Του Παναγιώτη Ξανθόπουλου Δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Paris VIII Vincennes St Denis
Τελικά οι Αθηναίοι είχαν δίκιο. Ο Σωκράτης πράγματι διέφθειρε τους νέους και έδειξε ασέβεια προς τους θεούς. Μόνο που δεν το έπραξε μόνο τότε, μα για πάντα, εισάγοντας το θεό της αμφισβήτησης, το θεό της φιλοσοφίας. Ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς τους νέους…Στις μέρες μας, ωστόσο, όποιος ασχολείται με τις ανθρωπιστικές σπουδές βιώνει καθημερινά την απαξίωση και τίθεται σε επιφυλακή, αναγκαζόμενος συνεχώς να δικαιολογεί τον ακαδημαϊκό του προσανατολισμό, αν δεν έχει ήδη υποκύψει στην αυτολύπηση και δεν έχει πειστεί για την αχρηστία και την ματαιότητά τους. Ποια είναι εντέλει η σημασία των ανθρωπιστικών σπουδών σήμερα και γιατί διαπιστώνεται αυτή η απαξίωση; Στο κείμενο που ακολουθεί θα θιγούν σύντομα ορισμένα επιστημολογικά ζητήματα που άπτονται της σημασίας και της βάσιμης όσο και αβάσιμης απαξίωσης των επιστημών του ανθρώπου.
Πριν απ’ όλα ένας γενικός ορισμός. Θεωρώ κοινωνικό επιστήμονα αυτόν που ασχολείται σε οποιαδήποτε ειδίκευση με τις σχέσεις των ανθρώπων, διευρύνοντας έτσι τη φράση του Μ. Bloch για τον ιστορικό: ο κοινωνικός επιστήμονας είναι σαν τον δράκο των παραμυθιών, πηγαίνει όπου υπάρχει ανθρώπινο αίμα.
Α) Αν θελήσουμε να κρίνουμε τη σημασία των ανθρωπιστικών επιστημών θα πρέπει να κάνουμε λόγο για τρεις αλληλοσυνδεόμενους στόχους: 1) τη δημιουργία ταυτότητας, 2) την απομυθοποίηση των εξουσιαστικών/εκμεταλλευτικών σχέσεων, 3) τη συμβολή στην πολιτική δράση.
1) Ποιοι είμαστε; Σε αυτό το αγωνιώδες υπαρξιακό ερώτημα η συμβολή των κοινωνικών επιστημών κρίνεται ουσιώδης. Η αντίληψη του εαυτού, όπως και των ομάδων υπαγωγής μας (μικρών, όπως η οικογένεια, το επάγγελμα ή ευρύτερων στο χώρο και το χρόνο, όπως το έθνος, το κράτος ή συστήματα κρατών), μπορούν να διευρυνθούν και να βελτιωθούν, αν ασχοληθούμε με τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Στην ουσία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ούτε ένα κοινωνικό βήμα χωρίς κάποια ιδέα που να το πλαισιώνει. Κοινωνικό λόγο, φυσικά, δημιουργεί το σύνολο της κοινωνίας, όμως ο λόγος αυτός είναι μη επεξεργασμένος, δηλαδή δεν διαθέτει αντικείμενο, θεωρία και μέθοδο. Και τις ιδέες αυτές δεν τις κατέχουμε μόνο, αλλά μας κατέχουν, ελέγχοντας πλήθος δραστηριοτήτων καθημερινών ή και έκτακτων, δημιουργώντας αγκυλώσεις, δογματισμούς και μονολιθικές προσεγγίσεις.
