καββαλόντες [εἰς] τὸν Πειραιᾶ καὶ τὰ μακρὰ σκέλη, καὶ ἐκβάντες ἐκ πασῶν τῶν πολέων, τὰς αὐτῶν γᾶν ἔχοντες, ταῦτά κα δρῶντες τὰν εἰράναν ἔχοιτε, αἰ χρήδοιτε, καὶ τὼς φυγάδας ἀνέντες, περὶ τῶν ναῶν τῶ πλήθεος, ὁκοῖόν τί κα τηνεὶ δοκέοι, ταῦτα ποιέετε».
Μπορεί να ακούσει κανείς να λένε οι Λακεδαιμόνιοι ότι ο Λύσανδρος έγραψε αυτά στους εφόρους «Κατελήφθησαν αι Αθήναι». Στον Λύσανδρο απάντησαν οι έφοροι «Αρκεί το ότι κατελήφθησαν». Η διήγηση αυτή έχει πλαστεί για να δείξει ανώτερη συμπεριφορά· η αληθινή απόφαση των εφόρων ήταν η εξής: «Αυτά αποφάσισαν οι υπεύθυνοι των Λακεδαιμονίων· αφού γκρεμίσετε τον Πειραιά και τα μακρά τείχη και αφού αποχωρήσετε από όλες τις πόλεις διατηρώντας μόνο τη δική σας, αν τα πράξετε αυτά, μπορείτε να έχετε ειρήνη, αν θέλετε, και αφού αφήσετε, να γυρίσουν οι εξόριστοι· για τον αριθμό των πλοίων, να κάνετε ό,τι αποφασιστεί επί τόπου.
[Πλουτ., Λύσανδρος, κεφ. 14].
Στην πρώτη εκδοχή που δίνει ο Πλούταρχος οι Σπαρτιάτες παρουσιάζονται να επιδεικνύουν μια εξαιρετικά ανώτερη συμπεριφορά, καθώς φαίνεται πως αρκούνται στο γεγονός και μόνο ότι η Αθήνα είχε καταληφθεί. Ωστόσο, στη δεύτερη εκδοχή, που παρουσιάζει την αληθινή τους στάση, διατυπώνονται οι βαρείς όροι της συνθηκολόγησης∙ οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό συμπίπτουν με τους όρους που καταγράφει ο Ξενοφώντας. Διαφοροποιήσεις εντοπίζουμε στα εξής σημεία: α) το αίτημα να αποχωρήσουν απ’ όλες τις άλλες πόλεις της συμμαχίας τους κρατώντας μόνο τη δική τους, δεν καταγράφεται από τον Ξενοφώντα, β)για το ζήτημα των πλοίων δεν δίνεται απ’ τον Πλούταρχο σαφής αριθμός και γ) δεν καταγράφεται από τον Πλούταρχο το αίτημα των Σπαρτιατών να είναι στο εξής οι Αθηναίοι σύμμαχοί τους και να τους ακολουθούν σε όποια πολεμική δραστηριότητα αναλαμβάνουν.