Όλοι οι άνθρωποι γεννιόμαστε με έμφυτη την ικανότητα της ομιλίας, η οποία αρχίζει να εκδηλώνεται γύρω στο πρώτο έτος της ζωής μας. Στο δεύτερο έτος αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι οι άλλοι μπορεί να έχουν ανάγκες και συναισθήματα διαφορετικά από τα δικά μας. Σ’ αυτήν τη φάση ενεργοποιείται το ένστικτο της κτητικότητας και η αυτοσυνείδηση. Μαζί με την αυτοσυνείδηση γεννιέται και η συναίσθηση καταστάσεων που συμβαίνουν γύρω μας. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας πλησιάζουν ανθρώπους που είναι στεναχωρημένοι και προσπαθούν να τους παρηγορήσουν. Στον ενδιάμεσο χρόνο μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου έτους εμφανίζεται η μνήμη και στις αρχές του τρίτου η φαντασία. Είναι η στιγμή που μπορούν τα παιδιά να ακούνε παραμύθια και να πλάθουν εικόνες και όνειρα.
Από τη στιγμή που ενεργοποιούνται οι κύριες λειτουργίες του νου, η προσοχή, η συγκέντρωση, η μνήμη, και η φαντασία ο άνθρωπος αρχίζει να αναγνωρίζει το εξωτερικό περιβάλλον και να το συσχετίζει με το δικό του εσωτερικό περιβάλλον και αντίστροφα. Είναι η στιγμή που μπορεί να συσχετίσει τους ήχους των λέξεων με τα σύμβολα των γραμμάτων. Είναι η στιγμή που αρχίζει να κατανοεί και να διαβάζει.
Όταν αρχίσαμε να διαβάζουμε πιθανότατα το κάναμε διαβάζοντας δυνατά. Προφέραμε τις λέξεις δυνατά μέχρι να τις μάθουμε. Έτσι δημιουργήσαμε μια συνήθεια και όταν το δυνατό διάβασμα έγινε δεύτερη φύση μας, δηλαδή εσωτερικοποιήθηκε, ακούγαμε μέσα μας αυτά που διαβάζαμε. Εδώ περίπου είναι που τελείωσε η τέχνη του διαβάσματος για τους περισσότερους από εμάς.
Όμως η ανάγνωση με την ταυτόχρονη προφορά των λέξεων χρειάζεται περισσότερο χρόνο από αυτόν που απαιτείται για να κατανοήσουμε τις λέξεις που διαβάζουμε. Η αποδοτική μελέτη ξεκινά από αυτό το σημείο. Για να προχωρήσουμε σ’ ένα νέο επίπεδο πρέπει να σταματήσουμε να ακούμε τις λέξεις στο μυαλό μας και να μην διαβάζουμε δυνατά. Αντίθετα, πρέπει να εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας να διαβάζει χωρίς να ακούμε τις λέξεις μέσα στο κεφάλι μας.
Πάνω σ’ αυτό αναπτύχθηκαν διάφορες τεχνικές. Η εξάσκηση του διαβάσματος δε σημαίνει διάβασμα. Η εξάσκηση του διαβάσματος σημαίνει να διαβάζουμε γρηγορότερα απ’ όσο πραγματικά μπορούμε. Το πιθανότερο είναι πως δε θα κατανοούμε τα περισσότερα από αυτά που θα διαβάζουμε γιατί το μυαλό μας έχει συνηθίσει να πηγαίνει πολύ πιο αργά και να διαβάζει δυνατά. Απλά χρειάζεται χρόνος μέχρι να αλλάξουμε αυτή την παιδική συνήθεια. Ο σκοπός είναι να κοιτάμε το κείμενο γρηγορότερα από όσο μπορούμε να το διαβάσουμε, έτσι ώστε να ξεφύγουμε από τη συνήθεια του να ακούμε τις λέξεις για να τις κατανοούμε. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από ένα βιβλίο που δεν έχουμε ξαναδιαβάσει, για να είμαστε σίγουροι πως το μυαλό μας εξασκείται και δε βασίζεται στη μνήμη.