Η ανάγκη να ανήκουμε κάπου είναι, μάλιστα, τόσο ισχυρή, που αναζητούμε διαρκώς τη φαντασιακή ένταξή μας, γνωρίζοντας τις ομάδες που μας περιβάλλουν. Είμαστε φύσει περίεργοι και θέτουμε συνέχεια ερωτήματα, προσπαθώντας να κατανοήσουμε/ερμηνεύσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους. Σε μερικούς φαντάζει γοητευτική η ανακάλυψη του διαφορετικού, των πολιτισμών, της ιστορίας, ίσως γιατί με τη σύγκριση αυτή βλέπουν τον εαυτό τους πιο καθαρά, αφού διακρίνουν τις ομοιότητες και τις διαφορές. Οι συναρπαστικές περιγραφές, οι κοινωνιολογικές αναλύσεις μας παρουσιάζουν τις πολλαπλές όψεις που μπορεί να λάβουν οι ανθρώπινες σχέσεις, υποδεικνύοντας εναλλακτικές πορείες μέσα στη γενικότητα του ανθρώπινου όντος. Και τότε ορισμένοι μιμούνται, παίρνοντας ως παράδειγμα τη συμπεριφορά άλλων, χτίζουν με άλλα λόγια την ταυτότητά τους μέσα από τους άλλους. Άλλοι, βέβαια, απλά αγαπούν την αναζήτηση. Για να γίνει, εντούτοις, εφικτή με σωστούς όρους η ταυτότητα αυτή χρειάζεται αναμφίβολα να εισέλθει κανείς σε μια επίπονη και μακροχρόνια διαδικασία αναγνώρισης και αποστασιοποίησης από τα συμφέροντα του εαυτού του, της τάξης, του επαγγέλματος, του κόμματος, του έθνους, της εποχής του, έτσι ώστε να μπορέσει να δει με ακρίβεια και «αντικειμενικότητα», να μπορέσει με άλλα λόγια να προσεγγίσει την πραγματικότητα νηφάλιος.
Η επιστήμη είναι, επομένως, μια δυνατότητα ανάμεσα σε άλλες στις ανθρώπινες κοινωνίες, μια δύσκολη πορεία. Αυτό, βέβαια, δεν υπονοεί ότι κάποιος θα μεταμορφωθεί σε ένα ορθολογιστικό ον/καρικατούρα, το οποίο δύναται να υπερβεί τα ανθρώπινα πάθη ή τις κοινωνικές σχέσεις του. Ο τελείως ορθολογικός άνθρωπος είναι, ας το παραδεχτούμε, σαφώς παράλογος. Αντίθετα, κατανόηση του ανθρώπου μέσα στη σύνθετη βιολογική, ψυχολογική και πολιτισμική διάστασή του είναι ένας στόχος που οφείλει να περιλαμβάνει τον ανορθολογισμό, εκτός κι αν αφαιρέσουμε όλα τα ενεργά του στοιχεία, τη χαρά, τη λύπη, τον ενθουσιασμό, την πονηριά, την κακία, την ξεκάθαρη ανοησία που μας περιτριγυρίζει (ή που βρίσκεται μέσα μας). Ταυτόχρονα, δηλαδή, με μια εξωτερική ορθολογική ή μη ερμηνεία είναι αναγκαία και μια εσωτερική κατανόηση των συχνά ανορθολογικών προσανατολισμών των ατόμων. Επιπρόσθετα, η άγνοια, ας μην το ξεχνάμε, είναι μια ψυχοφθόρα διαδικασία και οι κοινωνικές επιστήμες μπορούν να προσφέρουν, ίσως με περισσότερη επιτυχία, τη γαλήνη μιας απάντησης (σε σχέση με αστρολόγους, γκουρού, πρώην ναυπηγούς…). Έναν καθρέφτη φέρνουν, λοιπόν, οι κοινωνικές επιστήμες ενώπιόν μας, έναν καθρέφτη όμως σίγουρα για πάντα θαμπό.
2) Όπως είπαμε παραπάνω, είναι φυσικό και εύλογο όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες να δημιουργούν λόγους (προφορικούς και γραπτούς, με συνοχή ή μη) για την κοινωνία, όμως ο λόγος αυτός συχνά εμπλέκεται μέσα στις υφιστάμενες εξουσιαστικές σχέσεις, είναι δηλαδή «φυσικοποιημένος». Ένας δεύτερος, επομένως, στόχος του κοινωνικού επιστήμονα είναι η απομυθοποίηση του κοινωνικού κόσμου, δηλαδή η διατύπωση προτάσεων, οι οποίες αποκαλύπτουν την εκμεταλλευτική όψη των σχέσεων. Στην ουσία, δεν μπορεί να αναγνωριστεί καμία άλλη σχολή κοινωνικών επιστημών εκτός από την κριτική, γεγονός που περιλαμβάνει και την κριτική σε θεωρίες που επιθυμούν να λογαριάζονται ως κριτικές.
