Οι τρομακτικές ιστορίες που λέγαμε παιδιά έχουν μείνει χαραγμένες κάπου βαθιά μέσα στο μυαλό μας. Στα μάτια ενός παιδιού το μυστήριο, το άγνωστο, ο κόσμος των φαντασμάτων, αποτελούν την υπέρτατη πρόκληση.
Από την Νικολέτα Πρεβενά
Γύρισε η ανιψιά μου από την κατασκήνωση όλο χαρά «Θεία έχω κάτι ιστορίες να σου πω που δε θα κοιμάσαι». Αυτόματα θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια. Μαζευόμασταν με τους φίλους μου τις νύχτες – είτε σε πάρκα είτε σε σπίτια – για να αφηγηθούμε τρομακτικές ιστορίες. Στόχος μας… να τρομάξουμε το ακροατήριό μας. Όλοι ξεκινούσαμε «Η ιστορία που θα σας πω είναι αληθινή. Έχει συμβεί στον…» Πόσα βράδια τρέμαμε από το φόβο μας ή δε κοιμόμασταν! Ποτέ όμως δε σταματήσαμε αυτές τις ιστορίες.
Τρομακτικές ιστορίες που λέγαμε παιδιά
Η ματωμένη βελανιδιά
Δύο αδέλφια τσακώθηκαν άγρια στο δάσος. Ο ένας αδελφός σκότωσε τον άλλο και τον έθαψε κάτω από μία βελανιδιά. Όποιος περνάει από αυτό το σημείο τα βράδια ακούει τα κλάματα του σκοτωμένου αδελφού ενώ η βελανιδιά τις νύχτες γεμίζει αίματα.
Η κακιά μητριά
Ένας άντρας χήρεψε και παντρεύτηκε μία κακιά γυναίκα. Ήταν μητριά για το εξάχρονο κοριτσάκι του. Κάθε πρωί έφευγε για τη δουλειά του αφήνοντας το παιδί με τη μητριά. Ένα πρωινό τον σταμάτησε μία γειτόνισσα. Τον ενημέρωσε πως τα πρωινά που έφευγε ακούγονταν τα κλάματα της κόρης του. Εκείνος θέλοντας να μάθει τι συμβαίνει προσποιήθηκε ότι θα πήγαινε στη δουλειά και κρύφτηκε στην αυλή. Είδε τη γυναίκα του να κρατάει τη μικρή αγκαλιά και κάτι να της βάζει στη μύτη. Η μικρή έκλαιγε με λυγμούς. Ο άντρας δίχως να χάσει χρόνο επενέβει. Ανακάλυψε ότι η γυναίκα έβαζε σκουλήκια από συκώτι στη μύτη του παιδιού για να το σκοτώσει. Ο άντρας σκότωσε την κακιά γυναίκα. Το σπίτι τους έμεινε έρημο και κανείς δεν ξανά κατοίκησε εκεί ποτέ.
Η ιστορία του Γκιώνη
Σε ένα δάσος δύο αδέλφια προσπαθούν να γυρίσουν σπίτι τους. Είναι νύχτα και έχουν χαθεί. Συναντάνε έναν κυνηγό, ο οποίος άρχισε να τα κυνηγάει. Ο ένας αδελφός χάθηκε στο δάσος. Τον άλλο τον έπιασε ο κυνηγός και τον σκότωσε. Ο πρώτος μικρός, δίχως να ξέρει τι έχει συμβεί στον αδελφό του έψαχνε να τον βρει. Έψαχνε, έψαχνε… αλλά τίποτα. Τότε παρακάλεσε τον Θεό να τον μεταμορφώσει σε πουλί. Ο Θεός τον λυπήθηκε και τον μεταμόρφωσε στο γνωστό νυκτόβιο πουλί Γκιώνη. Το όνομά του το πήρε επειδή βγαίνει τις νύχτες φωνάζοντας «Γκιώνη». Γκιώνης ήταν το όνομα του αδελφού που πέθανε.
Η ιστορία του Γκιώνη είναι η πιο γνωστή ιστορία για μικρούς και μεγάλους. Υπάρχει σε διάφορες παραλλαγές, οι περισσότερες από τις οποίες ξεκινάνε “Δύο αδέλφια…”.