Ένα δεύτερο σημείο είναι ότι στην παιδική ηλικία, όταν μαθαίναμε να διαβάζουμε, χρησιμοποιούσαμε έναν οδηγό για να βλέπουμε ποια λέξη διαβάζαμε. Αυτός ο οδηγός συνήθως ήταν το δάκτυλό μας. Στην αποδοτική μελέτη μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα μολύβι ή στυλό ή το ίδιο το δάκτυλο. Ο οδηγός θα πρέπει να ακολουθεί τη λέξη που διαβάζουμε κάθε στιγμή, να προχωράει αργά στην επόμενη λέξη και να κατεβαίνει στην επόμενη γραμμή. Μπορεί να μας φανεί περίεργο στην αρχή και ίσως να ελαττώσει προσωρινά το ρυθμό διαβάσματος μέχρι να προσαρμοστούμε, αλλά η χρήση του δείκτη είναι τελικά ιδιαίτερα χρήσιμη στη βελτίωση της ταχύτητάς της μελέτης. Η χρήση του δείκτη είναι επίσης σημαντική, αν θέλουμε να εξασκηθούμε στο διάβασμα. Μετακινώντας το δείκτη μας γρηγορότερα από όσο πραγματικά μπορούμε να διαβάσουμε, τα μάτια συνηθίζουν να κοιτούν ένα κείμενο ταχύτερα απ’ όσο χρειάζεται το μυαλό για να επεξεργαστεί αυτό που είναι γραμμένο. Αυτό θα βοηθήσει να ξεπεράσουμε την εξάρτησή μας να διαβάζουμε δυνατά και, με κάποια εξάσκηση, μπορεί εύκολα να μας επιτρέψει να διπλασιάσουμε την ταχύτητα του διαβάσματός μας.
Στη συνέχεια έρχεται η ανάπτυξη της μνήμης ως βασικό εργαλείο της αποδοτικής μελέτης . Η Μνήμη είναι η συγκράτηση και η αποθήκευση αυτών των γνώσεων. Στον άνθρωπο στον οποίο αυτές οι ικανότητες είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένες σχεδόν όλες οι συμπεριφορές περιλαμβάνουν κάποια μορφή μάθησης. Η κεντρική ιδιότητα είναι ότι τα γεγονότα οργανώνονται σε κατηγορίες. Αυτό είναι ζωτικής σημασίας για τη μνημονική ανάκληση, καθώς η διεργασία της αναζήτησης μπορεί να περάσει μέσα από δενδροειδή διαγράμματα στην αποθήκη του νου, για να εντοπίσει την απαραίτητη πληροφορία. Αν η εννοιολογική μνήμη ήταν οργανωμένη με τον τρόπο που οι περισσότεροι άνθρωποι οργανώνουν τα πράγματα που έχουν στην αποθήκη του σπιτιού τους – σχετικά τυχαία – θα είχαμε μεγάλο πρόβλημα να θυμηθούμε οτιδήποτε. Ευτυχώς ο εγκέφαλος τακτοποιεί την πληροφορία που κωδικοποιούμε σε κατηγορίες και μπορεί να μεγαλώσει το εύρος της κωδικοποίησης με την ανάλογη εκπαίδευση.
Εκείνο όμως που θα μας κάνει να εμβαθύνουμε στην αποδοτική μελέτη είναι το πραγματικό ενδιαφέρον που δείχνουμε, επειδή κάνουμε κάτι το οποίο αγαπούμε. Όταν υπάρχει αυτό, μπορούμε να εφαρμόσουμε εύκολα τις σωστές τεχνικές και να διαβάσουμε αποτελεσματικά. Το γενικό κίνητρο θα πρέπει να μας κάνει να θέλουμε να διαβάσουμε το βιβλίο. Αν δεν θέλουμε πραγματικά να διαβάσουμε ένα βιβλίο, ας προσπαθήσουμε να βρούμε άλλους λόγους για τους οποίους αυτό το βιβλίο συνδέεται με τα βαθύτερα ενδιαφέροντα μας.
Μπορούμε να βρούμε ένα γενικό κίνητρο για να διαβάσουμε οποιοδήποτε βιβλίο, αν είμαστε αρκετά δημιουργικοί, και μη μου πείτε ότι εσείς δε μπορείτε να βρείτε ούτε ένα.