«Όχι στην αυθόρμητη κοινωνιολογία», τόνιζε ο Μπουρντιέ και θα προσέθετα επίσης, όχι στην «κοινή λογική» (η οποία δεν είναι και τόσο κοινή τελικά), όχι στον πρακτικό λόγο, που «φυσικοποιεί» τις ανθρώπινες σχέσεις. Πόσες φορές άραγε, έχει ο καθένας μας άρρητα ανεχτεί ή συμβιβαστεί με τέτοιες απόψεις; Απόψεις που συνδέονται με φόβο ή δικαιολόγηση ενάντια σε ισχυρούς, πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες, σε φορείς ιδεολογίας (αυθεντίες), παραδοσιακής και σύγχρονης, στρεβλώνοντας με τον τρόπο αυτό την κρίση του για τα πράγματα. Όταν ασχολείται κανείς με τις επιστήμες του ανθρώπου, μαθαίνει ακριβώς να λαμβάνει αποστάσεις από την πραγματικότητα που του παραδίδεται. Αντιλαμβάνεται τα συμφέροντα/άρρητες απόψεις που του έχουν μεταφερθεί από τρίτους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Προσεγγίζει έτσι την πολύμορφη πραγματικότητα χωρίς να την ακρωτηριάζει, χωρίς να τη χειραγωγεί για να υποστηρίξει πάση θυσία τις απόψεις του ή τις απόψεις των άλλων. Καταλαβαίνει πότε υφίσταται εκμετάλλευση.
Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει κοινωνία χωρίς προβλήματα, θέλει χρόνο, προσπάθεια και εξειδίκευση η συνειδητοποίηση των προβλημάτων και η σωστή τους θέαση. Οι ομάδες, τόσο στη διομαδική σχέση κυριαρχίας όσο και στην ενδοομαδική ατομική πίεση, τείνουν προς συναίνεση/κομφορμισμό και, αν θέλει κάποιος να δει καθαρά, οφείλει να αποστασιοποιηθεί από αυτές, να ασκήσει κριτική και έλεγχο στις παραδοχές τους. Η συγκάλυψη είναι μια διαρκής κοινωνική σταθερά, η οποία καλλιεργεί μύθους για τις υφιστάμενες σχέσεις. Ας θυμηθούμε λίγο την δικαιολόγηση της δουλείας από τον Αριστοτέλη και την αναίρεσή της από τους σοφιστές (Αντιφώντας) ή τη νόμιμη ανισότητα στις εργασιακές σχέσεις, με κατώτατα στελέχη επιχειρήσεων να ταυτίζονται με τους ιδιοκτήτες, τους πολίτες που θεωρούν κοινά τα συμφέροντα με τους πολιτικούς, με το κόμμα, κράτη που πιστεύουν ότι οι διακρατικές σχέσεις/ενώσεις γίνονται για την προώθηση κοινών διακρατικών συμφερόντων ή γυναίκες που αποδέχονται τη «φυσική» τους κατωτερότητα, νέους με εγκεφάλους στη φορμόλη που αναπαράγουν άκριτα ό,τι τους είπαν οι γονείς τους…
Η αποσιώπηση των κοινωνικών σχέσεων δεν στρέφεται μόνο εναντίον αυτών που ήδη υπάρχουν ή μελετούνται, αλλά εξαφανίζει από το προσκήνιο της ιστορίας ολόκληρες ομάδες, οι οποίες δεν συμφέρει, ή δεν αρέσει να έχουν φωνή. Με τον τρόπο αυτό για αιώνες καταγράφηκε η ιστορία των μεγάλων ανδρών και των μαχών. Αντίθετα οι αγρότες, η πλειοψηφία του πληθυσμού, δεν είχε τεθεί καν ως αντικείμενο, πόσο μάλλον οι αγρότισσες, η πλειοψηφία αυτής της πλειοψηφίας. Ομοίως δεν τέθηκαν στο επίκεντρο οι περιθωριακοί, οι Αφρικανοί, τα παιδιά, οι άνθρωποι με ψυχικά νοσήματα, οι λεπροί, οι κατάδικοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι ερωτευμένοι. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες ακριβώς τις στιγμές εκείνες οφείλουν να δυναμώνουν τις φωνές τους για μια μη εκμεταλλευτική πρακτική, μια δεοντολογία που να σέβεται τόσο την ισότητα των ατόμων, των ομάδων, των κοινωνιών. Είναι απαραίτητο να εισάγουν έναν κώδικα που να θέτει ως αρχή τους τον άνθρωπο και τη βελτίωση των όρων ύπαρξής του.