Το καταραμένο σπίτι
Σε ένα σπίτι είχαν δολοφονήσει τους ενοίκους δύο κακοποιοί για να τους κλέψουν. Οι άπληστοι κακοποιοί αποφάσισαν να κρύψουν τους νεκρούς και να μείνουν στο συγκεκριμένο σπίτι. Τιμωρήθηκαν όμως και έγιναν…ζόμπι! Ούτε νεκροί ούτε ζωντανοί… έτσι, να βασανίζονται αιώνια. Όποιος προσπάθησε να νοικιάσει το καταραμένο σπίτι ξύπναγε το επόμενο πρωί μελανιασμένος από το ξύλο. Το σπίτι ερείπωσε και δεν έμεινε ξανά κανένας εκεί.
Η Μαρία
Ένας νεαρός γνωρίζει σε ένα πάρτι μία πανέμορφη κοπέλα που την έλεγαν Μαρία. Πέρασαν ένα όμορφο βράδυ μαζί και ο νεαρός τη συνόδεψε στο σπίτι της. Η Μαρία έβγαλε και του έδωσε ένα περιδέραιο που φορούσε. Εκείνος την ευχαρίστησε και της υποσχέθηκε πως θα περνούσε την επόμενη μέρα να την δει. Χαιρετήθηκαν και ο νεαρός την είδε να μπαίνει στο σπίτι της. Πράγματι, την επομένη μέρα ο νεαρός πήγε στο σπίτι της Μαρίας. Χτύπησε το κουδούνι και του άνοιξε μία γιαγιά. «Μου φωνάζετε την Μαρία», είπε ο νεαρός. Η γιαγιά κατάπληκτη του απάντησε «Η Μαρία πέθανε πριν δύο μήνες». Ο νεαρός τα έχασε και εξήγησε στη γιαγιά τι είχε συμβεί. Της έδειξε το περιδέραιο και εκείνη χλόμιασε. Ήταν το περιδέραιο που είχαν φορέσει στην Μαρία όταν είχε πεθάνει. Άνοιξαν τον τάφο να δουν τι είχε συμβεί και βρήκαν το σώμα της κοπέλας χωρίς το περιδέραιο.
Ένα ζευγάρι κόκκινα τακούνια
Μία Ελληνοαμερικανίδα επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από χρόνια για να επισκεφτεί την αδελφή της. Φτάνοντας, μαθαίνει πως εκείνη είχε μόλις πεθάνει και ετοιμαζόντουσταν για την κηδεία. Έδωσε στην κόρη της ένα πανέμορφο ζευγάρι κόκκινες γόβες που είχε φέρει δώρο για την αδελφή της. «Αφού δεν πρόλαβε να τις χαρεί, θέλω να τις βάλει στο τελευταίο της ταξίδι». Η κόρη – πράγματι – της φόρεσε τις γόβες και την κηδέψανε. Είχε μαγευτεί όμως από τα ακριβά παπούτσια. Σκέφτηκε ότι στη μάνα της θα ήταν άχρηστες ενώ στην ίδια χρήσιμες. Πήγε στο νεκροταφείο και άρχισε να σκάβει. Βρήκε τις γόβες και της πήρε από τη μάνα της. Τότε εκείνη έγινε φάντασμα και για να την τιμωρήσει την ανάγκασε να μη μπορεί ποτέ να βγάλει αυτές τις γόβες από τα πόδια της. Η κόρη έμεινε να της φοράει εφ’ όρου ζωής και πέθανε με αυτές.
Ο άνθρωπος κατσίκα
Σε μία γειτονιά της Αθήνας ζούσε ένας άντρας που είχε μία κατσίκα. Ο άντρας πέθανε. Κάθε νύχτα ακουγόταν από το εγκαταλειμμένο σπίτι θόρυβος, σαν κάποιος να ζούσε μέσα. Οι γείτονες πήγαν να ελέγξουν αλλά δεν βρήκαν κανέναν, ούτε την κατσίκα. Οι θόρυβοι τις νύχτες συνεχίζονταν και αποφάσισαν να παρακολουθήσουν το σπίτι. Είδαν τότε έναν άντρα με μορφή κατσίκας να ανοίγει την πόρτα του σπιτιού. Μετά ξεκινούσαν οι περίεργοι ήχοι. Τρόμαξαν και δεν πλησίασε ποτέ ξανά κανένας το καταραμένο σπίτι.