Οι κοινωνικές επιστήμες, όπως γενικότερα οι επιστήμες, για να επιτελέσουν την κριτική τους λειτουργία στηρίζονται στον λογικό και τον εμπειρικό έλεγχο (δεν λαμβάνω υπόψη μου την αρνητική και θετική συμβολή των μεταμοντέρνων στο σημείο αυτό). Εισαγόμαστε έτσι σε ένα σύμπαν συνεκτικών υποθέσεων (θετικών ή αρνητικών), οι οποίες πρέπει να υποστηριχτούν/επαληθευτούν/διαψευστούν. Δεν υπάρχει, βέβαια, θεωρία που να μην διαθέτει ορισμένα δεδομένα, έστω χειραγωγημένα, δεν υπάρχουν δεδομένα που να μην είναι διαβρωμένα/«μολυσμένα» από θεωρία. Η καθαρή θεωρία είναι μεταφυσικό όνειρο και τα καθαρά δεδομένα όνειρο απόκρυψης από τους απολογητές του εκάστοτε κοινωνικού συστήματος.
3) Πώς μπορεί να δράσει κανείς, αν δεν διαθέτει ερμηνευτικές προσπάθειες ειδικών στην κοινωνία; Αυτό αποτελεί μια άλλη βασική υπόθεση των ανθρωπιστικών σπουδών. Για να μπορέσουμε να δράσουμε σε μια κοινωνία, να την μεταμορφώσουμε μετατρέποντας τους προσανατολισμούς της, πρέπει πρώτα να τη μελετήσουμε, να τη δούμε στις οριοθετήσεις της. Είναι σκόπιμο, επομένως, πρώτα να μάθουμε να βλέπουμε για να μπορέσουμε να λύσουμε τα προβλήματα, συχνά παραδειγματιζόμενοι από άλλες κοινωνίες, από την ιστορία. Διαφορετικά είναι πιθανό οι στόχοι να είναι μπροστά μας, αλλά εμείς τυφλοί να ξοδεύουμε τα βέλη μας δεξιά κι αριστερά, θεωρώντας πως έτσι καταφέρνουμε το σκοπούμενο. Χρειάζεται, άρα, να δημιουργήσουμε τις συνθήκες εκείνες, μέσα στις οποίες θέλουμε να ζήσουμε, χωρίς βέβαια να οδηγηθούμε στον κοινωνικό αυτοματισμό, στην άποψη δηλαδή που απλοποιεί τις πολύπλοκες ανθρώπινες σχέσεις και τις παρομοιάζει με μια μηχανή (π.χ. αν εισάγει κανείς το Α, θα οδηγηθεί οπωσδήποτε στο Β).
Είμαστε, ευτυχώς και δυστυχώς, σχετικά απρόβλεπτα όντα και δεν γνωρίζουμε ακριβώς πώς θα συμπεριφερθούμε στις διάφορες καταστάσεις. Ενθουσιαζόμαστε, λυπόμαστε, αγαπάμε και μισούμε, αμφισβητούμε όπως ακολουθούμε κανόνες και κάνουμε αυτό που μας λένε. Ίσως οι ανθρωπιστικές σπουδές να είναι ένα υπερπολύπλοκο τμήμα των επιστημών, εφόσον η ανθρώπινη δράση ενέχει μόνιμα το στοιχείο της ακαθοριστίας, της βούλησης, είναι ανοιχτή στην καινοτομία, δημιουργώντας αδιάκοπα την ιστορία, τις πάμπολλες μορφές ύπαρξης του κοινωνικού. Διαφορετικά, θα έπρεπε να ζούσαμε αενάως υπό τις ίδιες πρώτες συνθήκες. Στο σημείο αυτό κρύβεται και μια μεγάλη διαφορά με τις θετικές επιστήμες: οι επιστήμες του ανθρώπου ποτέ δεν θα μπορέσουν να ενώσουν την ερμηνεία της κοινωνίας με αυτό που θέλουν να είναι η κοινωνία, δηλαδή η μετατροπή της. Αν σε μια κοινωνία υπάρχουν πάγιες αιτίες για τη δημιουργία και αναπαραγωγή ενός φαινομένου, πώς μπορούμε να τις αλλάξουμε; Ωστόσο, έχοντας επίγνωση ότι ζούμε σ’ έναν ατελή κόσμο, θα λέγαμε πως μια ερμηνεία που διαθέτει θεωρία και μέθοδο είναι καλύτερη από την «φυσική» ερμηνεία. Αυτή η διατύπωση προτάσεων είναι, επομένως, συμβολή στον αναπροσανατολισμό των κοινωνιών, στην οριοθέτηση στόχων, στην πολιτική δράση. Ας μην λησμονούμε ότι η ιδεολογική συγκρότηση των κομμάτων συνδέεται με απόψεις υπέρ ή κατά κοινωνιολόγων και οικονομολόγων, επομένως οι ιδέες αυτές επηρεάζουν βαθιά την κοινωνική μας ύπαρξη. Για αυτό και έχει μεγάλη σημασία να τις ελέγχουμε διαρκώς.
Β) Στο δεύτερο αυτό μέρος θα ασχοληθώ με την βάσιμη και μη βάσιμη απαξίωση των ανθρωπιστικών σπουδών:
1) Η απαξίωση συνδέεται με την ίδια τη φύση του αντικειμένου, και είναι βάσιμη στο βαθμό που σχετίζεται με τη δύσκολη διάκριση υποκειμένου/αντικειμένου (άνθρωποι μελετούν ανθρώπους), δομής/δράσης, την ποιοτικά ετερογενή φύση των κοινωνιών στο χώρο και το χρόνο, την απουσία συμφωνίας στην γενική ορολογία της κοινωνίας, τη μάχη ανάμεσα στα διάφορα θεωρητικά παραδείγματα, τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε μοντερνισμό και μεταμοντερνισμό, την εννοιολογική σύλληψη της αδιάκοπης αλλαγής συνθηκών, δηλαδή τη μη επαναληψιμότητα, τη μη πρόβλεψη, έννοιες οι οποίες αποτελούν βασικά στοιχεία της κλασικής επιστημονικής σκέψης. Αν οι συνθήκες των κοινωνιών μεταβάλλονται διαρκώς, πώς μπορεί κανείς να διατυπώσει νόμους; Πως μπορεί να έχει βεβαιότητα στις κρίσεις του; Οι λύσεις που δόθηκαν ποικίλουν. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σταθώ μόνο σε δύο: i) τη νέα πολύπλοκη επιστήμη και ii) τη μαγική σκέψη. i) Ενσωμάτωση μέσω αλλαγής επιστημολογικού παραδείγματος, scienza nuova. Οι κοινωνικές επιστήμες ενδεχομένως οδηγούν σε μια αναθεώρηση επιστημολογικών αρχών, προσπαθώντας να υπερβούν το δομισμό, ενσωματώνοντας πολύπλοκες αρχές μη γραμμικότητας αιτίας/αποτελέσματος στις σχέσεις, την ολογραμματική αντίληψη ατόμου/συνόλου, την ενσωμάτωση της αντιφατικότητας ως αρχής ανάδυσης νέων ποιοτήτων, την κατανόηση με ορθολογικό τρόπο του παράλογου. ii) Απόρριψη από το κλασικό επιστημολογικό υπόδειγμα. Οι κοινωνικές επιστήμες δεν είναι παρά ένα είδος μαγικής σκέψης, χωρίς επιστημολογικές αρχές, η οποία εξωθεί τα άτομα να συμπεριφέρονται παράλογα, οδηγώντας τα σε λάθος επιλογές, στον ίδιο το θάνατο. Στο βαθμό που δεν τηρούνται οι κλασικές αρχές των επιστημών (βλ. πιο πάνω), τότε οι κοινωνικές επιστήμες συνιστούν ένα λογοτεχνικό είδος, γλαφυρό και ενδιαφέρον, αλλά χωρίς ακρίβεια. Η επιλογή ανάμεσα στις δύο λύσεις θα καθορίσει και την μελλοντική διαδρομή των κοινωνικών επιστημών.
2) Η αβάσιμη απαξίωση των ανθρωπιστικών σπουδών συνδέεται με την αποσιώπηση/συγκάλυψη του λειτουργισμού ως κυρίαρχου υποδείγματος στις αγγλοσαξονικές χώρες, οι οποίες ελέγχουν τις τεχνολογίες διάδοσης πληροφορίας (διαδίκτυο, έντυπα, εμπορικά δίκτυα), όπως και την παγκόσμια βιομηχανία θεάματος (κινηματογράφος, μουσική). Με αυτά τα ιδεολογικά δίκτυα διαδίδονται απόψεις, οι οποίες εκλαμβάνουν την κοινωνία ως ένα σώμα που λειτουργεί σε κατάσταση ισορροπίας και η αμφισβήτηση ή σύγκρουση νοείται ως παρέκκλιση, αταξία, ως κάτι το ξεκάθαρα αρνητικό, το οποίο οφείλει να εξαλειφθεί άμεσα. Μέσα στα πλαίσια αυτά οι κοινωνικές επιστήμες υποτιμούνται, καθότι δεν συμφέρουν. Είναι, άραγε, τυχαίο το ότι οι χώρες, πάνω στις οποίες στηρίχτηκε το κλασικό μοντέλο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, θεωρούν τον Μαρξ ηλίθιο (και χωρίς να κρίνω τον εαυτό μου μαρξοβλαβή);
Συγχρόνως με τον λειτουργισμό, πρόβλημα εντοπίζεται και στον θετικισμό, τη μίμηση δηλαδή υποθέσεων, μεθόδων από τις πιο προωθημένες και ακριβείς θετικές επιστήμες, με την άκριτη εφαρμογή τους σε ένα διαφορετικό πλαίσιο υποθέσεων. Με τον τρόπο αυτό ποσοτικοποιούνται οι συμπεριφορές, υπερισχύει το μοντέλο του ορθολογικού ανθρώπου, η μεγιστοποίηση, το κέρδος ως φυσικό κίνητρο των ατόμων, οι καμπύλες προσφοράς και ζήτησης…Άσχετα αν μέσα στα πλαίσια αυτά τα ερωτήματα είναι προφανή και κοινότοπα ή οι σχέσεις ανιστορικές και ακοινωνικές ή, τέλος, η ανάπτυξη μια διαδικασία που, αν ακολουθηθούν ορισμένα στάδια/πολιτικές, βέβαιη. Υποβαθμίζοντας έτσι το πρόβλημα της εννοιολογικής συγκρότησης της πραγματικότητας, η κοινωνία καθίσταται απροσπέλαστη. Οι κοινωνικές επιστήμες, πρέπει να το τονίσουμε, διψούν για νέες έννοιες και όχι την αναπαραγωγή/αναπλαισίωση/μεταφορά ήδη υπαρχόντων εννοιών. Είναι, επίσης, προφανές ότι στις περιπτώσεις αυτές απουσιάζει οποιαδήποτε έννοια δεοντολογίας, ο ασχολούμενος με τα ανθρώπινα είναι λογικό να αγωνίζεται για να φέρει μια υπόθεση στα μέτρα του, να «τακτοποιεί» την πραγματικότητα σύμφωνα με τα συμφέροντά του.
Η υποτίμηση των ανθρωπιστικών σπουδών ίσως τελικά ταυτίζεται με την άρνηση να κατανοήσει κανείς τον ίδιο του τον εαυτό, τους συνανθρώπους του, θεωρώντας μάλλον εξωγήινους αυτούς που ασχολούνται με τις θετικές επιστήμες. Η επιστήμη είναι μια ανθρώπινη και κοινωνική υπόθεση, δεν παρατηρείται εξάλλου σε όλες τις κοινωνίες. Για το σκοπό αυτό χρειαζόμαστε τόσο ειδικούς, δηλαδή ειδικές γνώσεις, όσο και γενικές, γιατί η μη σύνδεση με το όλον της κοινωνίας αποβαίνει προβληματική, εφόσον είναι αδύνατον να τεμαχιστεί το αντικείμενο μελέτης, άσχετα αν διατηρείται μεθοδολογικά. Αυτή η αποκοπή, ο τεμαχισμός, θα πρέπει να αίρεται για να μπορέσει να αποκτήσει κανείς μια περισσότερο συνολιστική, ευρύτερη οπτική.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι οι κοινωνικές επιστήμες συμβάλλουν στην δημιουργία ταυτότητας, στην απομυθοποίηση των σχέσεων και στην πολιτική δράση, αν και βάσιμα και αβάσιμα αμφισβητήθηκε ο ρόλος τους αυτός. Ποια η σημασία, όμως, όλων των παραπάνω απόψεων για την παρούσα συγκυρία στην Ελλάδα; Είναι ίδιοι οι προβληματισμοί των χωρών του κέντρου με αυτών της περιφέρειας; Αυτά, όμως, θα ήταν θέματα για επόμενη ανάρτηση. Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ σε μια εμπειρία μου στο Παρίσι. Κάποιο βράδυ είχα γνωριστεί με μια φοιτήτρια φιλοσοφίας και συζητώντας της είχα δηλώσει ως ανθρωπολόγος: «εσείς είστε για μας αντικείμενο», για να λάβω την εξής αποστομωτική απάντηση: «μα κι εσείς είστε αντικείμενο». Ας μάθουμε, λοιπόν, να σκεφτόμαστε πάνω στη σκέψη μας!